Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ(Σκιάθος 4 Μαρτίου 1851 - Σκιάθος 3 Ιανουαρίου 1911)


 Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης , «η κορυφή των κορυφών» κατά τον Κ. Π. Καβάφη, είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες, γνωστός και ως «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων». Έγραψε κυρίως διηγήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Ο Παπαδιαμάντης με το φίλο του Γιάννη Βλαχογιάννη στη Δεξαμενή το 1908.






Ο ίδιος σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα ιστορεί τη ζωή του:

"Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθω, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη "ἡ Μετανάστις" ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν "Σωτήρα". Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη "Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν" εἰς τὸ "Μὴ χάνεσαι". Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας."



ΑΦΙΕΡΩΜΑ(ΠΟΙΗΜΑΤΑ)

1.Εννέα δίστιχα (ΘΕΡΟΣ – ΕΡΩΣ)


Eικόν’ αχειροποίητη, που στην καρδιά μου σ’ είχα,
κι είχα για μόνο φυλαχτό μια της κορφής σου τρίχα.
Ονείρατα στον ύπνο μου μαυροφτερουγιασμένα,
σαν περιστέρι στη σπηλιά μ’ ετάραξαν για σένα.

Κίνδυνο, μαύρο σύγνεφο, οι μάγισσες μου λένε•
τ’ αηδόνια αυτά που κελαδούν μου φαίνονται πως κλαίνε.

Να σε χαρεί κι η άνοιξη μαζί με τα λουλούδια,
όπου ’ναι σαν αμέτρητα, ζωγραφιστά τραγούδια.

Συ στο σχολειό δεν έμαθες να γράφεις ραβασάκια.
Στα χείλη σου τα ρόδινα πού τα 'βρες τα φαρμάκια;

Στα μάτια τα ψιχαλιστά πόχ’ Έρωτας καρτέρι,
πόσο μεθύσι μέθυσα ένας Θεός το ξέρει.

Τα μάτια τα ψιχαλιστά γύρνα σ’ εμέ, πουλί μου,
αγάπη μου περήφανη, αγάπη διαλεχτή μου.

Kι αυτό το μορφοδούλικο, το τιμημένο χέρι,
αν έσφιξε ή τόσφιξαν, ένας Θεός το ξέρει.

Tη χάρη σου τη σπλαχνική μη μ' αρνηστής, αρνί μου,
Αγάπη μου αιώνια, αγάπη μου στερνή μου. 1891



2. Το τραγούδι του γύφτου

Με το βαρειό, με το βαρειό
ξυπνά ο γύφτος το χωριό.
Το χωριό, το χωριό,
Τραλαλά, λαρό, λαρό...

Για το σφυρί,για το σφυρί, 
τρελαίνεται κι η λυγερή.
Λυγερή, λυγερή,
Τραλαλά, λαρή, λαρή...

Μες στη φωτιά, μες στη φωτιά, 
παίζει ο γύφτος τη ματιά.
Τη ματιά, τη ματιά,
Τραλαλά, λατά, λατά... 1884




3.Αγάπες ταξιδιάρες

Αγάπες ταξιδιάρες στο κύμα το θολό
κι εβούλιαξε η βαρκούλα κι επέσαν στο γιαλό. 1891

4.Το σώμ’ αυτό το αιθέριο

Το σώμ’ αυτό το αιθέριο στη γη να μη λυγίση
Και το χαμόγελο ποτέ στα χείλη να μη σβύση·
Να μη φανή το κάλλος σου πως είν’ από το χώμα.
Ω, χαίρε, του θανάτου, που μ’ επότισες το πόμα. 1907

5. Εις ένα μνήμ’ αγνώριστο

Εις ένα μνήμ’ αγνώριστο μικρού κοιμητηρίου
δεν θέλω να το βλέπωσιν ακτίνες του ηλίου,
μηδέ κυπάρισσος σκαιά, μήδ’ απεχθής ιτέα,
να το σκιάζη• καταιγίς ας τα κτυπά βιαία !
και δεν ποθώ θυμίαμα, δεν θέλω ψαλμωδίαν•
να έλθης μόνον σε ζητώ, μίαν θαμβήν πρωίαν,
να βρέξης μ’ ένα δάκρυ σου το διψασμένον χώμα,
κι ας σβύση με το δάκρυ σου και τ’ όνομά μου ακόμα… 1876

6. Δεν έχω πλεια παράπονο

Δεν έχω πλεια παράπονο σ’ εσέ, δεν έχω, κόρη•
τον πόνον, που το στήθος μου εξέρνα, δεν εχώρει•
θα τον χωρέσ’ η άβυσσος, η γη θα τον χωρέση•
είναι βαθύ το πέσιμο, που η φτέρνα μου θα πέση. 1876



7. Συ, που θάμπωσες τον ήλιο

Συ, που θάμπωσες τον ήλιο, που σ’ εζήλεψ’ η αυγή,
Σπέρμα ουράνιο, ριχμένο, που εβλάστησες στη γη… 1876

8. Ο Άγγελος, ως λέγουν, της ύστατης (ΜΙΑ ΨΥΧΗ)

Ο Άγγελος, ως λέγουν, της ύστατης
πορείας ξεναγός, επαναφέρει
την φεύγουσαν ψυχήν εις τα γνωστά της
και εις τα προσφιλή της μνήμης μέρη…
Απηύδησα να κυλινδώ μοιραίως
του βίου μου το άχθος προς το μνήμα,
κατάδικος, ως η ψυχή φονέως
η σύρουσ’ από του λαιμού το θύμα.
Ποία σκληρά την θύραν μου χειρ κρούει ;
Οστών ως θραυομένων είν’ ο κρότος˙
Τοιούτον κρότον πώς το ούς ακούει ;
Τοιούτον πώς το όμμα πλήττει σκότος ;
Τα έτη μου απώλεσα εις μάτην•
Παρείδον την στιγμήν μου την υστάτην•
Εις μάτην τας φαιδράς, τας γλυκυτέρας
ηρίθμησα του βίου μου ημέρας…
«Και αν μαζί σου υπερβώ τα νέφη,
κι εις του Θεού η χείρ σου αν με φέρει,
το πνεύμα μου οπίσω επιστρέφει
και θεατής της γης να μείνει χαίρει.
Ως ξένος εν τω μέσω γης ερήμου
ζητεί τον προ πολλού ταφέντα οίκον,
της προσφιλούς ζητεί και η ψυχή μου
αλύσεώς της τον κοπέντα κρίκον.» 1891

9. Αι συ, ό,τι και αν είσαι  
(Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΙΣ & Ο ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΣ)

Αι συ, ό,τι κι αν είσαι,
φάντασμα, πέτρα, δαίμονας,
εγώ δεν σε φοβούμαι!
Είναι σκληρότερη από σε,
σκληρότερη η καρδιά μου!...
στης Παναγιάς την εκκλησιά,
πενήντα χρόνια τώρα
το σήμαντρο της προσευχής
βαρώ πρωί και βράδι.
Πενήντα χρόνια απ’ το λαιμό
κρεμώ το πετραχήλι•
όσους καλούς χριστιανούς
από πενήντα χρόνια
το χώμα τούτο δέχθηκεν
εγώ τους έχω θάψει,
και με γνωρίζει η γης αυτή
καθώς γνωρίζει η σκύλα
το χέρι πό’ να κόκκαλο
καθημερινά της ρίχνει!
Ελπίζω, σαν με καταπιή,
τη χάρη να με κάμη
αγλήγορα τη σάρκα μου
να λυώση, να χωνέψη… 1879



10. Την νύκτα όλην άγρυπνος (Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΙΣ)

Την νύκτα όλην άγρυπνος,
Νύκτα μακράν χειμώνος,
ο ναύτης προ του κύματος,
σιωπηλός και μόνος,
τηρεί τον ουρανόν, ενώ
αβύσσους διαβαίνει
και την χρυσήν ανατολήν
ανήσυχος προσμένει.
Ομοίως σ`επερίμενα
να έλθης χθες, ομοίως
μακράν σου είναι έρημος
και αφεγγής ο βίος.
Οπόταν νέος, εκ μακράς
προκύπτων ασθενείας,
σκιώδες φάσμα και ωχρόν
εκ της αδυναμίας,
τον κόσμον, την μαγευτικήν
γωνίαν του απείρου,
ην εστερήθη, θεωρεί
διά του παραθύρου,
πόσους τω πέμπει ασπασμούς
και πόθους, αδελφή μου,
ομοίως σ’ επεθύμησεν,
ομοίως η ψυχή μου.
Προ της εικόνος του Χριστού
ο ευσεβής ο κύπτων
και αμαρτίας λογισμούς
εντός του στήθους κρύπτων,
με ποταμούς τους πόδας του
δακρύων καταβρέχει,
και η ψυχή του σπαραγμόν
και πόνον πολύν έχει.
Ομοίως η καρδία μου
θερμώς σ`επικαλείται
και διά σε πάσαν χαράν
του κόσμου απαρνείται.




11.Ψαλμός(προσωπική έκφρασις) 
(Η ΓΛΥΚΟΦΙΛΟΥΣΑ)

Και πάλι κίνησα να ’ρθω, Χριστέ μου, στην αυλή σου,
να σκύψω στα κατώφλια σου τα τρισαγαπημένα,
οπού με πόθο αχόρταγο τα λαχταρεί η ψυχή μου.
Η σάρκα μου αναγάλλιασε σιμά σου κ’ η καρδιά μου.
Το χελιδόνι ηύρε φωλιά και το τρυγόνι σκέπη,
να βάλουν τα πουλάκια τους, τα δόλια, να πλαγιάσουν,
τον ιερό σου το βωμό, αθάνατε Χριστέ μου.
Κάλλιο μια μέρα στη δική σ’ αυλή, παρά χιλιάδες.
Στον ίσκιο ας είμαι του ναού σαν παραπεταμένος
καλλίτερα, παρά να ζω σ’ αμαρτωλών λημέρια. 1894

12. Το τραγούδι του κηπουρού (ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΣΤΟ ΛΙΒΑΔΙ)

Βρέχει ουρανός, και βρέχουμαι,
ξενάκ’ είμαι και ντρέπουμαι.
Έρχουμαι, κυρά μ’, δεν έρχουμαι,
όξω στην πόρτα στέκουμαι,
βρέχει ουρανός και βρέχουμαι.
Έλα βαριά, σιγά και ταπεινά,
μην πάρουν τ’ άρματα φωτιά,
και κάψουνε τη γειτονιά.
Έρχουμαι, καλέ μ’, δεν έρχουμαι,
όξω στην πόρτα στέκουμαι,
ξενάκ’ είμαι και ντρέπουμαι. 1896

13. Το Μοιρολόγι Της Φώκιας (ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ) 

Αυτή ήταν η Ακριβούλα
η εγγόνα της γριά-Λούκαινας.
Φύκια είναι τα στεφάνια της,
κοχύλια τα προικιά της...
κι η γριά ακόμα μοιρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σα νάχαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου... 1908



14. Προς την Μητέρα μου (Η ΦΟΝΙΣΣΑ )

Μάννα μου, εγώ ’μαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι, 
οπού το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! όπου κι αν στραφή κι απ' όπου κι αν περάση,
δε βρίσκει πέτρα να σταθή, κλωνάρι να πλαγιάση.

Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ αποδαρμένη 
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλαίβω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη.

Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά, μαννούλα μου, ν' αράξω, 
μες στο βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.

Μαννούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω 
του ριζικού μου από μακρυά τη θύρα ν’ αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.

Να της ειπώ: είναι πολλά, σκληρά τα βάσανά μου, 
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο•
είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη,
π' αρνήθηκε την Παναγιά κι οπόλεος δεν θαύρει.

Κι εκείνη μ΄αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη: 
«Ήτον ανήλιαστη, άτυχη, η μέρα που γεννήθης•
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες•
όντας σε έπλασ’ ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες». 1874


15 Ειπέ μου, τι τους έκαμες 
(ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΙΑ)

Ειπέ μου, τι τους έκαμες Κατίνα ρημασμένη!
Πώς κάθε όμμα βάσκανον εσένα μόνο βλέπει,
και κάθε γλώσσα διά σε λαλεί φαρμακωμένη;
Α! όχι τούτο διά σε, Κατίνα μου, δεν πρέπει…
Αν υπανδρεύθης, έκαμες κακόν; Θεός φυλάξει!
Ομοίως υπανδρεύονται όλοι οι φτωχοί, Κατίνα,
κι οι μαύρες σου γειτόνισσες, η τύχη σαν αλλάξει,
που λέγουν τόσα διά σε, κι εβόιξ’ η Αθήνα.
…………………………………………………………….
Την συμφορά που πέρασες και την ζωή που ζούσες
την μέτρησες με βάσανα, την πλήρωσες με μίση
σκυμμένη πάντα προς την γην, ως να παρακαλούσες
την Μοίραν να σε σπλαχνισθεί και να σε βοηθήσει.
………………………………………………………………
Στον δρόμον χθες της μάμμης σου μ’ αντάμωσεν η φίλη
μιά καλή νοικοκυρά, κι ετάνυσε το στόμα,
και δια σέν’ αγλύκαντα και διαστρεμμένα ωμίλει.
Χαίρε, Κατίνα! κι οι γριές σ’ εζήλεψαν ακόμα… 1892



16. Το ωραίον φάσμα – στίχοι της Πρωτομαγιάς 
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ 1 ΜΑΗ 1895 - ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ «Α.Π.δ.μ.»)


Αγάπης και χαράς ανέτειλ’ ώρα·
ανθούς μοσκοβολά και δρόσο στάζει
η φύσις, στη μορφιά της όλη τώρα,
που νιότης και ζωής γιορτή γιορτάζει.
Λαλούνε τα πουλάκια στα κλωνάρια·
νεράιδες φανερές στεφάνια πλέκουν·
και τρέχουν κοπελιές και παλληκάρια,
κι οι έρωτες σιμά τους παραστέκουν.
Δεν μένει σ’ όλο το θείον άσμα,
Στην αρμονία όλη ένα χάσμα.


Αγάπης και χαράς ανέτειλ’ ώρα·
και συ, χλωμή, ξανθή και μαυροφόρα,
το πρόσωπό σου, νεκρική λαμπάδα,
μ’ επιταφίου μαρμάρου την ασπράδα,
το πρόσωπό σου, κρίνο μαραμένο,
πώς έφεξε κι εσώθη το θλιμμένο!
Τα μάτια σου, μελανογυρισμένα,
βαθιά στο βούρκο λάμπουν βουτηγμένα.
Δεν είσαι πλεια το θείο εκείνο πλάσμα,
κι απόμεινες γλυκύ κι ωραίο φάσμα.


Αγάπης και χαράς ανέτειλ’ ώρα·
νεράιδες φανερές στεφάνια πλέκουν·
για σε η Πρωτομαγιά ’ναι μαυροφόρα
και τα λουλούδια λυπημένα στέκουν.
Για σέναν’ η ζωή φέτος δε λάμπει·
ο ουρανός απάνω ’ναι μολύβι,
θλιμμέν’ η γη κι ερημικοί οι κάμποι
κι η άνοιξις τους θησαυρούς της κρύβει.
Βοριάς φυσάει σα θλιμμένο άσμα
τη νιότη σου θρηνεί, ωραίο φάσμα.


Αγάπης και χαράς γλυκεία ώρα·
σ’ επόνεσ’ η ψυχή μου, ω μαυροφόρα!
μη με κοιτάζεις πλεια, μη με πειράζεις,
με τη ματιά σου πάψε να με σφάζης.
Κάλλιο είχα σκλάβος νάμουνα σιμά σου,
παρά να εβασίλευα μακρυά σου·
δίπλα σου κάλλιο νάπεφτα στο χώμα
παρά ν’ ανέβω στ’ ουρανού το δώμα.
Αχ! ναι, γλυκύ μου μαραμένο πλάσμα,
Σ’ επόνεσ’ η ψυχή μου, ωραίο φάσμα. 1892







3 σχόλια:

  1. Χαρακτηριστικά, (και ορισμένα απαράμιλλα - όπως το "εικών αχειροποίητη" δείγματα του ελληνορθόδοξου παγανισμού, που στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη, αγγίζει, στιγμές- στιγμές το υψηλό, ως αισθησιακή βίωση του πνευματικού.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αν γνώριζα ότι λειτουργεί υπηρεσία λογοκρισίας δε θα σχολίαζα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Το τελευταίο οπωσδήποτε ! ΄Οχι και να μας λένε λογορκιτές, εν μέση δημοκρατία...

    ΑπάντησηΔιαγραφή