Φωτογραφία Josef Sudek |
Ανάσα δεν έπαιρνε. Η μια κίνηση ματαίωνε την άλλη, το ένα σχέδιο ακύρωνε το προηγούμενο, η μια της σχέση έκανε την άλλη αδιέξοδη. Θύμωνε, αγανακτούσε με το μυαλό της, πώς τα 'χε καταφέρει τόσο ανάποδα; Λίγο καιρό πριν θα 'λεγε κάποιος πως είχε τον κόσμο στα πόδια της - διότι, τι της έλειπε; Τίποτα, είχε δόξα, πλούτη κι έναν καθρέφτη να κλείνει τολμηρά το μάτι στην έντονη φιλαρέσκειά της...
Κι όμως, έλειπε κάτι. Κανείς δεν το λογάριαζε για βασικό, τι να τον κάνει έναν καρπό, τυχαίο, έτσι όπως τον είδε στο χέρι μιας γυναίκας που περνούσε δίπλα της, έτσι όπως την κοίταξε να τον δαγκώνει με βουλιμία, μισοκλείνοντας τα μάτια.
Χαρά στο πράγμα, είπε και γύρισε απ' την άλλη, πήγε να προσπεράσει, όμως η εικόνα της άγνωστης με το βλέμμα να ονειρεύεται, λες και τη στοίχειωσε, αυτή ποτέ δεν έτρωγε καρπούς περπατώντας στο δρόμο, ούτε μισόκλεινε τα μάτια αδιαφορώντας για το θέαμα που θα παρουσίαζε. Λες και κάτι στράβωσε ανεπανόρθωτα, μια τρύπα ένιωσε μέσα της να μεγαλώνει, ένα πηγάδι να την καταβροχθίζει σιγά σιγά, όπως ακριβώς η άλλη καταβρόχθιζε ανέμελα τον καρπό.
Από εκείνη την ημέρα όλα τυλίχτηκαν στην ομίχλη. Μάταια προσπάθησε να μιμηθεί την ξένη γυναίκα, τίποτα, η μέρα με τη νύχτα, οι δυο τους. Πήρε έναν ίδιο καρπό στο σπίτι της, όμως κάθε φιλότιμη προσπάθεια κατέληγε στο ίδιο, μίζερο κι άνοστο αποτέλεσμα, δάγκωνε και πονούσε το στόμα της ανόητα, στράβωνε η έκφρασή της... κι από χυμό, μηδέν. Έφτυσε στο τέλος το λιωμένο υπόλειμμα, πλύθηκε λες κι ήταν από δηλητήριο εκείνη η σάρκα κι είπε να τα ξεχάσει όλα, γρήγορα, πριν της γίνουν εμμονή. Όμως λογάριασε χωρίς τον ξενοδόχο. "Μάλλον, σου λείπει το βασικό" είπε με θράσος μια φωνούλα μέσα της κι από κείνη την ημέρα, το ένα λάθος έφερνε το άλλο, αμάξι χωρίς σύστημα φρένων έμοιαζαν οι κάποτε σοφές της αποφάσεις. Ήταν πολύ αργά, μάλλον, όταν πια παραδέχτηκε πως ήθελε όλα, να τα είχε έγκαιρα ανταλλάξει μ' εκείνον τον καρπό...
Ιωάννα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου