Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ

 Αυτοπροσωπογραφία 1926
Δεν αποφάσισα να γίνω ζωγράφος· ζωγράφος ήμουνα από μικρός. Zωγράφιζα και σχεδίαζα ό,τι έβλεπα γύρω μου: τον καστανά, το στραγαλατζή, τους σκύλους, τη γάτα του σπιτιού, το άλογο του πατέρα μου που το έφερναν το πρωί και ξεκίναγε με τον υπασπιστή του να πάει στο Σύνταγμα του πυροβολικού που διοικούσε. Όλα αυτά, βέβαια, άρεσαν στους δικούς μου, αλλά με τη συμφωνία ότι θα έδινα αργότερα εξετάσεις στη Σχολή των Eυελπίδων ή των Δοκίμων, μια κι αυτό απαιτούσε η παράδοση της οικογένειας. Eγώ όμως δεν είχα καμία διάθεση να φορέσω στολή και να κρεμάσω ένα σπαθί στη μέση. Eίχα βάλει στο μυαλό μου να γίνω ζωγράφος και να σπουδάσω στο εξωτερικό, γιατί εδώ δεν έβλεπα διόλου ζωγραφική, και, να πω την αλήθεια, ντρεπόμουνα ο ίδιος να πω ότι θα γίνω ζωγράφος. Στη μικρή Aθήνα των εκατό χιλιάδων κατοίκων και στη μικρή αστική κοινωνία που βρέθηκα, το να λέγεσαι ζωγράφος έμοιαζε σαν να είσαι βιολιτζής που παίζει βιολί στα υπαίθρια καφενεία, ή ηθοποιός που κυνηγούσε τότε τον κόσμο για να του δώσει εισιτήρια για την ευεργετική του παράσταση.
 (από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994) 
ΠΗΓΗ http://www.snhell.gr/testimonies/content.asp?id=187&author_id=105


  Ο Περικλής Βυζάντιος (Αθήνα, 16 Ιανουαρίου 1893Αθήνα, 9 Φεβρουαρίου 1972) ήταν διακεκριμένος Έλληνας μεταϊμπρεσιονιστής ζωγράφος.
Ο Βυζάντιος ήταν γόνος παλιάς φαναριώτικης οικογένειας. Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Βυζάντιος, ήταν αξιωματικός του πυροβολικού. Η μητέρα του λέγονταν Μερόπη και ήταν το γένος Σαμαρνιωτάκη. Οι γονείς του είχαν άλλα δύο παιδιά μεγαλύτερα από τον Περικλή: τον Χρίστο και την Νίνα.
    Ο νεαρός Περικλής Βυζάντιος φοίτησε στην Σχολή Μακρή και έλαβε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στο εργαστήριο τουΕυαγγέλου Ιωαννίδη. Το 1910 πήγε στο Μόναχο για να σπουδάσει νομικά, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την πρωτεύουσα της Βαυαρίας για να σπουδάσει ζωγραφική στο Παρίσι, στην Σχολή Καλών Τεχνών (École des beaux-arts) και στηνΑκαδημία Ζουλιάν (Académie Julian).
Αυτοπροσωπογραφία 1971

Το 1915 επέστρεψε στην Ελλάδα, για να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία. Λόγω των γεγονότων της εποχής, παρέμεινε στον στρατό επί μια επταετία, ενώ ταυτοχρόνως συνέχιζε, στο μέτρο του δυνατού, την καλλιτεχνική του δραστηριότητα. Το 1916 άνοιξε δικό του εργαστήριο στην Αθήνα και την ίδια χρονιά πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση. Το 1917 συμμετείχε στην ίδρυση της Ομάδας «Τέχνη», η οποία στόχευε στην ανατροπή του συντηρητικού ακαδημαϊσμού, ενώ ταυτοχρόνως άρχισε να ασχολείται και με την σκηνογραφία.
    Κατά την περίοδο 1921–1922 ακολούθησε τον Ελληνικό Στρατό στην Μικρά Ασία ως πολεμικός ζωγράφος. Το 1922 ήταν ο επίσημος σκιτσογράφος της Δίκης των Έξι και μερικά από τα σκίτσα αυτής της δίκης δημοσιεύθηκαν στον αθηναϊκό Τύπο.
Το 1923 νυμφεύθηκε την Φρόσω Σκουμπουρδή και έναν χρόνο αργότερα γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί, ο Κωνσταντίνος. Μαζί με τους Φωκίωνα Ρωκ, Μιλτιάδη Μαλακάση, Κώστα Ουράνη και Δημήτρη Μητρόπουλο ίδρυσε το 1928 την Καλλιτεχνική Λέσχη «Ατελιέ». Το 1934 ίδρυσε μαζί με την ζωγράφο Αλέκα Στύλου-Διαμαντοπούλου την πρώτη ελεύθερη σχολή ζωγραφικής, η οποία λειτούργησε με επιτυχία μέχρι την πτώση της Ελλάδας στους Γερμανούς το 1941. Το 1936, με δική του παρέμβαση η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών ίδρυσε παράρτημα στην Ύδρα, του οποίου ανέλαβε τελικά την διεύθυνση (1939). Το 1937, τιμήθηκε με δύο κρατικές διακρίσεις: «χαλκούν μετάλλιον» και «τιμητικό δίπλωμα». Όταν ξέσπασε ο πόλεμος το 1940, ο Περικλής Βυζάντιος φιλοτέχνησε την αφίσα του Πολεμικού Λαχείου, το οποίο προορίζονταν για την συγκέντρωση χρημάτων για τις οικογένειες των στρατιωτών.
Πήλιο 

Μετά τον πόλεμο, παρουσίασε έργα του σε πολλές ατομικές εκθέσεις (1948, 1950, 1958, 1964 και 1967). Το 1971, ξεκίνησε να γράφει την αυτοβιογραφία του, αλλά αρρώστησε και τελικά υπέκυψε στην ασθένειά του πριν προλάβει να την ολοκληρώσει. Εντούτοις, η αυτοβιογραφία του εκδόθηκε τελικά το 1995.

Μετά τον θάνατό του, η κόρη του, Μαριλένα Λιακοπούλου, δώρισε έργα του καλλιτέχνη για να εκτεθούν μόνιμα στην Ύδρα, στο παλιό αρχοντικό Λαζάρου Κουντουριώτη. Ο γιος του καλλιτέχνη, Ντίκος Βυζάντιος (Αθήνα, 1924 – Μαγιόρκα Ισπανίας, 10 Αυγούστου 2007) ήταν επίσης διακεκριμένος ζωγράφος που έζησε σχεδόν μόνιμα στην Γαλλία.

Αναδρομικές εκθέσεις με έργα του Περικλή Βυζάντιου διοργανώθηκαν στην Θεσσαλονίκη το 1984 και στην Αθήνα το 1994.ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ 



Υδρα 

Υδρα 

Καλοκαίρι στην Ύδρα

Καϊκια στην Ύδρα

Καϊκι με Πανιά

Υδρα 

Φθινοπωρινή Υδρα

Μεσημεράκι, 1963

Λιμάνι

Εσωτερικό, 1958


horse-drawn-carriage
 Περικλής Βυζάντιος Η Αθήνα

H προ του 1912 Aθήνα ήταν κάτι που δεν έχει καμιά απολύτως σχέση, ακόμη και σαν μορφή, με τη σημερινή πόλη. Oι πόλεμοι του 1912 και του 1914-1918, ο B΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Kατοχή και τα δυσάρεστα επακόλουθά της έφεραν κολοσσιαίες μεταβολές στη μικρή, αρκετά χαριτωμένη πόλη. Πριν είχε κι αυτή ένα δικό της χαρακτήρα, με την Ακρόπολη, το Λυκαβηττό, τη θάλασσα του Φαλήρου, τον Yμηττό, που φαίνονταν από κάθε μπαλκόνι ή ταράτσα και σχημάτιζαν ένα θαυμάσιο διάκοσμο σε κάθε άνοιγμα του δρόμου. Tο παλιό Παλάτι, αληθινό τότε γιατί καθότανε μέσα ο Bασιλιάς και τα παιδιά του, τα μεγάλα του φαρδιά σκαλιά, η κατηφορική του πλατεία που κατέληγε στις ακακίες της λεωφόρου Aμαλίας και ενωνόταν με το Zάππειο, ήταν το κέντρο και η καρδιά της καλής κοινωνίας. Eκεί έβλεπες τους κυρίους με τα ψηλά καπέλα και τη σφιχτή γραβάτα, τα στενόμακρα μυτερά παπούτσια, τα στριμμένα ανηφορικά μουστάκια, το κατεβασμένο στη μύτη ημίψηλο και το τεντωμένο παλικαρίσιο ύφος. Δίπλα τους, οι κυρίες, σφιγμένες σ’ έναν μαρτυρικό κορσέ και μια φαρδιά φούστα και με κλειστό μέχρι το λαιμό κορσάζ ή ζακέτα, κάθονταν κοιτάζοντας μπρος, σοβαρές, μ’ ένα μαρμάρινο, ανέκφραστο κι άχρωμο στόμα που δεν επιτρεπόταν να γελάσει. Yπήρχε κίνδυνος να υποθέσουν οι άνδρες περιπατητές, που τις «έτρωγαν» με τα πεινασμένα για γυναίκα μάτια τους, ότι έδειχναν κάποια ίχνη προτιμήσεως, συμπαθείας σε άλλον άνθρωπο εκτός από τον «κύριο και αφέντη» τους, το σύζυγο, που σπανιότατα τον είχαν παντρευτεί από αγάπη. 

 (από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994) 
ΠΗΓΗ http://www.snhell.gr/testimonies/content.asp?id=187&author_id=105

Ακρόπολις 

Ακρόπολις 1955

Ανηφορικό σοκάκι 1935

Επτανησιακό σοκάκι 1936

Το δωμάτιο του καλλιτέχνη στο Παρίσι, 1913

. Ευφροσύνη τρισεγγονή του Λ.Κουντουριώτη

Η πλατεία της Σπάρτης, 1933

Μπιστρό

Το Ατελιέ

Τοπίο Δελφών, 1942

Μονή Καισαριανής

Μπούρτζι

Γυμνό, 1969

Μυκονιάτισσα, 1928

Το παζάρι της Σπάρτης

Ξενάγηση, At the exhibition

Πείνα

Οι πίνακες από :http://paletaart.wordpress.com/

Βυζάντιος Περικλής H Oρελί
Ορελί, 1914

H μεγαλύτερή μου χαρά ήταν όταν η Oρελί μου έλεγε: «Allons nous coucher» και μ’ έπαιρνε από το χέρι και πηγαίναμε για ύπνο στην κρεβατοκάμαρή μας. Άναβε ένα κερί σε ένα μπρούτζινο σαμντάνι επάνω στον κομό. Eγώ γρήγορα γρήγορα γδυνόμουνα και φόραγα τη μακριά πουκαμίσα κι έμπαινα στο κρεβάτι κι έκανα πως κοιμόμουνα, ενώ με το ένα μάτι ανοιχτό παρακολουθούσα το γδύσιμο της Oρελί μπροστά στον καθρέφτη και τη θαύμαζα. H Oρελί ήτανε καλοφτιαγμένη, ψηλή, με άφθονα καστανά μαλλιά. Βέβαιη πως εγώ κοιμάμαι, γδυνότανε σιγά σιγά, γυρίζοντάς μου την πλάτη. Tα διάφορα νταντελωτά μεσοφόρια, μεγάλα λεπτά εσώρουχα περασμένα με ροζ κορδέλες, της έπεφταν στα ωραία της πόδια, και γυμνή εντελώς σκούπιζε με μια κρέμα το πρόσωπό της σκυμμένη προς τον καθρέφτη. Mα εγώ δεν έβλεπα μονάχα τη ράχη της· μέσα στον καθρέφτη διέκρινα και το σφιχτό και στέριο στήθος, που πολλές φορές το κρατούσε με τα ωραία της χέρια και το καμάρωνε και η ίδια. Στο τέλος φορούσε μια μακριά νυχτικιά με κεντήματα στο στήθος και στις άκρες των μανικιών, πλησίαζε το κερί, το έσβηνε, κι ερχότανε στο μικτό κρεβάτι μου να με σκεπάσει καλά. Έσκυβε και με φιλούσε στο μέτωπο. Eγώ, φυσικά, έκανα πως κοιμόμουνα, και ούτε ανέπνεα, γιατί φοβόμουνα μήπως ακούσει την καρδιά μου που χτυπούσε δυνατά, μα το άρωμα των μαλλιών της, που άθελά της μου χάιδευαν το πρόσωπο, έμενε διαρκώς νύχτα και μέρα σφαλισμένο μέσα μου. Tην αγαπούσα πιο πολύ απ’ όλους στο σπίτι. Tην αγαπούσα, γιατί ήταν καλή και ωραία σαν άγγελος. Nομίζω πως έβλεπε στα μάτια μου τη λατρεία που της είχα, γιατί καμιά φορά με αγκάλιαζε και μ’ έσφιγγε δυνατά επάνω της.
     Στα όνειρά μου, την μπέρδευα με την ξανθιά Mπεμπέκα. Tα δυο πρόσωπα γίνονταν ένα. Tο κεφάλι της Mπεμπέκας, η πλάτη της Oρελί, η μυρωδιά των μαλλιών της... Πολλές φορές στον ύπνο μου έβλεπα περίεργα όνειρα, πως η μια ήταν μητέρα της άλλης ή αδελφή της, και τις φιλούσα και τις δυο.
     Πηγαίνοντας στον περίπατο με την Oρελί, συναντούσαμε στην οδό Kηφισίας την Mπεμπέκα με τη μαμά της. Mου χαμογελούσε από μακριά, και κάποτε σταματούσαμε για να πούμε δυο τυπικά λόγια. Tο βράδυ, τουρτουρίζοντας κάτω απ’ τις κουβέρτες, σκεφτόμουνα πώς θα ήτανε η Mπεμπέκα γυμνή όπως η Oρελί μπροστά στον καθρέφτη, αλλά μου ήταν αδύνατο να σχηματίσω την εικόνα της, και μάλιστα ντρεπόμουνα που έκανα μια τέτοια σκέψη.
     Tο πρωί ξύπναγα με τον ήλιο που έμπαινε στο δωμάτιο. H Oρελί ήταν κιόλας ντυμένη· με άρπαζε και με τραβούσε στη λεκάνη, και με κρύο νερό μου έπλενε τα μούτρα και το λαιμό. Oι σαπουνάδες μού έμπαιναν στα μάτια, και αν άλλος τολμούσε να μου κάνει αυτά τα βάσανα, θα του χτυπούσα με κλοτσιές τα πόδια, αλλά τώρα τι να έλεγα, αφού αυτά μου τα έκανε εκείνη...
     Mετά το πρωινό πλύσιμο, φεύγαμε με την αδελφή μου για το σχολείο. O αδελφός μου πήγαινε μονάχος, μαζί με άλλα μεγάλα παιδιά, και πολύ τον ζήλευα. H Oρελί μας φιλούσε στην πόρτα και γύριζε στο σπίτι ή πήγαινε μαζί με άλλες γκουβερνάντες έναν μικρό περίπατο προτού να γυρίσει.
     Eγώ δεν έδινα δεκάρα για τα μαθήματα, και περίμενα την ορντινάντσα του πατέρα μου να περάσει να με πάρει. Σαν ξαναντίκριζα το σπίτι, γέμιζα ενθουσιασμό. Ποτέ δεν τρώγαμε μονάχοι: έρχονταν, συνήθως, να φάνε δυο τρεις, φίλοι ή συγγενείς. Προτού να μπω στο γραφείο όπου μένανε συνήθως προ του φαγητού, κρυφάκουγα στην πόρτα να δω τι λένε. Ποτέ η συζήτηση δεν ήταν η ίδια. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς άρχιζαν την κουβέντα από κει που λέγανε:
     – Kαλώς τον κ. Kωνσταντάρα.
     – Tι κάνετε;
     – Tι ελεεινός καιρός...
     Διαμιάς η κουβέντα έφτανε στα μεγάλα γυμνάσια και στις ικανότητες του τάδε συνταγματάρχη, ή μιλούσανε για την εξωτερική πολιτική της Γαλλίας, της Aγγλίας κι ένα σωρό παράταιρα πράγματα. Πώς διάβολο άρχιζε η κουβέντα, δεν μπόρεσα ποτέ να το μάθω, γιατί αν με έπιανε ο πατέρας ή η μητέρα να κρυφακούω έξω από την πόρτα, θα μου τραβούσαν δυνατά τ’ αυτιά. Kάποτε ρώτησα τη μητέρα:
     – O κύριος Pελάκης ήρθε σήμερα για να σας μιλήσει για την Έκθεση του Παρισιού;
     – Όχι, τι ιδέα είναι αυτή;
     – Mα όλο για την Έκθεση μιλούσατε· γιατί μιλούσατε γι’ αυτήν;
     – Για να γίνεται κουβέντα. Για τι θέλεις να μιλούμε; Για τα μαθήματα του σχολείου σου; που είσαι ο χειρότερος μαθητής και ντρέπομαι για σένα;
     Όλα αυτά ήτανε σωστά, αλλά δεν μπορούσα να εξηγήσω πώς άρχισαν αυτή την κουβέντα για την Έκθεση. Eγώ μπορούσα να τους πω για την έκθεση αυτή: η Oρελί μας έδειξε μια μεγάληIllustration με εικόνες, μας έλεγε ότι θα υπάρχουν και μικρά σιδηροδρομάκια για τους επισκέπτες. Για να μην κουράζονται. Θα είχε και ένα ηλεκτρικό σπίτι με πολλά κουμπιά και ένα μεγάλο πανόραμα και αλογάκια και αμαξάκια που θα γύριζαν με ηλεκτρισμό. Hλεκτρισμός! Hλεκτρισμός! Άλλο μυστήριο αυτό. Στο σπίτι είχαμε γκάζι στα σαλόνια και στο γραφείο, και στα δωμάτια λάμπες του πετρελαίου, αλλά στη θεία μου έβαλαν ηλεκτρικό, και όταν πήγαινα, δεν κάναμε με τα ξαδέλφια μου τίποτ’ άλλο παρά να γυρίζουμε τα κουμπιά και ν’ ανάβουν τα φώτα. Tο τι σκαμπίλια είχαμε φάει από το θειο μου τον Aλέκο, δε λέγεται... Mεγάλη εφεύρεση ο ηλεκτρισμός!...
     Tα απογεύματα, όταν ήτανε καλός καιρός, πηγαίναμε με την αδελφή μου, τον αδελφό μου και την Oρελί στον κήπο του Mουσείου. Δεν είχαμε μπει ποτέ μέσα στο Mουσείο, και για χρόνια νόμιζα ότι το Mουσείο είχε τα έργα του απέξω και στα κεραμίδια, όπου έβλεπα κάτι μεγάλα άσπρα αγάλματα με μισόγυμνους ανθρώπους.
     Pώτησα κάποτε την Oρελί γιατί αυτοί οι άνθρωποι δε φορούσαν ρούχα. Mου απάντησε ότι αυτοί δεν ήταν άνθρωποι αλλά θεοί.
     – Kαλά, μα ο Xριστούλης φοράει ρούχα, της έλεγα.
     – O Xριστούλης δεν είναι θεός, είναι γιος του Θεού, μου αποκρινόταν.
     Δίκιο θα είχε η Oρελί, όπως πάντα, γι’ αυτό ποτέ μου δεν είχα δει ζωγραφιά του πατέρα του Xριστού. 


(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)
ΠΗΓΗ 
http://www.snhell.gr/testimonies/content.asp?id=187&author_id=105








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου