Τα συναπαντήματα του έρωτα
Toν έρωτα συνάντησε προχθές, η συμπεθέρα,
στη λαϊκή παρακαλώ, στον πάγκο εκεί πέρα,
με το μαρούλι το σγουρό, το φρέσκο κρεμμυδάκι,
ήταν καλοστεκούμενος, φορούσε καβουράκι .
«Μαντάμ της είπε ευγενικά, εντύπωση μου κάνει
πόσο καλά διαλέγετε, κοιτώντας το κοτσάνι,
εγώ διαλέγω ο φουκαράς, πληρώνω όσο-όσο,
μα όλα χάλια δυστυχώς, πάω να παλαβώσω,
έχω χηρέψει δυστυχώς προ μιάς τετραετίας
και μόνος ζώ ο δυστυχής, άνευ πλέον συμβίας.»
Ητανε αφοπλιστικός κι αυτή ψυχοπονιάρα,
μαζί ψωνίσαν τελικά, φρούτα, αυγά , τσιγάρα,
αυτή τονε συμπάθησε, τον έκοψε η ματιά της
μίζερος δεν της φάνηκε, ήξερε η αφεντιά της,
και δέχτηκε να πιούν καφέ, στου ΡΟΔΟΥ το πατάρι,
δυό μήνες χρειαστήκανε, να γίνουνε ζευγάρι…!
Πως θα το πούμε στα παιδιά, τον ρώτησε εκείνη.
Εγώ μωρέ θα τους το πώ, και ότι θέλει ας γίνει.
Τα είπαν, τα μιλήσανε, και μια χαρά τα πάνε
κι ας φρίξανε τα σόγια τους κι ας τους περιγελάνε.
Η Αννεζούλα χώρισε κοντά στα εικοσιπέντε,
από έναν φραγκοφονιά ετών τριανταπέντε,
δεν άντεξε η δύσμοιρη τη γκρίνια του τσιγκούνη
και το κεφάλι τ΄άνοιξε με το ψηλό τακούνι,
έκτοτε έζησε απλά, σπίτι, δουλειά, εκκλησία,
ώσπου ένοιωσε του έρωτα τη λάβρη παρουσία.
Ο Θεοδόσης ήτανε, άνθρωπος της θρησκείας,
ζούσε ζωή χριστιανική, μετά της θείας Μαρίας,
κι όταν η θειά απόθανε κι απόμεινε πιά μόνος,
η Αννεζούλα έσπευσε να μοιραστεί ο πόνος.
Τον στήριξε, τα λέγανε, βρήκανε πως ταιριάζουν
μαζί να φτιάχνουν κόλλυβα, μαζί να τα μοιράζουν,
σε αγρυπνίες, συλλείτουργα, αχώριστοι οι δυό τους
πριν φιληθούνε, κάνανε τρείς φορές το σταυρό τους,
το γάμο τους ευλόγησαν τέσσερις Δεσποτάδες
κι ο έρωτας φτερούγιζε πάνω από τις λαμπάδες….
Ο κυρ Αργύρης ήτανε στραβόξυλο από κούνια,
μα την Καλλιόπη αγάπησε, σφοδρά, μέχρι τα μπούνια,
αυτή δεν τον καλόβλεπε , είχε κακοπεράσει,
μικρή-μικρή παντρεύτηκε και πήρε ένα κουμάσι,
δεν ήταν από έρωτα, μα από προξενιό
της τον φορτώσαν βιαστικά, έτσι με το στανιό.
H οικογένεια φτωχή, κι οι πέντε της οι κόρες,
για βάρη λογαριάζονταν, για φύρα και για μπόρες.
Μονάχη δούλεψε σκληρά γι αυτή και τα παιδιά της,
αυτός εξαφανίστηκε κι έφυγε από κοντά της,
αφού τους χόρτασε βρισιές, μεθύσια και απάτες
φόρτωσε και τα χρέη του στις έρμες της τις πλάτες.
Τώρα πιά στα εξήντα δυό, που είχε ηρεμίσει
του έρωτα προέκυψε να΄ρθεί να τη γνωρίσει,
και στον Αργύρη τράβηξε μια σαϊτιά γενναία
την πίεση του ανέβασε εις το δεκαεννέα !!!
Δεν κάτεχε απο έρωτες η έρμη η Καλλιόπη,
στο ισόγειο διαμέρισμα στεγάζονταν οι κόποι,
μιάς ζωής που έζησε, με όπλο μία βελόνα,
δυό μάτια αχνογάλαζα στου βίου τον αγώνα…
Ο κυρ Αργύρης ήτανε μονόχνωτος, γκρινιάρης,
όλα πάντα του φταίγανε, ήταν και πεισματάρης,
όμως τελείως τον άλλαξε του έρωτα το βέλος,
τον έκανε μειλίχιο και έβαλε ένα τέλος
σε μια άχαρη ζωή, μες την μεμψιμοιρία,
άρχισε να χαμογελά, και βρήκε ευκαιρία
να ομιλήσει ευθαρσώς με γλύκα στην Καλλιόπη :
«Σας εκτιμώ κυρία μου, μ΄έχετε συγκινήσει,
μου ράψατε τα σώβρακα που είχανε ξεφτίσει,
μου ράψατε όλα τα κουμπιά, μ ΄εχετε υποχρεώσει
τι θα μπορούσε άραγε να σας το ξεπληρώσει;»
Να μην σας τα πολυλογώ, αρχίσανε τα δώρα
τα κοπλιμέντα, οι έξοδοι…τι θέλει τούτος τώρα;
Τη στρίμωξαν και τα παιδιά, ρε μάνα είσαι νέα
εμείς πια μεγαλώσαμε, χρειάζεσαι παρέα,
αξίζεις ένα σύντροφο να νοιάζεται για σένα
όλα τα χρέη στη ζωή τα έχεις πληρωμένα.
Ταξίδεψαν, χαρήκανε γεράσανε οι δυό τους,
κι αν άργησε ο έρωτας, ήταν το ριζικό τους,
το θαύμα του το έκανε και με το παραπάνω
κι αν αρνηθώ το στοίχημα, στα σίγουρα το χάνω!
Και τώρα που το σκέφτομαι , η ιδέα με ταράζει
η μάνα μου τηλεφωνεί και σιγοκουβεντιάζει
και στο ΚΑΠΗ ολημερίς περνάει τον καιρό της,
στις εκδρομές πρώτη γραμμή …μωρέ μπα σε καλό της,
εκεί συχνάζουν γόητες της ίδιας ηλικίας
με πίεση, τρία μπάϊ πάς και με συχνοουρίας….
Ένας πολύ ευγενικός με μούσι και μουστάκι
συχνά πυκνά προσφέρεται, κερνάει λικεράκι
και ένας άλλος υψηλός , όλο περιποιήσεις
με μια ατάκα έξυπνη σ΄όλες τις συζητήσεις,
ένας πρώην δικαστικός, τους λέει ιστορίες,
και μαγεμένες τον ακούν με προσοχή οι κυρίες,
δεν έχω καμιά ένδειξη ή έστω υποψία,
όμως ψιλοπετάγομαι να κάνω….αυτοψία
γιατί προχτές μου φάνηκε, κάτι φτεροκοπούσε
και στο κατώφλι του ΚΑΠΗ ένα φτερό ακουμπούσε…
Γεωργία μου ,σε ευχαριστώ από καρδιάς για την αναφορά σου στο Συμπόσιο και την αναδημοσίευση του ποιήματος της αγαπημένης μου Κλαυδίας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα'σαι καλά!
Τα φιλιά μου! ♥
Να είσαι καλά Αριστέα μου :))
ΑπάντησηΔιαγραφή