"L'Archipel en Feu". Προμετωπίδα της α΄ έκδοσης με γκραβούρα του Léon Benett
Στο έργο του Ιουλίου Βερν “L’Archipel en Feu”, το οποίο κυκλοφόρησε το 1884, και στην Ελλάδα εκδόθηκε με τίτλους «Το Αιγαίον ανάστατον» (1927), «Οι Πειρατές του Αιγαίου» (1931) και «Το Αιγαίο στις φλόγες» (1970), αναφέρεται πολλές φορές η Λήμνος.
Ο Γάλλος συγγραφέας Ιούλιος Βερν (Jules Verne, 1828-1905) είναι γνωστός κυρίως για τα μυθιστορήματα περιπέτειας που έγραψε, σε πολλά από τα οποία με τη δημιουργική του φαντασία προβάλλει τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων μέσα από την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, όπως: Πέντε εβδομάδες σε ένα αερόστατο, Ταξίδι στο κέντρο της Γης, Από τη Γη στη Σελήνη, 20.000 λεύγες υπό τη θάλασσα, Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες, Πλωτή πολιτεία κ.ά. Έγραψε, όμως, και πεζογραφήματα διαφορετικού ύφους, θεατρικά, ποίηση κλπ.
Ένα από αυτά τα διαφορετικά ήταν η νουβέλα “L’Archipel en Feu” (: Το Αρχιπέλαγος στη φωτιά) που εξέδωσε στο απόγειο της συγγραφικής του καριέρας, το 1884, κοσμημένη με γκραβούρες του Γάλλου σκιτσογράφου Léon Benett (1838-1917). Αναφέρεται στην ελληνική επανάσταση κατά την εποχή της ναυμαχίας του Ναβαρίνου κι αποτελεί έναν ύμνο στον αγώνα για την ανεξαρτησία των Ελλήνων. Ο τίτλος αναφέρεται στο Αιγαίο, το οποίο κατά το 19ο αιώνα ήταν γνωστό ως «Αρχιπέλαγος» στη Δυτική Ευρώπη. Στη χώρα μας το έργο αυτό του Βερν δεν υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλές, παρά το ό,τι είχε εκδοθεί από τα χρόνια του μεσοπολέμου, από δύο εκδοτικούς οίκους, και μάλιστα στον ένα σε μετάφραση του Νίκου Καζαντζάκη. Συγκεκριμένα:
Το 1927 βγήκε από τις εκδόσεις Ι.Ν. Σιδέρης σε μετάφραση του Δημ. Η. Κυριακόπουλου. Ανατυπώθηκε με τέσσερα διαφορετικά εξώφυλλα. Ένα είχε τίτλο «Αιγαίον ανάστατον» και τρία «Το Αιγαίον ανάστατον». Ο ελληνιστής Δημήτριος Ηλ. Κυριακόπουλος, καθηγητής σε αθηναϊκά γυμνάσια, αναφέρεται ως συγγραφέας σχολικών βιβλίων και μεταφραστής από το 1884 τουλάχιστον. Υπήρξε μόνιμος συνεργάτης των εκδόσεων Ι.Ν. Σιδέρη από την ίδρυση του οίκου το 1891, καθώς ο Ιωάννης Σιδέρης πήρε σύζυγο την κόρη του Κυριακόπουλου. Το 1927 που έγινε η ελληνική έκδοση του έργου, ο Δ.Η. Κυριακόπουλος ήταν προχωρημένης ηλικίας, οπότε ίσως το είχε μεταφράσει παλιότερα αλλά δεν εντόπισα κάποια σχετική έκδοση ή δημοσίευση.
"Το Αιγαίον ανάστατον", εκδ. Ι.Ν. Σιδέρης 1927 |
Το 1931, με την ευκαιρία του πανελλήνιου εορτασμού της εκατονταετηρίδας της Ελληνικής ανεξαρτησίας, το έργο εκδόθηκε από τις εκδόσεις Δημητράκου, με τίτλο «Οι Πειραταί του Αιγαίου», σε διασκευή του Ν.Κ., ακρωνύμιο του Νίκου Καζαντζάκη, το πλήρες όνομα του οποίου αναγράφεται στις μεταπολεμικές εκδόσεις. Ο τίτλος αυτός καθιερώθηκε, η χρήση του γενικεύτηκε από τους περισσότερους μεταφραστές κι εκδότες και με αυτόν ήταν γνωστή η συγκεκριμένη νουβέλα του Ι. Βερν στην Ελλάδα ως τα τέλη της δεκαετίας 1990.
"Οι Πειραταί του Αιγαίου", εκδ. Δημητράκου 1931 |
Το 1970 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Δ. Δαρεμά, σε μετάφραση του ποιητή Βασίλη Λιάσκα (1913-1982), με τίτλο «Το Αιγαίο στις φλόγες», ο οποίος ήταν πιο κοντά στον αυθεντικό. Ο τίτλος αυτός δεν καθιερώθηκε τότε, αλλά από το 2000 και εξής χρησιμοποιείται από τις πιο πολλές νεότερες εκδόσεις του έργου.
"Το Αιγαίο στις φλόγες", εκδ. Δαρεμά 1970 |
Οι αναφορές στη Λήμνο
Το μυθιστόρημα είναι μια καλογραμμένη ιστορία με περιπετειώδη πλοκή, στην οποία ο Ι. Βερν παρεμβάλει και το ρομαντικό στοιχείο, με το ειδύλλιο του Γάλλου αξιωματικού Ανρί (Ερρίκου στη μετάφραση) ντ’ Αλμπαρέ με την Κερκυραία Χατζίνα Ελιζούντο, κόρη ενός Δαλματού τραπεζίτη. Ο συγγραφέας υμνεί τον ηρωισμό των Ελλήνων αγωνιστών αλλά και τον φιλελληνισμό των ξένων εθελοντών που βοήθησαν τους Έλληνες να εκδιώξουν τους Τούρκους επιδρομείς από το Αιγαίο και το Ιόνιο. Η υπόθεση εξελίσσεται κατά την χρονική περίοδο πριν και μετά από τη ναυμαχία του Ναβαρίνου. Είναι η εποχή που η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία έχουν συμφωνήσει ότι είναι απαραίτητη η δημιουργία ενός ελληνικού κράτους ώστε να ηρεμήσει η περιοχή και να γίνουν ξανά ασφαλείς οι θαλάσσιες διαδρομές. Προκειμένου να επιβάλλουν την απόφαση αυτή στέλνουν το στόλο τους στο Αιγαίο, με συνέπεια το «ατύχημα» της ναυμαχίας του Ναβαρίνου, στην οποία κατέστρεψαν τον τουρκο-αιγυπτιακό στόλο. Παράλληλα μια γαλλική στρατιωτική αποστολή έχει αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο με σκοπό να την εκκαθαρίσει από τη στρατιά του Ιμπραήμ. Κάπως έτσι εξηγείται το ενδιαφέρον του Ι. Βερν να γράψει μια περιπέτεια με θέμα τον ελληνικό αγώνα για την ανεξαρτησία, μιας και υπήρξε έντονη γαλλική εμπλοκή.
Ιούλιος Βερν [φωτ. από Βικιπαίδεια] |
«Στα Ψαρά, στη Σκύρο, στη Λήμνο, στην Πάρο, στην Σαντορίνη, παντού ο καπετάν Στρατής έκανε το καθήκον του με μεγάλη τόλμη και πολλή επιτυχία.» (σ. 75)
«Στην αρχή-αρχή την κορβέτα την κυβερνούσε ο καπετάν Στρατής. Όπως είπαμε, οι πρώτες εβδομάδες ήτανε πολύ τυχερές. Χαλάσανε πολλά κουρσάρικα καράβια, έπιασαν πολλούς αιχμαλώτους, είχαν αρχίσει καλά. Μα κι η «Σιφάντα» είχε βαριές ζημιές. Πολλοί από τους ναύτες της και τους αξιωματικούς της σκοτώθηκαν πολεμώντας τους κουρσάρους. Τόσον καιρό δεν ήξεραν τι είχε απογίνει η «Σιφάντα», γιατί αναγκάστηκε στις 27 του Φεβρουάριου να πολεμήσει μ’ ένα πειρατικό στολίσκο στ’ ανοιχτά της Λήμνου. Στη ναυμαχία αυτή καμιά σαρανταριά άντρες σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν και ο ανδρείος καπετάν Στρατής έπεσε νεκρός από μια σφαίρα κανονιού» (σ. 83)
Μετά το θάνατο του καπετάνιου, κυβερνήτης ανέλαβε ο Γάλλος φιλέλληνας Ερρίκος ντ’ Αλμπαρέ, ο οποίος οδήγησε το πλοίο στη Λήμνο για ανεφοδιασμό και για να πάρει πληροφορίες για τυχόν πειρατικές κινήσεις. Από το κείμενο διαπιστώνουμε πως ο Βερν είχε φροντίσει να ενημερωθεί για το νησί, αφού αναφέρει πως δεν είχε υποφέρει κατά την περίοδο της επανάστασης, εκτός από κάποιες πειρατικές επιδρομές και πως στο λιμάνι του υπήρχαν ναυπηγεία. Πιθανότατα άντλησε πληροφορίες από περιηγητές, Γάλλους ή γενικότερα Ευρωπαίους, που είχαν επισκεφτεί το νησί και είχαν γράψει για αυτό, όπως ο Louis de Launay, ο Conze κ.ά. Επίσης, ίσως είχε γνωριστεί με Λήμνιους επιχειρηματίες και πλοιοκτήτες που ζούσαν και δραστηριοποιούνταν στη Γαλλία και στη Μ. Βρετανία. Γράφει:
«Ο Ερρίκος ντ’ Αλμπαρέ είχε τους λόγους του να τραβάει έτσι βορινά. Λίγες μέρες πριν φύγει από τη Χίο είχαν ιδωθεί μερικά ύποπτα καράβια, κοντά στη Λήμνο και στη Σαμοθράκη… Στις τελευταίες δεκαπέντε μέρες του Μαρτίου ήτανε κοντά στη Λήμνο. Το νησί αυτό, καθώς και η Ίμβρος, δεν είχαν υποφέρει από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Μα πολλές φορές οι κουρσάροι είχαν αρπάξει, και μάλιστα στην είσοδο του λιμανιού της, εμπορικά πλοία. Η κορβέτα άραξε στο λιμάνι, που είχε μεγάλη κίνηση, για να πάρει τρόφιμα. Πραγματικά, την εποχή εκείνη σκάρωναν πολλά καράβια· μα έτρεμαν τους κουρσάρους και δεν τολμούσαν ν’ αποτελειώσουν τα μισοαρχινισμένα, ούτε πάλι έβγαιναν όσα ήταν έτοιμα. Έτσι, το λιμάνι ήτανε γεμάτο. Οι πληροφορίες που πήρε ο Ερρίκος τον έσπρωχναν ακόμα περισσότερο να εξακολουθήσει την πορεία του στα βορινά του Αιγαίου» (σσ. 86-87).
Καθώς περιπολεί αναζητώντας και ναυμαχώντας με πειρατικά πλοία στο Βόρειο Αιγαίο, με στόχο να προστατέψει τα νησιά, ελλιμενίζεται στη Θάσο και αναφέρει άλλη μια φορά τη Λήμνο:
«Αλλόκοτη τύχη είχανε τα νησιά του Αιγαίου. Ενώ η Χίος, τα Ψαρά, η Σαμοθράκη υποφέρανε τόσο πολύ από τους Τούρκους, η Μυτιλήνη, η Θάσος, η Λήμνος και η Ίμβρος δεν ένιωσαν τον πόλεμο. Κι όμως, ολόκληρος ο πληθυσμός τους είναι ελληνικός. Οι συνήθειες ήτανε πρωτόγονες· άντρες και γυναίκες είχαν ακόμα διατηρήσει στη φορεσιά τους τη χάρη της αρχαίας τέχνης. Ήταν άνθρωποι απόλεμοι και αγαθοί» (σ. 89).
Ένα από τα κουρσάρικα κυβερνούσε ο εξωμότης Στάρκος, που λεγόταν τώρα Σακρατίφ. Αυτός είχε και προσωπικούς λόγους να κυνηγά τον Ερρίκο, διότι ποθούσε την Χατζίνα και την περιουσία της, χωρίς να γνωρίζει πως η περιουσία δεν υπήρχε πια, αφού η Χατζίνα την είχε ξοδέψει εξαγοράζοντας σκλάβους από τα σκλαβοπάζαρα. Καθώς ο Ι. Βερν εξιστορεί την ιστορία του Σακρατίφ, σε κάποιο σημείο αναφέρει ξανά τη Λήμνο:
«Συνάμα όμως [ο Σακρατίφ] δεν ξεχνούσε και τους δυο άλλους σκοπούς του. Να βάλει στο χέρι τη Χατζίνα και τα εκατομμύριά της, και να εκδικηθεί τον αντίπαλό του Ερρίκο. Μήνες και μήνες αναζητούσε με το καράβι του τη «Σιφάντα». Μα του κάκου. Άκουγε μονάχα, πως είχε βουλιάξει κάμποσα πειρατικά στα βόρεια του Αιγαίου, μα δεν κατόρθωνε ποτέ να πετύχει τα χνάρια της. Δεν ήταν αυτός που είχε χτυπήσει την κορβέτα στη Λήμνο και σκότωσε τον καπετάν Στρατή. Αργότερα είχε προφτάσει να φύγει από το λιμάνι της Θάσου. Δεν ήξερε όμως πως η «Σιφάντα» είχε τώρα καπετάνιο τον Ερρίκο ντ’ Αλμπαρέ» (σ. 125).
Η ιστορία τελειώνει με την τελική αναμέτρηση των δυο αντιπάλων, στην αίσια έκβαση της οποίας καθοριστικό ρόλο θα παίξουν η Χατζίνα και η Ανδρονίκη, η μητέρα του εξωμότη. Ο Βερν δίνει ένα ρομαντικό τέλος, όπως το απαιτεί η εποχή:
«Ύστερα από πέντε χρόνια… το Αιγαίο δεν ήτανε πια στα χέρια των κουρσάρων, μα το διασχίζανε πλήθος καράβια ειρηνικά. Ο Ερρίκος και η Χατζίνα γύρισαν στην Ελλάδα. Έχτισαν ένα μικρό σπιτάκι στην Αθήνα. Δεν ήτανε βέβαια πια πλούσιοι, μα τι ανάγκη είχαν από τα πλούτη; Ένιωθαν την καρδιά τους ευτυχισμένη και περήφανη. Είχαν κάνει το χρέος τους. Πάλεψαν να λευτερώσουν κι αυτοί όσο μπορούσαν τη δοξασμένη γωνιά της γης που λέγεται Ελλάδα. Πάλεψαν να κατακτήσουν την ευτυχία τους, νικώντας όλα τα εμπόδια. Και τώρα ένιωθαν μέσα τους βαθιά, πως ήταν ευτυχισμένοι» (σ. 132).
Αν και η Λήμνος δεν βρέθηκε στα όρια του νέου ελληνικού κράτους, η πολλαπλή αναφορά της στο έργο από τον Γάλλο διάσημο συγγραφέα συνιστά ένα ενδιαφέρον στοιχείο, καθώς ο Βερν την επιλέγει ως νησί-αναφοράς στο Αρχιπέλαγος, ειδικά στο βορινό τμήμα του.
Θ. Μπελίτσος, Οκτώβρης 2024.
Από το ανέκδοτο έργο: «Η Λήμνος στη λογοτεχνία»
Από http://belitsosquarks.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου