Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Η Λήμνος στην «Ορφανή της Χίου» του Ιακ. Πιτζιπίου"

 

Jacques G. Pitzipios, L'Illustration, 1860


Το νησί της Λήμνου αναφέρεται εκτενώς στο θεωρούμενο ως το πιο πρώιμο νεοελληνικό μυθιστόρημα, το δίτομο «Η ορφανή της Χίου ή Ο θρίαμβος της αρετής», υπό Ιακώβου Γ. Πιτζιπίου, Εν Ερμουπόλει, Εκ της Τυπογραφίας Γεωργίου Πολυμέρη, 1839. Τις περί Λήμνου αναφορές στο έργο αυτό εξερευνά το παρόν άρθρο. Αλλά πρώτα λίγα βιογραφικά για τον συγγραφέα.

Ο Ιάκωβος Γ. Πιτζιπίος ή Πιτσιπιός (1802-1869) γεννήθηκε στη Χίο. Καταγόταν από οικογένεια λογίων, μέλη της οποίας κατά τον 18ο αιώνα έζησαν στη Σμύρνη, στην Πόλη και στη Βλαχία. Κάποιοι γνωρίζονταν με τον Αδ. Κοραή, ενώ το όνομα της οικογένειας εντοπίζεται στο νησί από τον 16ο αιώνα, όταν η Χίος ανήκε ακόμα στους Γενουάτες. Ο συγγραφέας έμαθε τα πρώτα γράμματα στη Χίο από τον πατέρα του, τον Γεώργιο Πιτσιπιό που ήταν γνωστός δάσκαλος και είχε διδάξει πιο παλιά στην Πόλη, στη Σχολή του Γαλατά. Κατά την καταστροφή του νησιού το 1822 ο πατέρας του με όλη την οικογένειά του εξοντώθηκαν από τους Τούρκους. Ο ίδιος γλίτωσε καθώς σπούδαζε νομικά στο Παρίσι από το 1820. Το 1821 κατατάχτηκε στον Ιερό Λόχο υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Μετά τη συντριβή στο Δραγατσάνι διασώθηκε περιπετειωδώς διασχίζοντας τον Προύθο κολυμπώντας ως τα ρωσικά σύνορα, και συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία. Η ζωή του υπήρξε πολυκύμαντη.

Δίδαξε στο Αυτοκρατορικό Λύκειο Οδησσού, εργάστηκε ως διπλωμάτης στην υπηρεσία του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και του βασιλιά Όθωνα, ανέπτυξε στενές σχέσεις με το Φανάρι, υπηρέτησε στην ορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης, στην οθωμανική διοίκηση αλλά και στο Βατικανό κοντά στον Πάπα, διετέλεσε Σχολάρχης της Μεγάλης Σχολής του Γένους, ώσπου κρίθηκε ανεπιθύμητος ως «λατινίζων». Το 1838 βρέθηκε στη Σύρο, όπου δίδαξε στο Γυμνάσιο Ερμούπολης, από όπου επίσης παύτηκε.

Εκεί έγραψε την «Ορφανή της Χίου» που υπήρξε πολύ δημοφιλές λαϊκό ανάγνωσμα κατά τον 19ο αιώνα, επανεκδόθηκε τετράκις πριν και μετά από τον θάνατό του συγγραφέα και διασκευάστηκε για το θέατρο. Συνέγραψε επίσης σχολικό βοήθημα Γραμματικής της Αρχαίας Ελληνικής «ευμέθοδον και σύντομον δια τους πρωτοπείρους παίδας» και έργα πολιτικά, θρησκευτικά και σατιρικά στην ελληνική και τη γαλλική γλώσσα. Διεύθυνε την εφημερίδα «Ο Σωτήρ» κι εξέδωσε τα περιοδικά «Φανός της Μεσογείου» και «Αποθήκη των Ωφελίμων κ΄ Τερπνών Γνώσεων». Στο τελευταίο δημοσίευσε σε συνέχειες το πρωτοποριακό για την εποχή διήγημα φαντασίας «Ο πίθηκος Ξουθ» που έμεινε ημιτελές.

Μετέπειτα στράφηκε στη θρησκεία και στην πολιτική. Ίδρυσε τη «Χριστιανική Ανατολική Εταιρεία». Περιόδευε την Ελλάδα και την Ευρώπη κάνοντας προπαγάνδα υπέρ του Πάπα κι αργότερα υπέρ της Ένωσης των Εκκλησιών με επικεφαλής τον Οικ. Πατριάρχη. Δημοσίευε διαφόρους λίβελους κι αποκαλούσε τον εαυτό του πρίγκιπα (Prince L.-G. Pitzipios), ισχυριζόμενος πως καταγόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια, κάτι που είχε μεν ίχνη αληθείας αλλά χωρίς κάποιον τίτλο ευγενείας. Είχε φήμη μεγαλομανή και τυχοδιώκτη κι απέκτησε πολλούς και ισχυρούς εχθρούς. Τελικά βρέθηκε πνιγμένος στο Βόσπορο, μάλλον δολοφονημένος.

 


Η «Ορφανή της Χίου» στη Λήμνο

Στην «Ορφανή της Χίου» μεγάλο τμήμα της υπόθεσης του έργου εκτυλίσσεται στη Λήμνο και συγκεκριμένα τα κεφάλαια 4 και 5 του τρίτου μέρους, με τα οποία τελειώνει ο Α΄ τόμος και τα κεφάλαια 1 ως 6 του τέταρτου μέρους, με τα οποία αρχίζει ο Β΄ τόμος (σσ. 184-209 στην έκδοση όπου έκανα την έρευνά μου: Ιάκωβος Γ. Πιτζιπίος, «Η ορφανή της Χίου», εκδ. Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1995).

Συγκεκριμένα, λίγα χρόνια μετά την καταστροφή της Χίου -γύρω στα 1830- η ηρωίδα του έργου, η ορφανή κόρη Ευλαλία, όταν χάνει τον αρραβωνιαστικό της, επιβιβάζεται σε πλοίο στη Σμύρνη με προορισμό την Πόλη. Κατά τη διαδρομή οι συνοδοί της, που την φθονούσαν, την εγκαταλείπουν σε μια βραχώδη ακτή της Λήμνου ντυμένη με ανδρικά ρούχα. Περιπλανιέται πολλές ώρες στις ερημιές του νησιού, κινδυνεύει από αδέσποτα σκυλιά και τελικά τη νύχτα καταλήγει σε μια πόλη, η οποία δεν κατονομάζεται:

«Τέλος πάντων μετά ικανών ωρών ταλαίπωρον περιπλάνησιν, βλέπει μακρόθεν φως, διευθύνεται προς εκείνο το μέρος, και μετά μία σχεδόν ώραν καταντά εις την είσοδον τινός πόλεως». (τόμος Α΄, σ. 110)

Βρίσκει καταφύγιο στην οικία του κρεοπώλη Ηλία, στον οποίο παρουσιάζεται ως ναυαγός με το όνομα Φίλιππος. Ο «αρχικρεωπώλης της Λήμνου», όπως τον αποκαλεί ο συγγραφέας, περιθάλπει με προθυμία την Ευλαλία (Φίλιππο) και της προσφέρει εργασία:

«…ευρίσκεσαι εις την Λήμνον, την απεκρίθη ο Ηλίας χασμώμενος και ανασηκώνων σοβαρώς με την χείρα του τον δασύν μύστακά του. Εγώ είμαι και κατάγομαι εκ των πρώτων κρεωπώλων του τόπου, εάν θέλης, σε κρατώ εις την υπηρεσίαν μου». (τόμος Β΄, σ. 4)

Η εργασία της «συνίστατο εις το να φέρη κάθε ημέραν το κρέας εις τινας οικίας των κατοίκων της Λήμνου» (τόμος Β΄, σ. 5 ). Κατά τους δύο περίπου μήνες που διέμεινε στο νησί, η κόρη μπλέκει σε διάφορες περιπέτειες. Ως Φίλιππο, τον ερωτεύεται η Αηνέ, η σύζυγος του Τούρκου διοικητή του νησιού και για να την αποφύγει υποκρίνεται πως είναι καλόγηρος. Στη συνέχεια την αναγνωρίζει μια συγγενής της που είχε εξισλαμιστεί και ζούσε εκεί, οπότε αποκαλύπτεται το φύλο της. Αναγκάζεται να φανερωθεί στον εργοδότη της, τον Ηλία, ο οποίος δεν χάνει την ευκαιρία και της ζητεί να τον υπανδρευτεί. Για να την πείσει, καυχιέται πως έχει εργαστεί κοντά σε σπουδαία πρόσωπα στην Πόλη, πως έχει συγγενείς υψηλά ιστάμενους και πως είναι περιζήτητος γαμβρός:

«…εγώ εκάθησα ένδεκα μήνες εις το Φανάρι, εις την υπηρεσίαν του εξακουστού κρεωπώλου Τζελεπή Μήτρω… ο πάππος μου εχρημάτισεν εξ μήνας υπό την υπεράσπισιν του πρώτου κρεωπώλου του περιφήμου Καρά-Μουσταφά… αι καλήτεραι νύμφαι της Λήμνου μ’ εζήτησαν εις γάμον…». (τόμος Β΄, σ. 11)

Η Ευλαλία αρνείται και ο Ηλίας απειλεί να την καταδώσει στις τουρκικές αρχές. Τελικά, θα την σώσει, ο Στέφανος, παλιός φίλος του αρραβωνιαστικού της, που θα βρεθεί στο νησί αναζητώντας το φονιά της μητέρας του. Αυτός θα την βοηθήσει και αναχωρούν μαζί για την Πόλη βάζοντας τέλος στη λημνιακή περιπέτεια της ηρωίδας.

Η αφήγηση της υπόθεσης επικεντρώνεται στα πρόσωπα και δεν αφήνει να διαφανεί αν ο συγγραφέας είχε κάποια γνώση της Λήμνου. Την εποχή αυτή η Λήμνος αποτελούσε σταυροδρόμι στη θαλάσσια διαδρομή από το Αιγαίο προς την Προποντίδα, ενώ Λήμνιοι καραβοκύρηδες και έμποροι δραστηριοποιούνταν στον Εύξ. Πόντο, στην Πόλη, στην Αίγυπτο, στην Ερμούπολη της Σύρου, στο Λιβόρνο και την Τεργέστη. Λογικά ο κοσμοπολίτης Πιτζιπίος πρέπει να είχε γνωρίσει Λήμνιους, μιας και την εποχή της έκδοσης του βιβλίου εργαζόταν ως καθηγητής στο Γυμνάσιο Ερμούπολης στη Σύρο. Στο νησί αυτό μαρτυρείται παρουσία Λημνιών καπεταναίων και εμπόρων από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και μετά ως τα τέλη του 19ου αιώνα. Αρχικά πήγαν παλιοί θαλασσομάχοι του αγώνα για την ανεξαρτησία που δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στο νησί. Σταδιακά δημιουργήθηκε εκεί μια ευάριθμη λημνιακή παροικία. Ο Πιτζιπίος, ως εκπαιδευτικός, προφανώς είχε επαφές μαζί τους, ενώ δεν είναι απίθανο να είχε γνωριστεί και παλιότερα με Λημνιούς στην Οδησσό, στην Πόλη, στο περιβάλλον του Καποδίστρια ή του Οθώνα στο Ναύπλιο και την Αθήνα.

Όπως και να έχει, η «Ορφανή της Χίου», το πρώτο και πολυδιαβασμένο νεοελληνικό μυθιστόρημα, με τις πολλές επανεκδόσεις, που διασκευάστηκε και για το θέατρο, ήταν ένα έργο η υπόθεση του οποίου εκτυλίσσεται κυρίως στο νησί Λήμνου.

Θ. Μπελίτσος, Σεπτέμβρης 2024.

Από το ανέκδοτο έργο: «Η Λήμνος στη λογοτεχνία»


Από https://belitsosquarks.blogspot.com/












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου