Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2022

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ «Αισώπειοι Μύθοι»



Ανδρέας Γεωργιάδης «Αισώπειοι Μύθοι»
Εκδόσεις : Γερμανός.
Χρονολογία έκδοσης : 2022
Εικονογράφηση : John Warren
Διορθώσεις : Γιώργος Χατζηκωστής
Επιμέλεια έκδοσης : Ανδρέας Γερμανός
ISBN 978-618-5389-49-9

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ 

 Γάτος και όρνιθες

Σαν έμαθε ο γάτος
οι κότες πως νοσούσι
γίνεται αυτομάτως
γιατρός και με το μούσι,

και στηθοσκόπιο λαβών
και μερικάς ενέσεις
καθώς και όργανον μετρόν,
ως λένε, τις πιέσεις,

έφθασε στην οικία τους
και ρώτησε τις κότες
πώς έχουν στην υγεία τους.
Και μ᾿ ένα στόμα τότες

του είπανε: «Πολύ καλά,
όπως και σεις θωρείτε
και θα ᾿ναι όλα ομαλά
αν απομακρυνθείτε».


Aστρονόμος

Είς αστρονόμος μελετών
καθ᾿ όλας τας εσπέρας
τους οφθαλμούς του ανυψών
κοίταζε τους αστέρας.

Κοιτάζοντας τον ουρανό
μια νύκτα με σκοτάδι
δεν πρόσεξε μπρος το κενό
κι έπεσε σε πηγάδι.

Κλαίοντας πώς θ᾿ ανέβει
όντας βαριά σακάτης,
ακούσας τι συνέβη
του λέει ένας διαβάτης:

«Εσύ δεν δύνασαι να δεις
τι βρίσκεται μπροστά σου
και τ᾿ άστρα ψάχνεις να τα βρεις
χιλιόμετρα μακριά σου;»


 Βάτραχοι


Δυο βάτραχοι συζούσανε
στη λίμνη εν ειρήνη
χωρίς καν να μπορούσανε
να δούνε τι θα γίνει.

Η λίμνη όμως, τι καημός,
ξηράνθηκε το θέρος
κι οι βάτραχοι βάλανε μπρος
να βρούνε άλλο μέρος.

Εβάδισαν -κουραστικό-
και ήρθαν ένα βράδυ
σε ένα φρέαρ ανοικτό,
σ᾿ ένα βαθύ πηγάδι.

«Ας κατεβούμε με γοργό
βήμα, χασομερούμε».
«Μα αν στεγνώσει το νερό,
πάνω πώς θ᾿ ανεβούμε;»


Ο Γέρος και ο Χάρος

Ένας γέρος ξυλοκόπος
για πολύ επερπατούσε
και φορτίον, ω τι κόπος,
εις την πλάτη κουβαλούσε.

Και φωνάζει ο κουμπάρος:
«Έλα Χάρε να με πάρεις».
Και σαν φάνηκε ο Χάρος
«ίνα το φορτίον άρεις».


Η γυναίκα και η όρνιθα

Μία γυναίκα είχε μια
κοτούλαν ωοτόκον
ήτις γεννούσε τα αυγά
με ένα μόνο κρόκον.

Σκέφτηκε να μη λυπηθεί,
διπλάσιο να ταΐσει
ίσως κι η κότα δυνηθεί
δίκροκα να γεννήσει.

Η κότα όμως τελικά
μπόρεσε να παχύνει
κι οποία τότε συμφορά,
στείρα να απομείνει.


Δειλός κυνηγός και ξυλοκόπος

Ο κυνηγός αναζητά
του λιονταριού αχνάρι
και ξυλοκόπον ερωτά
με χάρη, με καμάρι:

«Είδες αχνάρια λιονταριού
και πού αυτό κοιτάζει;
Δείξε μου τώρα και προτού
πάψει τ᾿ αίμα να βράζει».

Του είπεν ευχαρίστως
στο ίδιο να τον πάρει·
«τ᾿ αχνάρια του πρωτίστως
ζητώ, όχι λιοντάρι».


Το ελάφι κι η μητέρα του

Μια ελαφίνα δίνει
στον γιο της συμβουλές
ατρόμητο να μείνει:
«Ελάφι μου, που λες,

η φύση έκανε να ᾿σαι
με κέρατα, με σώμα
και τα σκυλιά φοβάσαι
και τα τρέμεις ακόμα;»

Άκουσε πριν τελειώσει
να έρχονται οι σκύλοι
κι η μάνα να γλυτώσει
έκοψε ένα μίλι.


Οχιά και αλεπού

Οχιά κατέβαινε ποτάμι
επάνω σε δεμάτι·
μιας αλεπούς είχε προκάμει
να την πιάσει το μάτι.

Κι η αλεπού βάλλει φωνή
καθώς φημολογείται:
«Κατά τα πλοία, αγαπητοί,
είναι κι οι κυβερνήται!»



 Μουλάρι

Έτρωγε ένα μουλάρι
αχόρταγα κριθάρι
κι ως είδηση να πάρει
κατάντησε θρεφτάρι.

Λέγει καθώς χοροπηδά
πως έχει για πατέρα
το άλογο, που πιο γοργά
τρέχει κι απ᾽ τον αέρα.

Μα όταν του ζητήθηκε
να τρέξει μιαν ημέρα,
τον γάιδαρο θυμήθηκε
πως είχε για πατέρα.


Καμήλα


Μια καμήλα φορτωμένη
επερνούσε ένα ποτάμι
και αισθάνθη αναγκασμένη
την ανάγκη της να κάμει.

Κι όπως τα φέραν τα νερά
και πέρασαν μπροστά της
κι εκείνη ως τα καθορά
τα ίδια τα σκατά της

«για κοίτα» είπε «τα σκατά
πώς μας περιγελάνε.
Θράσος που ᾿χουν τα πισινά
μπροστά μας να περνάνε!»



Ο κάβουρας και η μάνα του

Μαλώνει η μάνα το μωρό
να περπατάει ίσια
και απαντάει με θυμό
μα και παλληκαρίσια.

«Δεν το αντέχω άλλο αυτό
νομίζω πως θα κλάψω.
Περπάτα μάνα να σε δω
και θα σε αντιγράψω».


Σκύλος και αλεπού

Ένας σκύλος κυνηγίου
κυνηγούσε ένα λιοντάρι
κι ήταν πίστη του ιδίου
πως συντόμως θα το γδάρει.

Σταματάει μια στιγμή
και βρυχάται το λιοντάρι
και ο σκύλος πισινή
αναγκάσθηκε να πάρει.

Μια αλεπού παίρνει χαμπάρι
κι άρχισε να τον εμπαίζει:
«Της φακής το παλληκάρι
μ᾿ ένα βρυχηθμό να χέζει!»


Λιοντάρια και λαγοί


Αξίωναν οι λαγωοί,
καθότι ονειροπόλοι,
ίσοι επάνω εις τη γη
πρέπει να ζούνε όλοι.

Κι οι λέοντες τους απαντούν
πάρα πολύ μειλίχια:
«Όμως οι λόγοι απαιτούν
και δόντια μα και νύχια».

 Λύκος και κατσίκα

Το ᾿δε ο λύκος ευκαιρία:
Εις τα βράχια μία αίγα .
«Διατρέχετε, κυρία,
κίνδυνον» της είπε «μέγα.

Κατεβείτε, λέω, με χάρη,
εδώ κάτω στο λιβάδι
που ᾿χει άφθονο χορτάρι
κι είν᾿ ο τόπος ίσιος, φάδι».

«Λύκε μου, απ᾿ το λιβάδι
πιο καλοί είναι οι βράχοι.
Δεν με θέλεις για ᾿να χάδι
μα για τ᾿ άδειο σου στομάχι».


 Λύκος και λιοντάρι

Ένας λύκος είχε αρπάξει
ένα πρόβατο μια μέρα
κι όδευε να το σπαράξει
στη φωλιά του παραπέρα.

Εις τον δρόμο όμως βρήκε
ο φτωχός ένα λιοντάρι
που κατάφερε -αχ λύκε-
το φαΐ του να του πάρει.

Και παράμερα και κλαίων
του εφώναζε ο λύκος
ότι το φαΐ του ο λέων
έκλεψε πολύ αδίκως.

«Και σε σένα, λες τυχαίως»
απαντάει το λιοντάρι
«μήπως δόθηκε δικαίως
από φίλο, κατά χάρη;»


Λύχνος

Ένας λύχνος εκαυχάτο
πως υπέρ τον ήλιο λάμπει.
Μα κατάφερε, ναι να το,
μια ριπή ανέμου νά μπει

και τη φλόγα του τη θάβει
και ο λύχνος τότε σβήνει.
Κάποιος όμως τον ανάβει
στο σκοτάδι να μη μείνει

και του λέει: «Πρώτα πρώτα
πάψε λύχνε να κομπάζεις·
φέγγε μόνο και σιώπα,
με τα άστρα μην τα βάζεις».


Μύγες

Σε μια αποθήκη χύθηκε
κάποτε κάτω μέλι
και μέλι ποιος τ᾿ αρνήθηκε
κι είπε πως δεν το θέλει;

Οι μύγες τότε τρέξαν
και έτρωγαν το μέλι
και μέσ᾿ στο μέλι μπλέξαν
τα πόδια τους εν τέλει.

Κι οι μύγες λεν: «Πνιγόμαστε
τώρα. Τι ατυχία!
Οι δύστυχες χανόμαστε
για ηδονή βραχεία».


Ο γάιδαρος με τη λεοντή

Ένας γάιδαρος ντυμένος
με το δέρμα λιονταριού
εφοβέριζε επομένως
ζώα έξω του χωριού.

Είπε να τρομοκρατήσει
και μια νέα αλεπού
μα εκείνη θ᾿ απαντήσει:
«Από πού, μωρέ, κι ως πού;

Θα φοβέριζες κι εμένα
αν δεν σ᾿ άκουα από πριν
να γκαρίζεις μανιασμένα·
μ᾿ εκλαμβάνεις για μωρήν;»


 Όναγρος και γάιδαρος

Ένας όναγρος σαν είδε
έναν όνο φορτωμένο
αυθωρεί τον αποείδε
κι είπεν εις τον καημένο:

«Ζω ελεύθερος στη Φύση
κι είμαι τρισευτυχισμένος
ενώ ο βίος σου θα σβήσει
όντας πάντα σκλαβωμένος».

Είχεν έπαρση μεγάλη,
κόρδωνε, το ᾿χε καμάρι
κι αιφνιδίως να, προβάλλει
ένα άγριο λιοντάρι.

Δεν επήγεν εις τον όνον,
μαζί ήταν κι ο οδηγός του,
μα ᾿φαγεν τον άλλον μόνον
γιατί ήταν μοναχός του.


 Η σελήνη κι η μητέρα της

Τη μάνα της παρακαλεί
μια νύκτα η σελήνη
στολή κάπως συμμετρική
να της υφάνει. Εκείνη:

«Μα πώς να την υφάνω
αφού αλλάζεις φάση;
Στη φέξη μια σε πιάνω
την άλλη εις τη χάση».


 Σφήκα και φίδι


Σ᾿ ενός φιδιού την κεφαλή
εκάθησε μια σφήκα
ταλαιπωρώντας το πολύ
με πείσμα και με πίκα.

Το φίδι: «Μωρή σφήκα
το νου μου θα ταράξεις.
Ιδού πως τώρα μπήκα
εις τον τροχόν αμάξης.

Άμα με πιάσει η οργή
εγώ γυρίζω φύλλον.
“Αποθανέτω η ψυχή
μετά των αλλοφύλων”».


Η όρνιθα με τα χρυσά αυγά

Μια κότα ήταν ωραία,
χρυσά αυγά γεννούσε
κι ο νοικοκύρης της μοιραία
πίστεψε θα πλουτούσε

αν έσφαζε και το πουλί
κι εύρισκε το χρυσάφι
όπως ευρίσκουν ευρετή
που την κρατούν οι τάφοι.

Την έσφαξε, μα πού χρυσός;
Έτσι καλά να πάθει
που έχασε τ᾿ αυγά σαφώς,
μαζί και το καλάθι.


Χύτρες


Δυο χύτρες μέσα στα νερά
-χάλκινη κι οστρακίνη-
κατέβαιναν ορμητικά
με μια ξέφρενη δίνη.

Και βγάζει η πήλινη λαλιά
«χάλκινη, μη μου άπτου,
γιατί θα δώσουμε δουλειά,
αλλιώς, του νεκροθάπτου».




Ο Ανδρέας Γεωργιάδης γεννήθηκε στη Μεσόγη της Πάφου το 1948. Σπούδασε Φυσιογνωσία και Γεωγραφία στην Αθήνα και μετεκπαιδεύτηκε στον Καναδά. Από το 1978 δίδασκε σε σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης και το 2005 προήχθη σε Επιθεωρητή Φυσιογνωστικών-Βιολογίας.

Εξέδωσε τα ακόλουθα βιβλία:

1. «ΑΚΑΡΙΑΙΑ» (1990),
2. «Αίσωπος εσαεί» (Βραβείο Jean Monnet) (1999),
3. «O tempora, o mores!» (2001),
4. «ΦΥΣΙΟΔΡΟΜΙΟ» (Βραβείο Jean Monnet) (2002),
5. «FISIODROMO» (δίγλωσση έκδοση ιταλικά-ελληνικά)
2003),
6. «Αίσωπος νυν και αεί» (Βραβείο Κυπριακού Συνδέσμου
Παιδικού Νεανικού Βιβλίου) (2009),
7. «Εκατόν συν (+) μία Σατιρικές Τοξοβολές» (2011),
8. «Φόνοι και δίκες στην πρώιμη Αγγλοκρατία – Αντώνης
Χατζηαντώνη Τσιακολής» (2014),
9. «Ελληνική Μυθολογία εμμέτρως» (2015),
10. «Σατιρικές Τοξοβολές Β΄» (2015),
11. «Αισώπειοι Μύθοι - έμμετρη απόδοση» (2016)
12. «Άνθη σοφίας εμμέτρως» (2016)
13. «Φόνοι και δίκες στην πρώιμη Αγγλοκρατία – 2. Γιωρκής
Αντωνή Γιαλλούρης (2017)
14. «ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ - έμμετρη απόδοση» (2021)
15. «Αισώπειοι Μύθοι» {2022)

Ποιήματά του περιλαμβάνονται στις Ανθολογίες:


1. «Σύγχρονοι Ποιητές της Πάφου» (1990),
2. «15 Voix poetiques de Chypre» (1997),
3. «Οργής και Οδύνης - 100 Φωνές (2000),
4. ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΥΠΡΙΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ, (Εκδόσεις Ταξιδευτής)
(2008),
5. «60 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΝ ΕΝΑ», (Εκδόσεις ΠΕΝ Κύπρου)
(2011),
6. Η ΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ, (Εκδόσεις ΠΕΝ Κύπρου)
(2012).
7. Anthologie de la poésie chypriote contemporaine (2016).
8. ΔΥΟ ΑΙΩΝΕΣ ΕΠΩΝΥΜΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ (1837-
2021) (2021)






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου