Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Το μπαλωμένο σακάκι"

Vincent van Gogh, "Γέρος σε θλίψη" 


Όταν κατάπεσε, οι κόρες του ξεκίνησαν να ξεκαθαρίζουν τα δωμάτια από τη σαβούρα. Πετούσαν, πετούσαν, πετούσαν... Τρεις ημέρες κουβαλούσαν στα σκουπίδια μαύρες σακούλες και τελειωμό δεν είχαν. Ογδόντα έξι χρονώ ο παππούς, γίνεται να χωρέσουν ογδόντα έξι χρονώ αναμνήσεις σε λίγες μαύρες σακούλες; Δεν γίνεται. Εκείνος, καθηλωμένος στην κρεβατοκάμαρα, τον μοναδικό πλέον χώρο που χρησιμοποιούσε, τις άκουγε να σκορπίζουν τη ζωή του στα σκουπίδια χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι. Γινόταν παρελθόν, πριν ακόμα αναχωρήσει από τη ζωή.
Μόνο η μεγάλη τον ρωτούσε πού και πού για κάποιο αντικείμενο, οι άλλες ούτε ασχολούνταν. Πετούσαν αδιακρίτως, χωρίς να τον ρωτάνε. Η μεγάλη καθόταν δίπλα του να ακούσει, πιο πολύ για να του κάνει παρέα παρά γιατί την ένοιαζε να μάθει την ιστορία μιας σκουριασμένης ταμπακέρας, ενός μπρούτζινου αναπτήρα ή μιας κιτρινισμένης φιλντισένιας πίπας.
Γι’ αυτές τις λίγες στιγμές ζούσε κάθε μέρα. Τα δεκαπέντε, το πολύ είκοσι λεπτά που η μεγάλη θα του έφερνε στα χέρια του κάτι που θα του ξυπνούσε τη μνήμη, αποτελούσαν για αυτόν παράταση επιβίωσης. Χάιδευε ένα παλιό φλιτζάνι και θυμόταν τα πρωινά με τη συχωρεμένη να του ψήνει τον βαρύ καφέ, να του ετοιμάζει το κολατσιό του: πίτα, τυρί και ντομάτα, να το βάζει στην καραβάνα και πριν φύγει για το μεροκάματο να τον σταυρώνει στο στόμα με ένα φιλί-υπόσχεση πως μια ζεστή αγκαλιά θα τον περίμενε το βράδυ.
Δάκρυζε· καταλάβαινε πως το εσωτερικό του σύμπαν θα χανόταν μαζί του για πάντα· πως ό,τι είχε ζήσει, ήταν αποκλειστικά δικό του και θα εξαφανιζόταν μαζί του, αφήνοντας μόνο ένα εξωτερικό ίχνος, μια ανάμνηση επιφανειακή που δεν θα είχε σχέση με αυτό που όντως ήταν, με τα συναισθήματα που είχε βιώσει, με τις αγωνίες και τα θέλω του, με τον ψυχισμό του. Μόνο μια αχνή φιγούρα θα έμενε σε κάποιες μνήμες, που κι αυτή θα έσβηνε λίγα χρόνια αργότερα, όταν θα γερνούσαν όσοι τον γνώρισαν. Αυτό λοιπόν είναι η ζωή; αναρωτιόταν ξαπλωμένος. Μήνες στο κρεβάτι, αναπολούσε όσα έζησε, προσμένοντας· τι άραγε; την τελευταία ανάσα;
Αφού πέταξαν ό,τι είχαν να πετάξουν, ήρθαν στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας κι άρχισαν να ξεκαθαρίζουν τα ρούχα του. Τι θα κρατήσουν, τι θα δώσουν, τι θα πετάξουν. Εκείνος τις παρακολουθούσε, χωρίς να αντιδρά. Τι να τα κάνει τα ρούχα; Ήξερε πως δεν θα τα φορέσει ξανά. Αμίλητος έβλεπε την ντουλάπα του να αδειάζει από πουκάμισα, πουλόβερ, παντελόνια, ζωστήρες, γραβάτες.
Είδε να φεύγει η ζακέτα που του είχε πλέξει η συχωρεμένη, το γιλέκο που του είχε κάνει δώρο η αδερφή του, η γραβάτα που του είχε δωρίσει ο κουμπάρος του, το κασκόλ με τα χρώματα της αγαπημένης ομάδας που φορούσε στο γήπεδο, η ξεφτισμένη καπαρντίνα που αποτελούσε το σήμα κατατεθέν του για πολλά χρόνια στη δουλειά, το ξεθωριασμένο μπουφάν, αγαπημένο για τις πολλές και τεράστιες τσέπες. Ένα ένα τον εγκατέλειπαν, μα δεν μιλούσε, άλλωστε τα είχε εγκαταλείψει κι εκείνος εδώ και χρόνια.
Μόνο όταν ξεκρέμασαν το παλιό, μπαλωμένο στους αγκώνες, σακάκι, σήκωσε το χέρι αποφασιστικά.
-Αυτό, όχι! φώναξε, όσο μπορούσε να φωνάξει.
-Μα είναι κουρέλι, πατέρα, ψιθύρισε η μεγάλη, να σου κρατήσω κάποιο άλλο αν θες.
-Αυτό, όχι! ξαναείπε με πείσμα και το έσφιξε στην αγκαλιά του.
-Αυτό το θέλω για σάβανο! συνέχισε με αυστηρό ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση, όπως στα χρόνια που ήταν προϊστάμενος στην υπηρεσία.
Της το πήρε από τα χέρια και το χάιδεψε με συγκίνηση.
Το μυαλό του ταξίδευε ήδη εξήντα χρόνια πριν, όταν το αγόρασε, γυαλιστερό και καλοραμμένο, για να πάει να ζητήσει την συχωρεμένη από τον πατέρα της.

Θοδωρής Μπελίτσος
Γενάρης 2020
















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου