Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

Λουκίνο Βισκόντι (2 Νοεμβρίου 1906 - 17 Μαρτίου 1976)


Ο Λουκίνο Βισκόντι του Μοντρόνε (Luchino Visconti di Modrone, Μιλάνο, 2 Νοεμβρίου 1906 - Ρώμη, 17 Μαρτίου 1976), κόμης του Λονάτε Ποτσόλο, ήταν Ιταλός σκηνοθέτης του κινηματογράφου, του θεάτρου και της όπερας. Υπήρξε θεμελιωτής και βασικός εκφραστής του ρεύματος του ιταλικού νεορεαλισμού. Η θεματολογία του έργου είναι επηρεασμένη σημαντικά από προσωπικά βιώματα και επιμέρους πτυχές της προσωπικότητάς του, όπως η αριστοκρατική του καταγωγή, η μαρξιστική ιδεολογία του και οι ομοφυλοφιλικές του προτιμήσεις.

Ο Γατόπαρδος (1963), που βραβεύτηκε με τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ των Καννών, και ο Θάνατος στη Βενετία (1970) είναι ορισμένες από τις ταινίες που σκηνοθέτησε και τον κατέστησαν ευρέως γνωστό. Στα έργα του πρωταγωνίστησαν αρκετοί γνωστοί ηθοποιοί όπως η Άννα Μανιάνι, ο Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι, ο Αλέν Ντελόν, η Κατίνα Παξινού, ο Μπάρτ Λάνκαστερ, η Κλαούντια Καρντινάλε και ο Χέλμουτ Μπέργκερ.

Νεανικά χρόνια

Ο Βισκόντι ήταν ένα από τα εφτά παιδιά μιας από τις πιο πλούσιες οικογένειες της πόλης του Μιλάνου. Ο πατέρας του, Τζουζέπε Βισκόντι, καταγόταν από την αριστοκρατική οικογένεια των Βισκόντι του Μοντρόνε.Η μητέρα του, Κάρλα Έρμπα, ήταν αστή κόρη αυτοδημιούργητων βιομηχάνων. Ο νεαρός Βισκόντι μεγαλώνει σε καλλιτεχνικό περιβάλλον και από μικρό παιδί παρακολουθεί παραστάσεις λυρικού θεάτρου στην περίφημη Σκάλα του Μιλάνου, ενώ στην οικογενειακή οικία παίζει μαζί με τα αδέλφια του σαιξπηρικά έργα. Ξεχωριστό θαυμασμό εκδηλώνει για το συνθέτη Τζιάκομο Πουτσίνι, το μαέστρο Αρτούρο Τοσκανίνι και το συγγραφέα Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο, με τους οποίους έχει την τύχη να συναναστραφεί, γεγονός που συμβάλλει στην απόφασή του να σπουδάσει μουσική και φιλοσοφία. Το 1926 υπηρετεί στο Ιταλικό Ιππικό και από το 1928 ασχολείται με την οργάνωση ιπποδρομιών.

Τα χρόνια στο Παρίσι

Το 1933 o Βισκόντι ταξιδεύει στη Γερμανία και ζει από κοντά την άνοδο του ναζισμού. Στη συνέχεια, εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου γνωρίζει και συναναστρέφεται με τον Ζαν Κοκτώ και την Κοκό Σανέλ. Παράλληλα, εργάζεται ως βοηθός του σκηνοθέτη Ζαν Ρενουάρ στις ταινίες Toni (1935) και Γεύμα στην Εξοχή (Une Partie de Campagne) (1936).[4] Στο Παρίσι η συναναστροφή του με μαρξιστικούς κύκλους και ο ενθουσιασμός του Λαϊκού Μετώπου τον ωθούν, σε πρώτη φάση, να ασπαστεί τον Μαρξισμό και, ακολούθως, να γίνει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας. Το 1937 ταξιδεύει στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ όπου επισκέπτεται το Χόλυγουντ.

Τζιανκάρλο Τζιανίνι και Λουκίνο Βισκόντι στα γυρίσματα του Αθώου (1976)

Έργο

Κινηματογράφος

Νεορεαλισμός

Το 1939, μετά το θάνατο της μητέρας του, ο Βισκόντι μετακομίζει από το Μιλάνο στη Ρώμη. Εκεί γνωρίζει ορισμένους νεαρούς διανοούμενους, μανιώδεις με τον κινηματογράφο και μαρξιστές. Πρόκειται για τον Μάριο Αλικάτα, τον Τζουζέπε Ντε Σάντις, τον Τζιάνι Πουτσίνι και τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, μαζί με τους οποίους γράφει στο περιοδικό "Cinema", που διευθύνει ο Βιτόριο Μουσολίνι, γιος του Μπενίτο Μουσολίνι. Με τα άτομα της ομάδας αυτής ο Βισκόντι θα γυρίσει την πρώτη του ταινία, Διαβολικοί Εραστές (Ossessione) (1943). Βασισμένη πάνω στο μυθιστόρημα του Τζέιμς Μ. Κέιν, Ο Ταχυδρόμος Χτυπάει πάντα δυο Φορές, αποτελεί τη γενέθλια ταινία του ιταλικού νεορεαλισμού, ενός όρου που καθιερώθηκε χάρη στον μοντέρ του φιλμ, Μάριο Σεραντρέι. Τα γυρίσματα λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου, με αποτέλεσμα οι συντελεστές της ταινίας να αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσχέρειες: όλο το υλικό ελέγχεται από τη λογοκρισία του φασιστικού καθεστώτος, ενώ για να καλυφθούν τα έξοδα της ταινίας ο ίδιος ο Βισκόντι αναγκάζεται να διαθέσει ένα μέρος της οικογενειακής του περιουσίας.Το Ossessione ταράζει τα νερά στον ιταλικό κινηματογράφο και γρήγορα απαγορεύεται από τη λογοκρισία.

Με την ολοκλήρωση της ταινίας, ο Βισκόντι αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στην αντίσταση, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται από τους Ναζί. Τα γεγονότα αυτά αποτυπώνονται στο ντοκιμαντέρ του Μέρες Δόξας (1945). Το 1948 το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας του αναθέτει να γυρίσει μια τριλογία με θέμα τη ζωή των ψαράδων της Σικελίας, των ανθρακωρύχων και των αγροτών. Τελικά, μόνο το πρώτο μέρος της τριλογίας ολοκληρώνεται· πρόκειται για την ταινία Η Γη Τρέμει, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Τζιοβάνι Βέργκα Οι Μαλαβόλιε. Γυρισμένη στο χωρίο Άτσι Τρέτσα της νότιας Σικελίας με ερασιτέχνες ηθοποιούς, κατοίκους του χωριού, θεωρείται χαρακτηριστικό δείγμα του ιταλικού νεορεαλισμού. Παρά τις αντιδράσεις που προκαλεί, η ταινία βραβεύεται με το Ειδικό βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας 1948. Ακολουθεί το Bellissima (1951) στο οποίο ξεχωρίζει η ερμηνεία της Άννας Μανιάνι.

Απομάκρυνση από το νεορεαλισμό

To Senso (1954) αποτελεί σημείο καμπής στο κινηματογραφικό έργο του Βισκόντι, ο οποίος, για πρώτη φορά, απομακρύνεται από τον νεορεαλισμό και υιοθετεί νέα θεματολογία που θα γίνει σήμα κατατεθέν των ταινιών του. Η ερωτική ιστορία μιας κόμισσας και ενός Αυστριακού αξιωματικού γίνεται η αφορμή για μια βαθιά ανάλυση της ιταλικής Ιστορίας και σημαντικών γεγονότων, όπως η ιταλική ενοποίηση, ο καταστροφικός πόλεμος του 1866 και η επιρροή της παρηκμασμένης αριστοκρατικής τάξης στα γεγονότα αυτά. Το σενάριο βασίζεται στην ομότιτλη νουβέλα του Καμίλο Μπόιτο, ενώ για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ο Βισκόντι αρχικά ζητά την Ίνγκριντ Μπέργκμαν και τον Μάρλον Μπράντο, αίτημα που ο παραγωγός αρνείται.[13] Πρόκειται για την πρώτη έγχρωμη ταινία του Βισκόντι, την οποία οι κριτικοί έχουν επαινέσει για την πρωτότυπη φωτογραφία, την πλαστικότητα των εικόνων και την επιβλητική σκηνογραφία.

Το 1956 ο Βισκόντι αντιτίθεται δημόσια στη σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία και το 1957 γυρίζει τις Λευκές Νύχτες, που αποτελούν διασκευή διηγήματος του Ντοστογιέφσκι και βραβεύονται με τον Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας του 1957. Η ταινία, όμως, που ο Βισκόντι αγαπούσε περισσότερο, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, είναι O Ρόκο και τα αδέρφια του (1960).[14] Με αυτήν επιστρέφει στο νεορεαλισμό και καταπιάνεται, για δεύτερη φορά μετά το έργο Η Γη Τρέμει, με το θέμα του ιταλικού Νότου: Τα μέλη μιας οικογένειας του Νότου μεταναστεύουν στο Μιλάνο, ελπίζοντας να ξεφύγουν από τη μιζέρια και να βρουν ένα καλύτερο μέλλον. Παρά, όμως, τις προσπάθειές τους, η βαθμιαία διάλυση της οικογένειας, η δυστυχία και η ηθική κατάπτωση είναι αναπόφευκτες.

Τρία χρόνια αργότερα, το 1963, ο Βισκόντι βραβεύεται με το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών για την ταινία Ο Γατόπαρδος, βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Τζουζέππε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα. Ο Ιταλός σκηνοθέτης εστιάζει, για ακόμη μια φορά, σε ένα από τα αγαπημένα του θέματα: την παρακμή της αριστοκρατίας και την άνοδο της μεγαλοαστικής τάξης με φόντο τη Σικελία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικό στοιχείο της ταινίας είναι τα εντυπωσιακά σκηνικά, καθώς ακόμη και τα συρτάρια ήταν γεμάτα με αυθεντικά αντικείμενα εποχής. Ξεχωριστή η ερμηνεία του Μπαρτ Λάνκαστερ που ενσαρκώνει τον πρίγκιπα Φαμπρίτσιο Σαλίνα.

Το 1965 ο Βισκόντι βραβεύεται εκ νέου στο Φεστιβάλ Βενετίας, κερδίζοντας τον Χρυσό Λέοντα αυτήν τη φορά με την ταινία Μακρινά Αστέρια της Άρκτου. Ακολούθως, ο Βισκόντι αποφασίζει να μεταφέρει στην κινηματογραφική οθόνη το βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ Ο Ξένος (1967), αλλά το αρχικό σενάριο συναντά την αντίδραση της χήρας του συγγραφέα, Φρανσίν Καμύ, που απαιτεί να τηρηθεί πιστά η πλοκή του μυθιστορήματος του συζύγου της. Τελικά, ο Βισκόντι αναγκάζεται να δεχθεί αλλαγές στο σενάριό του και να μην απομακρυνθεί από την αφηγηματική γραμμή του μυθιστορήματος.

Τα τελευταία χρόνια

Τα τελευταία έργα του Λουκίνο Βισκόντι διακρίνονται από έντονη εσωτερικότητα και αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η παρακμή, η αποσύνθεση και τα ομοφυλοφιλικά ένστικτα χαρακτηρίζουν όλες τις δημιουργίες της τελευταίας περιόδου του σκηνοθέτη. Με την ταινία Οι Καταραμένοι (1969), που προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου, κατακρίνει τα εγκλήματα του ναζισμού μέσα από την αποσύνθεση μιας ισχυρής οικογένειας Γερμανών βιομηχάνων τη δεκαετία του 1930. Η αίσθηση παρακμής, η οποία αναδεικνύεται και χάρη στη φωτογραφία της ταινίας, καθιστά το εν λόγω έργο χαρακτηριστικό δείγμα της κινηματογραφικής αισθητικής του Βισκόντι. Ο Θάνατος στη Βενετία (1971), που απέσπασε το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο Εικοσιπενταετίας του Φεστιβάλ των Καννών, αποτελεί μεταφορά της ομότιτλης νουβέλας του Τόμας Μαν και μια από τις πιο διάσημες ταινίες του, ενώ η "γερμανική τριλογία" ολοκληρώνεται με Το Λυκόφως των Θεών (Ludwig) (1972).

Το 1974 ο Βισκόντι, παρά την ήδη κλονισμένη υγεία του ολοκληρώνει μια ακόμα ταινία, τη Γοητεία της Αμαρτίας, που αποτελεί ίσως την πιο αυτοβιογραφική δημιουργία του.Οι παραγωγοί είχαν ορίσει ως "εφεδρικό" σκηνοθέτη τον πρωταγωνιστή Μπαρτ Λάνκαστερ, σε περίπτωση που η υγεία του Βισκόντι δεν του επέτρεπε να συνεχίσει τα γυρίσματα. Η πλοκή του έργου περιστρέφεται γύρω από έναν ηλικιωμένο και μοναχικό καθηγητή, ο οποίος αναστατώνεται όταν μια οικογένεια νεόπλουτων αστών και ένας διεφθαρμένος αλλά γοητευτικός νέος εισβάλλουν στη μονότονη ζωή του. Πρόκειται για μια σκληρή κριτική της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης της μεταπολεμικής Ιταλίας, ενώ σε δεύτερο επίπεδο η ταινία πραγματεύεται τον κρυφό ομοφυλοφιλικό ερωτισμό μεταξύ του καθηγητή και του νεαρού Κόνραντ.

Η τελευταία ταινία του Βισκόντι είναι Ο Αθώος (1976), που γυρίζεται ενώ ο σκηνοθέτης είναι πλέον σχεδόν παράλυτος. Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο αποτελεί μια σκληρή κριτική της αριστοκρατίας και της αλαζονείας της εξουσίας. Οι δύο κεντρικοί ήρωες της ταινίας (Τούλιο και Τζουλιάνα) δεν αναπαριστούν απλώς την παρακμή της οικογένειας, αλλά όπως ο ίδιος ο Βισκόντι δήλωσε: "αναπαριστούν μια συγκεκριμένη κοινωνία και μια συγκεκριμένη Ιταλία που ανήκει στη μεγαλοαστική τάξη η οποία είναι υπεύθυνη για την έλευση του Φασισμού". 

Ενώ τα γυρίσματα για το Ο Αθώος έχουν ολοκληρωθεί και η ταινία βρίσκεται στη φάση του μοντάζ, ο Λουκίνο Βισκόντι πεθαίνει στις 17 Μαρτίου του 1976 στη Ρώμη. Στο πλευρό του βρίσκεται η αδελφή του Ουμπέρτα, η οποία διηγήθηκε αργότερα τις τελευταίες στιγμές του: άκουσε τη Δεύτερη Συμφωνία του Μπράμς, μετά γύρισε προς το μέρος της και και είπε "Αρκετά. Είμαι κουρασμένος". 

Η τελευταία ταινία του ολοκληρώνεται από τους συνεργάτες του, με βάση τις δικές του υποδείξεις, και προβάλλεται στο Φεστιβάλ των Καννών της ίδιας χρονιάς ως φόρος τιμής στο σκηνοθέτη.

Θέατρο

Εκτός από τον κινηματογράφο, σημαντική είναι η προσφορά του Βισκόντι και στο θέατρο. Η πρώτη θεατρική παράσταση που ανέβασε ως σκηνοθέτης είναι το έργο Τρομεροί Γονείς του Ζαν Κοκτώ, που ανεβαίνει στο θέατρο Ελιζέο της Ρώμης τον Ιανουάριο του 1945. Η επαναστατική σκηνοθεσία του έργου, βασισμένη στο μοντέλο του νεορεαλισμού του Ossessione, προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση. Ακολούθως, και ιδίως στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, ο Βισκόντι σκηνοθετεί αρκετές θεατρικές παραστάσεις, κυρίως έργα των Τσέχωφ, Σαίξπηρ, Τενεσί Ουίλιαμς και Άρθουρ Μίλερ, ενώ το 1953 ανεβάζει τη Μήδεια του Ευριπίδη. Συνεργάζεται επίσης με το θίασο της Ρίνα Μορέλι και του Πάολο Στόππα αλλά και με τον διάσημο ηθοποιό Βιτόριο Γκάσμαν.

Όπερα

Η αγάπη του Βισκόντι για την όπερα είναι εμφανής από την ταινία του 1954 Senso, η οποία ξεκινά με την τέταρτη πράξη του Τροβατόρε, γυρισμένη στο Θέατρο Λα Φενίτσε της Βενετίας. Η πρώτη όπερα που σκηνοθέτησε ήταν η Βεστάλε του Gaspare Spontini που ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου τον Δεκέμβριο του 1954.
Ακολούθησαν δύο όπερες που άφησαν εποχή στη Σκάλα του Μιλάνου.Η Τραβιάτα το 1955 και η Άννα Μπολένα το 1957, με πρωταγωνίστρια και στις δύο τη Μαρία Κάλλας. Ο Βισκόντι, άλλωστε, επηρέασε βαθύτατα την καριέρα της μεγάλης ντίβας, αφού μέσα από τη συνεργασία τους τη βοήθησε να τελειοποιήσει το υποκριτικό της ταλέντο. Μετά την Ελβίρα ντε Χιντάλγκο, πρώτη δασκάλα της Κάλλας στο Ωδείο Αθηνών, και τον μαέστρο Τούλιο Σεραφίν, κανένας άλλος δεν επηρέασε τόσο την καλλιτεχνική εξέλιξη της Κάλλας όσο ο Βισκόντι.

Το 1958 ακολούθησαν ο Ντον Κάρλος του Βέρντι από τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, ο Μάκβεθ του Βέρντι στο Σπολέτο και ο Τροβατόρε στο Κόβεντ Γκάρντεν το 1964. Το 1966 ο Φάλσταφ του Βέρντι στην Κρατική όπερα της Βιέννης απέσπασε διθυραμβικά σχόλια από τους κριτικούς, ενώ αντίθετα η όπερα του Βέρντι Σιμόν Μποκανέγκρα το 1969 με τους ηθοποιούς ντυμένους με γεωμετρικού τύπου κοστούμια προκάλεσε έντονες συζητήσεις.

Προσωπική ζωή

Ο Λουκίνο Βισκόντι δεν έκρυψε ποτέ πως είναι ομοφυλόφιλος.Η ομοφυλοφιλία του εκφράζεται ανοιχτά για πρώτη φορά την περίοδο που ζει στο Παρίσι, ενώ σύντροφοι του υπήρξαν ο σκηνοθέτης και συνεργάτης του Φράνκο Τζεφιρέλι και ο Αυστριακός ηθοποιός Χέλμουτ Μπέργκερ  που πρωταγωνιστεί στις ταινίες Οι Καταραμένοι, Το Λυκόφως των Θεών και Η Γοητεία της Αμαρτίας. Η ομοφυλοφιλία είναι ένα θέμα που απαντά σε αρκετές ταινίες του Βισκόντι, κυρίως σε αυτές της τελευταίας περιόδου. Πάντως, σε κανένα έργο του δεν πρωταγωνιστεί κάποιος ανοιχτά ομοφυλόφιλος χαρακτήρας, αλλά συχνά παρατηρείται ένας υφέρπων ομοφυλοφιλικός ερωτισμός και ανεκδήλωτα ομοφυλοφιλικά ένστικτα μεταξύ των ηρώων.

Από την οικογένεια του, ιδιαίτερη αδυναμία είχε στη μητέρα του, Κάρλα, αλλά και στην αδελφή του Ουμπέρτα.Η βίλα του στη νήσο Ίσκια λειτουργεί πλέον ως πολιτιστικό ίδρυμα και μουσείο αφιερωμένο σε αυτόν.

luchino visconti ed anna magnani

Φιλμογραφία

Ταινίες μεγάλου μήκους

1943 Ossessione Διαβολικοί Εραστές
1948 La terra trema Η Γη Τρέμει
1951 Bellissima Μπελίσιμα
1954 Senso Έτσι Τελείωσε Μια Μεγάλη Αγάπη
1957 Le notti bianche Λευκές Νύχτες
1960 Rocco e i suoi fratelli Ο Ρόκο και τ' Αδέλφια του
1963 Il gattopardo Ο Γατόπαρδος
1965 Vaghe stelle dell'Orsa Μακρινά Αστέρια της Άρκτου
1967 Lo straniero Ο Ξένος
1969 La caduta degli dei Οι Καταραμένοι
1971 Morte a Venezia Θάνατος στη Βενετία
1972 Ludwig Το Λυκόφως των Θεών
1974 Gruppo di famiglia in un interno Η Γοητεία της Αμαρτίας
1976 L'innocente Ο Αθώος

Άλλες ταινίες

1945 Giorni di gloria Μέρες Δόξας Ντοκιμαντέρ
1951 Appunti su un fatto di cronaca Σημειώσεις πάνω σε μια Είδηση Εφημερίδας Ντοκιμαντέρ - Μικρού μήκους
1953 Anna Magnani Άννα Μανιάνι Επεισόδιο της σπονδυλωτής ταινίας Εμείς οι Γυναίκες (Siamo donne)
1962 Il lavoro Η Δουλειά Επεισόδιο της σπονδυλωτής ταινίας Βοκκάκιος '70 (Boccaccio '70)
1967 La Strega Bruciata Viva Η Μάγισσα στην Πυρά Επεισόδιο της σπονδυλωτής ταινίας Οι Μάγισσες (Le Streghe)
1970 Alla ricerca di Tadzio Αναζητώντας τον Τάτζιο Ντοκιμαντέρ

Θεατρογραφία

Θέατρο

Τρομεροί Γονείς του Ζαν Κοκτώ (1945)
Η Πέμπτη Κολόνα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ (1945)
Η Γραφομηχανή του Ζαν Κοκτώ (1945)
Αντιγόνη του Ζαν Ανούιγ (1945)
Κεκλεισμένων των Θυρών του Ζαν-Πωλ Σαρτρ (1945)
Έγκλημα και Τιμωρία του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1946)
Γυάλινος Κόσμος του Τενεσί Ουίλιαμς (1946)
Ευρυδίκη του Ζαν Ανούιγ (1947)
Όπως σας Αρέσει του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1948)
Λεωφορείον ο πόθος του Τενεσί Ουίλιαμς (1949)
Τρωίλος και Χρυσηίδα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1949)
Ο Θάνατος του Εμποράκου του Άρθουρ Μίλερ (1951)
Η Λοκαντιέρα του Κάρλο Γκολντόνι (1952)
Τρεις Αδελφές του Αντόν Τσέχωφ (1952)
Οι Βλαβερές Συνέπειες του Καπνού του Αντόν Τσέχωφ (1953)
Μήδεια του Ευριπίδη (1953)
Η Χοάνη του Άρθουρ Μίλερ (1955)
Θείος Βάνια του Αντόν Τσέχωφ (1955)
Δεσποινίς Τζούλια του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ (1957)
Ο Ιμπρεσάριος της Σμύρνης του Κάρλο Γκολντόνι (1957)
Ψηλά από τη Γέφυρα του Άρθουρ Μίλερ (1958)
Μετά την Πτώση του Άρθουρ Μίλερ (1965)
Βυσσινόκηπος του Αντόν Τσέχωφ (1965)
Έγκμοντ του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε (1967)

Όπερα

Βεστάλε του Gaspare Spontini (1954)
Υπνοβάτις του Βιντσέντζο Μπελίνι (1955)
Τραβιάτα του Τζουζέπε Βέρντι (1955)
Άννα Μπολένα του Γκαετάνο Ντονιτσέττι (1957)
Ιφιγένεια εν Ταύροις του Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ(1957)
Ντον Κάρλος του Τζουζέπε Βέρντι (1958)
Μάκβεθ του Τζουζέπε Βέρντι (1958)
Ο Δούκας της Άλμπα του Γκαετάνο Ντονιτσέττι (1959)
Σαλώμη του Ρίχαρντ Στράους (1961)
Τραβιάτα του Τζουζέπε Βέρντι (1963)
Οι Γάμοι του Φίγκαρο του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1964)
Τροβατόρε του Τζουζέπε Βέρντι (1964)
Ντον Κάρλος του Τζουζέπε Βέρντι (1965)
Φάλσταφ του Τζουζέπε Βέρντι (1966)
Ιππότης με το Ρόδο του Ρίχαρντ Στράους (1966)
Τραβιάτα του Τζουζέπε Βέρντι (1967)
Σιμόν Μποκανέγκρα του Τζουζέπε Βέρντι (1969)
Μανόν Λεσκώ του Τζιάκομο Πουτσίνι (1973)

ΤΑΙΝΙΕΣ - ΕΠΙΛΟΓΗ 


Διαβολικοί Εραστές (Ιταλ. Ossessione), γνωστό και ως Έμμονο Πάθος,

Πλοκή 

Η μοίρα οδηγεί έναν πλανόδιο αλήτη τον Τζίνο Κόστα (Μάσιμο Τζιρότι) σε ένα πανδοχείο στην επαρχία της Φερράρας. Εκεί γνωρίζεται με την Τζοβάνα (Κλάρα Καλαμάι) τη νεαρή σύζυγο του γέρου ιδιοκτήτη του πανδοχείου Τζιουζέπε Μπραγκάνα (Χουάν Ντε Λάντα). Οι δυο νέοι ερωτεύονται, ενώ ο αφελής σύζυγος της Τζοβάνα προσφέρει φιλοξενία στο νεαρό. Ο Τζίνο δεν μπορεί να αντέξει τη συμπεριφορά του Τζιουζέπε απέναντι στη Τζοβάνα και της προτείνει να το σκάσουν. Οι δυο τους ξεκινούν, αλλά η Τζοβάνα αλλάζει δρόμο και επιστρέφει στο σύζυγό της. Μερικές μέρες αργότερα οι δυο εραστές συναντιούνται ξανά τυχαία στην Ανκόνα και σχεδιάζουν τη δολοφονία του Τζιουζέπε. Μετά το έγκλημα, το ζευγάρι επιστρέφει στη Φερράρα και αποξενώνεται. Οι τύψεις κυριεύουν τους δυο εραστές, οι οποίοι αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο προκειμένου να ξεχάσουν αυτό που έκαναν. Στο μεταξύ η αστυνομία συνεχίζει τις έρευνες πάνω στο θάνατο του Μπραγκάνα κι όλα δείχνουν ότι σύντομα οι φονιάδες θα πρέπει να δώσουν λόγο για τα κρίματά τους.

Πρώτο σκηνοθετικό εγχείρημα του Λουκίνο Βισκόντι, βασισμένο στο αστυνομικό μυθιστόρημα του Τζέιμς Μ. Κέιν Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές. Η ταινία πέρα από το γεγονός ότι αποτελεί την πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Κέιν, αποτελεί επίσης και τον πρόδρομο του Ιταλικού Νεορεαλισμού. Η προβολή της προκάλεσε σκάνδαλο σε μια Ιταλία εν καιρώ πολέμου και υπό το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, λόγω των αριστερών ιδεών που περνούσε μέσα από τις περιπέτειες του κατατρεγμένου παράνομου ζευγαριού. Τρία χρόνια αργότερα προβλήθηκε και η πρώτη χολυγουντιανή μεταφορά του μυθιστορήματος του Κέιν με τους Τζον Γκάρφιλντ και Λάνα Τάρνερ ενώ υπήρξε και άλλη μια μεταφορά με τον Τζακ Νίκολσον και τη Τζέσικα Λανγκ το 1980. Η ατμόσφαιρα της ταινίας του Βισκόντι είναι ξεχωριστή καθώς ο σκηνοθέτης κατάφερε να μεταμορφώσει το αστυνομικό μυθιστόρημα του Κέιν σε νεορεαλιστικό δράμα, με πρωταγωνιστές τα φυσικά τοπία της πεδιάδας του Πάδου, που εκτείνεται από την επαρχία της Εμίλια-Ρομάνια ως και την επαρχία των Μάρκε, καθώς και τη φωνή της συνείδησης των πρωταγωνιστών, οι οποίες παίρνουν σάρκα και πίσω από τη μορφή του Ισπανού και της Ανίτα. Η κρίση των δυο αυτών χαρακτήρων (και κυρίως του Ισπανού) πάνω στις πράξεις των πρωταγωνιστών περνούν άμεσα την ιδέα της αλλαγής ενός σκοτεινού καθεστώτος που κυριάρχησε στην Ιταλία μια περίπου εικοσαετία.

Ο υπουργός πολιτισμού Γκαετάνο Πολβερέλι, κατά την περίοδο του πολέμου, μετά από δυο απανωτές προβολές της ταινίας, κατέκρινε το φιλμ ως ανήθικο, λόγω των ρεαλιστικών ερωτικών σκηνών μεταξύ της Κλάρα Καλαμάι και του Μάσιμο Τζιρότι. Ο Βισκόντι πέρα από τη λογοκρισία που υπέστη η ταινία του, είχε να αντιμετωπίσει κι άλλες δυσκολίες κατά την παραγωγή της. Ο σκηνοθέτης ήθελε αρχικά να γυρίσει μια ταινία βασισμένη σε μυθιστόρημα του Τζοβάνι Βέργκα, αλλά οι φασιστικές αρχές του κράτους του το απαγόρευσαν. Έπειτα κατά τη συνεργασία του στη Γαλλία με τον Ζαν Ρενουάρ, είχε την ευκαιρία να διαβάσει το μυθιστόρημα του Κέιν, σε γαλλική μετάφραση. Την ίδια περίοδο έτυχε να δει την ταινία του Πιερ Σέναλ Ο τελευταίος γύρος (Le dernier tournant, 1939), μια ελεύθερη κινηματογραφική μεταφορά του "Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές". Επιστρέφοντας το 1939 στην Ιταλία και επηρεασμένος από τον γαλλικό ρομαντισμό, αποφάσισε να μεταφέρει το μυθιστόρημα του Κέιν στη μεγάλη οθόνη. Έτσι με τη βοήθεια μιας ομάδας διανοούμενων που έγραφαν άρθρα για το ιταλικό περιοδικό "Σινεμά" (μεταξύ των οποίων ήταν και ο Αλμπέρτο Μοράβια) έγραψε το σενάριο. Η πολιτική κατάσταση στην Ιταλία καθώς και ο πόλεμος δεν του επέτρεψαν να αποσπάσει τα δικαιώματα για το ρομάντζο του Κέιν, γι' αυτό το λόγο το όνομα του Κέιν δεν αναφέρεται στους τίτλους έναρξης.

Πρώτη επιλογή του για το ρόλο της Τζοβάνα ήταν η Άννα Μανιάνι, η οποία λόγω της εγκυμοσύνης της δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στην ταινία και τη θέση της πήρε η πανέμορφη Κλάρα Καλαμάι. Η ταινία γυρίστηκε μεταξύ του 1942 και του 1943 και έκανε πρεμιέρα στη Ρώμη την άνοιξη του 1943, προκειμένου να περάσει από έλεγχο από το γραφείο λογοκρισίας. Η ταινία προκάλεσε τρομερή σύγχυση και ανώτατα κρατικά στελέχη που ήθελαν να διαφυλάξουν τόσο τη ζωή τους όσο και την καρέκλα τους, την κατηγόρησαν για ανηθικότητα, αλλά στη συνέχεια υπέκυψαν λόγω του γεγονότος ότι το φιλμ δεν επιτίθεται άμεσα στο φασιστικό κίνημα και έδωσαν την άδεια για την προβολή του. Μήνες αργότερα η ταινία προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες και ένα χρόνο αργότερα φτάνει στο Μιλάνο που βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή. Η προβολή του διακόπτεται λόγω των αντιδράσεων των Γερμανών και της εκκλησίας και τελικά καταστρέφεται από τη "Δημοκρατία του Σαλό". Ο Βισκόντι όμως καταφέρνει να κρύψει ένα αντίγραφο των αρνητικών, η οποία θα δει το φως μετά το τέλος του πολέμου. Λόγω του γεγονότος ότι ο Βισκόντι δεν έχει κατοχυρώσει τα δικαιώματα του μυθιστορήματος του Κέιν, η ταινία έφτασε τις αμερικανικές αίθουσες 30 χρόνια αργότερα, το 1976. Οι "Διαβολικοί εραστές" δεν ήταν η μόνη ταινία της οποίας η προβολή απαγορεύτηκε από το φασιστικό καθεστώς κατά τη διάρκεια του πολέμου, μια σειρά ταινιών από Το ανθρώπινο κτήνος του Ζαν Ρενουάρ, ως και το Ξημερώνει του Μαρσέλ Καρνέ είχαν την ίδια τύχη.


Ο Ρόκο και τ' Αδέλφια του 

Το Ο Ρόκο και τ' Αδέλφια του είναι ταινία ιταλικής παραγωγής του 1960 σε σκηνοθεσία του Λουκίνο Βισκόντι.
Η ταινία πραγματεύεται την εσωτερική μετανάστευση στην Ιταλία μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τις δυσκολίες ενσωμάτωσης μιας οικογένειας από τον Νότο στον ιταλικό Βορρά

Πλοκή

Μετά τον θάνατο του πατέρα, η μητέρα Ροζάρια Παρόντι (Κατίνα Παξινού) φεύγει από την Καλαβρία με τους 4 γιους της και εγκαθίσταται στο Μιλάνο, για να ακολουθήσει τον μεγαλύτερο από τους 5 γιους, Βιντσέντσο (Σπύρος Φωκάς), o οποίος είναι αρραβωνιασμένος με τη Τζινέτα (Κλαούντια Καρντινάλε). Η οικογένεια τελικά μένει σε ένα μικρό φτωχικό σπίτι. Ο καλόψυχος Ρόκο (Αλέν Ντελόν) δουλεύει σε καθαριστήριο ρούχων και θέλει να γίνει πυγμάχος, όπως ο σκληρός αδερφός του Σιμόνε (Ρενάτο Σαλβατόρι), ο Τσίρο εργάζεται σε ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων και ο Λούκα είναι ακόμη πολύ μικρός για να δουλέψει. O Σιμόνε γνωρίζει και ερωτεύεται την Νάντια (Ανί Ζιραρντό), που είναι πόρνη, η οποία στη συνέχεια διατηρεί σχέση με τον Ρόκο. Η σύγκρουση των δύο αδερφών θα έχει ολέθρια αποτελέσματα.
Η ταινία είναι χωρισμένη σε πέντε ενότητες, μία για κάθε ένα από τα αδέρφια: Βιντσέντσο, Σιμόνε, Ρόκο, Τσίρο, Λούκα.
Η ταινία βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας με Αργυρό Λέοντα και με το βραβείο FIPRESCI
ΟΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ

Η ιστορία της ταινίας ξεκινά το βράδυ της πυρπόλησης του Ράϊχσταγκ, στις 23 Φεβρουαρίου του 1933. Οι Εσένμπεκ, ιδιοκτήτες μεγάλης γερμανικής βιομηχανίας χάλυβα, ενημερώνονται καθώς δειπνούν εορτάζοντας τα γενέθλια του Βαρώνου Γιοάκιμ φον Εσένμπεκ. Από εκείνη τη νύχτα, οι σχέσεις ισορροπίας της οικογένειας με τους ανερχόμενους Εθνικοσοσιαλιστές θα ανατραπούν και τα μέλη της θα υποστούν μια προοδευτική, αλλά και αποκαλυπτική διάβρωση των συνειδήσεών τους από το δηλητήριο του ναζισμού… Στην ταινία του «Οι καταραμένοι» (πρωτότυπος τίτλος: «Η πτώση των Θεών», γερμανικός: «Το λυκόφως των Θεών») ο Λουκίνο Βισκόντι ρίχνει το δικό του φως στον ίσκιο των ιστορικών γεγονότων για την επικράτηση και την πτώση του Γ΄ Ράϊχ, μέσα από την εξιστόρηση των προσωπικών συγκρούσεων και των σχέσεων των Εσένμπεκ με το καθεστώς με στόχο μια εξουσία «ή απόλυτη ή τίποτα». Σε αυτήν την εξουσία στην οποία «όλα είναι επιτρεπτά», το έγκλημα, η φιλοδοξία, η ασπλαχνία, το μίσος συνέθεταν ένα «δυναμικό ενέργειας και οργής», έναν «αστείρευτο πλούτο» πάνω στον οποίο μπορούσε να «επενδύσει» ο ναζισμός. Αλλά τα ανθρώπινα όρια μεταξύ αυτής της απόλυτης εξουσίας και της συντριπτικής αδυναμίας αποδεικνύονται πολύ σχετικά και τελικά τα άτομα που νοιώθουν Θεοί «εκπίπτουν» και καταστρέφονται ψυχολογικά, κοινωνικά και φυσικά. Τα άτομα ζούσαν την αυταπάτη της εξουσίας όσο εξυπηρετούσαν τον ναζισμό, ο οποίος τελικά στην ταινία, επιλέγει το πιο διεστραμένο και αδίστακτο μέλος της οικογένειας. Τον Μάρτιν, ένα ψυχικά διαταραγμένο άτομο, που ο φόβος απλά καταλύει τον ναζιστικό μετασχηματισμό του. «Χρησιμοποιούν τον Εθνικοσοσιαλισμό σαν όργανο για τις φιλοδοξίες τους. Δεν έχουν καταλάβει ακόμα τι είναι ο Εθνικοσοσιαλισμός» θα πει ο Άσενμπακ, αξιωματικός των SS, στον Μάρτιν και θα του εξηγήσει: «Μόνο όποιος ξέρει ότι μπορεί να χάσει από τη μια μέρα στην άλλη ό,τι έχει κερδίσει χάρη στη δική μας υποστήριξη, μόνο αυτός είναι έμπιστος φίλος. Αυτός όμως που θέλει να γίνει άρχοντας των πάντων, και του εαυτού του, που εξαπατά τον εαυτό του νομίζοντας ότι μπορεί να λάβει μόνος του τις αποφάσεις, να σκέφτεται μόνος του. Αυτό, όχι…» Αλλά και σε αυτό το χρονικό του κακού υπήρχαν τα προμηνύματα: «Οι Εσένμπεκ φέρνουν στον κόσμο παιδιά και κανόνια με τα ίδια συναισθήματα» θα δηλώσει ο φιλελεύθερος της οικογένειας Χέρμπερτ, που τελικά ανέλαβε το κόστος να αντισταθεί σε αυτό που οι άλλοι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο συνεργούσαν. Και θα συμπληρώσει «Φταίμε όλοι. Άδικα υψώνεις την φωνή όταν είναι πολύ αργά, έστω και για να σώσεις την ψυχή σου. Εμείς δώσαμε στην Γερμανία την άρρωστη δημοκρατία. Ο ναζισμός είναι δικό μας δημιούργημα. Γεννήθηκε στα εργοστάσια μας, τράφηκε με τα χρήματά μας» πηγή: gnathion.blogspot.gr 
 Παίζουν: Dirk Bogarde, Ingrid Thulin, Helmut Griem, Helmut Berger, Renaud Verley, Umberto Orsini, Charlotte Rampling κ.α. Μουσική: Maurice Jarre , Φωτογραφία: Armando Nannuzzi, Pasqualino De Santis Σενάριο: Nicola Badalucco, Enrico Medioli, Luchino Visconti Σκηνοθεσία: Luchino Visconti



Ο Αθώος 

Παραγωγή: Ιταλία - Γαλλία Σκηνοθεσία: Λουκίνο Βισκόντι
Πρωταγωνιστούν: Λάουρα Αντονέλι, Τζανκάρλο Τζιανίνι, Τζένιφερ Ο Νιλ, Μαρκ Πορέλ

περίληψη

Ρώμη, 1891. Ο Τούλιο Χέρμιλ και η σύζυγός του, Τζουλιάνα, διατηρούν, από καιρό, εντελώς τυπικές σχέσεις. Κι ενώ η Τζουλιάνα φαίνεται να δέχεται παθητικά τη σχέση του συζύγου της με την κόμισσα Τερέζα Ράφο, στη διάρκεια μιας απουσίας του Τούλιο, γνωρίζει το συγγραφέα Φιλίπο Ντ' Αρμπόριο και γίνεται ερωμένη του. Όταν ο σύζυγος επιστρέφει, η Τζουλιάνα μετακομίζει στην έπαυλη της πεθεράς της. Τώρα, βλέποντας ότι τον εγκαταλείπει, αισθάνεται εκ νέου γοητευμένος και της προτείνει να ξαναρχίσουν μαζί μια νέα ζωή... Το τελευταίο έργο του Βισκόντι, βασισμένο σε μυθιστόρημα του Ντ' Ανούντσιο, καταγράφει το τέλος της ιταλικής αριστοκρατίας, ένα τέλος που συνοδεύεται από την αλαζονεία της (συζυγικής και οικονομικής) εξουσίας, αλλά και από το αδιέξοδο του ερωτικού πάθους.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου