Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

ΑΡΣΙΝΟΗ ΒΗΤΑ ( ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ) " Ένα τρενάκι Χριστουγέννων "

 Πίνακας C.W.Mundy
  Έστριψε στη γωνιά του δρόμου αφήνοντας πίσω τη βοή της γιορτινής πόλης. Κρατούσε στα χέρια τόσα πολλά δέματα που με δυσκολία ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού του. Ανέβηκε την εσωτερική σκάλα και κάθε του βήμα την έκανε να τρίζει. Άφησε τα δέματα στο μεγάλο τραπέζι. Κάθισε βαριανασαίνοντας στην πολυθρόνα. Δεν ήταν η κούραση, ούτε η ηλικία που τον έκαναν να νιώθει εξουθενωμένος, ήταν η ψυχή του βαριά ,τα δάκρυά της γέμισαν την καρδιά του που ξεχείλισε και δυο τρία αυλάκωναν τώρα το όμορφο πρόσωπο του Αλέξανδρου. Ήταν γύρω στα πενήντα, ψηλός, αρχοντικός. Η παρουσία του ποτέ δεν περνούσε απαρατήρητη σε όποιο χώρο κι αν βρισκόταν. Μόνο που τώρα τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου του τα σκέπαζε ένα πέπλο λύπης και φορές- φορές απέραντης θλίψης. Ο Δεκέμβρης αυτού του χρόνου τον έβρισκε ολομόναχο σε τούτο το μεγάλο σπίτι που είχε κάνει δικό της η μοναξιά. Η ματιά του έπεσε στις φωτογραφίες που ήταν πάνω στο τζάκι. Οι ασημένιες κορνίζες έκλειναν στιγμές που χάθηκαν. Η γυναίκα του στην αγκαλιά του να τον κοιτά με λατρεία. Ο γιος του να σβήνει τα κεράκια των δέκα χρόνων του, ταξίδι στη Ρώμη οι τρεις τους να πετούν γελώντας κέρματα στην Fontana di Trevi. Ο γιος του να ανεβαίνει στο σχολικό και να τους δίνει με το χεράκι του φιλί. Η Ειρήνη, η γυναίκα του, στο γραφείο της με τα μαλλιά μακριά να πέφτουν στους ώμους προσηλωμένη στη δουλειά της χωρίς να ξέρει πως κάποιος τη φωτογραφίζει.
Ο Αλέξανδρος αποσύρει τώρα το βλέμμα από τις φωτογραφίες και κοιτάζει τα άδεια χέρια καθώς ο λυγμός της ψυχής του του κόβει την πνοή. Χάνει την αίσθηση του χώρου, θαρρεί πως πεθαίνει. Το τηλέφωνο χτυπά και τον ξαναφέρνει στη ζωή- στην πραγματικότητά του. Είναι η γραμματέας του που του υπενθυμίζει το μεσημεριανό του ραντεβού. Μια αλλαγή, μια μικρή αχτίδα φωτίζει τώρα το σκοτάδι του σαν να βλέπει ένα χριστουγεννιάτικο δένδρο  Φώτα παντού κι ένα τρενάκι γυρίζει ολόγυρα περνώντας από τούνελ, βουνά και πεδιάδες σταματώντας για ανεφοδιασμό και πάλι από την αρχή η ίδια διαδρομή, που δίνει τόση χαρά σε δυο παιδικά μάτια που τώρα γελούν, σε δυο χεράκια που βάζουν στα βαγόνια τα μικροσκοπικά εμπορεύματα και περιμένουν στον επόμενο σταθμό να τα ξεφορτώσουν. Κάθε σφύριγμα ένα γέλιο, κάθε γέλιο καλύπτει με ζωή το μεγάλο σαλόνι κι εκεί στην πόρτα στέκει η Ειρήνη με την πιο γλυκιά ματιά στη θέα του γιου της που παίζει με το χριστουγεννιάτικο δώρο του μπαμπά του. 
Πήρε τα δέματα και βγήκε έξω. Σε λίγο βρέθηκε στην πόρτα« της Κιβωτού του Κόσμου», στην κιβωτό της χαράς, της ελπίδας, της αισιοδοξίας, της αληθινής αγάπης για τον άνθρωπο. Μια ευγενική εθελόντρια τον προϋπάντησε και εκείνος -χωρίς ίχνος της αίσθησης που έχουν οι άνθρωποι όταν προσφέρουν εγωιστικά- της έδωσε τα δέματα. Δεν άκουσε την ευχαριστία της, ούτε την πρότασή της να του προσφέρει νερό. Η πόρτα έκλεισε πίσω του, μα εκείνος είδε τα παιδιά να ανοίγουν τα δέματα γεμάτα προσμονή, να απλώνουν τις ράγες, να στήνουν τους σταθμούς και να γελούν καθώς τα τρένα ξεκινούν για το μεγάλο κυκλικό τους ταξίδι… να έχουν το φως της απέραντης χαράς, που τώρα φτάνει στο δικό της προορισμό στην παγωμένη και θλιμμένη ψυχή του και τη γεμίζει με θαλπωρή.
Πάνω από τα χιλιάδες χριστουγεννιάτικα φώτα, πάνω από τους ήχους της γιορτινής Αθήνας δυο αστέρια,τα δικά του- που έφυγαν από τη γη γιατί τα αγάπησε ο ουρανός- του χαμογελούν και εκείνος καθώς τα κοιτά αναθαρρεί. Ο βηματισμός του τώρα τον οδηγεί στη ζωή που ξέρει -όσο πληγωμένη και θλιμμένη να είναι από τις αναπάντεχες και τελεσίδικες απουσίες- σε εκείνον που υπερβαίνει τις προσωπικές του ματαιώσεις, τους προσωπικούς του σταυρούς, να κοινωνεί τη χαρά της προσφοράς, τον κόσμο της αγάπης, της εσωτερικής πληρότητας, να καλύπτει ρωγμές.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου