Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

Αντρέι Ταρκόφσκι ( 4 Απριλίου 1932 – 29 Δεκεμβρίου 1986 )


Ο Αντρέι Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι ή Ταρκόβσκι ( 4 Απριλίου 1932 – 29 Δεκεμβρίου 1986 ) ήταν Ρώσος σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Ανήκει στους κορυφαίους εκπροσώπους του ρωσικού κινηματογράφου

Γεννημένος το 1932 στο χωριό Ζαβράγιε (Zavraje), ήταν γιος του σημαντικού ποιητή Αρσένϊι Ταρκόφσκι (Arseniy Tarkovsky). Σπούδασε μουσική, ζωγραφική, γλυπτική και αραβικά, ενώ για ένα διάστημα συμμετείχε σε γεωλογική αποστολή στην ανατολική Σιβηρία. Από το 1956 φοίτησε για περίπου τέσσερα χρόνια στην κινηματογραφική σχολή VGIK (Ινστιτούτο κινηματογράφου της Σοβιετικής Ένωσης), υπό τις οδηγίες του Μιχαήλ Ρομ. Στις τελικές εξετάσεις παρουσίασε την πτυχιακή του εργασία, που αποτελεί την πρώτη του ουσιαστικά κινηματογραφική δουλειά, με τίτλο Ο βιολιστής και ο οδοστρωτήρας, διάρκειας 46 λεπτών (1960).

Η διεθνής αναγνώριση του Ταρκόφσκι ήρθε με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν (1962), η οποία κέρδισε τρεις "Χρυσούς Λέοντες" στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας, μεταξύ των οποίων το βραβείο σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας. Επόμενη κινηματογραφική ταινία του Ταρκόφσκι αποτέλεσε η επική παραγωγή Αντρέι Ρουμπλιόφ (1969), η οποία αντιμετώπισε τον εξονυχιστικό έλεγχο και πολλές παρεμβάσεις εκ μέρους των σοβιετικών αρχών, με αποτέλεσμα η δημόσια προβολή της στη Ρωσία να καθυστερήσει για αρκετά χρόνια μέχρι το 1971. Η ταινία προβλήθηκε στο φεστιβάλ των Καννών, αποκομίζοντας τελικά το βραβείο FIPRESCI.

Ο Ταρκόφσκι σκηνοθέτησε τις περισσότερες ταινίες του στη Ρωσία. Το 1983 πραγματοποίησε για πρώτη φορά γυρίσματα εκτός της Ρωσίας, στην Τοσκάνη της Ιταλίας, για τις ανάγκες της ταινίας Νοσταλγία και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ιταλία και αργότερα στη Γαλλία.

Η τελευταία του ταινία Η Θυσία, γυρίστηκε στη Σουηδία το 1986 κερδίζοντας τέσσερα βραβεία στις Κάννες. Πέθανε την ίδια χρονιά στην Γαλλία από καρκίνο. 
 
Κινηματογραφικό έργο



Το έργο του Ταρκόφσκι χαρακτηρίζεται από έντονα προσωπικά και μεταφυσικά στοιχεία, με επιρροές από τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Αργοί ρυθμοί, εικόνες εξαιρετικής αισθητικής και σταθερά απόμακρα και μακράς διάρκειας πλάνα είναι μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά των ταινιών του. Σταδιακά ανέπτυξε μία προσωπική θεωρία γύρω από τον κινηματογράφο, που αποκαλείται συχνά και ως γλυπτική του χρόνου. Σύμφωνα με αυτή, ο Ταρκόφσκι πίστευε πως ένας από τους κύριους στόχους του κινηματογράφου ήταν η καταγραφή της αληθινής ανθρώπινης εμπειρίας του χρόνου. Οι ταινίες του χαρακτηρίζονται συχνά για την έλλειψη γραμμικής αφήγησης, υιοθετώντας ποιητικούς συνειρμούς και «ονειρική λογική».

Ο ίδιος δεν θεωρούσε τα έργα του συμβολικά, δηλώνοντας χαρακτηριστικά: «...είμαι εχθρός των συμβόλων. Είναι μια πολύ στενή έννοια από την άποψη ότι ένα σύμβολο υπάρχει με σκοπό την αποκρυπτογράφησή του. Από την άλλη πλευρά, μια καλλιτεχνική εικόνα δεν χρειάζεται αποκρυπτογράφηση, είναι ένα ισοδύναμο του κόσμου που μας περιβάλλει. Η βροχή στο Σολάρις δεν είναι σύμβολο, είναι απλά μια βροχή που στην συγκεκριμένη στιγμή έχει μια ιδιαίτερη σημασία για τον ήρωα. Δεν συμβολίζει τίποτε, απλά εκφράζει. Είναι μια καλλιτεχνική αλληλουχία εικόνων. Το σύμβολο κατ' εμέ, είναι κάτι πολύ περίπλοκο»[12]. Συχνά οι ταινίες του Ταρκόφσκι κατατάσσονται στο είδος του ποιητικού κινηματογράφου. Ο ίδιος ο Ταρκόφσκι δεν αποδεχόταν αυτό το χαρακτηρισμό, που απέδιδε κυρίως σε άλλους σκηνοθέτες όπως στον Φελίνι και στον Παζολίνι, θεωρώντας πως ο αποκαλούμενος ποιητικός κινηματογράφος γίνεται σκόπιμα ακατανόητος

Φιλμογραφία
 
Θυσία (Offret, 1986)
Νοσταλγία (Nostalghia, 1983)
Tempo di viaggio (1983) -- τηλεπαραγωγή
Στάλκερ (Stalker, 1979)
Ο Καθρέφτης (Zerkalo, 1975)
Σολάρις (Solyaris, 1972)
Αντρέι Ρουμπλιόφ (Andrei Rublyov, 1969)
Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν (Ivanovo detstvo, 1962)
Ο οδοστρωτήρας και το βιολί (Katok i skripka, 1960)
 
 
 
 Αντρέι Ρουμπλιόφ

Στη Ρωσία του 1400, τρεις μοναχοί αγιογράφοι πηγαίνουν στη Μόσχα. Ο ένας, ο Κύριλλος, εμφανίζεται στο διάσημο αγιογράφο Θεοφάνη τον Ελληνα, με το όνομα Αντρέι Ρουμπλιόφ, για να προσληφθεί ως βοηθός του. Ομως, ο ζωγράφος τελικά προσλαμβάνει τον αληθινό Ρουμπλιόφ. Επί χρόνια, ο Θεοφάνης και ο Αντρέι παλεύουν με τις τοιχογραφίες της εκκλησίας του Βλαντιμίρ, που θαρρείς δεν τελειώνουν. Οι Τάταροι κατακλύζουν τη χώρα, λεηλατούν, σκοτώνουν. Για να σώσει μια κοπέλα από το βιασμό, ο Ρουμπλιόφ αναγκάζεται να σκοτώσει έναν στρατιώτη. Συγκλονισμένος, δίνει όρκο σιωπής για δέκα χρόνια...
......................................................
Η τρεισήμισι ωρών αναπαράσταση του πραγματικού κόσμου εκείνης της εποχής, ή καλύτερα η ανάπλασή του, παίρνει υπόψη της ότι, η άποψη των σημερινών ανθρώπων για κείνη τη μακρινή εποχή διαφέρει παντελώς από την άποψη των τοτινών ανθρώπων για την εποχή μέσα στην οποία ζούσαν. Ετσι η ταινία του Ταρκόφσκι - που δεν είναι ούτε βιογραφία ούτε ιστοριογραφία με μορφή συνεκτικής ιστορίας - δεν περιορίζεται σε απλή εικονογράφηση φορτωμένη με στοιχεία τύπου «κειμήλιου» ή «σπάνιου συλλεκτικού κομματιού» στα μάτια των σύγχρονων θεατών, αλλά δομείται με ομιλούσες σεκάνς από τη ζωή του αγιογράφου. Με επεισόδια, σε χαλαρή σχέση μεταξύ τους, που ακουμπούν πάνω σε κρίσεις πίστης, που αγγίζουν την ωμότητα και το χάος αλλά και την αντίδραση τόσο του καλλιτέχνη όσο και του πιστού. Ο Ταρκόφσκι βγάζει τον μοναχό Ρουμπλιόφ έξω από το μοναστήρι και τον θέτει αντιμέτωπο με τις σκληρές και ενοχλητικές καταστάσεις μέσα στον κόσμο που ζει.

Ο Ρουμπλιόφ - σε ρόλο περισσότερο παρατηρητή και μάρτυρα μιας εποχής που ρημάζεται από πολέμους, παρά πρωταγωνιστή, σφραγίζει την τύχη του Αντρέι Ταρκόφσκι, ως ενός από τους μεγαλύτερους δημιουργούς στην ιστορία της τέχνης του κινηματογράφου. Με μεγαλειώδεις σκηνογραφίες, εκπληκτικές κινήσεις της κάμερας και αφηγηματική ποίηση που σφύζει από φαντασία, ο Ταρκόφσκι εκθέτει τη δική του εκδοχή για τον κοινωνικό ρόλο της τέχνης. Η αφήγηση της ταινίας πραγματώνεται μέσα από εννέα κεφάλαια που ακολουθούν τη διαδρομή του εικονογράφου στο εσωτερικό μιας κατεστραμμένης από ατέλειωτους εμφύλιους Ρωσίας. Οι πιο δυνατοί πρίγκιπες βρίσκονται σε συνεχείς εχθροπραξίες για τη νομή της εξουσίας και τα χωριά στενάζουν υπό το φόβο των επιδρομών των Τατάρων. Στο επίκεντρο αυτού του χάους ο Ρουμπλιόφ αναζητά απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής και το νόημα, τη σημασία που αυτά προσλαμβάνουν σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Ενα είδος διαλογισμού πάνω στην «πίστη» και πάνω στη «δυνατότητα» ή τη «μη δυνατότητα» σε σκληρούς καιρούς... Πάνω στο έλεος και την καταδίκη... Και πάνω στην τελική «κρίση», που είναι το θέμα της ζωγραφικής δουλειάς που ο εικονογράφος αναλαμβάνει στις αρχές του 1400, αλλά αντιμετωπίζει δυσκολίες να ξεκινήσει... Το αποτέλεσμα είναι μια κινηματογραφική εμπειρία εκτός κάθε τετριμμένης τέτοιας, όπου ο Ταρκόφσκι κάνει τους λογαριασμούς του με την «πίστη» τόσο τη θρησκευτική όσο και την καλλιτεχνική. Με την πρώτη σκηνή της ταινίας να συνιστά την απόλυτη κινηματογραφική τέχνη, ενώ τους ρόλους κρατούν ηθοποιοί τους οποίους θα ξανασυναντήσουμε και σε επόμενες ταινίες του σκηνοθέτη. Η ταινία έλαβε το ειδικό βραβείο της κριτικής επιτροπής το 1969 στο φεστιβάλ κινηματογράφου των Καννών.

Παίζουν: Ανατόλι Σολονίτσιν, Ιβάν Λάπικοφ, Νικολάι Γκρίνκο, Νικολάι Σεργκέγιεφ κ.ά.
Παραγωγή: Σοβιετική Ενωση (1966).

https://www.rizospastis.gr/
 
 
 
 
 Σολάρις

Το Σολάρις (ρωσ. Соля́рис, Σολιάρις) είναι κινηματογραφικό έργο επιστημονικής φαντασίας σε σκηνοθεσία του Αντρέι Ταρκόφσκι που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Στάνισλαβ Λεμ.

Ο Σολάρις

Ο εξωηλιακός πλανήτης Σολάρις, ένας διαστημικός ωκεανός τυλιγμένος από σύννεφα, είναι στόχος επιστημονικής μελέτης των ανθρώπων της Γης που έχουν εγκαταστήσει έναν διαστημικό σταθμό χωρητικότητας 85 αστροναυτών σε τροχιά γύρω από τον πλανήτη. Αν και αρχικά απλά τον παρακολουθούσαν, κάποτε διατύπωσαν την θεωρία, ότι ο πλανήτης αυτός μπορεί να είναι ένα νοήμον εξωγήινο ον τεράστιων διαστάσεων. Αποφασίζουν λοιπόν να τον ενεργοποιήσουν τρυπώντας τον με ακτίνες φωτός υψηλής ενέργειας. Ξαφνικά στον διαστημικό σταθμό αρχίζουν να συμβαίνουν περίεργα πράγματα που συνοδεύονται από ανεξήγητες παραισθήσεις του πληρώματος του διαστημικού σταθμού, αναγκάζοντας την γήινη διεύθυνση του διαστημικού σταθμού να λάβει μέτρα για τον τερματισμό του διαστημικού προγράμματος. 

Ο Κρις Κέλβιν

Ο ενσυνείδητος ψυχολόγος Κρις Κέλβιν έχει κάνει το πόρισμα για το κλείσιμο του σταθμού και πρόκειται να μεταβεί στον διαστημικό σταθμό για να πείσει τα εκεί εντωμεταξύ μόνον τρία εναπομείναντα μέλη του σταθμού (τον Σαρτόριους, τον Σνάουτ και τον Γκιμπάριαν) να υπογράψουν και τυπικά για να κλείσει ο σταθμός.

Την παραμονή της αναχώρησής του ο Κρις δέχεται την επίσκεψη του βετεράνου κοσμοναύτη Μπάρτον ο οποίος του δείχνει ένα μυστικό ντοκιμαντέρ της εποχής του και του εκμυστηρεύεται τις προσωπικές του εμπειρίες. Αντί όμως να πετύχει τον σκοπό του, ο Μπάρντον κάνει τον Κρις έξω φρενών.

Ο Κρις Κέλβιν λοιπόν ταξιδεύει στον διαστημικό σταθμό, και τον βρίσκει σε κακά χάλια. Εντωμεταξύ ένας από τους τρεις κοσμοναύτες έχει αυτοκτονήσει. Στο βίντεο που του άφησε του λέει ότι οι «παραισθήσεις» είναι αληθινές.

Ο Κρις πολύ γρήγορα θα ανακαλύψει την αλήθεια. Οι θαμώνες του διαστημικού σταθμού είναι θύματα των τύψεών τους, οι οποίες υπό την επιρροή του Σολάρις υλοποιούνται παίρνοντας ανθρώπινη μορφή και τους τυραννούν. Ο ίδιος ο Κρις έχει τύψεις επειδή παλιά είχε εγκαταλείψει την αρραβωνιαστικιά του, την Χάρυ, η οποία στην απόγνωση της αυτοκτόνησε χρησιμοποιώντας ένα δηλητήριο που είχε αφήσει ο Κρις στο ψυγείο. Τώρα, την πρώτη διανυκτέρευση του Κρις στον διαστημικό σταθμό η Χάρυ παρουσιάζεται με σάρκα και οστά.

Η Χάρυ συνειδητοποιεί ότι είναι είδωλο

Ο Κρις, αντίθετα με τους άλλους δύο, αποδέχεται την «Ερινύα» του. Ενώ οι άλλοι δύο, αντίθετα, προσπαθούν με κάθε τρόπο να τις καταστρέψουν, με μόνο αποτέλεσμα αυτές μετά από λίγο να επανέρχονται. Ο Κρις κάνει διάλογο και εξηγεί στην Χάρυ τα αισθήματά του που έτρεφε για αυτήν στο παρελθόν. Η Χάρυ, που είναι κομμάτι του Σολάρις, σιγά σιγά αποκτάει δύναμη και γίνεται άνθρωπος. Καταλαβαίνει ότι δεν είναι η πραγματική Χάρυ, αλλά απλά ένα από τα είδωλα, που χρησιμοποιεί ο Σολάρις για να επικοινωνεί με τους επιβάτες του διαστημικού σταθμού. Ο Σολάρις έχει την δύναμη να διαβάζει τα όνειρα των ανθρώπων όταν κοιμούνται, και τα υλοποιεί εν μέρει για να πειραματιστεί με αυτόν τον τρόπο. Ο Σνάουτ προτείνει ένα πείραμα επικοινωνίας για να σταματήσουν να εμφανίζονται τα είδωλα. Να στείλουν δηλαδή μια ακίνδυνη ακτίνα φωτός στον Σολάρις που να είναι διαμορφωμένο με ένα εγκεφαλογράφημα. Ο Κρις αρνείται, γιατί έτσι μπορεί αθέλητα να μεταδοθούν και αρνητικές σκέψεις, που δεν ήταν σκόπιμες.

Τα αμοιβαία αισθήματα του Κρις και της Χάρυ

Ο Κρις και η Χάρυ αναπτύσσουν αμοιβαία πλατωνικά ερωτικά αισθήματα που δίνουν δύναμη και στους δυο. Ο Κρις σώζει την ζωή της Χάρυ δυο φορές, μια φορά όταν την είχε στερηθεί σκόπιμα την παρουσία του για να μην του γίνεται βάρος και εξασθένησε, και μια φορά όταν η Xάρυ προσπάθησε να αυτοκτονήσει για να απαλλάξει τον Κρις από την παρουσία της. Η δύναμη της αγάπης, και τα αισθήματα που τρέφουν, γίνονται τελικά μέσο επικοινωνίας μεταξύ του Σολάρις και του ανθρώπινου γένους. Όταν ο Κρις ξαφνικά αρρωσταίνει βαριά και κοντεύει να πεθάνει, ο διαστημικός σταθμός γεμίζει από τις υλοποιημένες αναμνήσεις του Κρις: η μητέρα του, ο σκύλος της, ανθοδέσμες και πολλά αντίγραφα της Χάρυ παρουσιάζονται στον σταθμό και γεμίζουν το δωμάτιο του ετοιμοθάνατου Κρις κρατώντας του σιωπηλή συντροφιά. Τελικά ο Κρις αναρρώνει, αλλά η Χάρυ έχει φύγει για πάντα παίρνοντάς της όλες τις άλλες «Ερινύες» και αφήνοντάς του ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα.
Ο Κρις φαντάζεται την επιφάνεια του ΠλανήτηΟ Σνάουτ παροτρύνει τον Κέλβιν να εγκαταλείψει τον διαστημικό σταθμό και να γυρίσει την γη. Τότε ο Κρις βάζει όλα του τα δυνατά και με την δύναμη της φαντασίας του, καταφέρνει να υλοποιήσει στην επιφάνεια του πλανήτη ότι πιο πολύτιμο έχει: την ανάμνηση του πατέρα του, το πατρικό του σπίτι, και λίγη γήινη φύση. Ο Κρις μένει για πάντα στον πλανήτη Σολάρις, ο οποίος υλοποιεί την επιθυμία του, ως ένδειξη της πλατωνικής αγάπης δύο διαστημικών υπάρξεων, του πλανήτη Σολάρις και του Κρις, ενός εκπροσώπου της ανθρωπότητας.
https://el.wikipedia.org/
 
 
Νοσταλγία

Νοσταλγία είναι ο τίτλος κινηματογραφικού έργου του 1983, σε σκηνοθεσία του Αντρέι Ταρκόφσκι και πρωταγωνιστές τους Όλεγκ Γιανκόφσκι, Ντομιτζιάνα Τζιορντάνο και Έρλαντ Γιόσεφσον.

Ο συγγραφέας Αντρέι Γκορσακόφ σκοπεύει να γράψει την βιογραφία του Ρώσου συμπατριώτη του και ποιητή Σασνόφσκι, ο οποίος είχε ζήσει τον 18ο αιώνα και αφού έμεινε στην Ιταλία για τρία χρόνια, επιστρέφοντας στην Ρωσία έγινε ράκος και αυτοκτόνησε. Ο Αντρέι για να μπορέσει να καταλάβει τι ήταν αυτό που σημάδεψε την ζωή του Σασνόφσκι, αποφασίζει να επισκεφτεί την Ιταλία, τον τόπο που είχε ζήσει ο Σασνόφσκι.

Ο Αντρέι προσλαμβάνει για μεταφράστρια και ταξιδιωτική συνοδό την πολύ όμορφη Ευγενία, η οποία από την αγάπη που τρέφει για την ρωσική φιλολογία ερωτεύεται τον Αντρέι φανερά, επειδή βλέπει στον Αντρέι την προσωποποίηση της Ρωσικής λογοτεχνίας. Ο Αντρέι όμως αδιαφορεί για τα αισθήματά της, ενώ πιστεύει ότι το ενδιαφέρον της για την Ρωσική λογοτεχνία είναι απλά επιφανειακό. Με μια σειρά αλληγορικών αναπαραστάσεων του κοιμώμενου Αντρέι ο Ταρκόφσκι παρουσιάζει μια ολόφωτη νυκτερινή φύση καθώς και ηλιόλουστες βροχερές σκηνές. Η γυναίκα του Αντρέι παρηγορεί την Ευγενία, ενώ γυναίκες και κοριτσάκια σχεδόν ακίνητες παίρνουν μέρος σε σκηνές στην φθινοπωρινή ύπαιθρο την ώρα που ο ήλιος ανατέλλει.

Κατά την διάρκεια της διαμονής του ο Αντρέι γνωρίζει τον τρελό του χωριού που τον λένε Ντομένικο, και μυείται στην τραγική ιστορία της ζωής του. Παλιά ο Ντομένικο είχε απομονώσει την οικογένειά του στο σπίτι τους και τους κρατούσε φυλακισμένους για εφτά χρόνια μέχρι που οι γείτονες τους ξέχασαν εντελώς, και η αστυνομία ήλθε μια μέρα και τους απελευθέρωσε. Από τότε και μετά ο Ντομένικο που ακόμα ζει μόνος του τώρα στο ερειπωμένο πια σπίτι και στην ερειπωμένη και εγκαταλελειμμένη γειτονιά έχει έναν και μοναδικό σκοπό στην ζωή του. Θέλει να σώσει τον κόσμο περνώντας μέσα από το νερό στα ιαματικά λουτρά της Αγίας Αικατερίνης από την μια μεριά μέχρι την άλλη κρατώντας στο χέρι του ένα αναμμένο κερί χωρίς να σβήσει. Ο Ντομένικο προσπάθησε πολλές φορές, αλλά δεν τα κατάφερε, επειδή οι ντόπιοι όταν αυτός έμπαινε στο νερό, αυτοί τον έβγαζαν με το ζόρι έξω για να μην πνιγεί. Ο Αντρέι δείχνει κατανόηση για τον Ντομένικο και, αν και διστακτικά, του υπόσχεται να περάσει αυτός το κερί στην απέναντι όχθη.

Ο Αντρέι θα ξεχάσει την υπόσχεσή του μέχρι που η Ευγενία θα του τηλεφωνήσει από την Ρώμη για να του πει ότι ο Ντομένικο είναι πρωταγωνιστής ενός χάπενιγκ που διοργανώνουν οι τρελοί σε μια πλατεία της Ρώμης. Ο Ντομένικο έχει ανεβεί σε ένα άγαλμα και βγάζει λόγους φλογερούς εδώ και τρεις μέρες. Ο Ντομένικο στο τέλος της ομιλίας του αυτοπυρπολείται. Ο Αντρέι, που ήταν έτοιμος να επιστρέψει στην πατρίδα του αλλάζει αμέσως τα σχέδια και ξεκινάει για να πάει πίσω στα θερμά λουτρά. Φτάνοντας εκεί αισθάνεται εξουθενωμένος, αλλά με τις τελευταίες δυνάμεις που του απομένουν και με το αναμμένο κεράκι στο χέρι προστατεύοντας την φλόγα από τον άνεμο σαν πολύτιμο αγαθό θα περάσει μετά από πολλές προσπάθειες από την μία όχθη στην άλλη εκπληρώνοντας έτσι την υπόσχεση που είχε δώσει, αλλά και τον σκοπό του Ντομένικου. 

Παραλειπόμενα
Το φιλμ περιέχει την προέλευση του ονόματός του.

Ήταν ένα κοριτσάκι, που πήγε να εργαστεί σαν υπηρέτρια στο Μιλάνο. Οι εργοδότες της της απαγόρεψαν να εγκαταλείψει το σπίτι. Επειδή αυτή είχε νοσταλγήσει την οικογένεια και το χωριό της, έβαλε φωτιά στο σπίτι που δούλευε, επειδή την εμπόδιζε να επιστρέψει στην πατρίδα της.
Η Νοσταλγία ήταν η πρώτη παραγωγή του Ταρκόφσκι έξω από την Ρωσία.
Στο έργο απαγγέλλονται ποιήματα του Αρσένη Ταρκόφσκι, πατέρα του σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι.
Μουσική
Αν και η ταινία κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεν έχει καθόλου μουσική, τα λίγα αποσπάσματα που συνοδεύονται από ήχους είναι συγκλονιστικά. Εκτός από τον ήχο του νερού, της βροχής και μιας ακονιστικής πέτρας, το φιλμ συνοδεύεται από την μουσική του Ντεμπισσύ, του Βάγκνερ, του Μπετόβεν, του Βέρντι καθώς επίσης και από ρωσικά λαϊκά τραγούδια. Η ένατη συμφωνία του Μπετόβεν συνοδεύει την πιο δραματική σκηνή της ταινίας.
 
 

H Θυσία

Τα γενέθλια του Αλεξάντερ διακόπτονται από την είδηση πως ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει μόλις ξεκινήσει και η ανθρωπότητα βρίσκεται λίγο πριν τον ολοκληρωτικό αφανισμό της. Aν και άθεος, ο Αλεξάντερ θα προσφέρει στο Θεό την οικογένεια του, το σπίτι του ακόμη και τον μικρό του γιο προκειμένου να σωθεί ο κόσμος.

Ακόμη και αν ο Ταρκόφσκι δεν πέθαινε λίγο μετά την ολοκλήρωση της, η «Θυσία» ήταν φτιαγμένη για να αποτελέσει την τελευταία μεγαλειώδη πράξη στο έργο ενός από τους μεγαλύτερους ποιητές της έβδομης τέχνης. Οχι γιατί μιλάει για το τέλος του κόσμου ολοκληρώνοντας ιδανικά τις μεταφυσικές αναζητήσεις της φιλμογραφίας του Ταρκόφσκι, αλλά κυρίως γιατί επανεξετάζει μέσα από μια ελεγειακή και πανανθρώπινη ματιά οτιδήποτε υπήρξε ποτέ το έργο του Ρώσου σκηνοθέτη.

Με το φάντασμα του Ινγκμαρ Μπέργκμαν (αγαπημένου σκηνοθέτη του Ταρκόσφκι) να πλανάται πάνω από κάθε πλάνο της (γυρισμένη στο Γκότλαντ, εκεί όπου ο Μπέργκμαν γύρισε τις περισσότερες ταινίες του, με πρωταγωνιστή τον Ερλαντ Γιόζεφσον και διευθυντή φωτογραφίας τον Σβεν Νίκβιστ, δύο από τους μόνιμους συνεργάτες του Σουηδού σκηνοθέτη), δεν είναι τυχαίο ότι η «Θυσία» αγγίζει τα όρια μιας αλληγορίας φτιαγμένης για να σε κάνει να επαναδιαπραγματευτείς τη σχέση σου με τον Θεό, τη θνητότητα και τη ζωτική ύπαρξη των «άλλων».

Σε ένα μονόλογο με τον εαυτό του, ο Αλεξάντερ δεν είναι παρά ο Αντρέι (από το «Αντρέι Ριουμπλιόφ» του 1966, ο Κρις (από το «Σολάρις» του 1972), ο οδηγός (από το «Στάλκερ» του 1979), ο Αντρέι (από τη «Νοσταλγία» του 1983), ο ίδιος ήρωας που αναζητά την «αλήθεια» και που στο τέλος της ζωής του είναι έτοιμος να θυσιαστεί για όσα δεν τολμούσε να πιστέψει μέχρι σήμερα.

Τελικά, ο Αλεξάντερ δεν είναι παρά ο ίδιος ο Ταρκόφσκι που σε μια έκρηξη μεγαλοσύνης απευθύνει μια ύστατη έκκληση για επιστροφή στην αθωότητα. Κλείνοντας ολόκληρο το σύμπαν μέσα σε ένα σπίτι στη μέση του πουθενά και τοποθετώντας την απειλή της πηρυνικής καταστροφής στα θεμέλια μιας δυσλειτουργικής οικογένειας, ο Ταρκόφσκι κινηματογραφεί στην πραγματικότητα την ανθρώπινη αδυναμία απέναντι στο χρόνο που περνάει, την ήττα των χαμένων ευκαιριών και τον τρόμο της αλλαγής.

Στο δικό του φουτουριστικό blockbuster τα ειδικά εφέ είναι οι απόκοσμοι ψίθυροι λίγο πριν το τέλος, η πραγματικότητα που μπερδεύεται με το όνειρο σε μια αποσύνθεση του ρεαλισμού, τα βλέμματα που ανταλλάσσουν οι μελλοθάνατοι ζητώντας – έστω και τελευταία στιγμή – συγχώρεση. Με ένα αργό, σχεδόν ασκητικό ρυθμό, ό,τι συμβαίνει στα 145 λεπτά της «Θυσίας» είναι προγραμματισμένο να αγγίξει τα όρια μιας προσευχής. Λίγο πριν το «αμήν», τίποτα δεν θα έχει αλλάξει, εκτός από το ότι οι θνητοί μπορούν πια να νιώσουν ασφαλείς στην δυστοπική πραγματικότητα που τους έμελλε να ζήσουν.

Και σε ένα από τα πιο συγκλονιστικά φινάλε της ιστορίας του σινεμά, το σπίτι που καίγεται – μοναδική ύλη μέσα σε ένα φυσικό τοπίο – είναι κάτι παραπάνω από μια «θυσία». Είναι η υπόσχεση πως η ζωή θα συνεχιστεί έτσι κι αλλιώς.
http://flix.gr/
 
 
 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου