Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Νίκος Κούνδουρος (15 Δεκεμβρίου 1926 - 22 Φεβρουαρίου 2017)


Ο Νίκος Κούνδουρος (15 Δεκεμβρίου 1926 - 22 Φεβρουαρίου 2017) ήταν ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες σκηνοθέτες.

Γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά οι γονείς του δεν ανέχονταν να πολιτογραφηθεί σαν Αθηναίος. Τον μετέφεραν στην Κρήτη, τυλιγμένο σε μία πάνα, ώστε να γραφτεί στα δημοτολόγια του Αγίου Νικολάου της Κρήτης στις 15 Δεκεμβρίου του 1926. Ήταν γιος του δικηγόρου και πολιτικού Ιωσήφ Κούνδουρου. Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από την οποία και αποφοίτησε το 1948. Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ενταχθεί στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και πολέμησε στα Δεκεμβριανά στον λόχο σπουδαστών "Λόρδος Βύρων". Μετά τον πόλεμο εξορίστηκε στη Μακρονήσο, λόγω των αριστερών φρονημάτων του. Στα 28 του χρόνια αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως σκηνοθέτης με τη Μαγική Πόλη (1954), όπου συνδύασε τις επιρροές του από το νεορεαλισμό με την εικαστική του ματιά. Με το σύνθετο και πρωτοποριακό έργο Ο Δράκος (1956), ο Νίκος Κούνδουρος καθιερώνεται. Ακολούθησαν Οι παράνομοι (1958), Το ποτάμι (1959), Μικρές Αφροδίτες (1963), Το πρόσωπο της Μέδουσας (1967), Τα τραγούδια της φωτιάς (1974), 1922 (1978) κ.ά.

Διακρίσεις

Ο Ν. Κούνδουρος έχει επίσης αντιπροσωπεύσει τον ελληνικό κινηματογράφο πολλές φορές στο εξωτερικό όπως στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας το 1956, στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1958, 1963 και 1967. Έχει επίσης τιμηθεί με το Πρώτο Βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και Βερολίνου το 1963 για την ταινία Μικρές Αφροδίτες. Τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την ταινία του Το ποτάμι το 1959 και την ταινία του 1922 το 1978. Ειδικότερα, η ταινία 1922 απέσπασε εννέα βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1978 (α’ καλύτερης ταινίας μεγάλου μήκους, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας, α’ γυναικείου ρόλου, β’ ανδρικού ρόλου, σκηνογραφίας, τιμητική διάκριση ερμηνείας, τιμητική διάκριση για το μακιγιάζ και ΕΚΚ σεναρίου) ενώ το 1982 η ίδια ταινία απέσπασε τα βραβεία καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κέιπ Τάουν. Για την ταινία Μικρές Αφροδίτες τιμήθηκε και με το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου του 1982. Η δε ταινία του Ο Δράκος χαρακτηρίστηκε ως η καλύτερη ελληνική ταινία στη δεκαετία του 1950-1960. Τόσο η ελληνική όσο και η γαλλική και αγγλική τηλεόραση έχουν προβάλει κατ' επανάληψη ταινίες του Κούνδουρου. Σημειώνεται επίσης πως αντίγραφα (κόπιες) πολλών ταινιών του βρίσκονται στο Ευρωπαϊκό Μουσείο Κινηματογράφου, στη Γαλλική Ταινιοθήκη καθώς και στο Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης.
Ο Νίκος Κούνδουρος μιλούσε επίσης αγγλικά και ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών.
Ο Νίκος Κούνδουρος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών, την Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017. Το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν στο νοσοκομείο με αναπνευστικά προβλήματα.

Φιλμογραφία

Σινεμά

Μαγική πόλις (1954)
Ο δράκος (1956)
Οι παράνομοι (1958)
Το ποτάμι (1960)
Μικρές Αφροδίτες (1963)
Vortex ή Το πρόσωπο της Μέδουσας (1967)
Τραγούδια της φωτιάς (1975)
1922 (1978)
Μπορντέλο (1984)
Μπάυρον: Μπαλλάντα για ένα δαίμονα (1992)
Οι φωτογράφοι (1998)
Το Πλοίο, English: The Ship, (2011), by Showtime Productions (www.showtimeproductions.gr)

Τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ

Ιφιγένεια εν Ταύροις (1991)
Αντιγόνη (1994)
Ελληνιστί Κύπρος

Βιβλία

Γράμματα από την Κριμαία, Άγρα, 2016
Μνήμη απειθάρχητη, Άγρα, 2016
Η απολογία του Θεόφιλου Τσάφου, Αιγόκερως, 2011
Ονειρεύτηκα πως πέθανα, Ίκαρος, 2010
Ο Νίκος Κούνδουρος θυμάται…, Bond-us music [κείμενα, αφήγηση], 2009
Ονειρεύτηκα πως πέθανα, Ίκαρος, 2009
Stop carré, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998
Περιπλάνηση, Εξάντας, 1993

    ΤΑΙΝΙΕΣ 

ΜΙΚΡΕΣ ΑΦΡΟΔΙΤΕΣ,1963



Σύνοψη της υπόθεσης: 
Στα ελληνιστικά χρόνια, γύρω στο 200 π.Χ., μια ομάδα βοσκών με αρχηγό το Μολοσσό (Ζαννίνο) κατεβαίνει από το βουνό στα πεδινά, αναζητώντας καινούριες βοσκές για το κοπάδι της. Οι βοσκοί χάνουν τον προσανατολισμό τους και βρίσκουν καταφύγιο σε μια παραλία, σε ένα ψαροχώρι, κοντά σε μια ομάδα γυναικών, των οποίων οι ψαράδες σύντροφοι λείπουν. Δυο μικρά παιδιά, ο Σκύμνος, περίπου δέκα ετών, και η δωδεκάχρονη Χλόη (Βαγγέλης Ιωαννίδης, Κλεοπάτρα Ρώτα) μυούνται στα μυστικά του έρωτα παρακολουθώντας το ερωτικό σμίξιμο ενός βοσκού, του Τσάκαλου(Τάκης Εμμανουήλ) με μια γυναίκα, την Άρτα (Ελένη Προκοπίου). Η παρακολούθηση της ερωτικής πράξης των μεγάλων μεγαλώνει την ερωτική ένταση στα παιδιά και οδηγεί στην τραγική λύση. Τα ατίθασα παιχίδια τους ξυπνούν την επιθυμία του Λύκα (Κώστας Παπακωνσταντίνου), ενός μουγκού βοσκού που απαγάγει και προσπαθεί να βιάσει τη Χλόη. Εκείνη του παραδίδεται στην παραλία, και ο Σκύμνος, μάρτυρας αυτής της σκηνής, ανήμπορος να αντέξει την πίκρα της προδοσίας, ζητά το θάνατο στη θάλασσα όπου αφήνεται να τον παρασύρουν τα κύματα.

https://www.youtube.com/

Ο Δράκος




Ο Δράκος είναι ο τίτλος ελληνικής κινηματογραφικής ταινίας του σκηνοθέτη Νίκου Κούνδουρου, βασισμένη σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Γυρίστηκε στην Ελλάδα και πρωτοεμφανίστηκε στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας. Όταν προβλήθηκε στις ελληνικές αίθουσες το 1956 αντιμετώπισε εμπορική αποτυχία αλλά και επιθετικότητα μεγάλης μερίδας του τύπου. Είναι χαρακτηριστικό πως οι εφημερίδες της εποχής «Εστία» και «Αυγή», κατηγόρησαν την ταινία ως ανθελληνική ζητώντας την επέμβαση του εισαγγελέα. Ο Δράκος αναγνωρίζεται σήμερα ως μία από τις σημαντικές ταινίες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου που συνδυάζει στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό αλλά και το Φιλμ νουάρ. Ανάμεσα στα προτερήματα της ταινίας είναι και η μουσικήεπένδυση, έργο του Μάνου Χατζιδάκι.

Ένας ασήμαντος τραπεζικός υπάλληλος ετοιμάζεται να περάσει μόνος τις διακοπές της Πρωτοχρονιάς όταν τρομοκρατημένος συνειδητοποιεί ότι μοιάζει μ’ έναν κακοποιό που οι εφημερίδες αποκαλούν «Ο Δράκος». Λόγω της παρεξήγησης, η αστυνομία τον καταδιώκει και αυτός βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα καμπαρέ. Μες στη διφορούμενη γοητεία της νύχτας, μία συμμορία του υποκόσμου τον αντιμετωπίζει ως τον γνήσιο Δράκο και μία χορεύτρια του καμπαρέ τον συμπαθεί. Σταδιακά ταυτίζεται με τον καινούργιο του ρόλο, και η επιθυμία του να δραπετεύσει απ’ την γκρίζα του ζωή και να γίνει «κάποιος» τον ωθεί στο να ηγηθεί μιας ληστείας αρχαιοτήτων. Όταν αποκαλύπτεται η αλήθεια, ο Δράκος βρίσκει τραγικό τέλος.


1922


Σύνοψη της υπόθεσης:


Βασισμένη στο βιβλίο του Ηλία Βενέζη "Το νούμερο 31328", η ταινία του Νίκου Κούνδουρου αφηγείται μέσα από την προσωπική τραγωδία τριών προσώπων, την Μικρασιατική καταστροφή και την μαρτυρική πορεία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας που συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο θάνατο από τα στρατεύματα του Κεμάλ αλλά και τις ένοπλες ομάδες Μουσουλμάνων. Η γυναίκα ενός εμπόρου, μια δασκάλα και ένας δεκαεφτάχρονος προσπαθούν να επιβιώσουν ακολουθώντας την φάλαγγα των αιχμαλώτων στα βάθη της Μικράς Ασίας. Η δασκάλα θα δολοφονηθεί από έναν Τούρκο, η γυναίκα του εμπόρου θα χάσει τα λογικά της και μόνο ο νεαρός θα καταφέρει να σωθεί.Για λόγους διπλωματικούς και πολιτικούς, η προβολή της ταινίας υπήρξε απαγορευμένη μέχρι το 1982.
http://www.tainiothiki.gr/

 Μαγική Πόλη





Ενας νεαρός οδηγός φορτηγού θέλει να ξεφύγει από την συνοικία, ν' αλλάξει τη ζωή του. Την ευκαιρία θα του την προσφέρει μία ομάδα του υποκόσμου...

Σκηνοθεσία: Νίκος Κούνδουρος Πρωταγωνιστούν: Γιώργος Φούντας, Θανάσης Βέγγος, Μάνος Κατράκης, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Μίμης Φωτόπουλος, Στέφανος Στρατηγός.

Ανάλυση της Σοφίας Τσαντίρη από τον Κοινό Τόπο. Αναλύοντας τα αφηγηματικά στοιχεία και τις διαδραστικές τους σχέσεις, μπορούμε να ανακαλύψουμε την ποιητικότητα που διέπει τον κινηματογραφικό λόγο σε αυτή την ταινία. Έχουμε δύο πόλεις σε μια ταινία, δύο απεικονίσεις της Αθήνας, σε μια αφήγηση που σιγά-σιγά και σταθερά απομακρύνεται απ’το ρεαλιστικό και κερδίζει το ποιητικό, δηλαδή τη μετάφραση της πραγματικότητας.

Η Μαγική πόλη του Νίκου Κούνδουρου είναι ένα από τα ωραιότερα δείγματα ποιητικού ρεαλισμού στον ελληνικό κινηματογράφο. Μέσα από την ιστορία του Κοσμά, ενός φτωχού νεαρού που αγωνίζεται να επιβιώσει, ξετυλίγεται μπροστά μας η ζωή και ο παλμός της Αθήνας του ΄50. Ποιας Αθήνας όμως; Γιατί έχουμε δύο πόλεις που μας φανερώνονται:

Η μία, των προσφυγικών χαμόσπιτων και των χωματόδρομων, της φτωχολογιάς και της «μαρίδας» που ξαμολιέται πίσω από κάθε «ξένο» ή φασαρία, των χήρων μανάδων και των λιγομίλητων, υποτακτικών κοριτσιών, του κουτσομπολιού και της αλληλεγγύης, των παράνομων σαρκικών και των αθώων πλατωνικών ερώτων, των βαλτωμένων ονείρων και της ανθρωπιάς.
Η άλλη, των επιγραφών νέον και της τζαζ, των ωραίων γυναικών και των καλοντυμένων ανδρών, του εύκολου-παράνομου κέρδους και της απόλαυσης, των καλογυαλισμένων ονείρων και του εφήμερου.
Η μία είναι η «μαγική πόλις». Η άλλη η «μάτζικ σίτυ».
Η σκιαγράφηση των χαρακτήρων, αν και αρχετυπική, δεν καταντά σχηματική. Ο κεντρικός ήρωας, το φτωχό αλλά ακέραιο παλικάρι και «αρχηγός» της παρέας από τη μία και ο αντίπαλος, που είναι το γοητευτικό (και γι' αυτό πιο επικίνδυνο) αφεντικό του υποκόσμου.

Το σχήμα ισορροπεί με την ύπαρξη των δύο φίλων-ακολούθων που έχει έκαστος. Ο Κοσμάς (Φούντας) συντροφεύεται από έναν εργατικό, ιδεολόγο, αισιόδοξο και πιστό σ' αυτόν νεαρό (Ντούζος) και από έναν πιο τεμπελάκο και γκρινιάρη, που, με το χιούμορ του, ελαφραίνει τη μιζέρια τους αλλά και ρίχνει το σπόρο του κακού (Βέγγος). Και ενώ ο «κακός» (Στρατηγός), ακολουθείται από δύο ανάλογους χαρακτήρες, οι αντιρρήσεις του πιο πνευματώδους από αυτούς (Φωτόπουλος), στοχεύουν στο συνετισμό του και τον μετριασμό των παθών του. Αντιπροσωπεύει τη «συνείδηση» και την «ηθική» του υποκόσμου, προδίδοντας τη διαλεκτική διάθεση του δημιουργού, που πιθανόν να αντίκειτο στο κυρίαρχο πνεύμα της εποχής.

Η αφήγηση του σκηνοθέτη είναι στρωτή και εύρυθμη. Αρχινά και ολοκληρώνεται με τα λόγια του παρατηρητή-αφηγητή (Κατράκης) που όμως αγγίζεται από τα δρώμενα, εκφράζοντας την τρυφερότητα που αισθάνεται ο Κούνδουρος για το θέμα του. Ορισμένες φορές μας θυμίζει ότι πρόκειται για μια αφήγηση, διαχωρίζοντας τον φιλμικό από τον εξωφιλμικό χώρο (π.χ. με τη χρήση του τζαμιού στο ζαχαροπλαστείο) και άλλοτε μας κάνει κοινωνούς της ψυχολογικής κατάστασης των ηρώων του (π.χ. το αγωνιώδες βλέμμα του Στρατηγού όταν αισθάνεται ότι σφίγγει ο κλοιός γύρω του).

Η υπέροχη μουσική του Χατζιδάκι καταφέρνει να δώσει συναίσθημα σε κάθε σκηνή, ακόμη και αν πρόκειται απλά για ένα πλάνο της πόλης (η οποία έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία). Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι μεστές, με τους δευτεραγωνιστές να ξεχωρίζουν (ο Βέγγος κάνει μια από τις καλύτερες εμφανίσεις του).

Το ποιητικό στοιχείο της ταινίας απογειώνεται στο τέλος, με τον ερχομό του δικαστικού κλητήρα. Είναι η επερχόμενη απειλή, που πρωτοαντικρύζεται ξαφνικά, σε μια στιγμή ευτυχίας και ξεγνοιασιάς, μέσα από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου που θα κατασχεθεί. Άλλη αρχετυπική φιγούρα, το στεγνό, αποστειρωμένο ανθρωπάκι με φαλάκρα και γυαλιά, γρανάζι και εκτελεστικό όργανο ενός γραφειοκρατικού συστήματος, που το εντέλει να καταστρέψει το υγιές κύτταρο της κοινωνίας (βιοπαλαιστής), αποπληρώνοντας - επιβραβεύοντας το σάπιο (εγκληματίας).

Η ακολουθία του κλητήρα από την πιτσιρικαρία (χορός), τμήμα της οποίας «ρίχνει σύρμα» στη γειτονιά (αγγελιοφόροι), το παιχνίδι των μικρών κοριτσιών που, υπό τους ήχους του Χατζιδάκι παραπέμπει σε χορό αρχαίας τραγωδίας ή παγανιστικής τελετής, η κορύφωση, με τη γειτονιά να εμποδίζει την κατάσχεση, το κυνηγητό (προκαλείται αγωνία με τη χρήση υπερτονικού μοντάζ, δηλαδή με τη γρήγορη και σχεδόν βίαιη εναλλαγή σκηνών) και η έκβασή του (κάθαρση), εκφράζονται με μια ποιητική διάθεση και σε βαθμό τέτοιο, που υπερβαίνει η αφήγηση ελαφρώς την πραγματικότητα.

Ο Κούνδουρος ολοκληρώνει με αισιόδοξη διάθεση για τη φύση του ανθρώπου, με ένα φινάλε που, ενώ σήμερα θα φάνταζε ανεδαφικό, είναι συνεπές με το χαρακτήρα του έργου. Όλα τα παραπάνω, συντείνουν στο να εκτιμήσουμε τις αρετές της ταινίας, αρκετές από τις οποίες, αν και δεν είναι παρωχημένες, σπάνια συναντώνται πλέον, όχι μόνο στον ελληνικό, αλλά και στον παγκόσμιο κινηματογράφο.

ΒΙΒΛΙΑ 

Μνήμη απειθάρχητη: Ημερολόγιο 



Ο Νίκος Κούνδουρος καταθέτει τις μνήμες του από την Κατοχή, τα Δεκεμβριανά, την τρίχρονη περιπέτεια στη Μακρόνησο, τη φιλία του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Ελύτη, τον Μίκη Θεοδωράκη και για καθεμιά από τις ταινίες που γύρισε.


Από τις εκδόσεις Άγρα κυκλοφορεί το βιβλίο, Μνήμη απειθάρχητη: Ημερολόγιο του Νίκου Κούνδουρου. Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο που παρουσιάζει παράλληλα σημαντικά ιστορικά γεγονότα της σύγχρονης Ελλάδας, όπως τα βίωσε ο ίδιος ο Νίκος Κούνδουρος. Ειδικότερα, περιστοιχισμένος από τις σκιές εκείνων που αγάπησε και δεν είναι πια μαζί του (και όσων ζουν, διεκδικούν και αγωνίζονται για αξιοπρέπεια), ο Νίκος Κούνδουρος της πολιτικής ανυπακοής, της γενναιοδωρίας, του πνεύματος και των ταλέντων γράφει ιστορία· ένα θησαυρό για να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε το σήμερα.

Λίγα λόγια για το βιβλίο Μνήμη απειθάρχητη

Ο Νίκος Κούνδουρος καταθέτει τις μνήμες του από την Κατοχή, τα Δεκεμβριανά, την τρίχρονη περιπέτεια στη Μακρόνησο, τη φιλία του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Ελύτη, τον Μίκη Θεοδωράκη κι άλλες προσωπικότητες με τις οποίες συνδέθηκε στη ζωή του, για καθεμιά από τις ταινίες που γύρισε –τον Δράκο, τη Μαγική πόλη, τους Παράνομους, τις Μικρές Αφροδίτες, το Μπορντέλο, τον Μπάυρον και τις άλλες. Επίσης, γράφει σε μια ζωηρή αφήγηση για τα χρόνια της εξορίας στο Παρίσι και τις περιπλανήσεις του στην Ευρώπη στα χρόνια της δικτατορίας, για τα αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειάς του, τη μάνα του και τ’ αδέλφια του, και για τον γενέθλιο τόπο, τον Άγιο Νικόλαο στο Λασίθι της Κρήτης.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Κούνδουρου

2014, ΚΡΗΤΗ, ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ. Είμαι άραγε σε κάποιο άγνωστο σημείο ή στο τέλος του ταξιδιού ; Δεν μπορώ να φτιάξω πια δικές μου ιστορίες και καταφεύγω στα εύκολα. Στο παρελθόν, στην τυμβωρυχία, στο ξέθαμα παλιών τάφων, γοητευμένος από το προσδοκώμενο ξάφνιασμα. Τίποτα δεν με φοβίζει. Η μνήμη, τρυφερή και οικεία, κάνει να σμίξουν όλα σε μια γιορτή, απρόσιτη στους άλλους, στημένη μόνο για μένα. Μετρώ την ιστορία του τόπου μου και αφήνω στη μέση μια αφήγηση, και πιάνω μια άλλη που θα την αφήσω κι αυτή στη μέση, σαν τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης – οι τραγουδιστάδες δεν λένε ποτέ τον τελευταίο στίχο γιατί ό,τι τελειώνει έχει πεθάνει. Είμαι ό,τι έχω ξεχάσει. Άραγε ό,τι ήταν να γίνει έγινε ; Τα πολλά έχουν κιόλας γίνει και τα λίγα με περιμένουν.

Μέσα σε μια μνήμη απειθάρχητη –πώς αλλιώς δηλαδή να είναι οι μνήμες;– έχουν φωλιάσει χρόνια τώρα καμώματα που ο χρόνος επιμένει να τα κρατάει στην άκρη του μυαλού. Θυμάμαι μικρές ιστορίες, τόσο μικρές που τώρα μου φαίνονται σαν παιχνίδια που τα σπρώχνω στην άκρη, γιατί άλλα παιχνίδια πιο σοβαρά ζητάνε χώρο για να επιζήσουν.

Γράμματα από την Κριμαία



Γλυκιά και καλή και ατίθαση και μακρινή καλή μου, καλημέρα. Το χωριό Σαμπρούντογιε βρίσκεται στη Γιάλτα και η Γιάλτα είναι στην Κριμαία και η Κριμαία είναι μέρος της Ουκρανίας.
[...] Η ιδέα της αναπαράστασης μιας γειτονιάς του Μεσολογγίου χει ξεπεραστεί από καιρό, καθώς όλη η ταινία χει πια ξεπεράσει την εξάρτηση της από τόπους και χρόνο και ονόματα και αναζητά και κερδίζει τον δικό της τόπο και τον δικό της χρόνο και τα δικά της ονόματα. Ο ξένος απέραντος τόπος που μας κυκλώνει, η ξένη γλώσσα, τα ξένα πρόσωπα, με βοήθησαν να μπω οριστικά σ' αυτό το υπερβατικό κλίμα που από την αρχή αναζήτησα.

Το 1991 ο Νίκος Κούνδουρος σκηνοθέτης του "Δράκου" και πολλών ακόμα σπουδαίων ταινιών, βρίσκεται για πολλούς μήνες στην Κριμαία, για τα γυρίσματα της ταινίας "Μπάυρον". Στέλνει συστηματικά γράμματα στη νεαρή γυναίκα του, Σωτηρία. Γράμματα ερωτικά, μεγάλης τρυφερότητας και ομορφιάς, στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής δημιουργίας του στον ξένο τόπο, με τις μεγάλες αγωνίες για το καλλιτεχνικό όραμα και τις προσδοκίες του.

Στο διάστημα αυτό, τον Αύγουστο, γίνεται το πραξικόπημα εναντίον του Γκορμπατσόφ και ακούει τα ελικόπτερα που τον ψάχνουν νύχτα στο δάσος της Κριμαίας. Ανάμεσα στα ντεκόρ της ταινίας γίνεται η ταφή, από τους κατοίκους του χωριού, ενός δεκαεπτάχρονου κοριτσιού άγνωστων γονιών που το σκότωσαν εγκληματίες. Στο περιβάλλον της Γιάλτας όπου έζησε ο Τσέχοφ, ο Κούνδουρος αναπολεί τούς Ρώσους συγγραφείς πού διάβασε μικρός - Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Aντρέγιεφ. Σκέφτεται τον πρόσφατα χαμένο αδελφό του Ρούσσο και τις απώλειες στενών του φίλων. 
http://www.biblionet.gr/

Ο Νίκος Κούνδουρος θυμάται…


Ο Νίκος Κούνδουρος γυρνάει πίσω στη ζωή του και θυμάται αγαπημένους ανθρώπους, σκαλίζει ιστορίες ξαναφέρνει στο φως θαμπωμένες μνήμες μιας ζωής. Θυμάται τη σοφή γιαγιά Ελένη, τη μάνα του, τον Παλαμά, το Σικελιανό, το Χατζηδάκι, την εξορία στο Μακρονήσι, τον Τσιτσάνη, τον Φελίνι, τον Αναγνωστάκη.

"...Είπα να κάτσω και να γράψω στο χαρτί ότι θυμάμαι απ' τη ζωή μου.

Το μισό για να στριμώξω το μυαλό μου, να το κατεβάσω στη γη, να το αναγκάσω να δουλέψει, να σκαλίσει, να ξεθάψει τις θαμπωμένες μνήμες μιας ζωής, για κάποιους φίλους και γι’ αυτούς τους άγνωστους, που τόσες και τόσες φορές συναντηθήκαμε μέσα στις σκοτεινές αίθουσες των κινηματογράφων..."

Ονειρεύτηκα πως πέθανα


Ο Νίκος Κούνδουρος αυτοβιογραφείται. Άλλοτε σε πρώτο ενικό κι άλλοτε αποστασιοποιημένος σαν παρατηρητής ανατρέχει σε μνήμες εξήντα χρόνων και εξιστορεί με κινηματογραφικό μοντάζ το παραμύθι της ζωής του.

"Η μνήμη, χαλαρή, κάνει τα πάντα να σμίγουν 
σε μια γιορτή, απρόσιτη στους άλλους, 
στημένη μόνο για μένα. 
Αφήνω μια εικόνα και πιάνω μιαν άλλη 
που θα την αφήσω κι αυτή στη μέση, 
σαν τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης 
που οι τραγουδιστάδες δε λένε ποτέ 
τον τελευταίο στίχο, 
γιατί κάθε τέλος σέρνει μαζί του θλίψη. 
Τις αγάπες, τους έρωτες, τα πείσματα, 
τις προδοσίες, τους φίλους, τους φόβους. 
Και τέλος το θάνατο. 
Το θάνατο των άλλων και το θάνατο το δικό σου."

Stop carré


Μέσα σε τόσο χρόνο που πέρασε, σε τόσες ταινίες που γύρισα και σε τόσες ταινίες που δεν γυρίστηκαν ποτέ, σχέδια που ξωμείνανε ξεχασμένα σε συρτάρια, σε ντουλάπια, σε ράφια, μάρτυρες σιωπηλοί της ζωής ενός σκηνοθέτη του κινηματογράφου, γράμματα ανεπίδοτα, ενθουσιασμοί, ιδέες, οράματα καταδικασμένα στη λησμονιά που ψάχνω τώρα να συναρμολογήσω μέσα από εικόνες και σκόρπια γραπτά, πεταμένα εδώ κι εκεί. Εικόνες ακίνητες, νεκρωμένες θα' λεγες στο χρόνο ενός καρέ, σταματημένες για λίγα δευτερόλεπτα στη μικρή οθόνη μιας μουβιόλας. Αν τα υλικά που συνθέτουν αυτό το βιβλίο δεν κατανέμονται με δικαιοσύνη, κατά πώς πρέπει σε μια νοικοκυρεμένη φιλμογραφία, είναι γιατί τόση τάξη, τόση οριστική ταξινόμηση, θα ταίριαζε πιο πολύ σ' έναν χρονικογράφο παρά σ' εμένα, έναν ιδεολόγο της αταξίας. Να προσθέσω μόνο πως η εικόνα δεν έχει ανάγκη από επιχειρήματα, γιατί είναι η ίδια επιχείρημα." [...] 

"Ομολογώ το πάθος μου για την εικόνα, το κάδρο, τα σκηνικά, τα κοστούμια. Αυτά που συνθέτουν το ορατό μέρος του κινηματογραφικού έργου. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω το οπτικό υλικό μιας ταινίας από το λόγο κι από ό,τι άλλο τέλος πάντων συνθέτει το πλήρες και τελικό έργο. Μ' αρέσουν τα σκηνικά και τα κοστούμια, τα ξύλα, τα χαρτόνια και η ψαρόκολλα. Μ' αρέσουν οι ψεύτικες κατασκευές, τ' αντίγραφα πραγμάτων όσο και τα αληθινά πράγματα, οι τοίχοι των σπιτιών, οι ξύλινες παλιές πόρτες, τα κεραμίδια, οι καμινάδες. Όπως μ' αρέσουν και τα βαμμένα πρόσωπα των ηθοποιών, τα κορμιά τους, οι φωνές τους και οι σιωπές τους. Μ' αρέσει η διάλυση της ζωής και η ανασύνθεσή της μέσα από τους φακούς της μηχανής και το μάτι του σκηνοθέτη."
Νίκος Κούνδουρος 

Ο τόμος περιέχει φωτογραφίες και κινηματογραφικά stills από τις ταινίες: "Οι φωτογράφοι", "Ιφιγένεια εν Ταύροις" (τηλεταινία), "Μπορντέλο", "1922", "Vortex ή το πρόσωπο της Μέδουσας", "Ηλέκτρα", "Μαγική πόλη", "Το ποτάμι", "Μπάυρον", "Οι παράνομοι", "Αντιγόνη" (τηλεταινία), "Τα τραγούδια της φωτιάς", "Μικρές Αφροδίτες" και "Δράκος", φωτογραφίες από τις θεατρικές παραστάσεις "Η όπερα της πεντάρας" (Θεσσαλονίκη 1980) και "Πρόβα" (Αμβέρσα 1993), καθώς και σχέδια και οπτικό υλικό του σκηνοθέτη από την ταινία "Μπάυρον" και από τις ταινίες "Ο θάνατος ενός Άγγελου" και "Λυσιστράτη", που δεν γυρίστηκαν ποτέ.










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου