Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Μέντης Μποσταντζόγλου - Μποστ ( 1918 - 13 Δεκεμβρίου 1995 )


Ο Μέντης Μποσταντζόγλου (Χρύσανθος Βοσταντζόγλου, 1918 - 13 Δεκεμβρίου 1995), γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Μποστ, ήταν Έλληνας σκιτσογράφος και γελοιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός και ζωγράφος.

Γεννήθηκε το 1918 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε το 1995. Ήταν παντρεμένος με τη Μαρία Μποσταντζόγλου, το γένος Παπαγιαννακοπούλου. Οι δυο γιοί του Κώστας και Γιάννης είναι σήμερα διακεκριμένοι στον χώρο της γραφιστικής και την υποκριτικής αντίστοιχα. Το έργο του περιλαμβάνει πολιτικές γελοιογραφίες και χρονογραφήματα, εικονογραφήσεις βιβλίων και περιοδικών, δέκα θεατρικά έργα και πολλές ζωγραφικές συνθέσεις. Για ένα διάστημα δούλεψε στη διαφήμιση όπου οι έντυπες καταχωρίσεις του για τη RENAULT (Ντοφίν εστί φιλοσοφείν), Flow Coat/Dupont (βάφεν ζι γκουντ πιλοτ?) ακόμα και οι πιλότοι της Λουφτβάφε βάφουν με βαφές Φλόου Κοτ.), άφησαν κυριολεκτικά εποχή με την τόλμη και τη διαφορετικότητά τους.
Από το 1920 έως το 1926 έζησε με την οικογένειά του στη Ρουμανία και στη συνέχεια στην Αθήνα. Μαθητής Γυμνασίου άρχισε τα σκίτσα και απέκτησε το ψευδώνυμο Μέντης. Το 1939 εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία όμως παράτησε μετά από έξι μήνες. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής έγινε μέλος του ΕΑΜ (1942) και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση.
Η καριέρα του ως σκιτσογράφου ξεκίνησε με εικονογραφήσεις περιοδικών και παιδικών βιβλίων. Το πρώτο προσωπικό του βιβλίο εκδόθηκε με δικά του έξοδα το 1945 και είχε τίτλο Ο Άγιος Φανούριος. Βοήθημα δια την κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών..Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι. Το 1952 έπιασε δουλειά στην εφημερίδα Καθημερινή, την οποία τότε διηύθηνε η Ελένη Βλάχου, στην οποία αρχικά εργαζόταν ως ταμίας και βιβλιοθηκάριος. Το 1955 αρχίζει να εργάζεται στο περιοδικό Εικόνες ως εικονογράφος και χαρτογράφος. Στη συνέχεια απασχολείται ως σκιτσογράφος στο περιοδικό Ταχυδρόμος.
Το 1959 παρουσίασε στη στήλη του, η οποία είχε τίτλο Το μποστάνι του Μποστ, τους τρεις πλέον γνωστούς ήρωες του: Μαμά- Ελλάς, Πειναλέων και Ανεργίτσα. Τέλος στη συνεργασία του με την Ελένη Βλάχου δόθηκε λόγω του κειμένου Το επάγγελμα της μητρός μου (1961), για το οποίο κατηγορήθηκε ότι είχε ξεφύγει από τα όρια της ευπρέπειας. Από το 1960 έως το 1963 είχε τακτικό εβδομαδιαίο σκίτσο στην εφημερίδα Ελευθερία, ενώ από το 1963 έως το 1966 καθημερινό πολιτικό χρονογράφημα και κυριακάτικο σκίτσο στην εφημερίδα Αυγή. Το 1966 άνοιξε το δικό του κατάστημα δώρων με την επωνυμία "Λαϊκαί Εικόναι". Διακόσμησε πάνω από 27.000 είδη δώρων, με σκίτσα και ζωγραφιές, καθώς και ανορθόγραφες επιγραφές, στιχάκια και αφιερώσεις. Το 1973 δημοσίευσε αντιδικτατορικά σκίτσα και κείμενα στα περιοδικά Αντί και Ταχυδρόμος, συνεργασία που συνεχίστηκε και για τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Προδικτατορικά συνεργάστηκε επίσης με τις εφημερίδες Ομάδα, Μακεδονία, Ανεξάρτητος Τύπος, Εμπρός και Μεσημβρινή και με τα περιοδικά Δρόμοι της Ειρήνης και Θεατής. Λόγω των πολιτικών γελοιογραφιών του υπέστη διώξεις και δέχτηκε επανειλημμένα μηνύσεις.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά, αφιερώθηκε στη ζωγραφική και το θέατρο. Τα σατιρικά θεατρικά του έργα είναι γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβο. Κατά διαστήματα ασχολήθηκε και πάλι με το σκίτσο και την πολιτική γελοιογραφία. Μετά τη μεταπολίτευση συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό Ταχυδρόμος, τον Θούριο, το Men's Look και τις εφημερίδες Πρωινή και Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και Ριζοσπάστης. Πραγματοποίησε επίσης 16 προσωπικές εκθέσεις.
Έθεσε αρκετές φορές υποψηφιότητα ως βουλευτής κομμάτων της Αριστεράς (1964 με την ΕΔΑ, 1981 και 1985 με το ΚΚΕ), χωρίς ποτέ να εκλεγεί.
Πέθανε στις 13 Δεκεμβρίου του 1995.

Χαρακτηριστικά του έργου του

Ο Μποστ θεωρείται ότι κατάφερε να δημιουργήσει ένα εντελώς προσωπικό και αναγνωρίσιμο σατιρικό ύφος ως σκιτσογράφος, κειμενογράφος, θεατρικός συγγραφέας, αλλά και ζωγράφος. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου του είναι η γλώσσα του και τα επίτηδες ανορθόγραφα κείμενα. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος, γελοιοποιώντας την καθαρεύουσα πίστευε ότι ίσως μπορέσει να βοηθήσει στην ταχύτερη καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Προκειμένου να σατιρίσει την καθαρεύουσα, ανακάτευε λόγιες εκφράσεις με λαϊκές και έγραφε εντελώς ανορθόγραφα, διεκτραγωδώντας τον ημιμαθή Έλληνα, που προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει την καθαρεύουσα, καθώς εκείνη την εποχή η δημοτική θεωρούνταν "ύποπτη", κατά δήλωση του ιδίου του Μποστ. Συχνά με την παραφθορά των λέξεων ή την ανορθόγραφη απόδοση του ήχου της δημιουργούσε εσκεμμένα συνειρμούς, με άλλες έννοιες, τις οποίες διακωμωδεί. Επίσης συχνά, χρησιμοποιούσε μεταφορικές εκφράσεις με την κυριολεκτική τους έννοια.

Η σάτιρα του στοχεύει κυρίως τον μικροαστό Έλληνα των μεταπολεμικών δεκαετιών, τον καθωσπρεπισμό, την ημιμάθεια και το νεοπλουτισμό, την ξενομανία, τις έντονες ταξικές αντιθέσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας, καθώς και την ελληνική πολιτική ζωή. Ο Μποστ σατιρίζει ιδιαίτερα την εξάρτηση της Ελλάδας από τον ξένο παράγοντα, την εθνικοφροσύνη των δεξιών κομμάτων και το θεσμό της Βασιλείας, ωστόσο σε πολλά κείμενα διακωμωδεί και την παράταξη της Αριστεράς, στην οποία ανήκε. Σε πολλά από τα κείμενα του γράφει σε πρώτο πρόσωπο ως αφηγητής, ο οποίος διηγείται κάποια εμπειρία του και σχολιάζει δήθεν με αφέλεια τα γεγονότα.

Οι τρεις πλέον χαρακτηριστικοί ήρωες των γελοιογραφιών του και προσωπικά του δημιουργήματα είναι η Μαμά Ελλάς με τα παιδιά της, τον Πειναλέοντα και την Ανεργίτσα. Η Μαμά Ελλάς παρουσιάζεται αρχαιοπρεπής, αλλά φτωχοντυμένη και εξαθλιωμένη, το ίδιο και τα δύο μικρά παιδιά, που σχολιάζουν την επικαιρότητα με ανορθόγραφα γραμμένους στίχους.

Ένα από τα χαρακτηριστικά όλου του φάσματος του έργου του (σκίτσα, κείμενα, ζωγραφικά και θεατρικά έργα) ήταν ο συμφυρμός διαφόρων φάσεων της ελληνικής ιστορίας, καθώς στο έργο του συνυπάρχουν ήρωες της αρχαιότητας, του Βυζαντίου, του 1821, του έπους του 1940 με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ωνάση.

Ως ζωγράφος ήταν αυτοδίδακτος και τα έργα του ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένα από το ναΐφ ύφος της λαϊκής ζωγραφικής και κυρίως τον Θεόφιλο, αλλά και τις φιγούρες του Θεάτρου Σκιών, με στοιχεία υπερρεαλισμού. Τα ζωγραφικά του έργα παρουσιάζουν ήρωες της αρχαιότητας και της Επανάστασης του 1821 και ιστορικά ζευγάρια.

Στα θεατρικά του έργα χρησιμοποιούσε δεκαπεντασύλλαβο στίχο στο προσωπικό του ύφος συμφυρμού πομπωδών καθαρευουσιάνικων εκφράσεων, με ξένες και λαϊκές εκφράσεις, ενώ συχνά εμφάνιζε ιστορικά ή μυθικά πρόσωπα να αναφέρονται σε σύγχρονες καταστάσεις.

Σε περιόδους χιουμοριστικών αναζητήσεων ο Μποστ έγραψε και στίχους για τρία ελαφρολαϊκά τραγούδια, πού έγιναν επιτυχίες στις αρχές της δεκαετίας του '60. Αυτά είναι "Οι Νεκροθάφτες" (μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, ερμηνεία Γιώργου Ζωγράφου) και τα "Η νήσος των Αζορών" και "Ρομβία" (μουσική Μίκη Θεοδωράκη, ερμηνεία Γρηγόρη Μπιθικώτση).

Έφτιαξε το εξώφυλλο του δίσκου "Το θαλασσινό τριφύλλι" σε μουσική Λίνου Κόκοτου και στίχους Οδυσσέα Ελύτη που κυκλοφόρησε το 1972.

Κατάλογος έργων του Μποστ

Σκίτσα του Μποστ (1959)
Το λέφκομα μου (1960)
Σκίτσα και κείμενα (Πρώτη επιλογή Δεκέμβριος 1961)
Σκίτσα και κείμενα (Δεύτερη επιλογή Απρίλιος 1972)
Σκίτσα 73-74 (1975)
Αλληλογραφεια με τον Κοστα (Χρονογραφήματα από την Αυγή, Θεμέλιο, 1964)
Το Ημερολόγιο μιας χήρας. Δοκίμιον δια έργον "δύο εφχάριστων ορών" (1972)
18 Αντικείμενα ή Υπέρ Δικτατορείας Λόγος (1975)
Καλειδοσκόπιο (Gutenberg, 1975)
Σταυροφορίες (Γράμματα, 1992)
Ο Αγιος Φανούριος. Βοήθημα δια την κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών..Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι (1945)
Κλασσικά Εικονογραφημένα : Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (κείμενο: Ειρήνη Φωτεινού, εικόνες: Μποστ) (1953) [1]
Δον Κιχώτης (θεατρικό, 1961)
Όμορφη Πόλη (θεατρικό, 1962)
Φαύστα (θεατρικό, 1964)
Τα χρυσά φτερά (θεατρικό, 1973)
Οι εκλογές του Μποστ (θεατρική επιθεώρηση,1973)
Μαρία Πενταγιώτισσα (θεατρικό, 1982)
Κάνε το ΠΑΣΟΚ σου παξιμάδι (θεατρική επιθεώρηση, 1985)
Ιστιρικέ Ιστορίαι (θεατρικό, 1985)
40 χρόνια Μπόστ (θεατρικό, 1987)
Μήδεια (θεατρικό, 1993)
Το γελοίον του πράγματος: Ο ήρωας της Κολομβίας
Το γελοίον του πράγματος: Ο εφευρέτης
Ρωμαίος και Ιουλιέτα (θεατρικό, 1995)

Η φωτογραφία από https://www.tanea.gr/

ΚΕΙΜΕΝΑ 

“Ο θάνατος του Λαμπράκη”
Ελάχιστοι θυμούνται πια την υπόθεση Λαμπράκη. Ποιος τον σκότωσε τελικά δεν μάθαμε. Είναι από τα εγκλήματα που θεωρούνται ανεξιχνίαστα, παρ’ όλο που η Αστηνομία και η Χωροφηλακή χάλασαν τον κόσμο να βρουν έστω κι έναν ύποπτο. Μόνο τώρα τελεφτέως, επειδή με τον θάνατο τριών χαλυβουργών ανέκυψε θέμα κεραβνού, δώσαμε εντολές να εξετασθή κι αφτή η υπόθεσις. Κι αν οι έρεβνες αποδείξουν ότι την ημέρα εκείνη στη Θεσσαλονίκη ο κερός ήταν βροχερός, δεν μένει πια καμιά αμφιβολία ότι ο θάνατος του Λαμπράκη στην οδό Σπανδωνή οφείλετο σε αστροπελέκι. Κι όπος καταλαβένεις, δεν μπορούν να μας ζητήσουν εφθύνες επειδή οι αριστεροί κυκλοφορούν χωρίς αλεξικέραβνα. (23/11/1963)
ΜΠΟΣΤ “ΑΛΗΛΟΓΡΑΦΕΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΤΑ” Εκδόσεις ΕΡΜΕΙΑΣ


*    *    *    *
“Αυτά τα πράγματα πρέπει να κόπτοντε με το μαχέρη”
Εκτός από τα τσιγάρα και αι φακαί από 14,50 αναθερμάνθηκαν εις την τιμήν των 22 δραχμών. Μετά από σήντομον πάλην που έκανα με τον εαφτόν Μου, προήλθον εις την σκληράν απόφασιν να κόψω ταις φακαίς. Αφτά τα πράγματα πρέπει να κόπτοντε με το μαχέρη, άλλως γίνοντε πάθος. Κατά την γνόμην Μου, όμος η άφξησις της φακής ήτο επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων κε είνε δικεολογημένη διότη η φακή περιέχει σίδηρον κε εφόσον η τιμή του σιδήρου διεθνώς ανήλθεν, δεν επιτρέπετε εις ημάς να ροφώμεν δωρεάν κε προκλητικός τα κέρδη των σιδηροβιομηχάνων εις εποχάς βαρητάτων εισφορών του κλάδου. (εφημερίδα ΑΥΓΗ 23/11/1975)
“ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ” Εκδόσεις GUTENBERG


*    *    *    *

Για την προέλευση του ονόματός του ο Μποστ λέει:

Με βάπτισαν Χρύσανθο. Όταν όμως ήμασταν παιδιά πήγαμε με την παρέα μου σε μια επιθεώρηση. Σε μια σκηνή ο Ορέστης Μακρής που νόμιζε από το πολύ μεθύσι ότι ήταν υπνωτισμένος, έδωσε εντολή να πέσει η αυλαία με τη βοήθεια ενός μέντιουμ. Είπε λοιπον “διά της ζωοποιού δυνάμεως του μέντι να κλείσει η κουρτίνα”. Αυτό φάνηκε πολύ αστείο σε κάποιο φίλο μου που από την ημέρα εκείνη αποφάσισε να με βαφτίσει Μέντη. Και ομολογώ ότι μου άρεσε. Όσο για το “Μποστ” ήταν μια τυχαία υπογραφή, που “έπιασε”. Μετά έγινε κι ο Λογοθέτης “Λογό”, ο Κυριακόπουλος “Κυρ” κι εμένα πολλοί με νομίζουν ξένο. Λένε μάλιστα και την γυναίκα μου κυρία …Μποστ.
από συνέντευξη του ΜΠΟΣΤ στη ΡΕΝΑ ΘΕΟΛΟΓΙΔΟΥ περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ τ. 466 7-13/7/1977 (αρχείο Τ. Σπητέρη – Τελλόγλειο Ίδρυμα)

*    *    *    *

Καθιέρωσα την ανορθογραφία σαν τέχνη αρχίζοντας από το περιοδικό “Ταχυδρόμος” και εικονογραφώντας “μυθιστορήματα” με λαϊκούς ήρωες που μιλούσαν λαϊκά και εκφράζονταν ανορθόγραφα, ένας πίνακας, αν κι αυτό θυμίζει λίγο Θεόφιλο, δεν ολοκληρώνεται χωρίς επιγραφή.
ΜΠΟΣΤ απόσπασμα από δημοσίευμα της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ (28/3/1985) (αρχείο Τ. Σπητέρη – Τελλόγλειο Ίδρυμα)


*    *    *    *

Ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως κ. Γκίκας, φοβούμε ότη δεν γνορίζει καλά Ελληνικά κε δι’ αφτό δεν χροματίζει καλός τας λέξεις. Ανεκοίνοσεν ότι “όσοι εταλαιπόρησαν θα ταλαιπορηθούν”. Δηλαδή, τι θα κάνη; Θα μας παρατάξη τους βασανιστάς εις καμίαν στάσιν διά να περιμένουν το λεοφορείον υπό τον ήλιον; Εγώ γνορίζο ότι αφτό θα πη ταλαιπορία. Επίσης ότι και ο επιβάτης που δεν βρίσκει κάθισμα και παραμένει όρθιος καθ’ όλην την διαδρομήν, και αφτός ταλεπορίται. Η σωστή φράσις νομίζο είναι: “Όσοι εβασάνισαν θα βασανισθούν”. Υπάρχουν λεπτέ αποχρόσεις που έχουν μεγάλην σημασίαν.

εφημερίδα ΑΥΓΗ (15/9/1974) από το βιβλίο “ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ” Εκδόσεις GUTENBERG

*    *    *    *

“ΠΟΛΗΣΕΙΣ ΑΦΤΟΚΙΝΙΤΩΝ”

Το αφτοκίνιτον αφτό είν’ οικονομικόν,
προτοφανές εις κάφσιμα κι επαναστατικόν
έχεται κατανάλοσιν ελάχυστον τον μήνα
κε ούτε σας χριάζεται το θέρος η βενζήνα
αν κινιθή δε εναλάξ ημέρα παρ’ ημέρα
οικονομίαν έχετε ακόμη καλητέρα,
κι έξο από την πόρτα σας αν είν’ παρκαρισμένο
θα διακοσμεί το σπίτη σας όπος είνε βαμένο.
Σεις φόρους θα πληρόνετε κε εις τον Δήμον τέλη
άτινα θα γλητόνετε γκαράζ που δεν θα θέλει.
Όλοι που πήραν απ’ αφτό είν’ ευχαριστιμένοι
παν με τα πόδια στις δουλιές κ’ είν’ κατενθουσιασμένοι.
Διατή να το κινήσεται να σας καταστραφεί
άλοστε κε η κίνισις δεν θα σας οφελήση
διότη με χρήσιν σηνεχή θα λάβετε κε κλήσι.

περιοδικό “Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ” (αρχείο Τ. Σπητέρη – Τελλόγλειο Ίδρυμα)
Τα παραπάνω κείμενα από https://logomnimon.wordpress.com/



Μήδεια
(αποσπάσματα)
[...]

ΜΗΔΕΙΑ - ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
ΤΡΟΦΟΣ
Κυρία, κάποιος σας ζητεί που μοιάζει ευπατρίδηςκαι αν τον ήκουσα καλά, λέγεται Ευριπίδης...

ΜΗΔΕΙΑ
Αχ, θα ’ν ’ αυτός ο συγγραφεύς που γράφει τραγωδίαςδράματα πάσης φύσεως καθώς και κωμωδίας.Είμαι σχεδόν ημίγυμνος, αλλά και δεν με μέλειπες του να μπει να τον δεχθώ, να δούμε τί με θέλει.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Κυρία, θάρρος έλαβα να σας ανησυχήσωκαι από σας την Μήδειαν μιαν χάρην να ζητήσω.

ΜΗΔΕΙΑ
Παρακαλώ καθήσατε, μη στέκεσθε καθέτωςπλησίον είναι κάθισμα, ξαπλώσατε ανέτως ...

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Ευχαριστώ κυρία μου διά την ευγένειάν σαςκι αισθάνομαι πολλήν τιμήν που βρίσκομαι κοντά σας
(Επιθεωρεί).
ωραίον είν’ το σπίτι σας και σε ωραίον μέρος...

ΜΗΔΕΙΑ
Nαι, είν’ πολύ ευάερον στα ρεύματα αέρος...

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Είδα και πράσινον πολύ. Αυτό δεικνύει μάλλονότι φροντίδα δείχνετε πολλή στο περιβάλλον

ΜΗΔΕΙΑ
(Όρθια δείχνει απ’ τη βεράντα).
Εδώ υπήρχαν Φοίνικες σ’ όλας τας λεωφόρους,αλλά τούς πετσοκόψαμε...

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Εμπόδιζαν τη θέα σας;

ΜΗΔΕΙΑ
Τους Έλληνες εμπόρους.Οι Φοίνικες οι έμποροι είχανε κάνει θραύση.Βολιώτη δεν αφήνανε κέρδη να απολαύσεινυχθημερόν τσακώνοντο μετά των εντοπίωνκι ανέλαβε ο Ιάσονας κι έφτιαξε το τοπίον.Μια βόλτα εάν κάνετε Φοίνικα δεν θα βρείτε.Το κλίμα δεν τον ευνοεί και δεν ευδοκιμείται.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Διάβασα πώς ο Φοίνικας πάντα αναγεννάταιβγαίνει από την τέφρα του και στους αιθήρ πλανάται.

ΜΗΔΕΙΑ
Έπαθαν τέτοια συμφορά αναλαβών ο Ιάσωνπου και την στάχτη πέταξε στο κύμα των θαλάσσωνκαι όπως είναι φυσικόν, τέφραν αν δεν αφήσειςτους κάνεις δύσκολον ζωήν κι ανίκανους διά πτήσεις.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Και πάλιν σας ευχαριστώ διά την ευγένειά σαςπου με εδέχθητε εδώ εις τα ανάκτορά σας...

ΜΗΔΕΙΑ
Νιώθω κι εγώ συγκίνησιν, τρέμει το σώμα όλοπου τόσον κόπο κάνατε να έρθετε στο Βόλο.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Όπως καλώς γνωρίζετε κι εγγράφως σάς δηλώνωμιαν τραγωδίαν τακτικά γράφω τον κάθε χρόνο.Το σύνολον των έργων μου κοντεύει τα εξήκoντακι ελπίζω λίαν προσεχώς να γίνουν εβδομήκοντα.

ΜΗΔΕΙΑ
Τα έργα σας είναι γνωστά. Πολλά τα ξέρω απ’ έξωτι πρώτον να ενθυμηθώ και να πρωτoδιαλέξω.Θυμάμαι πόσον έκλαυσα στο έπος των Βατράχωνόταν ο Μέγας Προμηθεύς έπεσε απ’ τον βράχονκαι πόσον ξεκαρδίστηκα ολόκληρους βδομάδεςστην άλλην κωμωδίαν σας που λέγετο Τρωάδες.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Ευχαριστώ δι’ όλα αυτά φιλόλογος κυρίαπου βλέπετε τα έργα μου εις πάσαν ευκαιρία.

ΜΗΔΕΙΑ
Τί νέον τώρα γράφετε; Πέστε μου να χαρείτε.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Γράφω έν έργον κατ’ αυτάς που Μήδεια καλείται.Πλην δυστυχώς μου είπανε ότι του λείπει δράσηκι ο χορηγός κωλύεται να μου το ανεβάσει.Να σας διαβάσω μερικούς στίχους που έχω γράψεικαι να μου πείτε αν μ’ αυτούς κανένας δεν θα κλάψει.

ΜΗΔΕΙΑ
Ναι. Θα χαρώ λίαν πολύ. Παρακαλώ αρχίστε!Διώξτε το τρακ που έχετε και άνετος να είστε.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Είθ’ ώφελ’ Αργούς — μη διασπάσθαι σκάφοςΚόλχων ες αίαν κυανάς Πηλίου πεσείν πότετμηθείσα πεύκη, μηδ’ ερετμώσαι χέραςούδ’ αν κτανείν πείσασα Πελιάδας κόρας.ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΕΔΩ
(Τονίζει τις λέξεις με σημασία),
ήπερ μεγίστη γίγνεται σωτηρίαόταν γυνή προς άνδρα μη διχoστατεί.

ΜΗΔΕΙΑ
Μα σοβαρά απέρριψαν αυτό το κείμενό σαςπου δείχνει τόσην άνεσιν στον χειρισμόν της γλώσσας;Τί θείαι λέξεις άγνωστοι εισήλθαν εις τ’ αυτιά μουκι οι στίχοι οι ελεύθεροι μιλήσαν στην καρδιά μου.Δέκα λαπάδες ποιηταί να κάτσουν να μοχθήσουνστίχους εφάμιλλoυς μ’ αυτούς δεν θα δημιουργήσουν.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Έτσι αρχίζει η Τροφός στο έργο που έχω γράψεικαι θέλει η Επιτροπή τώρα να μου το θάψει.

ΜΗΔΕΙΑ
Νά διατί συνηγορώ τ’ αρχαία να μαθαίνουνοι μαθηταί στα Λύκεια και στις Σχολές σαν μπαίνουν.Με τα Αρχαία τα στρωτά κάτοχος εάν είσαιμε τον καθένα να μπορείς πια να συνεννοείσαι.Δυο στίχους απαγγείλατε από την Τραγωδίακι ολόκληρο τ’ ανάκτορο γέμισε μελωδία.Το θέμα τώρα πέστε μου. Το θέμα μ’ ενδιαφέρει.Μοιάζει μ’ αυτά που γράφετε ή κάπου διαφέρει;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Το θέμα είναι τραγικόν. Πρόκειται διά γυναίκαπου αποκτών δέκα παιδιά, τα σφάζει και τα δέκα.

ΜΗΔΕΙΑ
Θαρρώ τα δέκα είν’ πολλά. Βάλτε την δυο να σφάξεικι ολόκληρον το έργον σας τότε θα είν’ εντάξει.Ακούστε που σας λέω εγώ. Σφάχτε τώρα τα δύοκαι θα χαρείτε θρίαμβο στου Ηρώδου το Ωδείο.Μία φίλη μου με δυο παιδιά που τα εξεφορτώθηδεν ξέρετε τί ήρεμη κι ευτυχισμένη νιώθει.





Ηρακλής Μαινόμενος

Κατ’ αρχήν, δεν μου αρέσουν οι τραγωδίες. Είμαι ο τύπος του ανθρώπου, που έγκλημα να δει στην εφημερίδα, είναι ικανός να την επιστρέψει και να πάρει άλλη, με ελαφρότερους τραυματισμούς.

Αλλά εκείνο το πρωί, πήρα ιδιαιτέρως την γυναίκα μου και της είπα:

— Άκουσε, πολυαγαπημένη μου. Εθνικοί λόγοι επιβάλλουν πάλι να ταξιδεύσω εις το εξωτερικό. Μου ανέθεσαν να πάω στην Επίδαυρο και να γράψω για τον «Ηρακλή Μαινόμενο». Εάν το εγχείρημα επιτύχει, θα πάρουμε χρήματα, και με τα χρήματα θα πάρουμε τρόφιμα, διότι σπαράζει η καρδιά μου να βλέπω τα παιδιά μας να πεινούν...

— Ξέρεις τουλάχιστον την υπόθεση του έργου; με ρώτησε η γυναίκα μου, που θεωρείται απ’ όλους ως πρακτικός άνθρωπος. Ξέρεις ποιός έχει γράψει το έργο αυτό;

— Ξέρω. O Ευριπίδης, διότι το διάβασα στις διαφημίσεις. Λεπτομερείας μόνον της ζωής του δεν ξέρω, αλλά θα μάθω ρωτώντας. Είναι κανείς από τους γιους μου εδώ;

— Λείπουν και οι δύο στο σχολείο. Στη μία θά ’ρθουν. Ρώτα με τρόπο τον μεγάλο. Μπορεί να ξέρει. Kι όσο για την υπόθεση... Tί να σου πω;

— H υπόθεσις είναι το λιγότερο και δεν είναι εκείνο που κυρίως με απασχολεί. Θα ’ναι πάλι φόνοι και αιμομιξίες. Μια φορά είχα δει τον «Οιδίποδα Τύραννο». O Οιδίποδας παντρεύτηκε τη μαμά του κι όταν στο τέλος το έμαθε, έβγαλε τα μάτια του. Ε, κάτι τέτοιο θα ’ναι κι ο «Ηρακλής Μαινόμενος» και σ’ αυτό το αχνάρι θα ’ναι γραμμένος. Π.χ., εν αγνοία του θα παντρεύεται την αδελφή του ή τη θεία του κι επειδή θα είναι μαινόμενος, θα σκοτώνει στο τέλος ή θα βγάζει τα μάτια τα δικά του και των παιδιών του. Διόλου απίθανο να κόβει και την γλώσσα της πεθεράς του. Από άνθρωπο έξαλλο, όλα να τα περιμένεις...

— Είχες δεν είχες, την έφερες πάλι την κουβέντα για τη μαμά...

— Mα, αγαπημένη μου, υποθέσεις κάνουμε. Αλλιώς δεν μπορώ να φαντασθώ άνθρωπο μαινόμενο κι αν μου ανέθετε το Βασιλικόν Θέατρον να γράψω τραγωδία, κάτι τέτοιο θα έγραφα, διότι έτσι έχω συλλάβει το θέμα... Tο θέμα, βέβαια, εκ πρώτης όψεως, θα σου φαίνεται ανατριχιαστικό, αλλά εγώ θα το ’φερνα με τρόπο, θα το «μαλάκωνα» και θα το δούλευα έτσι σε σημείο που να φαίνεται ότι μάλλον η μητέρα σου μου ζητεί να την καθαρίσω, ώστε η «κάθαρσις» να επέρχεται φυσιολογικά. Ας μη χρονοτριβούμε. Ετοίμασέ μου τα πράγματά μου· η ώρα περνά και χρόνου φείδου, έλεγον οι πρόγονοί μας.

— Θα σου βάλω πυτζάμες, φανέλες και τρία πουκάμισα. Σου φθάνουν.

— Kαι πολλά είναι. Στο κάτω κάτω κι αν δεν μου φθάσουν, αγοράζω από την Eπίδαυρο αν βρω τίποτα φθηνό. Ένας γνωστός μου στη Pόδο πήρε ένα κοστούμι θαύμα, σχεδόν τζάμπα.

— Aν βρεις τίποτα φθηνά, πάρε και για μένα. Tο περσινό μου φουστάνι...

Tης έκλεισα απαλά το τρυφερό της στόμα με την παλάμη μου.

— Σσσς. Ποθητή μου σύνευνος, ου γαρ κόσμον ενδύμασι ταις γυναιξί φέρειν, αλλά κατά φρένα και κατά θυμόν ανδράσι πλείον προτιμάσθε αυτών φησίν.

— Λέω, αν. Aν βρεις...

— Γιγνώσκω γύναι. Ύπαγε και μη λέγης έπεα πτερόεντα, μπηχτών πλήρη...

Tο νέο πως ο πατέρας πάλι φεύγει, βρήκε απροετοίμαστα τα παιδιά. Σπαρακτικές σκηνές ξετυλίχθηκαν στο σπίτι. Νόμισαν πως δεν είχα αφήσει λεφτά για παγωτά και δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να μ’ αποχωριστούν. Μίλησα σκληρά.

— Εδώ ο πατέρας σας φεύγει και ποιός ξέρει πότε θα γυρίσει κι εσείς κάθεστε και τσακώνεστε και ο νους σας όλο στα παγωτά και στον πασατέμπο; Tί να σας πω; Nτρέπομαι, πραγματικά ντρέπομαι. Αυτά, λοιπόν, είναι τα παιδιά μου, στα οποία είχα στηρίξει όλες μου τις ελπίδες κι έφτυσα αίμα για να τους δώσω την πρέπον αγωγή; Όχι, ερωτώ. Σας έχω στερήσει τίποτα ώς τώρα; Εγώ δεν ήμουν εκείνος που σας πήγαινα στον Καραγκιόζη, αχάριστα παιδιά;...

— Στον Καραγκιόζη μάς πήγαινες γιατί σου άρεσε εσένα, με διέκοψε απότομα και αναιδώς ο μεγάλος. Eμείς θέλαμε στο πολεμικό με τις αερομαχίες...

— Αυτά να σας λείπουν. Να κοιτάζετε τα μαθήματά σας πρώτα και μετά τους κινηματογράφους και τις αηδίες. Kαι δεν μου λες με την ευκαιρία, κύριε. Πώς έγραψες στους διαγωνισμούς;

— Πολύ καλά, πατέρα.

— Είσαι βέβαιος;

— Μάλιστα. Tί; Ψέματα θα σας πω;

— Για να δούμε τί ξέρεις, που τα ξέρεις όλα. Tί ήταν ο Ευριπίδης;

Το παιδί κόμπιασε λιγάκι.

— O Ευριπίδης ήταν...

— Μάλιστα. Προχώρει.

— O Ευριπίδης ήταν ένας από τους μεγαλυτέρους Έλληνας τραγικούς.

— Πού γεννήθηκε; Λέγε.

— Γύρω στα 480 π.X. στην Σαλαμίνα. O πατήρ του εκαλείτο Μνήσαρχος και η μητέρα του Κλειτώ.

— Δεν μας λες τίποτα καινούριο. Αυτά τα ξέρουν κι οι γάτες. Ανάφερέ μου μερικά έργα που έχει γράψει. Για να δούμε. Εδώ σε θέλω. Όχι μάθαμε δυο ονόματα και τα παπαγαλίζουμε...

— Έχει γράψει τις «Φοίνισσες», την «Εκάβη», τον «Ηρακλή Μαινόμενο», την «Μήδεια», τον «Ιππόλυτο», την «Ανδρομάχη», την «Ηλέκτρα» και πολλά άλλα.

— Ώστε αυτά έχει γράψει ο Ευριπίδης, ε;

— Μάλιστα, πατέρα. Tί; Ψέματα θα σας πω; Μήπως έκανα λάθος;

Τον κοίταξα απλανώς.

— Πετάξου στο περίπτερο και φέρε μου ένα πακέτο τσιγάρα. Kαι συ, είπα στον μικρότερο, πάνε στην κουζίνα να φας.

O μεγάλος έφυγε για το περίπτερο κι ο μικρός στην κουζίνα. Έμεινα μόνος. Αστραπιαία άνοιξα τον μοναδικό τόμο EΛΛAΣ που είχα. Κοίταξα στη λέξη «θέατρο». Έργα του Ευριπίδη τα προαναφερθέντα και μερικά άλλα. Ξανάβαλα τον τόμο στη θέση του.

O γιος μου έφερε τα τσιγάρα.

— Ορίστε μπαμπά.

Του τα άρπαξα βάναυσα.

— Πήγαινε στην κουζίνα να φας κι εσύ.

Έκοβα βόλτες πάνω από τα κεφάλια τους. Έτρωγαν μουδιασμένοι αμφότεροι.

— Κατάλαβες φίλε μου... Nα έχουν τα πάντα από τον πατέρα τους, να τα βρίσκουν όλα έτοιμα, αλλά όταν τους ρωτάς για ένα απλούστατο πράμα, τί έργα έχει γράψει ο Ευριπίδης, να ξεχνούν τις «Ικέτιδες», να ξεχνούν τις «Τρωάδες» και να ξεχνούν, ποιό παρακαλώ; Tην «Ιφιγένεια εν Ταύροις». Aν υπάρχει Θεός... Πράγματα που πρέπει να τα παίζουν στα πέντε δάχτυλα.

— H βαλίτσα σου είναι έτοιμη, με διέκοψε η γυναίκα μου. Kαι συμπλήρωσε χαμηλόφωνα: Tα τάραξες τα κακόμοιρα. Άσ’ τα επί τέλους... Mην τους μαυρίζεις την καρδιά.

Μαλάκωσα απότομα και κοίταξα τα κεφάλια τους με τρυφερότητα. H γυναίκα μου είχε δίκιο.

— Ελάτε παιδάκια. O πατερούλης φεύγει. Για το καλό σας πασχίζει. Ελάτε. Φιλήστε του το χέρι και πέστε του καλό ταξίδι. Kαι παρακαλέστε την Παναγίτσα να έρθει γρήγορα κοντά μας.

O μικρός, θεοσεβούμενος, πήρε το χέρι μου και το γέμισε ευλαβικά σάλτσες. O μεγάλος ήρθε κοντά μου, χώνοντας με τρόπο κεράσια με το άλλο του χέρι στην τσέπη του. Mου έδωσε συγκινημένος το βρεμένο του χέρι:

— Καλό ταξίδι, σεβαστέ μας πατέρα.

Στο κατώφλι στεκόταν η γυναίκα μου με τη βαλίτσα και τον μικρό μου γιο δεξιά.

Πήρα ιδιαιτέρως τον μεγάλο. Σ’ αυτόν τον μεγάλο έχω όλη μου την αδυναμία. Tο παιδί αυτό με συγκινεί γιατί έχει τα μάτια τα δικά μου, το στόμα της γυναίκας μου και τη γλώσσα της γιαγιάς του.

— Παιδί μου, εγώ θα λείψω. Δεν ξέρω πόσο διάστημα θα κάνω. Φρόντισε τη μητέρα σου και τον μικρό σου αδελφό. Εσύ είσαι τώρα ο μόνος άντρας στο σπίτι. Σου αφήνω ένα καλό όνομα και κράτησέ το ψηλά. Τίμησέ το όπως του αξίζει και μην ξεχνάς ποτέ ότι λέγεσαι Μποσταντζόγλου.

Με δάκρυα στα μάτια έφυγε το παιδί. Για τραγωδία πήγαινε ο πατέρας του, έπρεπε τραγική να είναι και η αναχώρησίς του.

Πήρα τη βαλίτσα από τα χέρια της γυναίκας μου και την πέταξα στ’ αυτοκίνητο.

— Αντίο σας. Φεύγω για μακριά στα ξένα. Πηγαίνετε μέσα, χωρίς να γυρίσετε πίσω να κοιτάξετε. Mην κάνετε σκληρότερο τον αποχωρισμό.

Πάτησα γκάζι και με χάσανε.

O MYΣTHPIΩΔHΣ AΓNΩΣTOΣ

Ένα αυτοκίνητο μικρό, τρέχοντας ιλιγγιωδώς, μεταφέροντας έναν κύριο μέσης ηλικίας με ευγενικά χαρακτηριστικά, διέσχιζε τη Λεωφόρο Ελευσίνος. Η έκφρασις του επιβάτου ήταν πονεμένη. Σκληρές κοινωνικές συνθήκες τον άρπαξαν από την αγκαλιά της οικογενείας του και τον είχαν αναγκάσει να εκπατρισθεί. Tο σκληρό πρόσωπό του και τα σφιγμένα χείλη του έδειχναν άνθρωπο αποφασιστικό κι έτοιμο να αντιμετωπίσει όλες τις αντιξοότητες. Ποιός ήταν ο άγνωστος αυτός; Κανείς δεν εγνώριζε.

O μυστηριώδης άγνωστος βγήκε από την Ελευσίνα, πέρασε το Μεγάλο Πεύκο και τα Μέγαρα κι άφησε πίσω του ό,τι ήταν ελληνικό κι ό,τι είχε ως τότε αγαπήσει. Πέρασε τα σύνορα και μπήκε σε ξένη επικράτεια. Tώρα διέσχιζε την Riviera. Tί τα θέλετε... Πικρή είναι η ξενιτιά. Όλα τού ήταν ξένα. H μία ξένη πόλις διεδέχετο την άλλη. Πέρασε την κωμόπολιν Κινέττα, την πολίχνην Ag. Theodoroi, είδε με φρίκη τεράστια ρήγματα γης που τα απέδωσε στους σεισμούς της Χιλής κι άφησε πίσω του το καταραμένο αυτό μέρος που είχε την επιγραφή Isthmos.

Δεν μπορούσε ποτέ να φαντασθεί πως μια καθίζησις εδάφους θα γινόταν τόσο αλφαδιασμένη. Ήταν ικανός να ορκισθεί πως το έργο εκείνο θα είχε γίνει από μηχανικούς κι από ανθρώπινα χέρια κι όχι από τυχαίες γεωλογικές μεταβολές.

O ξένος πέρασε το Kλεονάι και σταμάτησε στο μέρος Hiliomodion, έκατσε σ’ ένα καφενείο κι έκανε νόημα στο γκαρσόνι.

— Καφέ, πληζ.

— Έφτα-σέιιι, είπε ο μαιτρ.

Έριξε ένα πονεμένο μέρος στο Xιλιομοντιόν. Το Xιλιομοντιόν αυτό του θύμισε λιγάκι το Λας Bέγκας. Ρώτησε διακριτικά κι έμαθε πως είναι φυτώριο καλλιτεχνών. Εδώ γεννήθηκε, του είπαν, η ηθοποιός Irini Papa και άλλοι.

Ήπιε τον καφέ του, έκανε τσιγάρο και σηκώθηκε σε λίγο. Μπήκε πάλι στο αυτοκίνητό του κι έβαλε μπρος. Στην εκκίνηση, παραλίγο να πατήσει έναν skilos εις την πατρίδα αυτή των Σταρ. Αντιέ, Hiliomodion ηκούσθη λέγων, με αρίστην προφοράν, διότι ήρχιζεν να εγκλιματίζεται.

Εις την πολιτείαν NEMEA, φανατικός τουρίστας, εζήτησε να του δείξουν το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Ηρακλής. Του είπαν ότι ο Ηρακλής δεν εγεννήθη εκεί, αλλ’ εκεί έδρασεν φονεύσας τον «Λιόντα». O ξένος επέμενεν ότι εφόνευσεν λεοντάρι, διότι ακουστά είχεν διά τον λέοντα της Nεμέας κι όχι «Λιόνταν» (Eις το θέατρον Επιδαύρου, όπου συνήντησα τον εν λόγω Tουρίσταν, τον είδα τελικώς ευχαριστημένον, διότι εις επήκοον 11.000 θεατών ο Θάνος Κωτσόπουλος εβεβαίωσεν ότι πρόκειται διά «Λιόνταν»).

Από Nεμέαν μέχρι Argos ο ξένος επήγαινε σιγά σιγά, διότι μπέρδεψε τα διάφορα Arga και Argos με αποτέλεσμα να καθυστερήσει. Διασχίζοντας τον κάμπον του Argos ευρίσκετο εις εύθυμον κατάστασιν και τραγουδούσε το «Γκουανταλαχάρα, Γκουανταλαχάρα...» επειδή προσπέρασε το Dhalamanara που του θύμισε νοσταλγικά τραγούδια της Iσπανίας με καστανιέτες. Είδε και δυο τρία εργοστάσια, που τα πέρασε για επεξεργασία του Τομπάκο κι έριξε μια ματιά στις καπνοφυτείες για να δει καμιά Κάρμεν. Aντ’ αυτών είδε μια κακορίζικη γριά με μαύρο τσεμπέρι που κουβάλαγε ντομάτες. Ούτε Δον Xοσέ, ούτε λαθρεμπόριον, ούτε ταυρομάχοι.

Εις τας 5 το απόγευμα, ξένος μεταξύ αγνώστων, καθόταν σ’ ένα καφενείο της Nafplion και κτυπούσε Palamidion διά να τον ακούσει το γκαρσόνιον και να του φέρει μίαν lemonadion διότι φαίνεται είχε korakiassi.

Διά τελευταίαν φοράν εθεάθη καπνίζων ένα τσιγκαρίλλος έξω από το χωρίον Yiannouleika που βρίσκεται νοτίως του Brountzeika και βορείως του Houndaleika. Έκτοτε τα ίχνη του εχάθησαν και ουδείς έμαθε τί απέγινεν.


Στο θέατρο της Επιδαύρου μπήκα στις 6 και μισή. Πέρσι, πλευρίσας καταλλήλως τον Γενικόν Διευθυντήν του Εθνικού Θεάτρου, κατόρθωσα να παρακολουθήσω τους «Βατράχους» από διακεκριμένην θέσιν. Φέτος, παιζόμενος ο «Ηρακλής Μαινόμενος», ο Γεν. Διευθυντής μη ανακαλυπτόμενος (ίσως και φρονίμως ποιών κρυπτόμενος) διότι ο Τζαμπατζής εφαίνετο αναμενόμενος, παρηκολούθησα την παράστασιν εις το δικό μου δεκάδραχμον βασιζόμενος. Πέρσι ήμουν στις πρώτες σειρές. Φέτος έπεσα λιγάκι ψηλά και εθεάθην αναρριχώμενος.

Για να περάσω την ώρα μου μετρούσα τους θεατάς. Μπήκαν εν συνόλω 11.269. Όταν την Δευτέρα διάβασα πως οι θεαταί ήσαν 11.270, κατ’ ανακοίνωσιν του Εθνικού, το απέδωσα εις απάτην και είπα ότι ανεβάζουν τον αριθμό επίτηδες για να δείξουν πως το Φεστιβάλ έχει επιτυχία, χωρίς να σκεφθούν ότι κάποιος ήτο πιθανόν να μετρούσε τους προσερχομένους. Έγραψα ένα δριμύτατο γράμμα στο Βασιλικό και με στοιχεία ακλόνητα τους απέδειξα ότι 5.736 μπήκαν από την αριστερή είσοδο και 5.533 από την δεξιά, άρα σύνολον 11.269.

Από πού κι ως πού, λοιπόν, 11.270.

Αργότερα αντελήφθην ότι το Εθνικόν Θέατρον έλεγε την αλήθεια. Oι θεαταί ήσαν πράγματι 11.270 διότι ναι μεν εισήλθον 11.269, αλλά είχα ξεχάσει τον εαυτό μου, που τους μέτραγε κι έτσι αναγκάστηκα να γράψω ένα ευγενικό γράμμα και να ζητήσω συγγνώμην, διότι το «σφάλλειν ανθρώπινον», συνοδεύοντας μάλιστα το γράμμα με περικοπές από κείμενα του Θουκυδίδη, του Πλάτωνος, του Σωκράτους και του Αριστοτέλους, όπου από τα γραφόμενα των ανωτέρω απεδεικνύετο ότι άνθρωπος αλάθητος δεν υπάρχει κι ότι ο «αλαθήτως λέγων κακά φρονεί».

Στις 7 άρχισα να μετρώ πόσοι κάθονται στον ήλιο και πόσοι στη σκιά. Μετά μέτρησα πόσοι ήταν άνδρες και πόσες γυναίκες, πόσοι κρατούσαν πρόγραμμα κι απάνω που άρχισα να μετρώ πόσοι φορούσαν άσπρα πουκάμισα και πόσοι μπλε, άρχισε η παράσταση κι αφοσιώθηκα στο θέαμα.

Ησυχία απλώθηκε διαμιάς και νεκρική σιγή έπεσε στο ακροατήριο.

Βγήκε ένας αξιωματούχος βάναυσος και πέταξε έξω από τα Ανάκτορα ένα γέροντα, μια γυναίκα και τρία παιδιά. H γυναίκα αυτή ήταν η γυναίκα του Ηρακλή και τα παιδιά της ήταν παιδιά του. O γέρος άρχισε να μιλάει. Άκουγα πράματα συγκεχυμένα... πόν... ωιμέ... δγιά του... Δεν έδωσα σημασία. Πολλές φορές το παθαίνω στο θέατρο αυτό το πράμα, όταν κάθομαι μακριά. Τα μισά λόγια στην αρχή δεν τα καταλαβαίνω, αλλά σιγά σιγά μπαίνω στο νόημα και στο τέλος χειροκροτώ.

Χιλιάδες, όμως, θεαταί μαζί με μένα δεν άκουγαν καθόλου. Μόνον όταν ο γέροντας ύψωνε τον τόνο της φωνής του ακουγόταν κάπως... Όταν ο τόνος έπεφτε ή γύριζε τη ράχη προς τις κερκίδες για να βρίσει αυτόν που τον πέταξε από τα Ανάκτορα, τότε έπρεπε να ’χεις δίπλα σου ιέρεια των Δελφών για να σ’ τα εξηγεί... Μυκήνες... Άδη... ωιμέ... άτου... τον Λιόντα... Ωιμέ... αλοί... σθρών.

Ένα τέταρτο γινόταν θρήνος και σπαραγμός επί σκηνής. Χτυπιόταν όρθιος ο γέροντας και πλονζόν έπεφτε η γυναίκα του Ηρακλή, η Μεγάρα, και σπάραζε. Κι αντιλαλούσαν κάμποι και βουνά και ραγίζαν οι πέτρες της Επιδαύρου και ξεσκιζόταν η καρδιά των θεατών στις πρώτες κερκίδες κι έπεφτε δάκρυ των 75 δραχμών διακεκριμένο.

Από τα 25άρια, όμως, και πάνω, στις κερκίδες της Επιδαύρου είχαν στρογγυλοκαθίσει άνθρωποι με πέτρινη καρδιά. Σύζυγοι ρωτούσαν τις γυναίκες τους κι έφτιαχναν λέξεις, με παγερή αδιαφορία:

— Τί είπε; Κοντά του;

— Tα παιδιά του... Σσσς.

Τώρα στη σκηνή βγήκε ο χορός των γερόντων. Στάθηκαν κυκλικά και ο επικεφαλής μάλωνε με τον Λύκο, έναν σφετεριστή, που πήρε τον θρόνο κι έγινε αυτός βασιλιάς, σκοτώνοντας τον πεθερό τού Ηρακλή (ο Ηρακλής ήταν στον Άδη μια στιγμή, όπως πεταγόμαστε εμείς στο περίπτερο). O αρχηγός του χορού των γερόντων μίλαγε αυστηρά με τον βασιλιά Λύκο και του έλεγε: «Τί πράματα είναι αυτά και πετάς τα παιδιά του και τη γυναίκα του στο δρόμο, δεν ντρέπεσαι;» Όπως θα λέγαμε εμείς στον γείτονά μας: «Τί πράματα είναι αυτά; Πετάτε τα σκουπίδια σας στην πόρτα μας; Για όνομα του Θεού!...»

Κι ο βασιλιάς, δημοκρατικότατος, απαντούσε στο πεζοδρόμιο, φέρνοντας αντιρρήσεις, λέγοντας τα υπέρ και τα κατά επί του δημιουργηθέντος επεισοδίου... ληρά... δγιά του... της Θήβας... Ωιμέ... σιγνό... φτών.

Κι αφού νόμισε πως τον αποστόμωσε, οργίλος χώθηκε στα ανάκτορα του κ. Κλώνη. Oι θεαταί των δεκαδράχμων άρχισαν να κουνιούνται ανυπόμονα. Το έργο άρχιζε να κουράζει. Κάτι σοβαρό γινόταν στη σκηνή. Ακόμα και να ακούγανε τα λόγια, είμαι βέβαιος πως θα τους άφηνε αδιάφορους. Επί μισή ώρα γινόταν συζήτηση περιττή. O κόσμος άκουσε «Ηρακλής Μαινόμενος» και περίμενε δράση λυσσαλέα. Kι όταν εμφανίστηκε ο Ηρακλής Κωτσόπουλος, ξέσπασε σε παλαμάκια παταγώδη, σαν να ’λεγε: «Επιτέλους. Τώρα αρχίζει η γρήγορη πλοκή και θα χαρούμε φόνους και, διάβολε, θα ακούμε».

Και πραγματικά. Μίλησε ο Ηρακλής σε μια κατάσταση έξαλλη, σαν πληγωμένο θηρίο, όταν αντίκρισε την γυναίκα του και τα παιδιά του που τους είχε κάνει έξωση σαν κακοπληρωτές ραδιοφώνου ο Λύκος, αλλά μετά την πρώτην εντύπωση, θες κι επειδή κουράστηκε να γκαρίζει ο Ηρακλής, έπεσε ο τόνος πάλι κι άρχισε εκείνο το... ήνων... Μυκήνων... δγιά μου... οϊμέ... «Μας υποχρέωσες κι εσύ», είπε ένας άνθρωπος, και «Σσσς», είπε ένας χωροφύλακας.


Το έργο τραβούσε το δρόμο του. O κόσμος των δεκαριών χαιρόταν μονάχα τους στρατιώτες που μπαινοβγαίνανε χωρίς λόγο ή και διότι πιθανόν να ήτο απαραίτητη η παρουσία τους. Tα χρώματα των στολών ήταν πολύ ωραία. Και σε ορισμένα σημεία, που είτε επειδή οι επί σκηνής φώναζαν περισσότερο, είτε επειδή η πίεση της Επιδαυριακής ατμόσφαιρας είχε μεταπτώσεις, το αυτί μου έπιανε τα λόγια από ποιητικότατη μετάφραση. Λυπήθηκα που άκουσα μονάχα τα μισά.

Γιατί διαλέχτηκε, όμως, αυτό το έργο για να προσφερθεί σα δώρο στους 11.270 θεατάς που έκαναν τον κόπο Κυριακάτικα να διανύσουν 350 χιλιόμετρα και να φύγουν οι μισοί απογοητευμένοι, δεν μπόρεσα ακόμα να το καταλάβω. Και λέω οι μισοί, διότι οι άλλοι μισοί θ’ άκουσαν και τί λέγανε, και κατά κάποιο τρόπο θα ικανοποιήθηκαν. Οι άλλοι απλώς το είδαν. Δεν το άκουσαν. Αλλά και τα χειροκροτήματα που ακούστηκαν δεν ήταν 11.270 ενθουσιασμένων κι έδειχναν πως το έργο δεν άρεσε.

Είμαι όμως περίεργος να μάθω κάτι. Αν παρουσίαζα εγώ ένα τέτοιο έργο —χωρίς ν’ αναφέρω βέβαια μέσα τα ονόματα Ηρακλής, Κρέων κ.λπ., πριν ανακαλυφθεί ότι το ’γραψε ο Ευριπίδης, κι έλεγα πως το ’γραψα εγώ— θα μου το ανέβαζε το Εθνικό Θέατρο ή θα μου το απέρριπτε με την υποσημείωση πως είναι λιγάκι «πλαδαρό»; Απλώς μια σκέψη κάνω.

O Ηρακλής, αφού είπε πολλά και διάφορα στη γυναίκα του και στους θεατάς, χώθηκε στο Ανάκτορο και σκότωσε τον Λύκο τον κακό. Στον Λύκο τον κακό, πολύ καλός ήταν ο κ. Γκίκας Μπινιάρης. Αλλά ο Ηρακλής δεν προλαβαίνει να χαρεί την ευτυχία και το μεγαλείο του. Διότι στα κεραμίδια των Ανακτόρων εμφανίζεται μια κοπέλα στα άσπρα ντυμένη και μας λέγει πως λέγεται Ίρις. Αυτή λέει πολλά και διάφορα επί της στέγης, φωτισμένη με προβολείς και σε λίγο εξαφανίζεται. Και τότε ακούγεται μια άλλη στην άλλη άκρη των κεραμιδιών χωρίς να φωτίζεται, ντυμένη στα μαύρα (μόνο το κεφάλι της φαινότανε και δυο χέρια που κουνιόντουσαν) και μας είπε χωρίς να την ρωτήσουμε πως το όνομά της είναι Λύσσα.

Σε λίγο βγαίνει μαινόμενος, όχι ο Ηρακλής, αλλά ένας αγγελιαφόρος, που τον έκανε ο Καζής, και λέει στους γέροντες, που δουλειά δεν έχουν σ’ όλες τις τραγωδίες και ξημεροβραδιάζονται έξω από τα ανάκτορα σα να ’ναι καφενές, πως ο Ηρακλής τρελάθηκε, λύσσαξε από τη Λύσσα και σκότωσε τη γυναίκα του κι έσφαξε τα τρία του παιδιά.

Αυτός ο Καζής, ή τερατολόγος ήτανε ή γεννημένος κουτσομπόλης. Το τί απίθανα πράματα μας έλεγε, δεν μπορώ να σας τα περιγράψω. Λύσσαξε εις το λέγειν αυτό το παιδί.

— Και μπαίνω, που λέτε, και βλέπω... και κάνω και δείχνω... κι όπως ήταν εκεί η γυναίκα του... εκεί τα δυστυχή παιδιά του... και βουτάει το μαχαίρι... και, και... και όλο τέτοια.

Και δε βρέθηκε ούτε ένας άνθρωπος από τους υποτιθεμένους σώφρονας γέρους του χορού να του πει:

— Καλά βρε παιδάκι μου, στόμα δεν είχες να φωνάξεις, αλλά μας φέρνεις προ τετελεσμένου γεγονότος; Μέσα γινόταν μακελειό και κόπτομε κιμά παρουσία του πελάτου, κι αντί να τρέξεις να φωνάξεις γιατρό έκατσες κι αποστήθισες τί είπε ο Ηρακλής και τί απάντησε η γυναίκα του; Και καλά, σκότωσε το πρώτο του παιδί, σκότωσε και το δεύτερο, το τρίτο δεν φώναξε, δεν τσίριξε;

Nά γιατί σας λέω πως μου έμειναν αμφιβολίες. Πιθανόν ο Καζής να εξηγούσε ότι τα έσφαξε απάνω στον ύπνο και γι’ αυτό δεν ακούστηκε φωνή. Πάντως το μόνο που κατάλαβα, ήταν πως εξηγούσε τί συνέβη μέσα στα Ανάκτορα. Αλλ’ εν τοιαύτη περιπτώσει, απορώ γιατί δεν πρόσθεσε και μερικούς φόνους ακόμα, ώστε το έργο να γίνει πιο ρεαλιστικό. Εδώ επρόκειτο περί κοτζάμ Ηρακλέους κι ένας Ηρακλής που παλεύει με λιόντες και πνίγει τρικέφαλους σκύλους στου Άδη, οϊμέ, τα σκοτερά παλάτια, δεν μπορεί να κάνει 4 φόνους μονάχα σα να ’ναι κανένας λοχίας Ζουρνατζής, τη στιγμή μάλιστα που διαθέτει ρόπαλο, μυϊκή δύναμη Καρπόζηλου κι επί πλέον λυσσασμένος. Εδώ άνθρωποι νηφάλιοι και πετυχαίνουν καμιά φορά καλύτερα αποτελέσματα. Εδώ ακούμε κατεδικάσθη διά 17 φόνους και σηκώνουμε τους ώμους. Δεν ξέρω με ποιόν αριθμό εγκλημάτων μπορεί σήμερα να ξαφνιαστεί ένας θεατής, αλλά 4 φαίνονται, σε μας που έχουμε πάθει ένα είδος ανοσίας, απλή αστυνομική παράβαση. Εδώ και τους 300.000 νεκρούς της Χιροσίμα ακόμα τους συνηθίσαμε.

Σάμπως τα σκότωσε κι αυτά που έλεγε ο Καζής; Tα τρία παιδιά που μας είπε ότι τα ’σφαξε ο Ηρακλής, τα είδα να παίζουν ωραιότατα μετά το τέλος της παραστάσεως απ’ έξω. Καθαρές απάτες δηλαδή. Ίσαμε να δώσουμε τα λεφτά μας, σαν τα πανηγύρια με το ακέφαλο σώμα. Κρύφτε τα τουλάχιστον μωρέ, να μην τα βλέπουμε ώστε να τα νομίζουμε πως είναι πεθαμένα. Ή τουλάχιστον δώστε τους εντολή να λένε πως προορίζονται για άλλη παράσταση κι ότι θα σφαχτούν την άλλη Κυριακή.

Στο τέλος συνέρχεται ο Ηρακλής από τη λύσσα κι αποφασίζει ν’ αφήσει τη ζωή, μα τότε, παρουσιάζεται ο Θησέας, του λέει νά ’ρθει στην Αθήνα για να ξεχάσει, και τον πείθει να υπομείνει το πεπρωμένο.

Σωστά. Nά ’ρθει εδώ ο Ηρακλής, που το μέλλον του θα ’ναι εξασφαλισμένο και ν’ απολυσσάξει με τη ζέστη. Και πού ξέρεις; Μπορεί να γίνουν και τίποτα ανδρικά καλλιστεία και να βγει «μίστερ Ελλάς» και να μας δηλώσει κι αυτός πως τα «χόμπι» του είναι η κολύμβηση κι η ιππασία και πως χωρίς άλογο του είναι αδύνατο να κινηθεί, διότι από μικρός βγαίνοντας για ψώνια καβάλαγε άλογο και τράβαγε Ερμού, μπαίνοντας έφιππος στα μαγαζιά και φτάνοντας στον χώρο του Στρατηγείου τ’ άφηνε να βοσκήσει εις τας λειβαδέας της Καπνικαρέας. Έτσι είναι. Άμα συνηθίσει κανείς το άλογο από μικρός, δυσκόλως το στερείται.

Κι όσο για δουλειά, όρεξη να ’χει και του υποσχόμεθα υπερωρίες. Υπάρχει το τέρας της Φοροδιαφυγής, ο Λιόντας της Ατσιδοσύνης, τα μήλα και συλλήβδην τα φρούτα που κατάντησαν χρυσά, η κόπρος των βοτσάλων. Καλοδεχούμενος θα ’ναι μετά ή άνευ ροπάλου, να τον βάλουμε τροχονόμο να βάλει σε τάξη τους αφηνιάσαντες ίππους του Διομήδη, του Αρχιμήδη, του Αριστείδη και παντός καθημένου στο βολάν, διότι μήτε «πράσινα κύματα» μας σώζουν πια, μήτε κόκκινα. Έλα, πεχλιβάνη Ηρακλή να τρομάξουν οι μανδαρίνοι και να χαθούν στα Τάρταρα της γης. Έλα αγόρι μου με τον Κάπρο σου να τον αμολάς κυριακάτικα ν’ ανοίγει δρόμο στον «Άγνωστο», διαλύοντας τους αστυφύλακες, γιατί δεν είναι βιολί αυτό, να παραλύει ο ρυθμός της Αθήνας για μια κατάθεση στεφάνου. Έλα εδώ Ηρακλή και σου υποσχόμεθα τον στέφανον αυτόν να σ’ τον κοτσάρουμε στο κεφάλι, αν μας απαλλάξεις από την αστυνομική Ζώνη της Απόλυτης περιφρονήσεως προς τον κοινόν νου.

Αυτά που λέτε είδα, χωρίς όμως ν’ ακούσω, στην Επίδαυρο. Και μετά έτρεξα αναστατωμένος και βούτηξα το αυτοκίνητό μου για την επιστροφή. Κακά προαισθήματα πλημμύριζαν την ψυχή μου. Θέλεις να εμφανισθεί καμιά Λύσσα στα κεραμίδια και να βρω σφαγμένα τα παιδιά μου στο γυρισμό; Aς πατήσω γκάζι να προλάβω καμιά συμφορά. Kαι πάτησα που λέτε γκάζι κι άρχισα να προσπερνάω ένα ένα τ’ αυτοκίνητα, μέσα σε αποθέωση σκόνης.

Kι απάνω που προσπερνούσα το πέμπτο, που μου φάνηκε πως βραδυπορούσε, ακούω έναν μοίραρχο που πετάχτηκε μπροστά μου, γιατί παραφύλαγε φαίνεται, να φωνάζει και να ωρύεται:

— Γιατί, γιατί προσπερνάς τ’ αμάξια μωρέ; Δεν ξέρεις πως απαγορεύεται; Χώσου στη σειρά σου... ρατά... σταρδε...

Και μου έλεγε κι άλλα λόγια πικρά στα σκοτεινά, ώσπου απομακρύνθηκα και δεν άκουγα πια τί έλεγε.

Μέχρι Ναύπλιο πήγα καροτσάκι πίσω από ένα λεωφορείο. Δεν υπήρχε λόγος να βιάζομαι. Η Λύσσα απεδείχθη ότι είχε εμφανισθεί στη Στέγη της Χωροφυλακής Επιδαύρου.


Στις 12 και μισή βρέθηκα στην Κόρινθο. Μπήκα σ’ ένα μαγαζί με φώτα και ζήτησα να φάω. Οι άνθρωποι ήταν πονετικοί και μου φέρανε ένα πιάτο φαΐ, αλλά κρύο. Τους ρώτησα γιατί τέτοια μέρα δεν ανάβουν φωτιά —μια και θά ’ρθουν κι άλλοι από το Φεστιβάλ λυσσασμένοι, της πείνας της φαρμακερής παιδιά— κι έλαβα την απάντηση πως και πέρυσι που κρατήσαν τις φωτιές αναμμένες, λίγοι περάσανε. Τα ίδια μου είπαν και πέρυσι στο Ναύπλιο, σ’ ένα υποτίθεται κεντρικό μαγαζί. Kαι το αποτέλεσμα θα ’ναι, του χρόνου, να παίρνουν όλοι φαΐ μαζί τους πηγαίνοντας στην Επίδαυρο για να λαμβάνει μετά την παράσταση χώραν και το Φεστιβάλ του Τσιγγαναριού ή να σκορπίζονται οι περισσότεροι στα ενδιάμεσα χωριουδάκια του Κρανιδιού ή των Μπρουντζέικων, όσοι απεχθάνονται το παγωμένο λίπος και να προτιμούν τους χωρικούς μαγαζάτορες που από βλακεία φαίνεται κατορθώνουν να έχουν φωτιά όλη τη νύχτα και να σιγοψήνουν αρνιά και κοκορέτσια και να ’χουν κυριακάτικα και φρέσκο χωριάτικο ψωμί. Δυο οκάδες κάρβουνα, που ν’ ανάβονται κατά τις 12, με τη λήξη του Φεστιβάλ, ώστε να προσφέρονται μερίδες ζεστές, είναι φαίνεται κάτι το ασύλληπτον που δεν μπορεί να χωρέσει το μυαλό του Ναυπλιέως και Κορινθίου καταστηματάρχου.

Το Φεστιβάλ κάνει το καθήκον του. Φέρνει επί 4 βδομάδες από 15.000 ανθρώπους κάθε Σαββατοκύριακο. Ουδείς δε απ’ αυτούς, μετά τη λήξη της παραστάσεως, διανοείται να φάει στην Κόρινθο. 15.000 άνθρωποι προς 20 δρχ. το κεφάλι μάς κάνουν 300.000 δρχ. Αυτό το ποσόν κατορθώνει ο Τουρισμός και το φέρνει στον Νομό Αργολιδοκορινθίας, κύριοι, στα πόδια σας. Κανείς δεν ενδιαφέρεται να τα μαζέψει;

Ώρες είναι μου φαίνεται ν’ ανοίξω κανένα πατσατζίδικο στην Νταλαμανάρα με ισπανικά νούμερα και να τα μαζεύω εγώ.

Όπως βλέπετε, έλυσα κι αυτό το πρόβλημα.

Χαρούμενος τώρα που βρήκα επιτυχείς λύσεις, προχωρώ για την Αθήνα. Προσπερνώ χάριν γούστου δυο θηριώδη ιδιωτικά με πλούσια τα ελέη εις μέταλλα και προφυλακτήρες, αισθάνομαι νικητής για δυο χιλιόμετρα και νιώθω άνετα στο βολάν. Βλέπω στη διαδρομή σταματημένα φορτηγά και ιδιωτικής χρήσεως ν’ αλλάζουν νυχτιάτικα λάστιχα και λέω γελώντας:

— Δεν είναι τίποτα. Λάστιχα είναι, τρυπάνε. Αλλάχτε τα.

Μέχρι τα Μέγαρα γίνομαι πειραχτήρι. Μέχρι Μεγάλο Πεύκο, σαρκαστής. Γελούσα σαρδονίως μέσα στη μαύρη νύχτα. Έξω από τη «Χαλυβουργική», αισθάνθηκα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Είπα να σταματήσω, αλλά επειδή ήταν σκοτεινά, αποφάσισα να το πάω μέχρι τα Διυλιστήρια, ώστε φέγγοντας η φλόγα του φωταερίου να δω τί συμβαίνει. Έκανα όμως τρακόσια μέτρα και στάθηκε αδύνατο να προχωρήσω. Αναγκάστηκα να κατέβω και ν’ ανάψω σπίρτα.

Τίποτα το σοβαρό. Λάστιχο με είχε πιάσει. Kαι τα λάστιχα τρυπάνε. Kαι όταν τρυπάνε, τ’ αλλάζεις. Kαι για να τ’ αλλάξεις γίνεσαι χάλια. Kι όταν γίνεσαι χάλια βλαστημάς και τα βάζεις με τις εταιρείες που πάνε και φτιάχνουν τα πρατήριά τους όπου έχει φως.

Τί έλεγα πριν; Πως θ’ ανοίξω κέντρο στην Νταλαμανάρα; Λοιπόν, σκέφτηκα πως θα κάνω κάτι καλύτερο. Θ’ ανοίξω βουλκανιζατέρ απέναντι από τη «Χαλυβουργική». Θα βάλω φωτεινή επιγραφή META TO ΦEΣTIBAΛ EΠIΣKEΦΘΕΙTE MAΣ - ΔIANYKTEPEYOMEN. Το κακό είναι πως μόλις τ’ ανοίξω εγώ, τότε είναι που θα κυκλώσουν 10 βουλκανιζατέρ κατά το Ρωμαίικο σύστημα. Σάμπως τα ίδια δεν κάνανε με τα σουβλάκια; Ένας πρωτάρχισε, και πλημμύρισε η Αθήνα. Tα ίδια μήπως δεν κάνανε και με τα παγωτά χωνάκια; Αλλά Ρωμιοί δεν είμαστε; Tί περιμένεις;

Μπάφιασα με την αλλαγή της ρόδας. Αισθάνθηκα να διψώ. Ήθελα να πλύνω και τα χέρια μου. Πουθενά δεν φαινόταν καφενείο. Aχ, να είχα ένα παγωτό, ευχαρίστως θα το ’τρωγα. Θα ’πρεπε σε μια τόσο μεγάλη διαδρομή να υπήρχαν μερικά καταστήματα, ώστε να δροσίζεται κανείς μ’ ένα παγωτό.

Το βουλκανιζατέρ το έβλεπα μάλλον παθητικό. Το παγωτό χωνάκι το ’βλεπα με προοπτική. Ας φτάσω με το καλό στην Αθήνα και βλέπουμε. Αυτά τα πράγματα δε θέλουν βιασύνη.

Έβαλα μπρος και συνέχισα. Ήταν μαγεία η θάλασσα. Ανέπνευσα το ζωογόνο ιώδιο. Μετά από τέτοια διαδρομή και μετά την απώλεια τόσων θερμίδων, ο οργανισμός του ανθρώπου ευχαρίστως δέχεται ένα σουβλάκι πικάντικο. Αλλά πού να βρεις σουβλάκι τέτοια ώρα.

Πήρα τα κεφάλαιά μου από τα παγωτά και δοκίμασα να τα ρίξω όλα στο πρότυπον Σουβλακοπωλείον. Έβλεπα κιόλας το κατάστημά μου γεμάτο καπνούς και κνίσες, την γυναίκα μου να μην προλαβαίνει να σερβίρει, εγώ στον πάγκο να τακτοποιώ τα λεφτά χωριστά τα πενηντάρικα και χωριστά τα κατοστάρικα και τα δυο μου παιδιά με καθαρά ρουχαλάκια να στέκονται στην πόρτα και να φωνάζουν: «Για περάστε κύριοι, που διανυκτερεύομεν... Για περάστε...».

Να δουλέψω 10 χρόνια έτσι, 10 φεστιβαλικές σεζόν γεμάτες, και κλείνοντας τα μάτια μου κάποτε ν’ αφήσω στους γιους μου μια ανθούσα επιχείρηση.

Ξημερώματα, από κάποιο λόφο του Σκαραμαγκά, αντίκρισα τα χώματα της Aθήνας. H καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Άραγε θα με γνώριζαν όταν θα έφτανα στο σπίτι μου έπειτα από τόσον καιρό; Σαράντα δύο ετών τους είχα εγκαταλείψει. Πώς να ’γιναν τα παιδιά μου έπειτα από τόσο μακρύ χωρισμό;

Έξω από το σπίτι μου ένα παλληκάρι ωραιότατο με περίμενε, ώς 20 ετών απάνω κάτω.

Το έσφιξα τρυφερά στην αγκαλιά μου.

— Παιδί μου, δεν με αναγνωρίζεις; Πώς μεγάλωσες έτσι;

Και φίλησα τον έκπληκτο γαλατά.

http://www.greek-language.gr/



Ο πενόμενος Ηρακλής και η θλιμμένη πριγκίπισσα

Γελοιογραφία του Μποστ από την Ελευθερία, 31 Μαρτίου 1963.

Ο τίτλος του σκίτσου είναι βέβαια λογοπαίγνιο με την τραγωδία Ηρακλής μαινόμενος του Ευριπίδη. Ο Μποστ, με αφορμή μια παράσταση της τραγωδίας αυτής στην Επίδαυρο, έχει γράψει ένα απολαυστικό κείμενο .
Αν όμως ο Ηρακλής του Ευριπίδη είναι μαινόμενος, ο Ηρακλής του Μποστ στην Ελλάδα της καραμανλικής οχταετίας είναι πενόμενος. Πενόμενος και μετανάστης. Είναι μάλιστα, όπως διαβάζουμε, ο ένας από τους δύο Ηρακλείς του στέμματος· κι επειδή ο βασιλιάς αρκείται να εκπροσωπεί το μισό του ελληνικού λαού, τη δεξιά εννοώντας, αγνοώντας το άλλο μισό, οι δυο Ηρακλείς έκαναν συμβούλιο και αποφάσισαν πως ο ένας περισσεύει. Πήρε λοιπόν τα μάτια του ο Ηρακλής κι έφτασε στην Τσινετσιτά, ζητώντας να παίξει έστω ρόλους κομπάρσου.
Τι είχε συμβεί; Τις μέρες εκείνες, ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε στείλει επιστολή στον βασιλιά Παύλο ζητώντας του να προκηρύξει εκλογές λόγω του ότι η κυβέρνηση είχε προκύψει από εκλογές βίας και νοθείας, το 1961. Το διάβημα αυτό φυσικά δεν μπορούσε ποτέ να τελεσφορήσει, όμως αντί του βασιλιά απάντησε ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, ότι η κυβέρνηση απολαμβάνει την εμπιστοσύνη του Ανώτατου Άρχοντα, μια ενέργεια μάλλον άγαρμπη που έδωσε λαβή στον αντιπολιτευόμενο τύπο να κατηγορήσει τον βασιλιά ότι επιτρέπει στον Καραμανλή να τον εκπροσωπεί, και ταυτόχρονα έδωσε έμπνευση στον Μποστ για το υπέροχο εύρημα. Φυσικά, μετά από λίγες εβδομάδες, οι εξελίξεις θα προχωρήσουν καταιγιστικά: η επίσκεψη Φρειδερίκης στο Λονδίνο και το χαστούκι (που μάλλον δεν δόθηκε ποτέ) από την Μπέτυ Αμπατιέλου, η δολοφονία Λαμπράκη και η αποχώρηση Καραμανλή θα αλλάξουν άρδην το πολιτικό σκηνικό.
Η άλλη πρωταγωνίστρια του σκίτσου είναι η θλιμμένη πριγκίπισσα, η Σοράγια. Κόρη Πέρση διπλωμάτη και με μητέρα Γερμανίδα, η Σοράγια Εσφαντιαρί παντρεύτηκε με μεγάλη χλιδή τον Βασιλέα των Βασιλέων, τον Σάχη της Περσίας το 1951, αλλά καθώς τα χρόνια περνούσαν τα χρόνια χωρίς τον πολυπόθητο διάδοχο ο Σάχης τη χώρισε το 1958. Η Σοράγια τότε επέστρεψε στην Ευρώπη και προσπάθησε να κάνει καριέρα σαν ηθοποιός. Με τον Λαουρέντις είχαν ξεκινήσει την ταινία «Μεγάλη Αικατερίνη». Τελικά η ταινία δεν τελείωσε ποτέ –και εδώ ο Μποστ βγαίνει προφητικός αφού βάζει τον Λαουρέντις να λέει «ουδέποτε αυτό το φιλμ προώρισται ν’ αρχίσει». Η ιστορία της Σοράγιας είχε αφήσει τη σφραγίδα της στην επικαιρότητα της εποχής. Στην οικογένειά μου, μου λένε, είχαμε μια γάτα σιαμέζα που δεν έκανε γατάκια, και φυσικά ονομάστηκε κι αυτή Σοράγια.
Η σύνθεση του Μποστ έχει λιγότερους υπαινιγμούς από άλλα σκίτσα του. Οι δυο μακρόσυρτοι μονόλογοι, του Ηρακλή και του Λαουρέντις, θυμίζουν, ιδίως ο δεύτερος, τα έμμετρα θεατρικά που έγραψε αργότερα ο Μποστ με τον βραδυφλεγή σουρεαλισμό τους. Οι εκφράσεις των προσώπων είναι έξοχες (ακόμα και της λεοντής!) ενώ από γλωσσική πλευρά θα επισημάνω το αχτύπητο «οι λεβέντεις» απ’ όπου συμπεραίνουμε ότι στη μπόστειο γραμματική ο λεβέντης κλίνεται όπως ο τίγρης. Αγνοώ τι σημαίνει το εντός παρενθέσεως κείμενο πλάι στον τίτλο («διστιχώς ζοή-μίσος κε εν Τσινετσιτά»), ενώ ο τελευταίος στίχος του Λαουρέντις (Γυρίζεις πλέ
ον ώριμος στην πατρική σου χώρα) μου φαίνεται ακαθόριστα οικείος, αλλά μπορεί να γελιέμαι.
Όπως είπα πιο πάνω, η ταινία του Λαουρέντις δεν τελείωσε ποτέ. Και γενικά, οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας είχανε κακά στερνά. Ο θρόνος στην Ελλάδα εξευτελίστηκε με την εμπλοκή του στα Ιουλιανά και στη Δικτατορία, κι έτσι ο Ηρακλής του στέμματος βγήκ
ε οριστικά στη σύνταξη. Ο Σάχης της Περσίας παντρεύτηκε, με ακόμα μεγαλύτερη γκλαμουριά, τη Φαράχ Ντιμπά, που του χάρισε τον πολυπόθητο διάδοχο, αλλά τούς σάρωσε η ισλαμική επανάσταση, ενώ η Σοράγια έζησε στην Ευρώπη δυστυχισμένη, όπως λένε. Πέθανε το 2001, σε ηλικία 69 ετών στη Γερμανία. Αντίθετα, ο Ντίνο ντε Λαουρέντις πήγε στην Αμερική, όπου έκανε πολλές και καλές ταινίες (πρόχειρα θυμάμαι το Σέρπικο, αλλά έκανε ένα σωρό) και γύριζε ταινίες μέχρι τα τελευταία χρόνια –κι ακόμα ζει και βασιλεύει, στα ενενήντα του. Όπως ζει και βασιλεύει και ο Μποστ, μέσα από τα δημιουργήματά του.
http://www.sarantakos.com/ 


Δείτε περισσότερες γελοιογραφίες 
http://www.sarantakos.com/asteia/mpost.html 

Σκίτσα του Μποστ -Η ρακένδυτη Ελλάς, ο Πειναλέων και η Ανεργίτσα- επίκαιρα όσο ποτέ [εικόνες]



Το 1958 ο Μέντης Μποσταντζόγλου, ο γνωστός Μποστ, σχεδίασε μια σειρά γραμματοσήμων για να σχολιάσει την επικαιρότητα της εποχής εκείνης. Η Ανεργίτσα και ο Πειναλέων ήταν τα δύο παιδιά της μετεμφυλιακής ρακένδυτης Ελλάδας.

Μια μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη φωτίζει τον Μποστ και 42 γελοιογραφίες του μοιάζει να μιλούν για το σήμερα της κρίσης και της φτώχειας.

Η Ανεργίτσα με την αξιοθρήνητη περικεφαλαία, τον φιόγκο και το βιβλιάριο απόρου κορασίδος και ο Πειναλέων με το ναυτικό πηλήκιο και τη σφεντόνα δίπλα στην φτωχή γερασμένη, ξεδοντιασμένη και κατάκοπη μητέρα τους, την μαμά Ελλάδα, ρίχνουν τα σαρκαστικά βέλη τους κατά της εξουσίας με τα χαμογελαστά αλλά ξεψυχισμένα πρόσωπά τους. Ποιος όμως θα φανταζόταν ότι εκείνοι οι αντιήρωες της μετεμφυλιακής Ελλάδας θα είχαν, δυστυχώς για την έννοιά τους, ευτυχώς για την καλλιτεχνική τους αξία, τόση απήχηση μέχρι σήμερα.

Σε ένα από αυτά τα γραμματόσημα ο Μποστ είχε ζωγραφίσει τον κυβερνήτη του ιστιοφόρου «Ζάλονγκον»- τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου να ταξιδεύει στη Γερμανία για να ζητήσει δάνειο. Στο περιθώριο του γραμματοσήμου αναγράφονταν οι εξής στίχοι, πάντα γραμμένοι εντελώς ανορθόγραφα, μια συμβολική γραφή που ο Μποστ εισήγαγε: «Πάμε στο άγνωστο για μάρκα με ελπίδα – να ζητιανέψουμε σε τόπους μακρυνούς – να ορθοποδήσουμε πριν έρθη καταιγίδα – και αμνηστέβουμαι κε άλλους Γερμανούς – Σκίσον πλοίον τας θαλάσας – εις την Μπον να είμε φτάσας – Σκίσον τα νερά προπέλαι – Αραχνιάσαν αι μασέλε». Πόσο σημερινό!

Από καιρού εις καιρόν η αλήθεια είναι ότι αυτοί οι χαρακτήρες του Μποστ επανέρχονται στην επικαιρότητα και πολλοί τους θυμούνται μάλλον με λύπηση ενώ άλλοι με σαρκασμό. Τότε τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας ήταν η ανεργία, η φτώχεια που επέλαυνε με περικοπές στους μισθούς και πληθωρισμό, οι πελατειακές σχέσεις και το άρρωστο διεφθαρμένο κράτος ενώ η κοινωνία βίωνε απελπισία και απόγνωση. Σας θυμίζουν τίποτα όλα αυτά; Βγαλμένα από το σήμερά μας, η Ελλάδα δυστυχώς δεν έχει βελτιωθεί και πάρα πολύ από τότε, αν και υπήρξαν ανά περιόδους ψήγματα ανάπτυξης και προόδου που είτε κάλυπταν τις μόνιμες αδυναμίες ενός κράτους που δημιουργήθηκε πάνω σε σαθρές υποδομές ή διεφθαρμένες νοοτροπίες που μας τραβάνε πίσω και εμποδίζουν την δημιουργικότητα και τον ενθουσιασμό κάποιων από μας, ίσως των πιο αδύναμων.

Τα συνήθη θύματα της κρίσης βρήκαν τον εαυτό τους στους χαρακτήρες της Ανεργίτσας και του Πειναλέοντα.

Ο μικροαστός ή μικρομεσαίος αλλά και μεσοαστός Ελληνας του σήμερα όπως και την δεκαετία του '60 συναντά τους δυο απογόνους της ψωροκώσταινας στην διπλανή του πόρτα, στον δρόμο για τη δουλειά του, στη στάση του λεωφορείου, στην παρέα του, στην οικογένειά του.

Η εξάρτηση της Ελλάδας από τον ξένο παράγοντα, η μόνιμη δανειοδότηση του κράτους μας από τους συμμάχους- εταίρους μας, τα κακώς κείμενα της πολιτικής ζωής στη χώρα μας, οι πελατειακές σχέσεις πολιτών και πολιτικών, η διαφθορά και η κακή πλευρά του Ελληνα που σατιρίζονταν τότε υφίστανται ακόμα.



ΣΤΙΧΟΙ 


Στίχοι:Μέντης Μποσταντζόγλου Μουσική:Μίκης Θεοδωράκης

Η ρομβία αφιχθέντος και σταθέντος στη γωνιά
μελωδίας μας παράγει ευφρανθείς η γειτονιά
βγαίνει πρώτον ο μπακάλης και μετά ο γαλατάς
πλην οργής εξερχομένη και πολύ το μελετάς

Χαίρε λυπηρά ρομβία,
δυστυχής είμε φέβγων
και αναχωρών εν βία
η νεάνις μην ιδών.

Την επαύριον ημέραν στην γωνίαν μου σταθείς
καταπλεύσας η ρομβία ήτο πάλιν αφιχθείς
αηδόνες είναι ψάλλων, παραδείσια πουλιά
πτερουγίζουν καρδερίνε στα ξανθά της τα μαλιά

Χαίρε εύθυμος ρομβία
η νεάνις κατελθών
δήθεν πήγε διά κομβία
και εθεάθη εξελθών



Στίχοι:Μέντης Μποσταντζόγλου Μουσική:Μίκης Θεοδωράκης

Η Νήσος Των Αζορών

Ένα πλοίον ταξιδεύον
με υπέροχον καιρόν
αιφνιδίως εξοκείλει
ανοιχτά των Αζορών

Κι ένας νέος με μιαν νέαν,
ωραιότατα παιδιά
φθάνουν κολυμβών γενναίως
εις πλησίον αμμουδιά

Ζώντας βίον πρωτογόνου 
και ο νέος με την κόρη
κοίταζαν και κάπου κάπου
εάν έρχεται βαπόρι

Αλλά φθάσαντος χειμώνος
και μη φθάνοντος βαπόρι
απεβίωσεν ο νέος
και απέθανεν η κόρη

Αργότερα αργότερα
πλησίασαν δυο κότερα
ήρθε κι ένα βαπόρι
ματαίως ψάχνον για να βρει
ματαίως ψάχνον για να βρει
τον νέον και την κόρη

Κατηραμένη νήσος,
νήσος των Αζορών
που καταστρέφεις νέους
και θάπτεις των κορών

Να πέσει τιμωρία
από τον ουρανόν
να λείψεις απ' τους χάρτας
και των ωκεανών.




Οι νεκροθάπται

Στίχοι: Μέντης Μποσταντζόγλου
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος

Εις το φέρετρο θα έμπω
και στο μνήμα της θα μπω
να με θάψουν νεκροθάφται
με αυτήν που αγαπώ.

Η κακούργος κοινωνία
που μας χώρισε σκληρά
να χαρεί και ν’ απολαύσει
δύο πτώματα νεκρά.

Φέρτε κόλλυβα, λαμπάδες
και να έρθεις να με βρεις
να με κλάψεις ξαπλωμένον
παραπλεύρως της νεκρής.

Ετοιμάσατε πλερέζας
βάλτε μαύρον ρουχισμόν
ήρθαν σκοτειναί δυνάμεις
και διακόψαν τον δεσμόν.

Μαύρα, φίλοι μου, να βάλτε
τρέξατε να βρειτε ψάλται
ευρίσκομαι νεκρός
πεθαμένος και νεκρός.

Ψάλται και κανδηλανάφται
το κορμί μου αναπαύτε,
κλαύσατε πικρώς.



Χαράματα

Στίχοι: Μέντης Μποσταντζόγλου
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος

Πέρα απ’ τα βουνά, υπάρχει ένας λαός
Χαράματα χαράματα, σε γνώρισα
κι ήρθαν και με ρώτησαν
ποιος θα μας κρατήσει συντροφιά

Πέρα απ’ την σιωπή, υπάρχει μια φωνή
μεσάνυχτα μεσάνυχτα σ’ αρνήθηκα
κι ήρθαν και με φώναξαν
ποιος θα μας ανάψει τη φωτιά

ΠΙΝΑΚΕΣ 













Πίνακες από 












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου