Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (27 Δεκεμβρίου 1809 - 16 Ιανουαρίου 1892)

Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (27 Δεκεμβρίου 1809 - 16 Ιανουαρίου 1892) ήταν Φαναριώτης λόγιος, ρομαντικός ποιητής της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής, πεζογράφος, καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διπλωμάτης.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στο Μέγα Ρεύμα (Αρναούτκιοϊ) στις 27 Δεκεμβρίου του 1809. Μητέρα του Αλέξανδρου ήταν η Ζωή Λαπίθη, κόρη του Ευστάθιου Λαπίθη από τη Ζαγορά του Πηλίου, ο οποίος είχε ασχοληθεί με το εμπόριο πολύτιμων λίθων και είχε οικονομική άνεση. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο Βουκουρέστι, στην αυλή του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Σούτσου, που ήταν θείος του πατέρα του. Από την Κωνσταντινούπολη έφυγαν οικογενειακώς η οικογενειακή τους οικία καταστράφηκε από πυρκαγιά. Για τις πρώτες σπουδές του στα ελληνικά γράμματα ο πατέρας του είχε μισθώσει έναν Αθηναίο οικοδιδάσκαλο, τον Κωνσταντίνο Πιττάρη, ο οποίος αργότερα θα διατελέσει συμβολαιογράφος στην Αθήνα. Επίσης, πρώτος του δάσκαλος ήταν και ο Δημήτριος Χρηστίδης, μετέπειτα Υπουργός Εσωτερικών (1833, 1849) και Εξωτερικών (1841) του νεοσύστατου κράτους. Όταν ξέσπασε ο Αγώνας της Ανεξαρτησίας, η οικογένειά του, διωκόμενη από τους Τούρκους, κατέφυγε στη Στεφανούπολη της Ρουμανίας, όπου έμεινε για έναν χρόνο (1821-1822). Εκεί μικρός Αλέξανδρος πήγε σε ελληνικό σχολείο, ενώ ταυτόχρονα διδάσκεται και στο σπίτι, μαζί με τα παιδιά των ηγεμόνων, από τον δάσκαλο Κωνσταντίνο Γαλάτη. Έναν χρόνο αργότερα, την Άνοιξη του 1822, μετακόμισαν στην Οδησσό, όπου η οικογένεια έμεινε για ένα διάσημα στην οικία της Μαρίας Σούτσου, αδελφής της μητέρας του Αλέξανδρου Ραγκαβή. Ο Αλέξανδρος φοίτησε στο Λύκειο με συμμαθητή, και αργότερα συνάδελφό του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τον ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, αλλά και με τον Γρηγόριο Καμπούρογλου. Στο Λύκειο παρέμεινε για μικρό διάστημα και συνέχισε τις σπουδές του με κατ’ οίκον διδασκαλία από τον Γεώργιο Γεννάδιο, όπως και την περίοδο της διαμονής της οικογένειας στο Βουκουρέστι, ενώ στη συνέχεια φοίτησε στην Ελληνοεμπορική Σχολή της Οδησσού.  Ο Ραγκαβής ταξίδεψε στο Μόναχο το 1825 όπου και σπούδασε σε Στρατιωτική Σχολή στο σώμα των Δευτεροτόκων. Όταν αποφασίζει να εγκαταλείψει το Μόναχο, θα επισκεφθεί για λίγο καιρό τη Βιέννη, το Σάλτσμπουργκ και την Τεργέστη, όπου θα συναντήσει τον πατέρα του και θα γνωρίσει αρκετούς Έλληνες.

Στην Ελλάδα

Στις 2 Ιανουαρίου 1829 αναχώρησε για την Ελλάδα όπου εγκαταστάθηκε στο (Ναύπλιο) ως ανθυπολοχαγός του πυροβολικού.  Τον Φεβρουάριο του 1830 διορίστηκε ανθυπολοχαγός του πυροβολικού. Ωστόσο, δεν παρέμεινε στον στρατό παρά μόνο για τρεις μήνες. Δίδαξε γραμματική και ιχνογραφία στη Στρατιωτική Σχολή του Ναυτικού στο Ναύπλιο, αλλά σύντομα παραιτήθηκε, για να ασχοληθεί με την πολιτική και τις φιλολογικές και αρχαιολογικές του μελέτες. Τον χειμώνα του 1831-1832, επισκέφθηκε για πρώτη φορά την πόλη της Αθήνας, μαζί με την κυβερνητική επιτροπή που είχε αναλάβει τις διαδικασίες για την προσάρτηση της Αττικής και της Εύβοιας στα ελληνικά εδάφη.Στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο Ραγκαβής δεν φαίνεται να έλαβε μέρος άμεσα, όταν όμως πρόεδρος της προσωρινής επιτροπής ανέλαβε ο Αυγουστίνος Καποδίστριας (1831), έφυγε από το Ναύπλιο και πήγε στην Περαχώρα με τους συνταγματικούς του Κωλέττη.

Σταδιοδρομία στον κρατικό μηχανισμό

Στις 3 Μαΐου 1833 παίρνει τη θέση του «γραμματέα επί των εκκλησιαστικών και της δημόσιας εκπαιδεύσεως». Με βασιλικό διάταγμα, στις 29 Οκτωβρίου 1833 μετατίθεται από τη θέση του γραμματέα στη θέση του συμβούλου στο ίδιο υπουργείο. Στη θέση αυτή ανέπτυξε πολύπλευρη δραστηριότητα σε σχέση με τα εκπαιδευτικά, ενώ υπήρξε ο εμπνευστής του πρώτου οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και των οργανισμών λειτουργίας όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης (1834) ο Ραγκαβής θα παραμείνει για ένα διάστημα στο Υπουργείο Εκπαίδευσης, και με την άφιξη του Όθωνα,αλλά με την ειδικότητα πλέον του «επί της διεκπεραιώσεως Υπουργικού Γραμματέως». Μετέφρασε από τα γερμανικά αρκετά από τα βαυαρικά αρχεία και να τα προσαρμόσει στις ανάγκες του εν λόγω Υπουργείου, ενώ, σε συνεργασία με τον Σκαρλάτο Σούτσο, ύστερα από προτροπή του Όθωνα, θα εκδώσουν δωρεάν στο βασιλικό τυπογραφείο το Μαθηματικόν Σύγγραμμα, που είχαν συντάξει μαζί, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως διδακτικό βιβλίο στη Μέση Εκπαίδευση. Επίσης, μέσω της θέσης του αυτής, κλήθηκε να συστήσει διάφορους οργανισμούς που αφορούσαν τη δημόσια εκπαίδευση. Ένας από τους πρώτους οργανισμούς που δημιουργήθηκαν ήταν αυτός της διοίκησης της εκκλησίας. Μ’ αυτόν αποφασίστηκε η ίδρυση ανεξάρτητης εκκλησίας του βασιλείου, την οποία μετά από πολλές διαπραγματεύσεις αναγνώρισε και το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Επίσης, στον Ραγκαβή ανατέθηκε και το δύσκολο έργο της αναδιοργάνωσης του Ορφανοτροφείου της Αίγινας, το οποίο είχε ιδρυθεί από τον Καποδίστρια, προκειμένου να περιθάλψει τα ορφανά του πολέμου. Η οικογένεια Ραγκαβή μετακόμισε πλέον από το 1833 στην Αθήνα, ενώ ο Αλέξανδρος θα παραμείνει για λίγο καιρό ακόμα στο Ναύπλιο, λόγω της δημόσιας θέσης που κατείχε. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1834 Ραγκαβής μετέβη στη νέα πρωτεύουσα, όπου έγινε ο γάμος και της δεύτερης αδελφής του, Ευφροσύνης, με τον πλοίαρχο, κόμη Αδόλφο Ρόζεν. Στη νέα πρωτεύουσα ο Ραγκαβής ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη συγκρότηση οργανισμού για τη Μέση και την Ανώτερη Εκπαίδευση. Η προώθηση αυτού του σχεδίου προσέκρουσε σε διάφορες αντιδράσεις και από την πλευρά του αντιβασιλέα   Άρμανσμπεργκ. Στις 8 Αυγούστου 1836 διορίζεται μέλος της επιτροπής για την έκδοση διδακτικών βιβλίων. Την ίδια περίοδο, συστήθηκε και η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία που ως σκοπό είχε την καλλιέργεια και την παιδεία του έθνους. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Ραγκαβή, πολλές φορές παρεξέκλινε από το διακηρυγμένο σκοπό της και έτσι ο ίδιος παραιτήθηκε. Επίσης, στα πρότυπα της Φιλεκπαιδευτικής, συστήθηκε και η Αρχαιολογική Εταιρεία, για τη διάσωση και ενίσχυση των αρχαιολογικών ανασκαφών. Ο Ραγκαβής ήταν ένας εκ των συνιδρυτών της εν λόγω εταιρείας. Υπό την πρωθυπουργία του Ρούτχαρτ εκδόθηκε μια ανεπίσημη ελληνογαλλική εφημερίδα, Ο Ελληνικός Ταχυδρόμος, με σκοπό πιθανόν να απαντά σε δημοσιεύματα της αντιπολιτευόμενης εφημερίδας Αθηνά. Η σύνταξη του Ελληνικού Ταχυδρόμου ανατέθηκε στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή. Επίσης συμμετείχε στη σύνταξη του εσωτερικού κανονισμού του νεοσυσταθέντος Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα πραγματοποίησε ταξίδια για ένα διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, στη Βλαχία, στη Μολδαβία και στο Βουκουρέστι.  Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής και η Καρολίνα Σκην παντρεύονται στις 13 Οκτωβρίου 1840, ενώ το θρήσκευμα της νύφης θα δημιουργήσει για ένα διάστημα πρόβλημα στη δημόσια θέση που κατείχε, με αποτέλεσμα το 1841 να μετατεθεί ως διευθυντής στο Βασιλικό Τυπογραφείο, θέση στην οποία θα παραμείνει για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Στις 4 Μαΐου 1842 τον βρίσκουμε να εργάζεται και πάλι για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, στο Υπουργείο των Εσωτερικών, όπου συνέταξε τον οργανισμό λειτουργίας της Εθνοφυλακής, δανειζόμενος για το εν λόγω ζήτημα στοιχεία του νόμου της πρωσικής κυβέρνησης. Από τη θέση του αυτή εισηγηθεί και δρομολογήσει την αποξήρανση ελών, προκειμένου να επεκταθούν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ή την οργάνωση της εθνοφυλακής και τη σιδηροδρομική σύνδεση Αθήνας – Πειραιά. Το 1843 διετέλεσε για μια περίοδο σύμβουλος στο Υπουργείο των Εξωτερικών και διορίστηκε προσωρινός επόπτης του «Πολυτεχνικού Σχολείου». Το 1844, όταν εφαρμόστηκε ο νόμος που απαγόρευε την υπηρέτηση ετεροχθόνων στο δημόσιο απολύθηκε.

Καθηγητής Πανεπιστημίου

Την ίδια περίοδο επιστρέφει στην Ελλάδα ο Κωλέττης, τον οποίο ο Ραγκαβής θεωρούσε ως τον μεγαλοφυέστερο πολιτικό άντρα της εποχής, και στις 6 Αυγούστου 1844, ανέλαβε και πάλι την πρωθυπουργία της χώρας. Με βασιλικό διάταγμα, στις 11 Νοεμβρίου 1844, ο Ραγκαβής εξελέγη τακτικός καθηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου παρέμεινε ως το 1867. Ο Ραγκαβής ανέλαβε καθήκοντα καθηγητή το 1844, ξεκίνησε τη διδασκαλία από το θερινό εξάμηνο του 1845 και παρέμεινε σταθερά στη θέση αυτή μέχρι και το χειμερινό εξάμηνο του 1867. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών δίδαξε τέσσερα βασικά μαθήματα: Αρχαιολογία, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής καλλιτεχνίας, Επιγραφική και Πολιτικές αρχαιότητες.Ο ίδιος ο βασιλιάς τον διόρισε το καλοκαίρι του 1866, Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1850 εκλέγεται επίτιμο μέλος της Φιλολογικής Εταιρείας του Λονδίνου.

Πέθανε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1892 σε ηλικία 83 ετών.

Πνευματική πορεία

Στην πνευματική ζωή της χώρας άρχισε να συμμετέχει ενεργά αμέσως μετά την άφιξή του στην Ελλάδα. Το ποίημά του Δήμος και Ελένη, που μαζί με τον Οδοιπόρο του Π. Σούτσου είναι το πρώτο έργο του αθηναϊκού ρομαντισμού, δημοσιεύτηκε το 1831 και ακολούθησε μεγάλος αριθμός λογοτεχνικών αλλά και επιστημονικών έργων.Το 1834 ο Ραγκαβής θα γνωρίσει τον Κωνσταντίνο Πώπ και μαζί με τον Ιωάννη Δεληγιάννη θα εκδώσουν το πρώτο ελληνικό φιλολογικό περιοδικό με τον τίτλο Ίρις. Η διάρκεια του περιοδικού ήταν βραχεία. Το 1847 ο Ραγκαβής, με το ψευδώνυμο Χρηστοφάνος Νεολογίδης,έγραψε την πολιτική κωμωδία Του Κουτρούλη ο γάμος. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, ο παλιός συμμαθητής του, Γρ. Καμπούρογλου σε συνεργασία με τον Ραγκαβή, αποφάσισαν να ιδρύσουν ένα νέο, λογοτεχνικό κυρίως, περιοδικό την Ευτέρπη (1847-1855). Το 1849 θα αφήσει τη διεύθυνση της Ευτέρπης στον Καμπούρογλου και σε συνεργασία με τους Ν. Δραγούμη και τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, συνέταξαν ένα νέο, επιστημονικό-λογοτεχνικό περιοδικό, την Πανδώρα. Σε αυτά τα περιοδικά δημοσίευσε και αρκετά από τα διηγήματά του, καθώς και το μυθιστόρημα Ο Αυθέντης του Μορέως και τη νουβέλα Ο συμβολαιογράφος. Στα 1850 κυκλοφορεί το περιοδικό Ηώ, στο οποίο ο Ραγκαβής δημοσίευσε για πρώτη φορά το διήγημά του με τίτλο «Αι φυλακαί ή η κεφαλική ποινή». Την ίδια περίοδο μεταφράζει τον «Ροβινσώνα τoυ Κάμπε», θα συνεχίσει να γράφει στην Πανδώρα, ενώ δίνει άρθρα στην αγγλική εφημερίδα Εωθινά Χρονικά που αφορούσαν εθνικά, και άλλα, θέματα.[38] Από το 1851 συμμετείχε στην κριτική επιτροπή των ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είχε μάλιστα επισημάνει τους κινδύνους από τις ακρότητες του ρομαντισμού, παρ' όλο που το 1837 ο πρόλογός του στο δραματικό έργο του Φροσύνη αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο το μανιφέστο του ρομαντισμού στην Ελλάδα.

Έργο

Ο Α. Ρ. Ραγκαβής ήταν ευρυμαθής λόγιος με πολλά ενδιαφέροντα. Το οικογενειακό του περιβάλλον ήταν περιβάλλον λογίων: αδερφός της μητέρας του ήταν ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός και ξαδέρφια του οι λογοτέχνες Αλέξανδρος και Παναγιώτης Σούτσος. Στην αυλή του ηγεμόνα Αλέξανδρου Σούτσου στο Βουκουρέστι, όπου έζησε από το 1813 ως το 1821 ήρθε σε επαφή με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Στο Μόναχο είχε παρακολουθήσει μαθήματα του Σέλλινγκ και μιλούσε άπταιστα 2-3 ξένες γλώσσες.

Ποιητικό έργο

Πρωτοεμφανίστηκε με το εκτενές αφηγηματικό ποίημα Δήμος και Ελένη το 1831, που είναι γραμμένο σύμφωνα με την τεχνική του δημοτικού τραγουδιού και η γλώσσα του προσεγγίζει αρκετά την καθομιλουμένη. Την ίδια περίοδο επίσης έγραψε πολλά ποιήματα πατριωτικά, εμπνευσμένα από την ελληνική επανάσταση, τα οποία μιμούνται τους τρόπους του δημοτικού τραγουδιού. Το πιό γνωστό απ' αυτά είναι Ο Κλέφτης. Σε αυτά τα ποιήματα, τα οποία βέβαια απευθύνονται στο ευρύτερο κοινό, η γλώσσα του προσεγγίζει τη δημοτική. Ένα από τα πιο αξιόλογα ποιήματά του είναι η Ωδή για τον Αθανάσιο Χριστόπουλο, ποίημα που επαινούσε και ο Διονύσιος Σολωμός. Τα πρώτα έργα του είναι επηρεασμένα από τον ρομαντισμό και στον πρόλογο του δραματικού έργου του Φροσύνη (1837) παρουσίαζε την ρομαντική λογοτεχνική θεωρία και αυτοχαρακτηριζόταν ρομαντικός. Σταδιακά όμως απέρριψε τον ακραίο ρομαντισμό: οι απόψεις του και η γραφή του άρχισαν να μεταβάλλονται προς τον κλασικισμό και η γλώσσα του να γίνεται ακόμα περισσότερο αρχαΐζουσα. Παραδείγματα τέτοιων έργων είναι οι εκτενείς ποιητικές συνθέσεις Διονύσου πλους (1864) και Γοργός ιέραξ (1871), με θέματα από την αρχαιότητα.
Το ποιητικό του έργο κινείται στο κλίμα της Α' Αθηναϊκής Σχολής, υπερτερεί όμως σε σχέση με άλλα έργα των συγχρόνων του ποιητών αφού δεν έχει τα μειονεκτήματα του ατημέλητου ύφους και μέτρου και της έλλειψης ακριβολογίας. Η γλώσσα του είναι βέβαια αυστηρή καθαρεύουσα, αλλά πολύ κομψή και επιμελημένη.

Πεζογραφικό έργο

Στο πεζογραφικό του έργο δεσπόζει το ιστορικό μυθιστόρημα Ο Αυθέντης του Μορέως. Είναι το πρώτο νεοελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα και ακολουθεί το πρότυπο του Sir Γουόλτερ Σκοτ. Έγραψε πολλά διηγήματα, σε μια εποχή που το αυτό το είδος δεν είχε γνωρίσει ακόμα την ανάπτυξη που γνώρισε αργότερα. Γι' αυτό κάποιοι μελετητές τον χαρακτηρίζουν "πατέρα του νεοελληνικού διηγήματος". Τα διηγήματά του βέβαια σπανίως διαδραματίζονται στην Ελλάδα και δεν έχουν καμία σχέση με την ελληνική πραγματικότητα, με εξαίρεση το εκτενέστερο απ' αυτά, Ο συμβολαιογράφος, ενώ κάποια είναι διασκευές ή παραφράσεις ξένων· αυτός και ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίον οι μεταγενέστεροι λογοτέχνες και κριτικοί τον «κατηγόρησαν» ότι δεν αξιοποίησε το συγγραφικό ταλέντο του για να δώσει «γνήσια ελληνικά» διηγήματα.

Θεατρικό έργο

Έγραψε αρκετά θεατρικά έργα, τραγικά και κωμικά, τα οποία όμως δεν γνώρισαν μεγάλη σκηνική επιτυχία κυρίως επειδή ήταν απρόσφορα για σκηνική παρουσίαση. Τα δραματικά του έργα είναι εμπνευσμένα από την ελληνική ιστορία, από την αρχαιότητα (Οι τριάκοντα), το βυζάντιο (Δούκας) ώς την ελληνική επανάσταση (Η παραμονή). Στα κωμικά του έργα, το πιο γνωστό από τα οποία είναι Του Κουτρούλη ο γάμος, επιχείρησε την μορφολογική αναγέννηση της κλασικής αριστοφανικής κωμωδίας, με χρήση αρχαϊκών μέτρων, χορικών και παράβασης.
Παράλληλα ο Ραγκαβής έπαιξε μεγάλο ρόλο και στην οργάνωση της θεατρικής ζωής της χώρας και συμμετείχε στις πρώτες προσπάθειες δημιουργίας θεατρικών φορέων και επιχειρήσεων (Φιλοδραματική Εταιρεία, Εταιρεία του εν Αθήναις Θεάτρου). Συχνά δίδασκε ηθοποιούς και επέβλεπε την προετοιμασία παραστάσεων και διοργάνωνε και ερασιτεχνικές παραστάσεις έργων με φοιτητές του Πανεπιστημίου.

Η Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας

Σημαντικό έργο του, ως προς την ιστορική του αξία, είναι η Ιστορία της νεοελληνικής φιλολογίας, πρώτη ως τότε συστηματική απόπειρα καταγραφής της ελληνικής λογοτεχνίας, στην οποία υπερασπίζεται τη λόγια γλώσσα και τη φαναριώτικη ποίηση. Θεωρεί ότι μόνο αυτή είναι άξια συνέχεια της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Απορρίπτει τη δημοτική γλώσσα ως ακατάλληλη για να εκφράσει υψηλά ποιητικά νοήματα και το δημοτικό τραγούδι ως προϊόν της αμάθειας του λαού, που επιβίωσε μόνο επειδή κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας δεν υπήρχε άλλη, αξιολογότερη παραγωγή. Απορρίπτει επίσης και την κρητική λογοτεχνία, ως μίμηση ξένων προτύπων και μη γνήσια γλώσσα, γεμάτη ιταλισμούς. Για την επτανησιακή σχολή γράφει ότι υπάρχουν βέβαια ποιητές με ταλέντο, αλλά δεν αποδέχεται τη δημοτική γλώσσα που χρησιμοποιούσαν. Όπως είναι φυσικό, καταλήγει σε έπαινο της Α' Αθηναϊκής Σχολής και ιδιαιτέρως των δύο εξαδέρφων του, Αλέξανδρου και Παναγιώτη Σούτσου στους οποίους αφιερώνει περισσότερες σελίδες απ' ό,τι στον Κάλβο και τον Σολωμό! Απάντηση στην Ιστορία του Ραγκαβή έδωσε ο Ιούλιος Τυπάλδος με επιστολή προς τον Σπυρίδωνα δε Βιάζη, στην οποία ανασκευάζει όλες τις απόψεις του.

Εργογραφία

Ποίηση
Δήμος και Ελένη, 1831
Διάφορα ποιήματα, τ.Α 1837, τ.Β 1840
Διονύσου πλους, 1864
Γοργός ιέραξ, 1871

(Στα Άπαντά του, τ.Α 1874 Λυρική ποίηση, Β 1874 Δραματική και διηγηματική ποίηση, Γ-Δ 1871 Δραματική ποίηση)

Πεζογραφία

Διάφορα Διηγήματα τ. Α 1855, τ.Β 1857, τ.Γ 1859
Ο Αυθέντης του Μορέως, ιστορικό μυθιστόρημα, 1850
(Στα Άπαντά του, τ.Η, Ι, ΙΑ Διηγήματα)

Άλλα έργα

Μεταφράσεις αρχαίων δραμάτων, Δάντη, Σαίξπηρ, Γκαίτε, Σίλλερ (Άπαντα τ. Ε-Ζ 1875,Θ 1875,ΙΒ 1885,Ιθ 1889)
Αρχαιολογικές μελέτες (΄Απαντα τ. ΙΓ-ΙΔ 1885, ΙΕ-ΙΖ 1889)
Απομνημονεύματα τ.Α 1894, τ.Β 1895, τ.Γ-Δ 1930
Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 1877 στα Γαλλικά και 1882 στα Γερμανικά
Περίληψις Ιστορίας της Νεοελληνικής Φιλολογίας 1887

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Ὄναρ 

Ἐξυπνῶ. Ἀλλὰ πῶς; Ἐκοιμώμην;
Ὄναρ ἦτο ἐκεῖνο, ἢ τοῦτο;
Τῆς αὐγῆς, ἢ ἐκείνης τὴν κόμην
εἶδα, ὡς φωτοβόλως ἡπλοῦτο;

Τώρα, βλέπω, ροδόχρους ἡ πύλη
διανοίγετ' ἐκεῖ τῆς πρωΐας.
Πρὸ μικροῦ τὰ ροδόπλαστα χείλη
διαστέλλουσα σὺ ἐμειδίας.

Πρὶν αὐτῆς, εἰς τὰς ὄψεις μου ἄλλη
φύσις ἔλαμψε, φύσις χαρίτων·
καὶ ὁ νοῦς μου, θελχθείς, ἀμφιβάλλει
ἂν σκιά, ἂν ἀλήθεια ἦτον.

Ἡ γῆ ἦτον σμαράγδινος τάπης·
εἰς τὰ δένδρα, στιλπνῶν ἀδαμάντων
ἦσαν ἄνθη· εἰς δὲ τὴν σκιάν των
πτηνὰ ἔψαλλον ὕμνους ἀγάπης.

Φῶς ρευστὸν τὸ ρυάκιον, πλῆρες
ἐκυμάτει μελῶν καὶ γελώτων,
καὶ ἀνθίνους στεφάνους, ἐρώτων
φιλοπαίγμονες ἔπλεκον χεῖρες.

Ὅπου ἔθετον μόνον τόν πόδα,
ὅπου μόνον τὸ βλέμμα προσήλουν,
πανταχοῦ ἀνεφύοντο ρόδα,
καὶ μοὶ ἔνευον, ὡς ἂν ὡμίλουν.

Τὸ ἓν ἔχον ἀσύγκριτα κάλλη
τήν μικρὰν κεφαλὴν του ἐκίνει.
Μοὶ ἐφαίνετο ὅτι μ' ἐκάλει.
Ἐπλησίασα, κ' ἦτον ἐκείνη.

Ἡ καρδία σφοδρῶς μοὶ ἐκτύπα.
Δισταγμὸς μὲ κατέλαβε ξένος.
«Εἰπὲ τέλος τὶ εἶσαι, τῇ εἶπα·
»εἶσαι ρόδον, ἢ εἶσαι παρθένος;

»Ἐὰν ρόδον, πῶς τόσον μ' ἑλκύεις;
»Ἂν παρθένος, ἀκάνθας πῶς τρέφεις;
»Παραδείσου ἂν ἄνθος ἐφύης,
»πῶς ὡς κόρ' εἰς τὴν γῆν ἐπιστρέφεις;»

Μοὶ ἐξέτεινε τότε τὴν χεῖρα,
τὴν λευκὴν ὡς τοῦ ὄρους χιόνα,
κ' εἰς τὸν δάκτυλον, ὡς τὴν ἐπῆρα,
μικρὰν αἵματος εἶδα σταγόνα.

Ἡ σταγὼν δ' ὡς ἐστάλαξ', ἐβάθη
ἐρυθρὰ ὅλ' ἡ γῆ, καὶ μ' ἐφάνη
ὁ ὁρίζων ὡς ρόδων στεφάνη,
κ' ἦσαν ρόδων λειμὼν τὰ ἐδάφη.

Εἰς τὴν τύρβην αὐτὴν τῶν ὀνείρων
ἐξυπνῶ, κ' ἡ ψυχὴ ἀμφιβάλλει
ἂν σὺ ἦσο ἐκπέμπουσα μύρον,
ἂν τὸ ρόδον, ἐμπρέπον εἰς κάλλη.

Σκιᾶς εἶναι τὸ ὄναρ ἀπάτη,
ἢ ψιθύρισμα εἶναι ἀγγέλων;
Προφοιβάζει ἀγέννητον μέλλον,
ἢ σβεσθὲν παρελθὸν ἀναπλάττει;

Δὲν ἠξεύρω· ἀλλ' ὡς εἰς τοὺς λίθους
ἀνεξάλειπτα γλύφει ἡ σμίλη,
μοὶ ἐχάραξεν ἔνδον τοῦ στήθους
καὶ αὐτὸ τὴν εἰκόνα σου, φίλη.

❃❃❃❃

Ἔρωτες ρόδου 

Ρὸδα, τοῦ ἔαρος χαρά,
τῆς αὔρας φίλα,
τῆς καλλονῆς ἡμῶν ἐρᾷ
ἡ φιλομήλα.

Ὅταν τὸ ἄνθος σας πνοὴ
κινῇ ζεφύρων,
ὁ κάλυξ σας οἰνοχοεῖ
ἡδὺ τὸ μύρον.

Πλὴν δάκνεται ἡ ἀηδὼν
πρὸς τὰς θωπείας,
μεμψιμοιροῦσα δι' ὠδῶν
ζηλοτυπίας.

Καὶ ἦτον τόσον θελκτικὴ
ἡ μελῳδία,
ὥστε τὸ ρόδον τὸ γλυκὺ
ὑπερυθρία.

Κ' ἠνοίγετο μετὰ παλμῶν
καὶ φιληδόνως,
ὁσάκις ἤκουε ψαλμὸν
τῆς ἀηδόνος.

Καὶ εἶχε μόνον δι' αὐτὴν
ἐπιφυλάττον 
τὴν καυκα τὴν ἐφετὴν
τῶν ἀρωμάτων.

Ὅταν τὸ ἆσμα ν' ἀντηχῇ
ἀκού' εἰς μύρτα,
τὸ ρόδον σείεται, ταχύ,
ὡς ἂν ἐσκίρτα.

Καὶ πρὸς τῶν μύρτων τὴν σκιὰν
φθόνον ἠσθάνθη,
ὅπου ὁ ψάλτης φωλέαν
πλέκ' εἰς τὰ ἄνθη.

Ὁσάκις τὸ χρυσοῦν πτηνὸν
πλησίον ψάλλει,
μυρίπνυον, εὔχρουν, φωτεινὸν
τὸ ρόδον θάλλει.

Ὅταν δ' ἐκεῖνο τὰ πτερὰ
πετῶν ἐκτείνῃ,
χρῶμα καὶ μύρον καὶ χαρὰ
τοῦ ρόδου σβύνει.

Καὶ κλίνει ἄχρο', ἀδρανῆ
τὰ πέταλά του,
καὶ ἡ καρδία του πονεῖ
μέχρι θανάτου.

Τὸ ἄνθος του φυλλοροεῖ,
τὸ τηκ' ἡ λύπη·
ἀπὸ τῶν κλάδων του ζωὴ
κ' ἰκμὰς ἐκλείπει.

Πλὴν τὸ ταχύπτερον πτηνὸν
ἀπὸ τῶν κλάδων
ἀποπετᾷ πρὸς οὐρανόν,
εὐθύμως ἆδον.

❃❃❃❃

Ἄνθος Μαἶου 

Θάλλ' εἰς ρύακος νερὰ
ἄνθος τοῦ Μαἶου,
καὶ τὸ ἄνθος τρυφερὰ
κλίνει καὶ φιλεῖ κ' ἐρᾷ
φεῦ! τοῦ ρυακίου,
ἄνθος, ἄνθος δροσερὸν
ἄνθος τοῦ Μαἶου.

«Μεῖνε, ρύαξ, μετ' ἐμοῦ.»
«Ἄνθος τοῦ Μαἶου,
ἴδιον τοῦ ποταμοῦ
νὰ μὴ μένῃ οὐδαμοῦ
καὶ ποτὲ τοῦ βίου.
Χαῖρε, ἄνθος ὀρφανόν,
ἄνθος τοῦ Μαἶου.

Κ' ἐμαράνθη τὸ χλωρὸν
ἄνθος τοῦ Μαἶου,
καὶ τὸ ἄστατον νερὸν
τὸ παρέσυρε περῶν
πρὸς δυσμὰς ἡλίου,
ἄνθος, ἄνθος δυστυχές,
ἄνθος τοῦ Μαἶου.

❃❃❃❃

Εἰς Σαπφώ 

Πλέκουσα ὠδὰς ἀκοιμήτου θρήνου,
ἤγειρας τὰς Μούσας τὰς Λευκαδίας,
κ' εἶχες εἰς τὰ βάθη τῆς σῆς καρδίας
φλόγας καμίνου.

Σ' ἔλεγον αἱ Μοῦσαι αὑτῶν δεκάτην.
Ὅταν τὸν πικρὸν ἐκελάδεις πόνον,
οἱ ψαλμοὶ σ' ἐφθόνουν τῶν ἀηδόνων.
Οἴμοι πλήν, μάτην!

Μόνη σ' ἦτον, μόνη ἐλπὶς τὸ μνῆμα,
ὅπου νὰ σβεσθῶσι καὶ φλὸξ καὶ πόνοι·
καὶ καταφυγή σοι παρέστη μόνη
βράζον τὸ κῦμα.

Καὶ εἰς τὴν ράν του ριφθεῖσ' ἀγκάλην,
ὡς τὸ κλαῖον βρέφος ἀπεκοιμήθης,
κ' ἤλπισας νὰ εὕρῃς σιγὴν τῆς λήθης.
Μάτην δὲ πάλιν!

Πᾶν προσρέον κῦμα, πᾶν ἀπορρέον
κλαῖον διηγεῖται τὰς συμφοράς σου,
κ' ἐλεγεῖα ψάλλει, καὶ τ' ὄνομά σου
λέγει τ' ὡραῖον.

Θάλλεις εἰς ἐρώντων θνητῶν τὴν μνήμην,
εἰς τὰς ἀποστάσεις καὶ δι' αἰώνων.
Ἂν δὲ καὶ ἀπεθάνες εἰς τὸν πόνον,
ζῇς εἰς τὴν φήμην.

❃❃❃❃

Διήγημα - Η Ναϊάς 

Ὁ Τζὼν Λίττελ περιεφέρετο εἰς τὴν προκυμαίαν τοῦ Θαμέσιος, τὸ σιγάρον εἰς τὸ στόμα, τὰς χεῖρας εἰς τοὺς κόλπους, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν ἀέρα, ἀργὸς καὶ ἀμέριμνος ὡς ὁ πλουσιώτερος Λόρδος τῆς ὁδοῦ Ῥήτζεντ - Στρείτ· καὶ ὅμως οἱ τετριμμένοι ἀγκῶνές του, ὁ μεμαδημένος του πῖλος καὶ τὰ χαίνοντα ὑποδήματά του δὲν ἀπεδείκνυον υἱὸν τῆς μεγαπλούτου ἀριστοκρατίας.
Ὁ Ἰωάννης Λίττελ ἦτο τῷ ὄντι ἐκ γονέων εὐτελῶν καὶ πενήτων. Ἀλλ' αἱ σπουδαί του εἰς τὸ ἐνοριακὸν σχολεῖον τοῦ χωρίου του καὶ ἡ ἀνάγνωσις τινῶν μυθιστοριῶν τοῦ Μαρυάτου, ὕψωσαν τὰς ἰδέας του ὑπὲρ τὴν σφαῖραν τῆς γεννήσεώς του, καὶ ὁ Λίττελ ἐπίστευσεν ὅτι ἦν προωρισμένος εἰς μεγάλα πράγματα.
Πρὶν ἢ γίνῃ ὅμως ἥρως μυθιστορήματος, ἦτον ἀνάγκη νὰ ζήσῃ, καὶ ἵνα ζήσῃ νὰ τρώγῃ, καὶ ἵνα τρώγῃ νὰ ἔχῃ χρήματα, καὶ τέλος ἵνα ἔχῃ χρήματα νὰ ἐργάζηται, ὅπως δήποτε.
Ὁ Λίττελ εὕρισκε τὸν σωρείτην τοῦτον ἀνεπίληπτον, δι' ὃ καὶ συγκατένευσε νὰ δεχθῇ θέσιν γραφέως εἰς ἐμπορικὸν κατάστημα, θεωρῶν αὐτὴν ὡς προοίμιον μόνον, ὡς τὴν κάτω βαθμίδα ἐφ' ἧς πρέπει νὰ πατήσῃ πᾶς ὅστις θέλει νὰ φθάσῃ καὶ εἰς τὴν ἄνω.
Ἡ θέσις αὕτη ἐξεπλήρου τὴν πρωτίστην τοῦ Λίττελ ἀξίωσιν, τουτέστι τὸν ἔτρεφεν. Ἀλλ' ὁ Λίττελ εἶχεν ἀνέκαθεν ἰδιαιτέραν τινὰ συμπάθειαν πρὸς τὸ Αἲλ, τὸν ἐθνικὸν ζύθον, καὶ πρὸς χάριν αὐτοῦ, τὸν μόνον Ἑλληνικὸν στίχον ὃν διετήρησεν εἰς τὴν μνήμην του ἐκ τῶν ὁπωσοῦν ἀτελῶν κλασικῶν του σπουδῶν, ἄριστον μὲν ὕδωρ, παρῴδει συνεχῶς, καὶ ἐστρέβλου εἰς αἰράϊστος μὲν τζιοῦθως (ἄριστος μὲν ζύθος). Προσέτι δὲ καὶ ἠγάπα ν' ἀναπαύηται τὸ ἑσπέρας, ἀπὸ τῆς μηχανικῆς ἐργασίας τῆς ἀντιγραφῆς καταφεύγων εἰς τὴν διανοητικωτέραν διασκέδασιν τῶν χαρτοπαιγνίων.
Ταῦτα ἦσαν ἀδυναμίαι ἀναμφιβόλως· ἀλλ' ἐκ τῶν μυθιστοριῶν του εἶχε μάθει ὅτι ὅλοι οἱ μεγάλοι ἄνδρες, παρελθόντες καὶ μέλλοντες, ἔχουσι τὰς ἰδικάς των. Αἱ ἀδυναμίαι ὅμως αὗται ἐξήντλουν καὶ τὸ ἔσχατον πένυ τοῦ μισθαρίου του, δι' ὃ οἱ τετριμμένοι ἐκεῖνοι ἀγκῶνες, ὁ μεμαδημένος πῖλος, καὶ τὰ χαίνονται ὑποδήματα.
Ἀλλ' ἐκτὸς αὐτῆς, ἐκ τῶν μυθιστοριῶν εἶχεν ἀντλήσει καὶ ἄλλας τινὰς ἀξιολόγους ἀρχὰς περὶ ἀνεξαρτησίας, περὶ ἐλευθερίας, καὶ περὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων ἀξίας. Ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν τινὲς τῶν λογαριασμῶν οὓς ἀντέγραφε, τῷ ἐφάνησαν ὡς διφορούμενοι, καὶ τῷ ἐπῆλθεν ὑποψία ὅτι ὁ ἔμπορός του ἀναμίγνυται εἰς ἀνθρωπεμπορίαν.
Κυριευθεὶς ἑπομένως ὑπ' ἀγανακτήσεως, ἔδραμε πρὸς αὐτὸν, καὶ τῷ εἶπεν, ὅτι δὲν θέλει νὰ ὑπηρετῇ πλέον τὸν πωλοῦντα τὸν ὅμοιόν του, τὸν καταπροδίδοντα τὴν ἐλευθερίαν τῶν ἀδελφῶν του! Ὁ δ' ἔμπορος τῷ ἔδωσεν ἓν λάκτισμα, καὶ τὸν ἐκύλισε κάτω τῆς κλίμακός του. Ἰδοὺ διατὶ περιεφέρετο ἀργὸς εἰς τὴν προκυμαίαν, βλέπων τὸν ἀέρα καὶ καπνίζων τὸ σιγάρον του.
Ἐν ᾧ δ' ἦν οὕτως ἠσχολημένος, διελθών τις πλησίον του, τὸν ἐκτύπησε σφοδρῶς εἰς τὸν ὦμον.
- Σᾶς ζητῶ μυριάκις συγγνώμην, κύριε, εἶπεν ὁ ξένος οὗτος.
- Δὲν βλάπτει παντάπασιν, ἀπεκρίθη εὐγενῶς ὁ Κ. Τζὼν Λίττελ.
- Ὦ! πιστεύσατέ με, σᾶς ἐκτύπησα ἐξ ἀπροσεξίας. Δὲν εἶχον τὸν νοῦν μου. Μὲ ἀπησχόλει τὸ ἐξαίσιον θέαμα τῶν ἀναριθμήτων τούτων πλοίων. Καθ' ἡμέραν χιλιάδες στρέφουσι τὴν πρώραν των πρὸς τὰ τέσσαρα σημεῖα τοῦ κόσμου. Ἐσυλλογιζόμην τί εὐτυχεῖς ὅσοι δύνανται νὰ περιέρχωνται τὴν ὑφήλιον ἐπὶ τῶν πτερῶν τῶν θαλασσίων τούτων ὀρνέων. Δὲν εἶσθε τῆς ἰδέας μου, κύριε;
- Ἐντελῶς τῆς ἰδέας σας εἶμαι, κύριε, ἀπεκρίθη ὁ Λίττελ. Ἤθελον νομίσει ἐμαυτὸν εὐτυχέστατον, ἂν μοὶ ἐδίδετο ποτὲ νὰ περιηγηθῶ εἰς τὰς ἀγνώστους ἐκείνας ἀκτὰς, ὅσας σπανίως ἐπισκέπτεται ὁ πολιτισμὸς, νὰ ἰδῶ ὅλα τῆς φύσεως τὰ θαυμάσια, καὶ νὰ σπουδάσω τὸν ἄνθρωπον εἰς ὅλας τὰς καταστάσεις του.
- Ἐννοῶ κάλλιστα, ὑπέλαβεν ὁ ἄλλος, τὸν φιλοσοφικὸν αὐτὸν πόθον σας, καὶ τὸν συμμερίζομαι ἐντελῶς. Φαντασθῆτε τὴν θλίψιν μου! Ἓν ἐκ τῶν ὡραιοτάτων πλοίων ὅσα βλέπετε εἰς τὸν ποταμὸν, ὁ πάρων ἢ τὸ βρίκιον ἐκεῖνο ἐκεῖ, ἡ Ναϊὰς, εἶν' ἕτοιμον ν' ἀναχωρήσῃ δι' ἐπιστημονικὴν τοιαύτην περιοδίαν. Ὁ ἀξιόλογος πλοίαρχος, ὁ φίλος μου Κ. Σπραίϋ, μ' ἐπρότεινε νὰ τὸν συνοδεύσω. Κατὰ δυστυχίαν δὲν μοὶ τὸ ἐπιτρέπουσιν αἱ ὑποθέσεις μου, καὶ ἠναγκάσθην νὰ μὴ δεχθῶ.
- Ὦ! ἔχετε ἄδικον! ἀνέκραξε μετ' ἐνθουσιασμοῦ ὁ Λίττελ. Ἂν ἤμην εἰς τὴν θέσιν σας, κἀμμία ὑπόθεσις δὲν θὰ μ' ἀνεχαίτιζε.
- Καὶ ἔχετε τόσην ἐπιθυμίαν διὰ τοιαύτην ὁδοιπορίαν;
- Ἐρωτᾶτε; Ἀπερίγραπτον ἔχω ἐπιθυμίαν.
- Τότε λοιπὸν, εἶπεν ὁ ξένος, ἴσως μ' ἔφερεν ἀγαθὴ τύχη ἐμπρός σας. Σᾶς εἶπον ὅτι ὁ Κ. Σπραίϋ εἶναι φίλος μου. Τῇ ἀληθείᾳ δὲν ἀπελπίζομαι ὅτι, ἂν τῷ προτείνω, ἐδύνατο νὰ σᾶς δεχθῇ πρὸς χάριν μου. Διατί ὄχι; Τί ἔχει νὰ ζημιωθῇ; Καὶ θ' ἀπολαμβάνῃ καὶ τὴν εὐχαρίστησιν τῆς συναναστροφῆς σας.
- Ὦ κύριέ μου! ἀνέκραξεν ὁ Τζὼν ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐλπίσω ποτὲ τοιαύτην εὐτυχίαν; Ἀλλ' ὄχι· χρεωστῶ νὰ σᾶς ὁμολογήσω εἰλικρινῶς…
- Ἂν δὲν θέλητε… εἶπεν ὁ ξένος.
- Νὰ μὴ θέλω; Πῶς γίνεται! Δὲν εἶναι τοῦτο. Ἀλλὰ, βλέπετε … Σᾶς τὸ ἐξομολογοῦμαι… Δὲν ἔχω νὰ πληρώσω τὸν ναῦλον.
- Καὶ ποίαν χάριν θὰ μοὶ ἐδείκνυεν ὁ ἀγαθὸς Κ. Σπραίϋ, εἶπεν ὁ ξένος, ἂν σᾶς ἐζήτει ναῦλον; Πρέπει, ἐννοεῖται, νὰ σᾶς δεχθῇ ἄναυλον.
- Ἀλλὰ … ὄχι μόνον τοῦτο… Δὲν ἔχω, τοῦτο εἶναι ἡ ἀλήθεια, οὔτε τὴν τροφήν μου πῶς νὰ πληρώσω.
- Ἄ! εἶπεν ὁ ξένος γινόμενος σκεπτικός. Τοῦτο εἶναι ἀληθὴς δυσκολία! Ἴσως ὅμως δὲν ἦτον ἀδύνατον νὰ εὑρεθῇ τρόπος … Εἶσθε νέος εὔρωστος, ὑγιής. Ἴσως ἂν, πρὸς χάριν τῆς ἐπιστήμης, συγκατενεύετε νὰ δίδητε ἐνίοτε χεῖρα βοηθείας… Ὅμως τί λέγω; Βεβαίως δὲν σᾶς ἀρέσκουν αἱ ναυτικαὶ ἐργασίαι.
- Ἐξ ἐναντίας, κύριέ μου, ἀνέκραξεν ὁ Λίττελ περιχαρής. Καὶ μάλιστα ἔχω καὶ μικρὰν πεῖραν. Ἐξ ἐναντίας εἶμαι προθυμώτατος νὰ ἐξαγοράζω δι' ἐργασίας τὸν ἄρτον μου καὶ τὸν ζύθον μου. Σᾶς ὁμολογῶ μάλιστα ὅτι θὰ προσεβάλλετο ἡ φιλοτιμία μου, ἂν ἤξευρον ὅτι εἶμαι εἰς βάρος τοῦ πλοιάρχου.
- Ὤ! τότε, εἶπεν ὁ ξένος, τὸ πρᾶγμα συμβιβάζεται κάλλιστα. Ἠμπορεῖτε μάλιστα ἐκτὸς τροφῆς καὶ ἀφθόνου ζύθου, νὰ ἐλπίσητε καί τινας ἀμοιβὰς, καί τινα ἀντιμισθίαν. Ἂν λοιπὸν θέλητε, φέρετε τὰ φορέματά σας, καὶ ἐγὼ σᾶς περιμένω ἐδὼ, καὶ σᾶς παρουσιάζω ἀμέσως εἰς τὸν φίλτατον Κ. Σπραίϋ.
- Κύριε, εἶπεν ὁ Λίττελ, τὰ φορέματά μου τὰ φέρω ἐπ' ἐμοῦ.
- Τότε λοιπὸν, ἂς ὑπάγωμεν.
Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν πρώτην λέμβον.
- Καὶ ποῦ θὰ περιοδεύσῃ ἡ Ναϊάς; ἠρώτησεν ὁ Λίττελ.
- Εἰς τὴν Ἀφρικὴν, εἰς τὴν Ἀμερικὴν, ἀπεκρίθη ὁ ἄλλος· παντοῦ ὅπου ἡ φύσις περιέχει τι ἄξιον σπουδῆς καὶ θέας.
Ὁ Λίττελ ἔσφιγξε τὴν χεῖρά του εἰς ἔκφρασιν ἀνωτέρας λόγων εὐγνωμοσύνης.
Ὁ πλοίαρχος Κ. Σπραίϋ ἐδέχθη προσηνέστατα τὸν φίλον τοῦ φίλου του, τὸν κατέταξεν εἰς τὸ πλήρωμά του, καὶ τῷ ὑπεσχέθη ὅτι θὰ ἰδῇ πράγματα ἐξαίσια, πράγματα ὅσα δὲν φαντάζεται.

Β΄.
Τὴν ἐπαύριον ἡ Ναϊὰς ἔπλεεν ὑπερηφάνως ἐκτὸς τοῦ Θαμέσιος, ἀναπετάσασα εἰς τὸν βοῤῥᾶν ὅλα της τὰ ἱστία, καὶ μετὰ ἕνα μῆνα ἡ τρόπις της ὤργωνε τὰ κύματα τῆς Σενεγαμβίας εἰς τὴν δυτικὴν παραλίαν τῆς Ἀφρικῆς.
Ὁ πλοίαρχος Κ. Σπραίϋ ἐφάνη εἰς τὸν φίλον μας Τζὼν κατὰ τὸ διάστημα τοῦ διάπλου ἀποτομώτερος ἀφ' ὅ,τι εἶχε δειχθῇ εἰς αὐτὸν κατὰ τὴν πρώτην ὑποδοχήν του. Πολλάκις τῷ συνέβη νὰ τὸν ἰδῇ, τὸ πιστόλιον εἰς τὴν χεῖρα, ν' ἀπειλῇ ὅτι θὰ χύσῃ τὰ μυελὰ τοῦ πρώτου ὅστις δὲν τὸν ὑπήκουε.
Τοὺς τρόπους τούτους δὲν ἔκρινεν ὁ Λίττελ πολὺ οἰκείους εἰς ἀρχηγὸν ἐπιστημονικοῦ πλοῦ. Ἀλλὰ τοιαῦτα εἶναι τα ἤθη τῶν ναυτικῶν. Ἡ ἕξις τοῦ ἀπολύτως ἄρχειν τοὺς καθιστᾷ πολλάκις τυραννικούς. Ἄλλως τε ὁ ἀγαθὸς Λίττελ, περιοριζόμενος εἰς μόνα τὰ καθήκοντά του, καὶ φιλοτιμούμενος νὰ τὰ ἐκπληροῖ ἀκριβῶς πάντοτε, ἦτο σπανίως ἀντικείμενον τῆς ὀργῆς, καὶ ὡς καὶ αὐτῆς τῆς προσοχῆς τοῦ πλοιάρχου.
Μίαν αὐγὴν ὁ ἥλιος ἀνατέλλων εὗρε τὸν Κ. Σπραίϋ προσερειδόμενον εἰς τὸν ἀριστερὸν τοῖχον τῆς Ναϊάδος, καὶ παρατηροῦντα μετὰ προσοχῆς τὸν ἔρημον λιμένα ὃν παρέπλεον κατὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην, καὶ ἐντὸς τοῦ λιμένος ἡμιολίαν ἢ Γολέττταν, ὡραίας κατασκευῆς, ἥτις ἦν προσωρμισμένη εἰς τὸ βάθος αὐτοῦ, καὶ εἰς τὸν ἄκρον ἱστὸν τῆς ἡμιολίας ἐπισείοντα ὅστις ἐκυμάτει, καὶ ἀπεδείκνυεν ὅτι τὸ πλοῖον ἦτο πολεμικόν.
Φαίνεται δ' ὅτι ἡ ἡμιολία παρετήρησε καὶ αὐτὴ τὸν πάρνωνα· διότι ἔσπευσε ν' ἀνασύρῃ τὴν σημαίαν της εἰς τὸ ἄκρον τῆς κεραίας τοῦ ἐπιδρόμου της, καὶ νὰ τὴν ἀναγγείλλῃ, ἢ νὰ τὴν στηρίξῃ, ὡς λέγουσιν οἱ ναυτικοὶ, διὰ μιᾶς βολῆς πυροβόλου. Ἡ δὲ θαλασσία αὖρα ἀνείλιξε τὰς πτυχὰς τῆς Βρεττανικῆς σημαίας.
Ἡ Ναϊὰς, ἂν εἶχέ τι συμφέρον νὰ μὴ ἀποκριθῇ εἰς τὴν ἐμβληματικὴν ταύτην ἐρώτησιν, ἤθελε βεβαίως σπεύσει νὰ ἐκτείνῃ ὅλας τὰς λευκὰς πτέρυγάς της, καὶ νὰ στρέψῃ τὸ ῥύγχος της πρὸς τὸ πέλαγος. Ἀληθὲς ὅμως εἶναι ὅτι, ἂν ἐπρόκειτο περὶ σταδιοδρομίας μεταξὺ τῶν δύω πλοίων, ἢ μικρὰ, ἐλαφρὰ, καὶ ὡς χελιδὼν ἐπιμήκης ἡμιολία εἶχε πολλὰς πιθανότητας νὰ κερδίσῃ τὸ ἆθλον ἐπὶ τοῦ βαρέως καὶ προγάστορος ἀνταγωνιστοῦ της.
Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι οὐδὲν τοιοῦτο συμφέρον ὑπῆρχε, διότι ἡ Ναϊὰς, ὡς πρέπει εἰς πλοῖον σῶφρον καὶ εὐγενοῦς συμπεριφορᾶς, ἀνεβίβασε καὶ αὐτὴ ἐν τῷ ἅμα τὴν ἐμπορικὴν σημαίαν τοῦ αὐτοῦ ἔθνους, καὶ τὴν ἐχαιρέτισε καὶ αὐτὴ διὰ κανονοβολισμοῦ, ἐπιτηδευομένη τοὺς ἀριστοκρατικοὺς τρόπους τῶν βασιλικῶν πλοίων.
Συγχρόνως δὲ, κλίνασα τὴν πρύμνην της ὡς εἰς φιλόφρονα χαιρετισμὸν, ἔστρεψεν αὐτὴν πρὸς τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, καὶ μετ' ὀλίγον εἰσέπλευσεν εἰς αὐτὸν, καὶ ἐλθοῦσα ἠγκυροβόλησε πλησίον τῆς ἡμιολίας, καὶ συνέστειλε τὰ ἱστία της μετὰ τοσαύτης ταχύτητος καὶ τοσαύτης ἀκριβείας, ὥστε ἐκίνησε τὸν θαυμασμὸν, ἴσως καὶ τὴν ζηλοτυπίαν τῶν γειτόνων της. Ἐν τῷ ἅμα καὶ ἡ λέμβος τῆς Ναϊάδος ἐῤῥίφθη εἰς τὴν θάλασσαν.
Μετ' ὀλίγα δὲ λεπτὰ ὁ πλοίαρχος Σπραίϋ, ἀκολουθούμενος ὑπὸ τοῦ ναύτου Λίττελ, ἀνέβαινε τὴν κλίμακα τῆς ἡμιολίας.
- Ἔχω τὴν τιμὴν ν' ἀποτείνωμαι πρὸς τὸν πλοίαρχον τοῦ πλοίου τούτου; εἶπε πρὸς νέον ἀξιωματικὸν ἐρχόμενον εἰς προϋπάντησίν του.
- Μάλιστα, κύριε, ἀπεκρίθη οὗτος. Ἀρθοὺρ Φίλθων, πλοίαρχος τῆς Βασιλικῆς ἡμιολίας ὁ Δελφίν.
- Ὁποία εὐχαρίστησις, πλοίαρχε Φίλθων, εἶπε περιπαθῶς ὁ Σπραίϋ ν' ἀπαντῶνται συμπατριῶται εἰς τὰ ἄγρια ταῦτα μέρη, εἰς μέρη τόσον μεμακρυσμένα τῆς κοινῆς πατρίδος, τῆς εὐθύμου Ἀγγλίας; Ἀλλ' ἐπιθυμεῖτε ἴσως νὰ ἰδῆτε τὰ ἔγγραφά μου;
- Ἂν ἔχητε τὴν καλωσύνην… εἶπεν ὁ πλοίαρχος Φίλθων, ἀπαντῶν δι' εὐγενοῦς χαιρετισμοῦ εἰς τὴν πρόθυμον προσφορὰν τοῦ Κ. Σπραίϋ.
Ἐν τῷ ἅμα δ' οὗτος, σύρων ἐκ τοῦ κόλπου του χαρτοφυλάκιον χρυσοκέντητον, ἔλαβεν ἐξ αὐτοῦ διάφορα χαρτία, καὶ τὰ ἐνεχείρισεν εἰς τὸν ἀξιωματικόν.
Ὁ πλοίαρχος τοῦ Δελφῖνος, τ' ἀνέγνωσεν ἅπαξ, καὶ μετὰ ταῦτα ἐπανέλαβε τὴν ἀνάγνωσιν πάλιν καὶ πάλιν, καὶ ἐφάνη δίδων εἰς αὐτὰ περισσοτέραν προσοχὴν ἀφ' ὅ,τι ἀπῄτει ἡ εὐγένεια πρὸς πλοῖον ἀνεπιλήψιμον, ὁποῖον ἡ Ναϊάς. Τέλος δὲ τ' ἀπέδωκεν εἰς τὸν Κ. Σπραίϋ, ὅστις περιέμενε μεθ' ὑπομονῆς.
- Λάβετέ τα, εἶπεν. Εἶναι ἐν τάξει.
Μετ' ὀλίγων δὲ στιγμῶν δισταγμὸν,
- Λοιπὸν, Κύριε Σπραίϋ, εἶπε, προσηλῶν ἐπ' αὐτοῦ ἐταστικὸν βλέμμα, ὁδοιπορεῖτε δι' ἐρεύνας ἐπιστημονικάς; Εἶσθε βέβαιος περὶ τούτου;
- Ἂν εἶμαι βέβαιος! εἶπεν ὁ Σπραίϋ, συστέλλων τὰς ὀφρῦς. Ἀλλ' ἀμέσως ἐμειδίασε μειδίαμα πονηρὸν, καὶ στραφεὶς πρὸς τὸν Λίττελ,
- Ἄφες μας, τῷ εἶπεν· ἐπίστρεψον εἰς τὴν λέμβον.
Ἔπειτα δὲ, πλησιάσας εἰς τὸν πλοίαρχον,
- Πλοίαρχε Φίλθων, τῷ εἶπε μετὰ μυστηριώδους φωνῆς· εἰς ἀξιωματικὸν τῆς Α. Μεγαλειότητος δύναμαι νὰ ἐμπιστευθῶ ἀκινδύνως. Γνωρίζετε αὐτὴν τὴν ὑπογραφήν;
Καὶ τῷ παρουσίασεν ἕτερον ἔγγραφον.
- Τοῦ ὑπουργοῦ τῶν ἀποικιῶν, εἶπεν ὁ Φίλθων.
- Μάλιστα. Βλέπετε. Τὸ μὲν πρόσχημα εἶναι αἱ ἐπιστημονικαὶ ἔρευναι, ἡ δὲ μυστικὴ ἐντολὴ εἶναι νὰ κατασκοπεύσω τὰ Γαλλικὰ Γραφεῖα ἢ καθιδρύματα καθ' ὅλην τὴν παραλίαν τῆς Ἀφρικῆς. Ἐννοεῖτε ὅτι δὲν ἐδύνατο ν' ἀνατεθῇ τοῦτο εἰς πολεμικὸν πλοῖον, χωρὶς νὰ διεγείρῃ ὑποψίας, καὶ τοῦτο σᾶς ἐξηγεῖ ὅ,τι ἴσως ὄχι λίαν κανονικὸν δύναται νὰ ἔχῃ ἡ ὄψις τοῦ πλοίου μου.
- Ἄ! τότε ἐννοῶ… τοῦτο ἐξηγεῖ βεβαίως…
- Καὶ τώρα, εἶπεν ὁ Κ. Σπραίϋ, πλοίαρχε Φίλθων, θὰ μοὶ δώσητε τὴν ἄδειαν νὰ ἐπιστρέψω. Ἀφ' οὗ ὅμως εἶχον τὴν εὐτυχίαν νὰ σᾶς ἀπαντήσω ἐδὼ, ἀποφασίζω νὰ μείνω ὅλην ταύτην τὴν νύκτα. Ἠμπορῶ νὰ ἐλπίσω ὅτι ἀπόψε περὶ τὰς ὀκτὼ, θὰ μοὶ κάμετε τὴν τιμὴν μετὰ τῶν κυρίων ἀξιωματικῶν σας νὰ συμφάγωμεν εἰς τὴν Ναϊάδα ἓν καλὸν ἀγγλικὸν Ῥόστ-Βεὶφ καὶ ἓν Πλὼμ-Πούτιγγ;
Ὁ ἀξιωματικὸς ἐδίστασεν ὀλίγας στιγμάς. Μετὰ ταῦτα δὲ, ὡς ἀποφασίσας,
- Μετὰ πλείστης εὐχαριστήσεως, κύριε, εἶπεν. Εἰς τὰς ὀκτὼ λοιπόν. Καὶ ἡ εὐχαρίστησίς μου εἶναι τόσῳ μεγαλειτέρα, ὅσῳ οὔτε αὔριον θὰ χωρισθῶμεν· διότι, διευθυνόμενος καὶ ἐγὼ πρὸς μεσημβρίαν, θὰ ἔχω τὴν τιμὴν νὰ συμπλεύσω μαζῆ σας.
- Χαρὰ ἀπροσδόκητος δι' ἐμέ! ἀνέκραξεν ὁ πλοίαρχος Σπραίϋ. Πόσον εὔθυμος θὰ ἦναι ἡ θαλασσοπλοΐα μας!
Καὶ ἀνεχώρησε λέγων μεταξὺ τῶν ὀδόντων του·
- Αὐτὸς ὁ κύριος, φαίνεται, ὑποπτεύει τὴν τιμιότητα τῆς πτωχῆς Ναϊάδος μου.
Καὶ ἐλθὼν εἰς τὸ πλοῖόν του, ἔδωκε διαταγὰς διὰ τὴν ὑποδοχὴν τῆς ἑσπέρας.
Ὁ δὲ πλοίαρχος Φίλθων, καλέσας τὸν ὑποπλοίαρχον,
- Τοῦ πλοίου τούτου, ἐκεῖ, εἶπε, δὲν μοὶ ἀρέσκει πολὺ ἡ φυσιογνωμία. Τί λέγετε, ὑποπλοίαρχε Σωλτουάτερ;
- Ναί! τὴν γαστέρα ἔχει ὀγκώδη. Ἔπειτα, θαῤῥῶ, κρεμᾷ ῥάκη εἰς τοὺς ἱστοὺς του περισσότερα ἀφ' ὅσα χρειάζεται πλοῖον ἐμβριθὲς καὶ φρόνιμον. Αἴ! αἴ! δὲν ἔχετε ἄδικον, κύριε πλοίαρχε. Ἀλλὰ δὲν εἴδατε τὰ ἔγγραφά του;
- Εἶναι ἐν τάξει, δὲν λέγω, εἶπεν ὁ πλοίαρχος. Ἔχει καὶ μυστικὰς ὁδηγίας μάλιστα. Ἀλλ' ὅλ' αὐτὰ δὲν μοὶ φαίνονται τόσον καθαρά. Ἓν ἔγγραφον πολλάκις κλέπτεται ἢ παραποιεῖται. Ἀπόψε μᾶς προσεκάλεσε νὰ δειπνήσωμεν εἰς τὸ πλοῖόν του. Θέλω νὰ ὑπάγωμεν. Ἐκεῖ τὸν ἔχω χάριν νὰ μᾶς ἀπατήσῃ.
- Καὶ ἂν μᾶς γλιστρήσῃ τὴν νύκτα;… εἶπεν ὁ ὑποπλοίαρχος Σωλτουάτερ.
- Ἔχεις δίκαιον, ὑπέλαβεν ὁ Κ. Φίλθων. Δὸς διαταγὰς νὰ ᾖναι τὰ πάντα ἕτοιμα, ὥστε, ἅμα ἐπιστρέψωμεν τὴν νύκτα, ν' ἀρθῇ ἡ ἄγκυρα καὶ νὰ μεταβῶμεν εἰς τὸ στόμιον τοῦ λιμένος. Ἀπ' ἐκεῖ, ἐκτὸς ἂν μεταβληθῇ εἰς ἀληθῆ Ναϊάδα, σοὶ ὑπόσχομαι ὅτι δὲν μᾶς διαφεύγει.............................
Διαβάστε την συνέχεια : https://el.wikisource.org/









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου