Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Ο ΛΥΚΟΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ


Jan Martin McGuire - Autumn Glow - White Wolf

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ ΜΟΥ

Ποιος να προφητέψει πια
σε τούτες τις κορφές;
Κουραστικό το όνειρο
γλιστράει απ’ τα αστέρια
σκοτεινοί οι κρατήρες της γης
σιγάζουν το χαμό.

Τη βρίσκω την αυγή
πάντα με κόπο
χαλώ με το νύχι τις μεγάλες επιφάνειες
χωρίς ανταύγεια.
Σκληραίνουν τα νερά
παλιά παραμύθια
για αδελφότητες ζώων
τελειώνουν στην πέτρα.
Πεθαίνουν οι κύκνοι
ωραίες γραμμές οι λαιμοί
στο κέντρο ήλιος.
Περιμένω ν’ αλλάξει ο αέρας
να φέρει φτερά πράσινων πουλιών
χελιδονόψαρα, καλαμπόκι
άγγιγμα απ’ τον Ισημερινό
πορείες για προσκυνήματα
στους Τάφους.

Υποφέρει ο χρόνος μες τη μέρα
και στο δάσος μου το φως
έχασε το μονοπάτι
και πέρασε στον ωκεανό.
Τέλεια η απομάκρυνση
στην πέρα πλαγιά οι κοινωνίες
κι οι εκκλησίες
γιορτές θάνατοι
στην πέρα πλαγιά.

Τρύπωσαν στην τρίχα μου
παλαβά στρείδια
αγκάθια μενεξελιά
μικρότατα δαιμονικά
σκληρίζουν, θορυβούν
πότε δείχνουν την Ανατολή
πότε τη δύση
στραβό με λένε
καλό τρελό στην πείνα
με φαντασίες
γυμνός στο κρύο…
Περιμένω το θαύμα
ίσως με το σούρουπο
κάποια καλή μυρωδιά
απάντηση στη δίψα ένα τραγούδι
ίσως.

Χλιαρή η ανάσα μου
στα χαμηλά βότανα
μικρά τα ερπετά
τρέμουν τη μοναξιά μου.
Αν πεθάνει –σιγομιλούν-
θα σκορπίσει και η αναμονή
κι η έρημος παντοδύναμη θα ’ναι
ως τους πλανήτες.

Οι λύκοι δεν πηγαίνουν στη θάλασσα-
τρομάζουν τα πέλματα στην άμμο.
Όμως μοιάζει η παραλία στην ελπίδα.
Απλώνεται και μένω πιστός.
‘Όλα εδώ θα φτάσουν με τον καιρό.
Η άνοιξη δεν προδίδει
έρχεται απ’ τους υδάτινους ορίζοντες
ως τις μυγδαλιές
και τις κιτρινωπές νεκρές αλεπούδες.
Όμοιο το χώμα
στρώνει αγάπες και προσκαλεί.
Παλιά ταξίδια στα βάραθρα
-ήταν μόνο οι σκιές των αετών από πέρα-
κούρνιασαν στο όνειρο
το αρχαίο ζευγάρι πλάθει τους αγρούς.

Φεύγει ο άνεμος βορινός
με θαύματα σκληρότητας.
Εδώ στο ακροθαλάσσι
δεν παιδεύουν οι δύσες
κι είναι ωραίες οι μέρες
με τους καθρέφτες των βυθών
στους ουρανούς.

Ας είναι κι έτσι με τη γη.
Στάχυα και χελιδόνια
παρασύρουν την αγιοσύνη στην ακτή.
Συντρίβεται στους βράχους.
 Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ΛΥΚΟΙ και ΣΥΝΝΕΦΑ 1963



Wierusz-Kowalski Wolves attacking sleigh cart


Πόλα Βακιρλή - Ο ΚΑΚΟΣ ΛΥΚΟΣ

Στο παιδικό σου μονοπάτι
τον κακό το λύκο
δεν τον είχες συναντήσει
γιατί δεν τον κουβάλαγες
μες στην ψυχή σου
γιατί της μάνας σου η αγάπη
μακριά τον είχε εξορίσει
σε άγονο χωράφι
κι εκεί τον πνίξαν τα ζιζάνια
πριν προλάβει καν
το αίμα να ρουφήξει
και γιγαντώσει η μοχθηρία
όπου γης



 Wolves painted by Alfred Wierusz-Kowalski
Θεοδόσης Βολκώφ - ΣΑΝ ΤΟΝ ΛΥΚΟ

Μνήμη Miguel Hernandez

Σαν τον Λύκο να διψάω πάντα το αίμα
κι απ’ τα στήθη σου που γδέρνω να το πίνω·
σαν τον Λύκο εσύ να μ’ έχεις και στο βλέμμα
σαν τη Λύκαινα να σ’ έχω. Και να σβήνω

σαν τον Λύκο από τον κόσμο ό,τι δεν είσαι,
να σπαράζω κι ό,τι εχθρεύεται εσένα
και σε μένα, σαν τον Λύκο, εσύ ν’ αρκείσαι,
σαν τον Λύκο, σαν τη Λύκα – ίδια γέννα.

Σαν τον Λύκο μες στον νου σου να γρυλίζω
κι όταν πλάι μου δεν σ’ έχω να ουρλιάζω
σαν τον Λύκο. Να με ορίζεις, να σε ορίζω

και στα πόδια σου σφαγμένος να σφαδάζω.
Και πεθαίνοντας να ζω. Να σου ανήκω,
να μου είσαι, να σου είμαι σαν τον Λύκο.




 Wolves Attack – Józef Chelmonski


Νάνσυ Δανέλη - Λυκό-φως. Στο ρήγμα που άνοιξε ο φόβος λυσσομανάει ο θυμός Βαθαίνει η απόγνωση. Δέρνει το αγρίμι η θύελλα στων βράχων τη χαράδρα. Σε τούτο το λυκόφως η ψυχή λύκος. Στη βαθιά χαράδρα θα γκρεμίσω το λύκο. Λίγα ψίχουλα φως για την ψυχούλα. Τη μικρή έντρομη ψυχή που βουλιάζοντας στο ρήγμα αγριεύεται. Τη μικρή έντρομη ψυχή που το θάνατο σκιάζεται. Λησμονεί πως αν σκαρφαλώσει στο φως θα δει ουρανό. Λησμονεί η μικρή μας ψυχή


Σχέδιο του Leutemann


Κική Δημουλά -Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΣΙΚΑΚΙΑ


Μεγαλοδύναμε
ἀλλιῶς ὑπολογίζαμε
ἀλλιώτικα προέκυπταν.

Ὀρθόδοξο μετρήθηκε
τῆς πίστης μας τὸ θρήσκευμα
καὶ ὅσο καὶ ἂν
ἐμφιλοχώρησε
κάποια εἰδωλολάτρισσα
ἀμφιβολία
καμιὰ σημασία δὲν τῆς δώσαμε
τίποτα δὲ λιγόστεψε
ἡ πίστη στὸ ἀκέραιον
ἐπάνω σου
τελείως ἀφημένη.

Ἀσφαλεῖς χαλαρώσαμε
ὀρθάνοιχτες ἀφήναμε τὶς πόρτες
μπαινόβγαιναν τ’ ἄστρα
φύλακες ἀπ’ ἔξω τὰ ὄνειρα
τὰ πῆρε ὁ ὕπνος ἕνα βράδυ

μπῆκε ὁ λύκος
μᾶς κατασπάραξε
ὅλα τὰ κατσικάκια.

Γλίτωσε ἄραγε ἢ δὲ γλίτωσε
ἐκεῖνο τὸ μικρότερο κατσικάκι
κρυμμένο πίσω ἀπ’ τὸ ρολόι;

Μὰ ἐκεῖ βρῆκε κι αὐτὸ
στοῦ λύκου τὸ στόμα νὰ κρυφτεῖ;

Μεγαλοδύναμε
ἀλλιῶς ὑπολογίζαμε
ἀλλιώτικα προέκυπταν.

Ὀρθόδοξο μετρήθηκε
τῆς πίστης μας τὸ θρήσκευμα
καὶ ὅσο καὶ ἂν
ἐμφιλοχώρησε
κάποια εἰδωλολάτρισσα
ἀμφιβολία
καμιὰ σημασία δὲν τῆς δώσαμε
τίποτα δὲ λιγόστεψε
ἡ πίστη στὸ ἀκέραιον
ἐπάνω σου
τελείως ἀφημένη.

Ἀσφαλεῖς χαλαρώσαμε
ὀρθάνοιχτες ἀφήναμε τὶς πόρτες
μπαινόβγαιναν τ’ ἄστρα
φύλακες ἀπ’ ἔξω τὰ ὄνειρα
τὰ πῆρε ὁ ὕπνος ἕνα βράδυ

μπῆκε ὁ λύκος
μᾶς κατασπάραξε
ὅλα τὰ κατσικάκια.

Γλίτωσε ἄραγε ἢ δὲ γλίτωσε
ἐκεῖνο τὸ μικρότερο κατσικάκι
κρυμμένο πίσω ἀπ’ τὸ ρολόι;

Μὰ ἐκεῖ βρῆκε κι αὐτὸ
στοῦ λύκου τὸ στόμα νὰ κρυφτεῖ
Κική Δημουλά, Δημόσιος κίνδυνος, Ίκαρος



Akela, the Lone Wolf – John Lockwood Kipling

ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ-  ΤΑ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ


«… πολύ σιωπηλά είναι όλα, κι η σιωπή είναι
καλή μονάχα σαν κλείνει μέσα της χαρά.
Αλλιώς τη φοβάμαι…» Λη


τα σπέρματα
των λυκανθρώπων
κουράζουν
τα πηδάλια
του ορίζοντος
ριχτούν
αναμμένες φλογέρες
μέσα
στα ματωμένα φουστάνια
που κρέμονται

στα πυκνά κλαριά
των δέντρων
πνίγουν κοράκια
μεσ’ στους καθρέφτες
ζητούν
τη δικαιοσύνη
και τον οίκτο
των
παιδιών

εγώ
όμως
βάζω κόκκινα λουλούδια
μεσ’ στα μαλλιά της
ορθώνομαι
ολόγυμνος
μέσα σε κήπους
πορφυρούς
χάνομαι
μέσα σε
σκοτεινές σπηλιές
που κρυφτούν
βαθιά
ραφτομηχανές
και ψάρια
κίτρινα
που μιλούν
σα λουλούδια
κι ίσως
εγώ να είμαι πια
αυτός ο λυκάνθρωπος

των αστραπών
αυτός που λεν
σα βραδιάζει
ο «άνθρωπος παρένθεσις»
μες στις φυσούνες
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, απόσπασμα




Isfandiyar fights with the Wolves – Shah-nama

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ  - O ΝΟΗΤΟΣ ΛΥΚΟΣ

Το νόημα της τέχνης μου θαρρούσα
πως ήταν φεγγαριού βυζαντινού
κι αυτό που από παιδί αιμορραγούσα.
Στα μήπως και τα τίποτα πενθούσα
γιατί σαν ακροβάτης του ουρανού
στην αίρεση του κόσμου ισορροπούσα.

Φυσούσε φύλλα τράπουλας κι αφιόνι
μες στων νεκρών ερώτων τους γκρεμούς
και της πικρής μου τύχης οι δαιμόνοι
του σώματός μου γίνονταν αγχόνη.
Στον ύπνο μου διψούσαν αγιασμούς
σκυλιά της μουσικής του Αλμπινόνι.

Ζητιάνος στα ουράνια φαρμακεία
ζητούσα φάρμακα φανταστικά
γι’ αγάπη, εμπιστοσύνη κι ευσπλαχνία
και για μια τέχνη δίχως ερμηνεία.
Ζητούσα πυροσβέστη να νικά
το πυρ που κατακαίει τη μανία.

Και να ο πυροσβέστης – οπτασία
να πίνει και να τρώει τη φωτιά
καθώς οι μάγοι άγιοι στην Ασία.
Κι ωστόσο τη δική του αθανασία
την αγνοεί – κι ας ρίχνει σαϊτιά
στα πάθη που δεν έχουν εκκλησία.

..................................................................................

Του λύκου η ώρα, λένε. Του λοστρόμου.
Χαράζει ώρα λύκου νοητού
σ’ ευχή του Ιωάννου Χρυσοστόμου.
Η ώρα της πατρίδας. Του αστρονόμου,
που βλέπει κόσμους άσωτου στρατού
να λάμπουν στη σκιά μιας λαιμητόμου.


Του λύκου η ώρα τώρα στη ζωή μας.
Στα πένθη, στη φιλία, στη χαρά.
Σ’ αυτό που δεν αντέχει το κορμί μας
κι όμως τ’ αντέχει Γένος και Φυλή μας.
Τρομοκρατία στρώνει η ομορφιά
να γονατίζει πάντα την ψυχή μας.


Οι πόλεις μοιάζουν με μηχανουργεία
που αλέθουν τις ψυχές πριν τρελαθούν.
Τι παρελθόν να σώσεις με μαγεία;
Του λύκου η ώρα είναι ομολογία
πως δήθεν τα κορμιά θα λυτρωθούν.
Σαν επιτάφιοι μέσα σε σφαγεία.


Ο νοητός ο λύκος είναι ο χρόνος.
Των αισθημάτων πάντα κηπουρός.
Ο έφεδρος της λύπης δολοφόνος.
Ο νοητός ο λύκος είναι Κρόνος.
Στα μέγαρα της νύχτας θυρωρός.
Του στέμματος των όρκων πατροκτόνος.


Και Κάτω Κόσμος είναι πάντα η Σμύρνη.
Πλαστήρας, Βενιζέλος. Το Γουδί.
Στο αίμα η Βασιλεύουσα. Κοφίνι
με τ’ άπλυτα της Γης. Το κομποσκοίνι.
Ο αυτοκράτωρ πίσω από το ναδίρ.
Ο Σολωμός κι ο Κάλβος. Η Σελήνη.




The Wolf Hunt – Nikolai Sverchkov

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ  - H ΚΑΛΩΣΥΝΗ ΣΤΙΣ ΛΥΚΟΠΟΡΙΕΣ

(Απόσπασμα )
-
Τριώνι τῆς θαλασσινῆς νυχτιᾶς· Ἄλετροπόδι
Ποὺ σὰ νεύεις μὲ χρυσοὺς σταυρούς
Τὰ πεισματάρικα παιδιὰ τῆς χίμαιρας·
Καὶ σὺ ἐκστατικό μου Ἐλίκι
Στὴν ἀσημένια ζώνη τῆς ματιᾶς μου
Ἀπόψε
Ἀγρυπνήσετε
Κι ὅταν φυσήξει ἀπ᾿ τὰ βουνὰ τῆς ἐρημιᾶς ἡ γιάμπολη
Σταλάζοντας πικρὰ στὴν ὑπνωμένη γῆς
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου

Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου

Σὲ βάτους ποὺ ἔφτυσαν φωτιὰ καὶ τώρα κρυώνουν
Σὲ δέντρα ποὺ ματώσαν, σ᾿ ἐρημοκκλησιές ποὺ ράισαν
Σὲ μοναξιὲς ἀπέραντες μαρμαρωμένου ἀνέμου
Σὲ φέγγη ποὺ ἀνατρίχιασαν ἕνα ἀθῶο κορμί
Σ᾿ ἀγκάθια ποὺ φαρμάκωσαν ἕνα φεγγάρι
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου
Στὶς σπαραγμένες σάρκες τοῦ γκρεμοῦ
Στά ρίγη ποὺ κρυστάλλωσαν τὶς ἀγωνίες τοῦ λόγγου
Γιὰ μιὰ στερνὴ φορά
Φωνάζω
Ἀκουρμαστεῖτε τὴ φωνὴ τοῦ λύκου
Ἄστρα, ὁ χρησμός σας δὲ θὰ πάει χαμένος

Παιδιά, ὁ χαμὸς ὁ χαλασμὸς ἡ πεῖνα
Κι ἡ ἀνάγκη τρεμοσβυοῦν στὸ ψυχορράγημα
Ὀρθώσετε τ᾿ ἀρματωμένα χέρια
Ξετελέψετε
Θάλασσα, χίμαιρα, ἔκσταση
Ἑτοιμάσετε τὴ χώρα σας
Τοῦ χάρου τὴ φωνὴ δὲν θὰ τὴν ἀνεχτοῦμε.

Ἡ μέρα εἶναι κοντὰ ποὺ θὰ ψοφήσει ὁ λύκος
Ποὺ ἡ ἀπονιὰ θὰ φάει τὶς σάρκες της

Ποὺ θὰ βουτήξει σὲ μιὰ δόξα μύρου τὸ βουνό
Καὶ ποὺ ἡ ψυχὴ θ᾿ ἀνάψει ἀπὸ τὶς μυστικές φλογίτσες σας
Ὅπως καὶ πρὶν Τριώνι, Ἀλετροπόδι, Ἐλίκι!

 Wolf – Alfred Wierusz-Kowalski

Χ. Μ. Εντσενσμπέργκερ - Υπερασπίζοντας το λύκο από τα πρόβατα

Μήπως θα φάει το γεράκι μημελησμόνει;
Τι ζητάτε απ’ το τσακάλι, ν’ αλλάξει δέρμα
Κι απ’ το λύκο; Μήπως να ξεριζώσει μονάχος τα δόντια του;
Τι δε σας πάει με τις πολιτικές δονήσεις και τους πάπες;
Και τι κοιτάτε έτσι χαζά στην ψευδολόγα οθόνη;
Λοιπόν ποιος ράβει του στρατηγού το παντελόνι, το αιμάτινο σιρίτι;
Ποιος μπρος στον τοκογλύφο ανοίγει το πουγκί του;
Ποιος κρεμάει περήφανα το τσίγκινο παράσημο
πάνω απ’ τον αφαλό που γουργουρίζει;
Ποιος παίρνει φιλοδώρημα, αργύρια, χρήμα για να λουφάξει;
Ποιος τους χειροκροτεί λοιπόν;
Ποιος τους απονέμει τα παράσημα, ποιος χαίρεται το ψέμα;
Σταθείτε μπρος στον καθρέφτη:
Δειλοί, τρέμετε στην προσπάθεια της αλήθειας
Τη μάθηση απωθείτε, τη σκέψη εμπιστευόμενοι στους λύκους,
Της μύτης ο χαλκάς, το πιο ακριβό σας κόσμημα,
Καμία πλάνη αρκετά χαζή, καμιά κατηγορία αρκετά φτηνή,
Κανείς εκβιασμός δεν είναι αρκετά σκληρός για σας.
Πρόβατα εσείς, είναι, συγκρίνοντας με σας, αδέλφια σας οι κόρακες:
Βγάζει ο ένας το μάτι του αλλουνού.
Αδελφοσύνη επικρατεί ανάμεσα στους λύκους: πηγαίνουν σε κοπάδι.
Ας είναι δοξασμένοι οι ληστές: εσείς που προκαλείτε το βιασμό
ρίχνεστε στο τεμπέλικο κρεβάτι της υποταγής,
ακόμη κι όταν κλαψουρίζετε είσαστε ψεύτες. Θέλετε να ξεσκιστείτε.
Εσείς δεν πρόκειται ν’ αλλάξετε τον κόσμο.
(από το “Σύγχρονη γερμανική ποίηση, εκδ. Γαβριηλίδης”)

Three Women and Three Wolves – Eugene Samuel Grasset

Ted Hughes  - ΤΟ ΟΥΡΛΙΑΧΤΟ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ

Είναι απόκοσμο.
Τι σέρνουν από τα μακριά λουριά του ήχου
Που διαλύεται μες τη σιγαλιά του αέρα;
Έπειτα το κλάμα ενός μωρού, μέσα στο δάσος των λιμασμένων σιωπών,
Φέρνει τους λύκους τρέχοντας.

Το κούρδισμα ενός βιολιού, μέσα στο δάσος λεπτοκαμωμένο σαν το αυτί μιας κουκουβάγιας,
Φέρνει τους λύκους τρέχοντας-φέρνει τις ατσάλινες παγίδες που κροταλίζουν στάζοντας σάλια,
Ατσάλι ντυμένο με γούνα για να μη ραγίσει από το κρύο,
Τα μάτια που δεν έμαθαν ποτέ πώς έγινε
Και πρέπει να ζήσουν έτσι,
Πως πρέπει να ζήσουν
Η αθωότητα χώθηκε στα ορυκτά

Ο αγέρας σαρώνει τον κυρτωμένο λύκο που τρέμει.
Ουρλιάζει δεν ξέρεις αν είναι από αγωνία ή χαρά.
Η γη βρίσκεται κάτω απ’ τη γλώσσα του,
Ένα νεκρό βάρος σκοταδιού, που προσπαθεί να δει μεσα απ’τα μάτια του.
Ο λύκος ζει για τη γη.

Όμως ο λύκος είναι μικρός, δεν καταλαβαίνει πολλά.
Τρέχει μπρος πίσω, κυνηγώντας τη διαίσθησή του και κλαίγοντας γοερά.
Πρέπει να ταΐσει τη γούνα του.
Η νύχτα χιονίζει άστρα και η γη ραγίζει.
Ted Hughes, “Wodwo”,1967 Μετ: Κατερίνα Ηλιοπούλου

Mazeppa and the Wolves – Musée Calvet

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ - Ο ΛΥΚΟΣ

Τρώγαμε ήσυχα την σούπα μας
αυτός κι εγώ,
οι δυο μας, μόνοι.
Έξω χιόνι, μέσα σιωπή.
Ένα ρολόι ρυθμικά θάβει τον χρόνο.
Ξάφνου ακούγεται ουρλιαχτό
και έξω από το τζάμι
βλέπω να χάσκει
το στόμα ενός λύκου
σάλια και αίμα.
Πίσω από το γυαλί
ακούω την ανάσα να κοχλάζει
μυρίζω την λαχτάρα του.

Πριν ο άντρας προλάβει να αντιδράσει,
ένα προς ένα πετάω όλα μου τα ρούχα
την πόρτα ανοίγω
και αφήνομαι γυμνή
να με ξεσκίσει.
 Η αλεπού και ο κόκκινος χορός, 2009




The Wolves Descending from the Alps – William Hamilton

Γιώργος Μαρκόπουλος  - ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΕΝΕΔΡΕΥΕΙ

Στα μάτια μου ενεδρεύει ένα παιδί με τριαντάφυλλο
ή ένας χοντρός και άξεστος λύκος.

Κάθε ψυχή είναι μια θάλασσα στην ερημιά

Με το παιδί. Και το λύκο.

Τα λόγια είναι ενστικτώδεις κινήσεις προφυλάξεως
κάποιου τρομαγμένου ζαρκαδιού.
Γιώργος Μαρκόπουλος, Η κλεφτουριά του κάτω κόσμου, 1973
Ποιήματα 1968 – 2010 (Επιλογή), 2014




 Long Horned European Wild Ox – Heinrich Harder


ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ  - ΣΥΝΕΠΕΙΑ,2

μέσα μου ζουν και ανασαίνουν
δυο άγριοι διψασμένοι λύκοι
όσα ποτέ δεν έπραξα
κι όσα σε κρίσιμες στιγμές έπραξα λάθος

είναι φορές που ο πόνος γίνεται αφόρητος
καθώς ρουφάνε ανελέητα
το πιο καθάριο αίμα της καρδιάς μου



Little Red Riding Hood – William Crane

Ασημίνα Ξηρογιάννη - Ο λύκος μου

Σκληρός σαν πέτρα
Αμίλητος
Ο δικός μου λύκος
Περιφέρεις τη μοναξιά σου στον κήπο μου
Ναι, όλο εκεί τριγυρνάς, στον κήπο μου-
μόνο που ούτε κι ο ίδιος δεν το ξέρεις ακόμα.
Και βηματίζεις νευρικά
ή τρέχεις αδέξια
Και όταν σκοντάψεις,
δεν μου δίνεις το χέρι σου
όταν σου απλώνω το δικό μου
Αγαπώ αυτό το απόκοσμο σε σένα
Αγαπώ αυτό που δεν μπορώ να ονομάσω
Γιατί δεν μ’ αφήνεις να σε κάνω ποίημα;
Nα σε κλειδώσω καλά με τις λέξεις να μην μου φύγεις
N’ αγγίξω μέσα σου ό,τι ανέγγιχτο υπάρχει
Να σε διαβάσω σαν χίμαιρα
Να σε εξημερώσω.




Moonlight, Wolf – Frederic Remington

Κωστής Παλαμάς - Οι λύκοι

Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι!
Στα όπλα, Ακρίτες! Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί,
καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι,
για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί.

(Απ’ της μαυρίλας της αραχνίλας την αποθήκη
σε σκονισμένα γυαλιά κλεισμένο, παλιό κρασί,
των εκατό σου χρονών ανοίγω το αρχοντιλίκι
στου ήλιου το φέγγος, τι σε προσμένουν οι δυνατοί

ξανά σαν πάντα και για τη μάχη και για τη νίκη
να τους φτερώσεις το πάτημα τους όπου πατεί.
Σ’ εμέ -κελλάρης λυράρης είμαι,- σ’ εμένα ανήκει
να το κεράσω στα νέα ποτήρια το αρχαίο πιοτί).

Βοσκοί και σκύλοι, λώβα και ψώρα. Τα’ αρνιά; Μουζίκοι.
Ό λαός; Όνομα. Σκλάβος πλέμπας δούλα κ’ ή οργή,
Δίκη από πάνω θεία των αστόχαστων καταδίκη
και λογαριάζει και ξεπλερώνει όσο αν αργεί.

Τραγουδημένη κλεφτουριά, Γένος, αρματολίκι,
τα ξεγραμμένα και τα τριμμένα ψέματα, αχνοί,
Ιδέα βυζάχτρα των τετρακόσιων χρόνων, η φρίκη
τώρα, το μάθημα των Ελλήνων ως χτες, εσύ

του ραγιά μάνα βιβλικό, πλάσμα ορφικό, Ευρυδίκη,
του πανελλήνιου μεγαλονείρου χρυσοπηγή,
μας τον καθρέφτιζες μέσ’ στης Πόλης τό βασιλίκι
τον ξυπνημένο Μαρμαρωμένο, κυνηγητή

του Ισλάμ. Ή Θράκη προικιό του, ώ δόξα! Και απανωπροίκι
μια Ελλάδα πάλε στην τουρκεμένην Ανατολή,
της Ιωνίας γλυκοξημέρωμα…. Οι λύκοι! Οι λύκοι!
κ’ οι βοσκοί ανάξιοι, λύκοι και οι σκύλοι κι οι αντρείοι δειλοί.

Στης Πολιτείας τη μάντρα οι λύκοι! Παντού είναι λύκοι!
Ξανά στα Τάρταρα Ίσκιος, του ψάλτη λατρεία κ’ εσύ.
Ψόφια όλη ή στάνη. Φέρτε να πιούμε, κούφιο νταηλίκι,
για το αποκάρωμα που μας πρέπει, κι όποιο κρασί.





White Wolves with Princess - DIY Diamond Painting


Γιώργης Παυλόπουλος - Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Με το φίλο μου το λύκο
τον δειλό και κουτοπόνηρο
περπατούσαμε μαζί
μες στο σκοτεινό μου όνειρο.

Και του λέω Λύκε πες μου
τι να κάνω με τον έρωτα
όλα εκεί είναι θολά
μυστήρια κι αφανέρωτα.

Κα μου λέει άκου Γιώργη
δε θα λύσω εγώ το ανεξήγητο
γλέντησε μ΄όσες μπορείς
τ΄αμπέλι είναι ατρύγητο.

Άει στο διάβολο του λέω
αχρείε κι αλιτήριε
και το χτήνος μ΄απαντά
να σε φάει ο λύκος Κύριε.
«Γιώργης Παυλόπουλος, «Να μη τους ξεχάσω», Κέδρος»




 Pollyanna Pickering art 

Γιάννης Ποταμιάνος  - Ο Λύκος

Ένας λύκος ουρλιάζει
στο σκοτάδι
Τραγουδά την μοναξιά του
Στην πανσέληνο
Παίζει παντομίμα
Με την σκιά του
Μοναδικός θεατής
Σε θέατρο νυχτερινών σκιών

Ένας λύκος ουρλιάζει
στο σκοτάδι
Ξέρει πως για απόκριση θα πάρει
Την ηχώ του
Το ουρλιαχτό όμως στέλνει
να ταξιδέψει
Με τον άνεμο
Στα δάση και στις χαράδρες
Επιβεβαιώνει την παρουσία του
Στον εαυτό του
προλαβαίνει την έκρηξη
Της μοναξιάς

Είναι πολύ ευαίσθητο ζώο
Ο λύκος
Και λιγομίλητος
Με τα φωνήεντα μετρημένα
Λιτός
Χωρίς φλυαρίες
Με κραυγές μονοσύλλαβες
Όλα σε μια συλλαβή
Οουουουου…
Έρωτας και χαρά,
Απόγνωση και θάνατος
Τι πλούτος
Σε μια συλλαβή
Μεγάλος ποιητής της αφαίρεσης
ο λύκος

Και η δορά του μαδημένη
Από του καλοκαιριού
τις ζέστες
Περιφρονεί την αισθητική μας
Είναι αναγκαιότητα
η ανανέωση
Για τους χειμώνες που έρχονται
Είναι σοφός ο λύκος
Όχι ματαιόδοξος
Υποτάσσει την ομορφιά του
Στην επιβίωση

Όμως τελευταία, οι φήμες λένε
Πως είναι πολύ πεινασμένος
Ο λύκος
Πως βρωμάει το χνώτο του
Πως τρώει ψοφίμια
Βλέπεις φυλάει καλά τα κοπάδια του
Ο άνθρωπος
Τα έκλεισε σε στάβλους
Ερήμωσε τα λιβάδια
Κατέστρεψε τις στέπες
Και τα δάση
Όμως είναι πολύ σοφός
Ο λύκος
Δεν σκέφτεται καν το ενδεχόμενο
Να γίνει κατοικίδιο
Αγαπάει πολύ την ελευθερία του
Και το ουρλιαχτό του
Ξέρει καλά πως κοντά στον άνθρωπο
Θα πρέπει να σωπαίνει
Και να κουνάει την ουρά του

Όμως είναι πολύ ερωτευμένος
Ο λύκος
Για να θυσιάσει το μονοσύλλαβο
Τραγούδι του
Στην πανσέληνο τα βράδια
Και πολύ περήφανος
Για να γίνει μια ακόμα
Σκυλίσια ράτσα



Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς Ο Φαυστήλος με τους Ρωμύλο και Ρώμο



Χρίστος Ρουμελιωτάκης -  ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΒΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ
΄Ενας λύκος κάθε βράδυ
μου τηλεφωνάει,
λέει πως είναι άγριος
κι ότι θα με φάει.
– Λύκε, λύκε που γυρίζεις
μοναχός στο χιόνι,
έχω τη μανούλα μου
και δεν είμαι μόνη.
΄Ενας λύκος κάθε βράδυ
μου τηλεφωνάει
και μου λέει παραμύθια
και μου τραγουδάει.
– Λύκε, λύκε δεν πιστεύω
ό,τι κι αν μου λες,
ξέρω ότι είσαι μόνος
και τα βράδια κλαις.



Αργύρης Χιόνης - Ένας λύκος αισθηματίας

Διψάω γι’ αγάπη, πεινάω γι’ αγάπη, πονάω γι’ αγάπη..
Ουρλιάζω γι’ αγάπη, πεθαίνω γι’ αγάπη… αλλά..
Είμαι o λύκος, o κακός o λύκος και δεν γίνεται..
Δεν είναι δυνατόν τέτοια αισθήματα να έχω..
Γιατί αν το μάθουνε τα πρόβατα,
θα πέσουνε να με σπαράξουν…
(Α. Χιόνης, Η φωνή της σιωπής, Νεφέλη)



Tony Wooding - wolves

Alfred de Vigny  - Ο Θάνατος του Λύκου 
I
Στην πύρινη σελήνη απάνω διάβαινε η συννεφιά
Θυμίζοντας την κάπνα που αναδίνει η πυρκαγιά,
Ενώ, στον ορίζοντα, το δάσος απλωνόταν σκοτεινό.
Καθώς πορευόμασταν αμίλητοι στο χορτάρι το νωπό,
Μες στις φτέρες τις ψηλές και την ερείκη τη φουντωτή,
Ξάφνου, κάτω από έλατα που θυμίζουν μιαν άλλη γη,
Αντικρίσαμε ίχνη από νύχια που ’χαν αφήσει
Κάποιοι λύκοι ταξιδευτές που ’χαμε ιχνηλατήσει.
Αφουγκραστήκαμε, με κρατημένη την αναπνοή
Και με βήμα σ’ αναμονή. –Μήτε τα δάση μήτε η γη
Δεν σκόρπιζαν στους αγέρες τουλάχιστον μια πνοή·
Μόνο του πένθιμου ανεμοδείκτη η ουράνια κραυγή·
Σαν ο άνεμος πιο πάνω από τη γη υψωνόταν,
Μόνο πύργους μοναχικούς με τα πόδια αισθανόταν,
Και οι πέρα βελανιδιές, κόντρα στα βράχια γερμένες,
Στους αγκώνες φάνταζαν πως ξάπλωναν κοιμισμένες.
Μήτε ένα θρόισμα συνεπώς, ώσπου, ιχνεύοντας και πάλι,
Ο γηραιότερος κυνηγός, έσκυψε το κεφάλι,
Ξάπλωσε καταγής και έριξε στην άμμο μια ματιά·
Σύντομα, εκείνος που ως τώρα πάντα έκρινε ορθά,
Δήλωσε σιγανά πως τα χνάρια ετούτα τα νωπά
Προμήνυαν το βάδισμα και τα νύχια τα αιχμηρά
Δυο ενήλικων λύκων συντροφιά με τα δυο τους τα μικρά.
Συνεπώς κινήσαμε όλοι τα μαχαίρια μας μπροστά,
Και, κρύβοντας των τουφεκιών την ολόλευκή τους λάμψη,
Τ’ αργόσυρτό μας βήμα τις κλάρες έκανε στην άκρη.
Τρεις κοντοστάθηκαν, κι εγώ, ψάχνοντας τι αντικρίζουν,
Άξαφνα παρατηρώ δυο μάτια να λαμπυρίζουν,
Και, πέρα, διακρίνω τη σβελτάδα τεσσάρων μορφών
Να χορεύουν στη φεγγαράδα εν μέσω ερεικών,
Όπως κάνουν κάθε μέρα, με πάταγο μπροστά μας,
Σαν έρχεται ο αφέντης, τα όλο χαρά σκυλιά μας.
Όμοια ήταν η μορφή τους, όμοιος και ο χορός·
Όμως του Λύκου τα παιδιά παιχνίδιζαν σιωπηλώς,
Ξέροντας πως δυο βήματα πιο κει, κοιμούνται ελαφρά,
Εντός των τειχών, της ανθρώπινης έχθρας τα πυρά.
Ο πατέρας ήταν άγρυπνος, και πιο πέρα, σ’ ένα δεντρί,
Η λύκαινά του αναπαυόταν όπως η σμιλευτή
Των Ρωμαίων η λατρευτή, που με τον χνουδωτό κόρφο
Θήλασε δυο ημίθεους, τον Ρωμύλο και τον Ρώμο.
Ο Λύκος ήρθε κι έκατσε, με τα δυο πόδια τεντωμένα,
Από τα γαμψά τους νύχια μες στην άμμο βυθισμένα.
Έκρινε πως ηττήθηκε, μιας κι αιφνιδίως εγκλωβίστηκε,
Η φωλιά του εντοπίστηκε κι η φυγή του αποκλείστηκε·
Άρπαξε τότε με το μουσούδι του το φλογισμένο,
Απ’ τον ασθμαίνοντα λαιμό έναν σκύλο ξεθαρρεμένο,
Κι ούτε που χαλάρωσε τα ατσάλινα σαγόνια του,
Παρά τις τουφεκιές που διατρυπούσαν τα λαγόνια του,
Παρά τα, σαν τανάλια, μαχαίρια μας τα αιχμηρά,
Που βυθίζονταν σταυρωτά στα πλατιά του σωθικά,
Μέχρι που ήρθε η στιγμή το σκυλί το στραγγαλισμένο,
Στα πόδια του να πέσει, πριν απ’ αυτόν ξεψυχισμένο.
Ο Λύκος τότε το παρατά κι ύστερα προς εμάς κοιτά.
Τα μαχαίρια βρίσκονταν ακόμα στο στέρνο του βαθιά,
Καρφώνοντάς τον στη χλόη μες στα αίματα πνιγμένο,
Από τουφέκια μισοφέγγαρου θανάτου πλαισιωμένο.
Δεν σταματά να κοιτά μα στη συνέχεια ξαπλώνει,
Ενώ γλείφει το αίμα που στο μουσούδι του απλώνει,
Και, χωρίς καν ν’ αναρωτηθεί για τη βίαιη τροπή,
Κλείνοντας τα μεγάλα του μάτια, πεθαίνει δίχως κραυγή.
II
Στ’ αδειανό μου τουφέκι το μέτωπό μου απόθεσα,
Κι άρχισα να συλλογιέμαι, μα να με πείσω δεν μπόρεσα
Τη Λύκαινα και τα λυκόπουλά του να καταδιώξω·
Κι, ενώ τον ανέμεναν, τη σκέψη δεν έλεγα να διώξω
Πως χωρίς τους δυο γιους, η όμορφη και σκυθρωπή χήρα
Θα τον συντρόφευε στη μεγάλη του δοκιμασία·
Μα το καθήκον τής μάνας ήταν να τα σώσει, ώστε
Την αντοχή ενάντια στην πείνα να μεταδώσει, ώστε
Ποτέ να μην καταπατήσουν της πόλης τη συμφωνία,
Που συνήψε ο άνθρωπος με τα ζώα σε δουλεία
Που κυνηγούν υπό έλεγχο, για να ’χουν μιαν εστία,
Κείνα που στο δάσος και στον βράχο έχουν εξουσία.
III
Αχ! σκέφτηκα, παρά το σπουδαίο μας τίτλο, Άνθρωποι,
Ντρέπομαι τόσο για ’μάς, που είμαστε τόσο άτολμοι!
Πώς ν’ αποχωρούμε απ’ τη ζωή κι όλα της τα δεινά,
Μόνον εσείς το γνωρίζετε καλά, ζώα θαυμαστά!
Αν δεις τι υπήρξες στη γη και ποια η κληροδοσία,
Η σιωπή έχει ουσία· τα υπόλοιπα, είν’ όλα αδυναμία.
-Ω! σ’ ένιωσα στο πετσί μου, σένα άγριε ταξιδευτή,
Το ύστατο βλέμμα σου στην καρδιά μου μπήχτηκε καρφί!
Έλεγε: «Αν μπορείς, προσπάθησε ν’ ανέλθει η ψυχή,
Παραμένοντας, μ’ επιμονή, φιλομαθής και λογική,
Στην ύψιστη κορφή τής περηφάνιας της στωικής,
Που, στα δάση γεννημένος, ήμουν ο πρώτος αλπινιστής.
Στεναγμός, κλάμα, προσευχή, φαντάζουν όλα τους οκνά.
Τέλεσε το μακρύ και βαρύ σου έργο δυναμικά
Στον δρόμο που η μοίρα θέλησε να σε προσκαλέσει,
Κι όπως εγώ, υπέφερε, πέθανε δίχως να πεις λέξη».
Μετάφραση: Βίκυ Βασιλάτου
Robert Chang art


ΕΡΜΑΝ ΕΣΕ  - Ο λύκος



O Γερμανός συγγραφέας Έρμαν Έσε έγραψε αυτό το διήγημα στις αρχές του εικοστού αιώνα, το 1903, όταν ακόμη τα άγρια ζώα δε διέτρεχαν πολλούς κινδύνους ούτε απειλούνταν με εξαφάνιση, όπως συμβαίνει στην εποχή μας. O μακρύς και ψυχρός χειμώνας των γαλλικών και ελβετικών βουνών περιγράφεται πολύ σκληρός για τα ζώα της περιοχής, τόσο που ακόμα και οι γνωστοί για την επιθετικότητά τους λύκοι να αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης.

Ποτέ άλλοτε τα γαλλικά βουνά δεν είχαν γνωρίσει τόσο κρύο ούτε τόσο μακρύ χειμώνα. Εδώ και βδομάδες ο αέρας ήταν διαυγής, ξηρός και ψυχρός. Τις μέρες οι χιονισμένες κορυφές φάνταζαν ατελείωτες κάτω από το διαπεραστικό γαλάζιο του ουρανού, τις νύχτες το φεγγάρι, διαυγές και μικροσκοπικό, σκαρφάλωνε πάνω τους, ένα φοβερό κατεψυγμένο φεγγάρι από κίτρινη λάμψη, που το έντονο φως του χλώμιαζε πάνω στο χιόνι κι έμοιαζε με σώμα από πάγο. Οι άνθρωποι απέφευγαν όλους τους δρόμους και κυρίως τα υψίπεδα, κάθονταν καθηλωμένοι και ξεστομίζοντας κατάρες στις καλύβες των χωριών, που τα κόκκινα παράθυρά τους έμοιαζαν τη νύχτα, πλάι στο γαλάζιο φως του φεγγαριού, θολά σαν από καπνό και πότε πότε έσβηναν.
Ήταν δύσκολη εποχή για τα ζώα της περιοχής. Τα μικρότερα ξεπάγιαζαν αράδα, ακόμη και τα πουλιά, και τα ισχνότερα πτώματα γίνονταν λεία για τα γεράκια και τους λύκους. Ακόμη όμως κι αυτά υπέφεραν φοβερά από το κρύο και την πείνα. Υπήρχαν λίγες μόνο αγέλες λύκων και η ανάγκη τις έκανε να συμμαχούν μεταξύ τους. Τις μέρες οι λύκοι έβγαιναν για κυνήγι ένας ένας. Πού και πού τριγύριζε κάποιος στο χιόνι, λιπόσαρκος,* πεινασμένος, άγρυπνος, άφωνος και τρομαγμένος, σαν φάντασμα. Η μικρή σκιά του σερνόταν δίπλα του πάνω στον πάγο. Τέντωνε το ρύγχος του στον αέρα και ενίοτε*έπιανε κάποιο ξερό, βασανισμένο βογκητό. Τα βράδια όμως έβγαιναν όλοι μαζί στο κυνήγι και ορμούσαν ουρλιάζοντας στα χωριά. Τα κοτέτσια και οι στάβλοι ήταν καλά φυλαγμένα και πίσω από τα σφαλιστά παραθυρόφυλλα βρίσκονταν κρεμασμένα τα τουφέκια - δύο από την αγέλη είχαν κιόλας σκοτωθεί. Ο παγετός δεν έλεγε να υποχωρήσει. Συχνά οι λύκοι κάθονταν ακίνητοι ο ένας πλάι στον άλλο προσπαθώντας να ζεσταθούν με τα σώματά τους · έστηναν αυτί γυρεύοντας να πιάσουν κάποιον ήχο από τη νεκρή ερημιά ώσπου κάποιος, τυραννισμένος απ' την πείνα, τιναζόταν επάνω βγάζοντας ένα φοβερό μουγκρητό. Τότε γυρνούσαν όλοι προς το μέρος του, έτρεμαν και ξεσπούσαν σ' ένα τρομερό ουρλιαχτό, όλο απειλή και παράπονο.
Ένα μικρό τμήμα της αγέλης αποφάσισε τελικά να αναζητήσει αλλού την τύχη του. Νωρίς το πρωί βγήκαν από τις σπηλιές τους, συγκεντρώθηκαν και μύρισαν γεμάτοι ένταση και αγωνία τον παγωμένο αέρα. Έπειτα ξεκίνησαν με ταχύ και ομοιόμορφο βήμα. Όσοι είχαν μείνει πίσω τους κοιτούσαν με γουρλωμένα μάτια, έκαναν μερικά βήματα προς το μέρος τους, στάθηκαν αναποφάσιστοι κι άβουλοι και γύρισαν αργά αργά πίσω.
Οι μετανάστες χωρίστηκαν το μεσημέρι. Τρεις απ' αυτούς τράβηξαν προς ανατολάς, προς τον ελβετικό Ιούρα, οι άλλοι προς νότον. Οι τρεις ήταν όμορφα και δυνατά ζώα, φοβερά όμως αποσκελετωμένα. Η κοιλιά τους ήταν στενή σαν μια ζώνη, στο στήθος τα πλευρά τους είχαν τιναχθεί έξω, τα στόματα ξερά και τα μάτια γουρλωμένα από την απελπισία. Έφτασαν στον Ιούρα, τη δεύτερη μέρα πέτυχαν ένα κριάρι, την τρίτη ένα σκύλο κι ένα γαϊδούρι, αλλά όλος ο πληθυσμός της περιοχής ξεσηκώθηκε εναντίον τους. Οι απροσδόκητοι εισβολείς είχαν τρομάξει τους πάντες. Οι ταχυδρόμοι κυκλοφορούσαν οπλισμένοι, κανείς δεν πήγαινε από το ένα χωριό στο άλλο χωρίς να κρατάει όπλο ή να συνοδεύεται από οπλοφόρους. Μετά την ωραία τους λεία τα τρία ζώα ένιωσαν ωραία στην ξένη περιοχή· τα έπιασε όμως και φόβος· παρ' όλα αυτά ριψοκινδύνευαν εδώ όσο δεν το είχαν κάνει ποτέ στον τόπο τους κι έτσι όρμησαν μέρα μεσημέρι σε ένα στάβλο. Αυτήν τη φορά όμως βρέθηκαν αντιμέτωποι και με ανθρώπους. Οι λύκοι είχαν επικηρυχθεί, κάτι που διπλασίαζε το θάρρος των χωρικών. Σκότωσαν δύο, τον ένα με μια σφαίρα στο λαιμό, τον άλλο με τσεκούρι. Ο τρίτος ξέφυγε τρέχοντας απεγνωσμένα, ώσπου έπεσε μισοπεθαμένος πάνω στο χιόνι. Ήταν ο πιο νέος και ο πιο ωραίος από τους λύκους, ένα περήφανο ζώο, πολύ δυνατό και ευλύγιστο. Έμεινε ώρα πάνω στο χιόνι αγκομαχώντας. Κόκκινοι, αιμάτινοι κύκλοι στριφογύριζαν μπροστά στα μάτια του και πότε πότε έβγαζε ένα σφυριχτό αναστεναγμό γεμάτο πόνο. Μια τσεκουριά τον είχε βρει στην πλάτη. Συνήλθε όμως και σηκώθηκε. Τότε μόνο είδε πόσο δρόμο είχε κάνει. Δεν υπήρχε ίχνος ούτε ανθρώπων ούτε σπιτιών, μόνο ένα χιονισμένο ψηλό βουνό εμπρός του. Ήταν το Σασσεράλ. Αποφάσισε να πάει γύρω γύρω. Για να σβήσει τη δίψα του, έφαγε ένα μικρό κομμάτι από τη σκληρή κρούστα του χιονιού.
Στην άλλη πλευρά του βουνού βρήκε ένα χωριό. Νύχτωνε. Περίμενε σ' ένα πυκνό ελατόδασος. Έπειτα γλίστρησε προσεκτικά γύρω από τους φράχτες των περιβολιών, ακολουθώντας τη μυρωδιά των ζεστών στάβλων. Δεν υπήρχε ψυχή στο δρόμο. Δειλά δειλά κοιτούσε προς το μέρος των σπιτιών. Πέφτει τότε ένας πυροβολισμός. Βάζει τα πόδια στον ώμο, πέφτει κι άλλη τουφεκιά. Είχε πληγωθεί. Η λευκή του κοιλιά είχε λεκιαστεί από το αίμα που έρρεε σε χοντρές σταγόνες. Κατάφερε όμως με ελιγμούς να ξεφύγει και να φτάσει στο πέρα δάσος. Εκεί περίμενε με τ' αυτιά τεντωμένα• άκουσε φωνές και βήματα να πλησιάζουν από δύο πλευρές. Κοίταξε με αγωνία προς το βουνό επάνω. Η ανάβαση ήταν πολύ δύσκολη, δεν είχε όμως άλλη επιλογή. Αναρριχήθηκε στο γλιστερό βουνό, ενώ κάτω βασίλευε ένας ορυμαγδός από κατάρες, διαταγές και φώτα από τα φανάρια. Ο πληγωμένος λύκος σκαρφάλωσε τρέχοντας στο μισοσκότεινο πευκοδάσος, ενώ το σκούρο αίμα συνέχιζε αργά αργά να στάζει.
Το κρύο είχε κοπάσει. Ο ουρανός στη δύση ήταν ομιχλώδης κι έμοιαζε να υπόσχεται χιονόπτωση.
Το εξαντλημένο ζώο είχε τελικά ανεβεί στην κορυφή. Βρισκόταν σ' ένα μεγάλο χιονισμένο υψίπεδο, ψηλά πάνω από το χωριό. Δεν ένιωθε πείνα αλλά κάτι αμυδρά τσιμπήματα από το τραύμα. Ένα χαμηλόφωνο τρεμάμενο γάβγισμα βγήκε από το στόμα του, η καρδιά του χτυπούσε με κόπο κι ένιωθε το χέρι του θανάτου να τον πιέζει σαν ένα ανείπωτα βαρύ φορτίο. Τον τράβηξε ένα μοναχικό έλατο·ξάπλωσε στην κουφάλα του κοιτάζοντας τη χιονισμένη νύχτα. Μισή ώρα πέρασε. Ένα θαμπό, κόκκινο φως έπεσε στο χιόνι, αλλόκοτο και τρυφερό. Ο λύκος σηκώθηκε βογκώντας και έστρεψε το ωραίο του κεφάλι προς το φως. Ήταν το φεγγάρι που ορθωνόταν τεράστιο και κόκκινο σαν αίμα από τα νοτιοανατολικά. Είχε βδομάδες πολλές να παρουσιαστεί τόσο κόκκινο και μεγάλο. Το βλέμμα του μελλοθάνατου ζώου κρεμάστηκε με θλίψη από το θαμπό δίσκο του φεγγαριού κι από το στόμα του βγήκε και πάλι ένα αδύναμο ουρλιαχτό.
Πλησίασαν φώτα και βήματα. Χωρικοί κουκουλωμένοι με τις κάπες τους, κυνηγοί και νεαρά αγόρια με χιονοπέδιλα και άσχημες γκέτες* προχωρούσαν βουλιάζοντας στο χιόνι. Κραυγές. Κάποιος είχε ανακαλύψει τον ετοιμοθάνατο λύκο. Έπεσαν δυο πυροβολισμοί χωρίς να βρουν στόχο. Καθώς όμως είδαν πως ήταν στα τελευταία του, έπεσαν επάνω του με ραβδιά και ρόπαλα. Εκείνος δεν ένιωθε πια τίποτα.
Με σπασμένα τα μέλη του έσυραν το λύκο στο χωριό. Γελούσαν, πανηγύριζαν, γιόρταζαν με ρακή και καφέ, τραγουδούσαν, έβριζαν. Κανείς τους δεν έβλεπε την ομορφιά του χιονισμένου δάσους ούτε τη λάμψη των υψιπέδων ούτε το κόκκινο φεγγάρι που κρεμόταν πάνω από το Σασσεράλ και που το αδύναμο φως του αντανακλούσαν οι κάννες των όπλων τους, οι κρύσταλλοι του χιονιού και τα γυάλινα μάτια του σκοτωμένου λύκου.
Έ. Έσε, Η πόλη των ξένων στο νότο, 
μτφρ. Θ. Λουπασάκης, Σμίλη






John Lofgreen - shades of gray

Μενέλαος Λουντέμης - Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό 

Ήταν ήσυχα και τούτη τη βραδιά εδώ στην ταράτσα. Κάτου η πόλη βούιζε πνιχτά. Από καιρό σε καιρό μια κραυγή ανέβαινε ψηλά, ζυγιζότανε τρέμοντας στο κενό και ξανάπεφτε νεκρή. Από πάνω έβρεχε ψιλό φως ο γαλαξίας. Στις βαθιές σπηλιές του βράχου κούρνιαζαν λουφαγμένα τα πουλιά, και πάνω του ο Παρθενώνας λεύκαζε σαν κρύος σκελετός.
Η Ρηνούλα ακούμπησε στο πεζούλι να ξανασάνει. Είχαν λυθεί οι αρμοί της με το πηγαινέλα, απ’ τη νύχτα ως την άλλη τη νύχτα. Το σπίτι ήταν θεόρατο, κουρασμένο, τραβηγμένο παράμερα απ’ τ’ άλλα μες στην ποδιά του Λυκαβηττού. Μόνο τούτο το καλοκαίρι ξεθάρρεψε να το ζυγώσει ένα άλλο αρματωμένο ακόμη απ’ τις σκαλωσιές.
Η Ρηνούλα τριγύριζε μέσα στο άδειο σπίτι σαν παιδί χαμένο μέσα στο παραμύθι. Βίζιτες [31] δεν περνούσαν το κατώφλι. Η κυρία το μεταχειριζότανε σαν ξενοδοχείο. Και μοναχά ο κύριος κλεινόταν τα βράδια στο σαλόνι με κάτι φίλους του και χαρτοπαίζανε…χαρτοπαίζανε ασταμάτητα, ώσπου να χλομιάσουν τα τζάμια απ’ το πρώτο φέγγος της αυγής.
Ήταν πολλές οι δουλειές σε κείνο το σπίτι, πολύ το κοψομέσιασμα∙ κι η ψυχή της Ρηνούλας μια. Αυτή θα το κουμαντάριζε, αυτή θα το συγύριζε. Θα το κανάκευε σαν το μικρό παιδί τα κουκλόπανά του. Το είχε κιόλας αγαπήσει – ίσως γιατί κανείς άλλος δεν το πρόσεχε. Το ’χε έτσι σαν φιλενάδα, σαν εκκλησίτσα που της έκανε τάμα τον εαυτό της. και πώς να μην τ’ αγαπά ύστερα από τόσο ιδρώ και τόσο κλάμα που ’χυσε μες στις άδειες κάμαρές του; Πηγαινορχότανε σαν μικρή σαϊτα στον αργαλειό, πέρα δώθε, πέρα δώθε…Έμπαινε στις κάμαρες, κύλαγε στην κουζίνα, πρόβαλε στο μπαλκόνι…Κι ανεβοκατέβαινε τη σπειρωτή του σκάλα σαν μερμηγκάκι στο βότσαλο. Το βράδυ ήταν ένα μικρό λείψανο∙ κι ανέβαινε στον ουρανό της, στο λευκό καμαράκι της ταράτσας, να πεθάνει. Μα ούτε κι αυτό της ήταν βολετό. Ο κύριος είχε τα ξενύχτια του κάτου. Στρωνότανε αντικριστά με κάτι φίλους του στο τραπέζι και τον έπαιρνε μαζί τους η αυγή. Είχαν κι αυτοί το ίδιο κόψιμο. Βραχνοί, μυρωδάτοι κι αμίλητοι. Βρικολάκιαζαν όλη τη νύχτα σαν κριματισμένοι. Είχαν βαθιές ολονυχτίες μπροστά στους Ρηγάδες και στις Ντάμες σαν τους θρήσκους μπροστά στα κονίσματα…Και τα θυμιάτιζαν, τα θυμιάτιζαν με τα τσιγάρα τους ως το πρωί.
Ένεκα που οι κύριοι ήταν αργοσάλευτοι, ένεκα που το χαρτί τους ζάλιζε, δεν άπλωναν το χέρι τους ούτε στο τόσο. Κι έπρεπε να ξενυχτάει κάπου γύρω τους η Ρηνιώ και να ’χει τ’ αφτιά της έτοιμα, μην την κράξουνε με το κουδούνι, πότε για πιοτά και πότε για τσιγάρα. Το κουδουνάκι του κυρίου την ξετρύπωνε όπου κι αν πήγαινε να σταθεί, ακόμα και στον ουρανό της. Παντού είχαν κρεμασμένο κι από ’να στριγκιάρικο κουδούνι που την έκραζε με τ’ όνομά της.
Μα τώρα μπορούσε να ξανασάνει για καμιά ώρα. Τους τα ’χε όλα στα χέρια τους. Μπορούσε να ακουμπήσει στο πρεβάζι και ν’ ακούσει την ανάσα της Αθήνας. Να δώσει το νέο της πρόσωπο να της το χαϊδέψει ο Σαρωνικός. Ν’ αναθυμηθεί τα πάθια της. Τους δικούς της όλους στο χώμα. Το ξεριζωμένο βιος τους, που τους το ’καψε όλο η φωτιά και τα τουφέκια.
Στάθηκε βαριά η ζέστη σήμερα. Πνιγούρα. Κι ο ήλιος δάγκανε σαν σκύλος. Δίπλα στο γιαπί, βούιζαν ολημερίς οι χτιστάδες και τα μαστορόπουλα, ανεβοκατεβαίνοντας τις σκαλωσιές, με λάσπες και μπετά. Έχτιζαν κι άλλη σπιταρόνα, στερέωναν κι άλλη σπειρωτή σκάλα, για να την ανεβαίνουν και να λαχανιάζουνε κι άλλα κουρασμένα ποδαράκια.
Τα βράδια καναδυό χτίστες ξενυχτέρευαν εκεί για να γλιτώσουνε τα ναύλα –έμεναν έεε…στην άκρη του κόσμου, στην Κοκκινιά- και στρώνουνταν κάτου απ’ τ’ άστρα και κουβέντιαζαν ήσυχα ήσυχα και λυπημένα. Είχαν να λένε τα δικά τους. Για το ξεροφάι, τη σφίξη, την αναδουλειά. Έκοβαν από δω, μερεμέτιζαν από κει… το μεροκάματο μικρό, δεν τα ’φέρναν βόλτα. Προχτές –λέει- η κερά του ενός, του Γιάννη, έπεσε. «Έχει όγκος», είπαν οι γιατροί. Ανεβοκατέβα, Γιάννη, τις ξένες σκάλες, παρακάλα, βρίσε…τέλος. Έσωσε και τη βάλανε στο «Πολιτικό». Μα τα μωρά γύριζαν στο μαχαλά σαν τα κουτάβια, ώσπου τα συμμάζεψε μια γειτόνισσα. Ερημιές…
Ήταν μετρημένοι άνθρωποι. Ρουφούσαν το βράδυ τα τσιγάρα τους και μελετούσαν τα καθέκαστα του κόσμου. Γιατί τούτο είν’ έτσι και γιατί κείνο αλλιώς. Ποιο είναι το πρεπούμενο και ποιο το άδικο.
Τ’ άκουγε η Ρηνούλα απ’ την ταράτσα της και συμφώναγε μαζί τους. «Ναι» έλεγ’ από μέσα της. «Ναι, ναι…κι αμ πως!» Είχαν δίκιο κείνες οι φωνές – φωνές μοναχά ήταν, σουσούμια  δεν έβλεπε. Μια φορά όμως ό,τι και να πεις οι φωνές ήταν γλυκές, κι η Ρηνούλα έλεγε μέσα της: πατεράδες…Έγερνε, έτσι το κεφαλάκι της κι ήταν σαν ν’ ακουμπάει στα γόνατα κάποιου απ’ αυτούς με τις φωνές – κείνου που είχε την πιο βραχνή.

***
Ήταν ήσυχα, λοιπόν, πολύ ήσυχα και τούτη τη βραδιά εδώ πάνου στην ταράτσα. Η Ειρήνη είχε σιγουρέψει κάτου τις δουλειές της, κι ήρθε κι ακούμπησε τους αγκώνες στο πεζούλι, και περίμενε ν’ ανέβει η δροσιά.
Αντίκρυ στο γιαπί, είχαν κι απόψε αϋπνίες. Οι μιλιές τους σιγανές έσκιζαν τα δυο μέτρα που τη χώριζαν κι έφταναν καθαρές στον ουρανό της. Έβαλε αφτί. Τρεις φωτιές ζυγωμένες η μια στην άλλη, μιλούσαν ήσυχα και μυαλωμένα.
-Εγώ, έλεγ’ η μεσιανή φωτιά, ό,τι θέλεις εσύ πες. Καιρό το πασπατεύω στο μυαλό μου. Οι μανάδες… Τέλεψε. Αν οι μανάδες σηκώσουνε φωνή, δεν έχει πόλεμο.
-Και γιατί όχι κι οι πατεράδες; Αποκρίνεται η δεύτερη φωτιά; Γιατί όχι κι οι γυναίκες; Κι οι αδελφές; Στο χέρι των φτωχώνε είναι.
-Έτσι είναι… έτσι. Πρέπει να συμφωνήσεις, Γιάννη, λέει σκύβοντας η μεσιανή φωτιά.
-Ναι… δε λέω όχι… κάνει η Τρίτη φωτιά. Μα να λέμε πάλε και την αλήθεια. Πότε ο φτωχός πήγε σύμφωνα με το συφέρο του;
-Ναι… είναι κι αυτό. Μα τα πράγματα βλέπεις τώρα άλλαξαν. Ανθρώπεψε λιγάκι το μυαλό του κοσμάκη, τροχίστηκε.
-Ναι… ναι, Γιάννη… αποσώνει η δεύτερη.
Μα ο Γιάννης έσβησε. Πέρασαν έτσι λίγα λεπτά αμίλητα. Τώρα απόμεναν μόνες οι δυο φωτιές, να κλείνουν η μια στην άλλη το ματάκι.
-Λοιπόν… λέει ξαφνικά η Τρίτη φωτιά και ξανανάβει.
Μα η Ρηνούλα δεν πρόφτασε ν’ ακούσει τη συνέχεια. Το κουδουνάκι την έκραξε νευριασμένο. Άφησε λυπημένη την ταράτσα της και κατέβηκε.
Μα παράξενο… Οι κύριοι δεν έπαιζαν τούτη τη φορά, κι είχαν λιγοστέψει. Η Ρηνούλα έδωσε λίγο αφτί. Την ίδια κουβέντα είχαν και κείνοι. Τί παράξενο. Γιατί μιλούν όλο γι’ αυτό; Πόλεμος; Αχ, το ήξερε τι ήταν! Ρημάδι ήταν κι αυτή. Αποκαϊδάκι του πολέμου. Την ώρα που δρασκέλιζε το κατώφλι πρόφτασε ν’ ακούσει τα λόγια τους. Μιλούσε ένας παχύς με σκοτωμένα κρέατα, φορτωμένος δαχτυλίδια. Τον θυμόταν κι απ’ τις άλλες βραδιές. Είχε κάτι φουσκωμένα τριχωτά αφτιά και βλέφαρα μουντά και πεσμένα. Τον αντίσκοβε ο κύριος με τη συνηθισμένη του υγρή προφορά χτυπώντας δυνατά τα σύμφωνα. Τέλος απόσωσε ο άλλος:
-Εν πάση περιπτώσει… Κι όπως και να το κάνεις… μέχρις ότου βρεθεί κάτι άλλο καλύτερο, ο πόλεμος είναι η μόνη δυνατή λύσις.
Η Ρηνούλα τον κοίταξε γουρλωμένη: «Τέτοιος είναι ο πόλεμος!» έκανε μέσα της.
Προχώρησε δειλά μέσα και στάθηκε αντίκρυ τους.
-Ειρήνη, έκανε ο κύριος οκνά, μα δεν προχώρησε. Το μάτι του ξεχάστηκε πάνω στο μπουστάκι της και βάλθηκε να το ψαχουλεύει. Ένα χρόνο που την είχε στο σπίτι του, παραδομένος στα χαρτιά, δεν είχε πάρει τον κόπο να την προσέξει. Το ίδιο έκαναν κι οι άλλοι. Βουλιαγμένοι στις πολυθρόνες τους άρχισαν να την κοιτάζουν ρεμβά. Πρώτη φορά την πρόσεξαν. Κάτω απ’ το λινό της ρούχο είχε αρχίσει ν’ ανθίζει.
-Τι να φέρω; Ρωτά για να ξεγαντζώσει από πάνω της τα μάτια τους.
Φέρε… λέει ο κύριος, πάντα ξεχασμένος απάνω της. η φωνή του δεν κυλούσε, στέγνωσε. Γάντζωσε στο καρύδι του κι έπεσε πίσω.
-Τί;
-Φέρε… ψήσε τρία μπιφτέκια. Κατόπι… Κατέβα στο υπόγειο. Δεξιά είναι οι μποτίλιες. Ή μάλλον… στάσου να πάμε μαζί.
-Ξέρω! Είπε ξαφνιασμένο το Ρηνάκι. Πάω γω. Ξέρω!
Και τινάχτηκε λαφιασμένη έξω. Πριν βγει πρόφτασε να δει τα μάτια τους να τρέχουν αν λιμασμένα νύχια πάνω στην άδετη σάρκα της, κι ανατρίχιασε. Πώς να γλιτώσει ένα μονάχο, απροστάτευτο άχερο ζωσμένο από τόση αχόρταγη φωτιά;
Όσην ώρα δούλευε άκουε πίσω της τις σκεπασμένες μιλιές. Πήγε αυτό που της ζήτησαν και τινάχτηκε αμέσως έξω. Είχε προφτάσει μονάχα να δει με την άκρη του ματιού της ότι ρίχτηκαν με δίψα στο κρασί. Στην κουζίνα πάλεψε να καταλαγιάσει την καρδιά της, και κάτι άρχισε να καταφέρνει. Μα σε λιγάκι το κουδούνι κύλησε σαν φίδι και την ξανακάλεσε.
Με την πρώτη ματιά που έριξε μέσα, κατάλαβε. Ο αέρας μύριζε βαριά λαγνεία. Άρρωστη βουλιμία έπνιγε το δωμάτιο. Η ετοιμόρροπη σάρκα ετοιμαζότανε να επιτεθεί, σαν τη σφήκα που δαγκάνει και ψοφώντας.
-Ρηνούλα… είπε πνιχτά ο κύριος.
Πρώτη φορά άκουσε τ’ όνομά της χαϊδευτικά μέσα σ’ αυτό το σπίτι.
-Ρηνούλα… ξανάκανε ο κύριος κι η φωνή του έτρεμε να λιώσει.
-Τι είναι κύριε;… λέει κρυώνοντας.
-Ρηνούλα… κάνουν τώρα όλοι. Ρηνούλα… έλα να κάτσεις κοντά μας. Έλα Ρηνούλα… εδώ.
Η φωνή τους ήταν τρυφερή, γιομάτη θέρμη κι ανυπομονησία. Ο παχύς με το κόκκινο μάτι έσυρε το βλέμμα του κατά την πόρτα. «Θα την κλείσουν!» σκέφτηκε η Ρηνούλα και ρίχτηκε αλαφιασμένη πίσω.
-Όχι! λέει και βρέθηκε στο κατώφλι.
Από κει τους κοίταξε για τελευταία φορά. Ήταν σαν ερεθισμένοι βούβαλοι που βγαίνουν από βούρκο. Της φάνηκε πως σηκώθηκαν ορθοί, με τα πιασμένα τους λαιμά, και πως χίμηξαν απάνω στο λίγο της κορμάκι βρομώντας αίμα και πόθο βαρύ. Ήταν όλο δόντια. Μάτια. Και καπνό.
-Οι λύκοι! Έκανε να ξεφωνίσει.
Και ξύπνησαν μέσα της οι χειμωνιάτικες ιστορίες του παππούλη, για τους λύκους που χιμούσαν στα κοπάδια τους και τα ’κοβαν… Για τα αλαλητά των αρνιών μες στο πούσι… και για τα αίματα.
Τρελή έπεσε έξω, έτρεξε στο διάδρομο, και μπήκε παραζαλισμένη στην κουζίνα. Από κει άρχιζε η σπειρωτή σκάλα. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Τα λιγνά της πόδια τρέχουν, κροτούν στα σιδερένια σκαλιά. Και φτάνει στον ουρανό της. Ακούμπησε στο πεζούλι κι έπιασε την καρδιά της. κοντανάσαινε κιόλα σαν τρομαγμένο βετούλι . Έβαλε αφτί κατά το γιαπί. Και ξάφνου χλιαρή άχνα χύθηκε στην ψυχή της. οι εργάτες συνέχιζαν την ειρηνική τους κουβέντα. Αυτοί θα την έσωζαν… Μα πώς να τους το πει; Και η ώρα δεν την έπαιρνε. Σε λιγάκι, σε μια στιγμή, οι λύκοι θ’ ανέβαιναν και στον ουρανό της. Να λεκιάσουν τον κατάλευκο κόσμο της, να βρομίσουν την ανέγγιχτη μοσκοβολιά του.
Με δειλή, γοργοτρέμουλη φωνούλα, σίμωσε στο πεζούλι. Ετοιμάστηκε να φωνάξει, μα ντράπηκε κι έβηξε. Ο βήχας όμως την ξεθάρρεψε κι έκανε να ξαναδοκιμάσει.
-Μπάρμπα… λέει κλεφτά… Μπαρμπάδες… πστ… πστ!
Η φοβισμένη φωνή φτάνει απέναντι και τους σταματάει.
Μια φωτίτσα σηκώθηκε κοκκινωπή και προχώρησε ως το περβάζι.
Τι είναι; Ρωτά ανήσυχα. Τι τρέχει εκεί; Ποιος φωνάζει;
-Μπάρμπα… λέει ξανά κλαφτά, φοβάμαι, εδώ… Θα… Με κυνηγούν.
-Ποιος σε φοβερίζει, κόρη μου; Για έλα πιο κοντά να μου το πεις. Τι σου κάνουνε; Ποιοι;
Οι άλλες δυο φωτιές που σώπαιναν παράμερα τώρα σηκώθηκαν. Κίνησαν σαν μικρά φαναράκια κι ήρθαν κοντά στην άλλη.
-Τι ’ναι Γιάννη; ρωτά η μια φωτιά την άλλη.
-Το κοριτσάκι απ’ αντίκρυ… αποκρίθηκε η πρώτη φωτιά. Κάποιοι κάτι του κάνουν… κάτι το πιλατεύουν .
Η φωνή του κοριτσιού ξανασύρθηκε απ’ αντίκρυ τώρα σπαραχτικότερη.
-Σώστε με, μπαρμπάδες… Σώστε με… Σώστε με… γλήγορα!
Οι τρεις φωτιές τινάχτηκαν ψηλά σαν κόκκινα φεσάκια σε διαδήλωση. Ύστερα ένα μαδέρι βρόντηξε. Κάτι ακούστηκε να σέρνουν ορμητικά. Το μαδέρι ήρθε κι έστησε πλώρη αντίκρυ της και αμέσως μετά –μ’ ένα έι χοπ!- το ’στειλαν να γεφυρώσει τα δυο δώματα.
-Έλα… που ’σαι; ακούστηκε η μαλακιά φωνή του Γιάννη. Μικρό… που ’σαι παιδί μου; 
-Εδώ μπάρμπα… λέει κλαμένη η φωνούλα.
-Πάτα!
-Το Ρηνάκι ζυγιάστηκε. Πάτησε. Μα ξανάκανε πίσω.
Κρατάμε μεις. Πάτα.
Πάτησε. Ένα σκοτάδι έγινε μες στην ψυχή της. Τα μάτια της έκλεισαν. Έσφιξε τις μικρές της γροθιές κι έκανε το μεγάλο δρόμο.
Σ’ ένα λεπτό, μισοπεθαμένη, ήταν στα χέρια τους. Τη δέχτηκαν κείνοι σαν πουλί, σαν σπλάχνο τους. Σαν ένα μήνυμα τρυφερό και βαρυσήμαντο. Της σκούπισαν απαλά τα μάτια, την καλόπιασαν…
-Που είμαι;… ρωτούσε κείνη ακόμα ζαλισμένη.
-Σώπα… Σώπα, κόρη μου, της λέει ο μπαρμπα-Γιάννης, μη σκας. Σκούπισε τα ματάκια σου και πες μας πώς σε λένε;
-Ειρήνη λέει γοργά το κορίτσι. Σώστε με. Σώστε με… Εκεί… Κείνοι.


-Σώπα, Ρηνάκι… λέει ο γέρος τρυφερά. Σώπα, κόρη μου. Τώρα που έπεσες στα χέρια της αργατιάς, σώπα σώπα Ερηνάκι… Τώρα θα σε γλιτώσουμε…


Η Λύκαινα του Καπιτωλίου,To σύμβολο της Αρχαίας Ρώμης.












Ο Ρωμύλος (λατ. Romulus) και ο Ρώμος (λατ. Remus ή Ρήμος) σύμφωνα με τον Στράβωνα στα Γεωγραφικά, ήταν δίδυμα αδέλφια και ήρωες και θεότητες της ρωμαϊκής μυθολογίας. Αναφέρονται ως οι ιδρυτές και πρώτοι βασιλιάδες της Ρώμης. Γυναίκα του Ρωμύλου ήταν η Ερσιλία.

Γεννήθηκαν το 771 π.Χ. Πατέρας τους ήταν ο Άρης και μητέρα τους η εστιάδα Ρέα ή Ρέα Συλβία ή Ιλία, κόρη του βασιλιά της Άλβας Λόνγκας Νουμίτορα. Η Ρέα υποχρεώθηκε να γίνει εστιάδα από τον θείο της, τον Αμούλιο, που σφετερίστηκε το θρόνο της Άλβας και ήθελε να μη μείνει κανένας απόγονος του Νουμίτορα. Αλλά κάποια νύχτα ο Άρης την άφησε έγκυο.

Όταν μαθεύτηκε ότι η Ρέα Συλβία ήταν έγκυος, ο Αμούλιος την έριξε στον Τίβερη επειδή η πράξη της ήταν ανοσιούργημα. Τα δίδυμα μωρά τα παρέδωσε σε κάποιον υπηρέτη του με τη διαταγή να τα σκοτώσει. Αυτός τα λυπήθηκε, τα έβαλε σε μια σκάφη και τα άφησε στο ποτάμι που είχε πλημμυρίσει, αλλά τα προστάτευσε ο Τιβερίνος, η θεότητα του ποταμού. Όταν τα νερά αποσύρθηκαν από τη στεριά, η σκάφη επικάθισε στη ρίζα μιας συκιάς, που ονομάστηκε Ρωμινάλιος ερινεός. Εκεί τα πήραν υπό την προστασία τους τα ιερά ζώα του θεού Άρη, η λύκαινα Λούπα (Lupa) κι ένας δρυοκολάπτης. Η λύκαινα τα θήλαζε σε μια σπηλιά, που ονομάστηκε Λύκαιον, ενώ ο δρυοκολάπτης τους πήγαινε τροφή. Εκεί τα βρήκε ο βοσκός Φαυστύλος και τα πήρε στην καλύβα του όπου τα μεγάλωσαν μαζί με τη γυναίκα του, Άκκα Λαρεντία.

Τα δύο παιδιά μεγάλωσαν σαν βοσκοί στην καλύβα του Φαυστύλου, την οποία αργότερα ταύτισαν με τη σκηνή του Ρωμύλου, που θεωρείται κοιτίδα του βασιλείου της Ρώμης. Έγιναν γενναίοι και πολεμοχαρείς νέοι, έπαιρναν δε μέρος στους μεταξύ των βοσκών καυγάδες παίζοντας ρόλο συμβιβαστικό. Γνώρισαν έτσι τους βοσκούς του έκπτωτου παππού τους Νουμίτορα κι έμαθαν τι είχε συμβεί με τον Αμούλιο. Τον οποίο και εκθρόνισαν, επαναφέροντας στο θρόνο της Άλβας Λόνγκας τον Νουμίτορα
https://el.wikipedia.org

Tο άγαλμα του Τραϊανού κρατώντας το λύκο στο Βουκουρέστι 
Μ. Λουντέμης: «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό»
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ 


Ο μύθος των δύο λύκων


Ο​​ι Ινδιάνοι Cherokee φημίζονται για τη σοφία τους, την οποία εκφράζουν με πολύ απλές ιστορίες, οι οποίες όμως αποκρυσταλλώνουν μεγάλα και πολύ βαθιά νοήματα. Ετσι είναι και ο μύθος των δύο λύκων, που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, εδώ και αιώνες.

Ο παππούς θέλοντας να νουθετήσει τον εγγονό του και να του δώσει ένα εύληπτο μάθημα ζωής, του διηγείται την ακόλουθη ιστορία: «Παιδί μου, μέσα μου και μέσα σου, αλλά και μέσα σε όλους του ανθρώπους παλεύουν δύο λύκοι. Ο ένας είναι κακός και τρέφεται με μίσος, θυμό, φθόνο, βία, απληστία, αλαζονεία, ενοχές, δυσαρέσκεια, κατωτερότητα, ψέματα, ψευτοπερηφάνια, και εγωισμό. Ο άλλος είναι καλός και τρέφεται με χαρά, ειρήνη, αγάπη, ελπίδα, γαλήνη, ταπεινότητα, ευγένεια, καλοσύνη, ενσυναίσθηση, γενναιοδωρία, αλήθεια, συμπόνια και πίστη». Τότε ο μικρός τον ρωτάει: «Παππού, ποιος λύκος θα νικήσει;» Και ο παππούς του απαντάει: «Αυτός που με τις πράξεις μας, τρέφεται περισσότερο».

Ο Άγιος  Φραγκίσκος και ο λύκος του Γκούμπιο




Κάποτε κάλεσαν τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης στην Ιταλική πόλη Γκούμπιο, γιατί στα περίχωρα τριγυρνούσε ένας μεγάλος λύκος που τρομοκρατούσε τον κόσμο. 
Ο "Άγιος Φραγκίσκος " θέλησε να κάνει ειρήνη μαζί του. Λένε ότι βγήκε μαζί με έναν μοναχό έξω από τα τείχη για να συναντήσει τον λύκο. Οι κάτοικοι του Γκούμπιο του φώναζαν: "Μην πας εκεί, θα σε φάει ζωντανό". Αλλά εκείνος έσπευσε προς τα κει. Σαν τα ήταν γι' αυτόν μια ευκαιρία να πεθάνει μαρτυρικά. Ψάχνοντας τον λύκο διέσχισε ερημιές. Τον βρήκε τελικά και κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Έκανε τον σταυρό του και είπε στο ζώο: "Αδελφέ Λύκε, μην φας τον αδερφό Όνο". Ο αδερφός Όνος για τον Φραγκίσκο της Ασίζης ήταν απλά το σώμα του. Κάθισε ώρα και τον κοίταζε ήρεμα και τελικά κατάφερε να τον ηρεμήσει. Ο μύθος θέλει τους κατοίκους του Γκούμπιο να γίνονται φίλοι με το ζώο και να το φροντίζουν επί δύο ολόκληρα χρόνια. Και όταν πέθανε, όλοι λυπήθηκαν που έχασαν έναν τόσο αγαπημένο φίλο. 



St Francis and the Wolf of Gubbio

Αίσωπος - Όνος πατήσας σκόλοπα και λύκος

Ὄνος πατήσας σκόλοπα χωλὸς εἱστήκει. Λύκον δὲ ἰδὼν καὶ φοβηθεὶς εἶπεν· Ὦ λύκε, ἀποθνῄσκω ἐκ πόνου· καλὸν δέ μοί ἐστι σοῦ δεῖπνον γενέσθαι ἢ γυπῶν καὶ κοράκων. Χάριν δὲ μίαν αἰτῶ σε, ἐξελεῖν τοῦ ποδός μου πρῶτον τὸν σκόλοπα, ὅπως μὴ μετὰ πόνου θνήξωμαι. Ὁ δὲ λύκος ἄκροις ὀδοῦσι τὸν σκόλοπα δακὼν ἐξεῖλεν. Ὁ δὲ λυθεὶς τοῦ πόνου, τὸν λύκον ἔτι χάσκοντα λακτίσας φεύγει, ῥῖνα καὶ μέτωπον καὶ ὀδόντας συγκλάσας. Ὁ δὲ λύκος ἔφη· Οἴμοι, δίκαια πάσχω, ὅτι μάγειρος εἶναι μαθὼν πρῶτον, νῦν ἱππίατρος ἐγενόμην. 
Ὅτι τινὲς διπλοῖς κινδύνοις περιπεσόντες καὶ τοῖς ἐχθροῖς ὠφελεῖν πειρωμένοις δολίως ἀνταμοιβὴν κακὴν παρέσχον. 

Στα νέα Ελληνικά

Ένας γάιδαρος πατησε ένα μεγάλο αγκάθι κ του μπήκε στο πόδι, δέν μπορούσε να το πατήσει, κ κούτσαινε. Σε εκείνη την κατάσταση, που δέν μπορούσε κ να τρέξει, είδε έναν λύκο κ φοβήθηκε. Λέει τότε στον λύκο: "Λύκε, έτσι όπως είμαι τώρα, πεθαίνω απο τον πόνο. Προτιμώ εσύ να με φάς παρά ποι γύπες κ τα κοράκια. Αλλα θα σου ζητήσω μιά χάρη, να μου βγάλεις απο την πατούσα αυτό το αγκάθι, για να πεθάνω χωρίς τον πόνο". Ο λύκος έπιασε το αγκάθι με τα δόντιατου, το τράβηξε κ το έβγαλε. Ο γάιδαρος, σάν ελευθερώθηκε απο το αγκάθι, δίνει μιά κλωτσιά στα μούτρα του λύκου κ του τσάκισε τη μούρη, δόντια, μύτη κ μέτωπο. Κ έτσι είχε την ευκαιρία ο γάιδαρος να τρέξει κ να φύγει. Κ ο λύκος είπε: "καλά να πάθω! αφού εγώ μόνο του χασάπη την τέχνη ξέρω, τί ήθελα να γίνω... ιππίατρος!".

Η κοκκινοσκουφίτσα και ο λύκος σε έναν πίνακα του Καρλ Λάρσον (1881)

10 παραμύθια για λύκους!

1.Τα τρία μικρά λυκάκια
Ποιο παιδί δεν έχει αγαπήσει το πολυβραβευμένο αυτό βιβλίο του υπέροχου παραμυθά Ευγένιου Τριβιζά;
Εδώ πρωταγωνιστές δεν είναι τα τρία μικρά γουρουνάκια, ούτε είναι ο λύκος αυτός που τα απειλεί με την παρουσία του.
Οι ρόλοι αντιστρέφονται! Τα τρία μικρά λυκάκια είναι αυτά που τρέμουν τον... Ρούνι, το ύπουλο κακό γουρούνι...
Το λουλουδόσπιτο, το σπίτι που θα φτιάξουν στο τέλος από κρινάκια και βιολέτες, από γιασεμιά και χρυσάνθεμα, από κυκλάμινα και τριαντάφυλλα, παρόλο που δεν είναι το πιο γερό κτίσμα, θα είναι αυτό που θα δώσει στον Ρούνι το καλύτερο μάθημα...
Από τον Ευγένιο Τριβιζά και τις εκδόσεις Μίνωας, σε εικονογράφηση της Έλεν Οξένμπερυ.
2.Το αρνάκι που ήρθε για φαγητό
Ένα μικρό, απροστάτευτο, πεινασμένο αρνάκι, χτυπάει την πόρτα του γερο-λύκου. Πάνω στην ώρα που ονειρευόταν την αγαπημένη του κρεατόσουπα! Όμως το αρνάκι τρέμει από το κρύο και ο λύκος σιχαίνεται το... κατεψυγμένο φαγητό! Μετά διαπιστώνει πως το μικρό άσπρο πλασματάκι πεινάει και του δίνει ένα καρότο. Το αρνάκι το καταβροχθίζει τόσο γρήγορα, που το πιάνει λόξυγγας! Ο γερο-λύκος δεν μπορεί να το φάει έτσι. Αφού δοκιμάζει τα πάντα και ο λόξυγγας δεν περνάει, το παίρνει αγκαλιά! Το γλυκό ζωάκι κοιμάται βαθιά σφιχτοαγκαλιάζοντάς τον... Κάτι αρχίζει να συμβαίνει στην καρδιά του λύκου. Γι' αυτό αποφασίζει να το διώξει, πριν μπει στον πειρασμό να το... φάει ή να το αγαπήσει! Όμως γρήγορα το μετανιώνει και τρέχει να το βρει!...
Η συνέχεια από τους συντελεστές του παραμυθιού Steve Smallman και Joelle Dreidemy, σε μετάφραση της Ελένης Ρώσση Πέτσιου, εκδόσεις Ε. Ρώσση.
3. Ο λύκος που έγινε μάγειρας
Ένας λύκος, λάτρης του φαγητού και εξαιρετικός μάγειρας, λιγουρεύεται κοτόσουπα. Βρίσκει μία νόστιμη κοτούλα και, πριν την αρπάξει, σκέφτεται πως θα ήταν καλύτερο να την παχύνει λίγο ακόμα! Έτσι κάθε μέρα, φτιάχνει και της στέλνει διάφορες λιχουδιές: εκατό τηγανίτες, εκατό ντόνατς, μια τούρτα πενήντα κιλών! Πιστεύοντας πως τώρα θα έχει σίγουρα παχύνει, βάζει νερό να βράζει σε ένα καζάνι και τρέχει στο κοτέτσι. Κοιτάζει από την κλειδαρότρυπα, αλλά η πόρτα ανοίγει ξαφνικά!..
Δεκάδες κοτοπουλάκια ξεπετάγονται!
Η μητέρα τους τους ενημερώνει πως όλες οι νοστιμιές που έλαβαν «δεν ήταν από τον Άγιο Βασίλη, αλλά από τον θείο τους, τον καλό Λύκο!».
Έτσι, ο Λύκος μένει δίχως... κοτόσουπα, αλλά κερδίζει τόσα πολλά φιλιά, όσα ποτέ του δεν είχε ονειρευτεί!
Keiko Kasza και Modern Times, μετάφραση Ευγενία Κολυδά.
4. Ένας λύκος ποιητής
«Τι αδικία, τι μεγάλη προσβολή,
αν είσαι λύκος να μη σε δέχονται σαν ποιητή!»
Μα γιατί αυτός ο λύκος δεν έχει ίδιες συνήθειες με την αγέλη του; Όχι, στον Λούπο δεν αρέσει να κυνηγάει, ούτε να ουρλιάζει. Ο Λούπο είναι... ποιητής! Όλη την ώρα σκαρώνει ποιήματα και στιχάκια, προς απογοήτευση των υπόλοιπων λύκων. Κανείς δεν τον αποδέχεται και αποφασίζει να φύγει, «να βρει άλλο δρόμο στη ζωή»... Ξάφνου συναντά ένα κοριτσάκι, με κόκκινο σκουφάκι. Φοβισμένο τρέχει να κρυφτεί, εκείνος όμως την καθησυχάζει και αρχίζει να της απαγγέλει τα ποιήματά του. Μετά από πολλές ώρες, η Κοκκινοσκουφίτσα φεύγει, δίνοντας ραντεβού με τον Λούπο για την επόμενη μέρα. Υπόσχεται μάλιστα πως θα φέρει και τους φίλους της να τον ακούσουν! Την επόμενη μέρα, η Κοκκινοσκουφίτσα, ο κυνηγός, τα κατσικάκια με τη μαμά τους, τα γουρουνάκια, ο βοσκός με τα αρνιά του και ο Πέτρος έρχονται ανυπόμονοι να τον ακούσουν! Όμως... η πείνα... ξυπνάει τον... λύκο που κρύβει μέσα του και ο Λούπο επιστρέφει ουρλιάζοντας εκεί που ανήκει, στην αγέλη!
«Καλή η ζωή του ποιητή,
μα η ζωή του λύκου ακόμα πιο καλή».
Στο τέλος του βιβλίου θα βρείτε πληροφορίες για τον λύκο!
Κείμενο Χαρά Κατσαρή, εικονογράφηση Φωτεινή Τίκκου. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διάπλαση.
5.Ο βασιλιάς λύκος
«Μια φορά κι έναν καιρό έκανε κρύο τσουχτερό. Οι λύκοι μαζευτήκανε μέσα στη νυχτιά, για να διαλέξουν τον πιο κακό για βασιλιά».
Και οι υποψήφιοι αρχίζουν να καταφθάνουν!
Πρώτος και καλύτερος ο λύκος που έγινε γνωστός από το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας. Πληροί όλες τις προϋποθέσεις, όμως οι τρύπες από τις σφαίρες του κυνηγού στο... βρακί του, τους κάνει να αλλάξουν γνώμη.
Στην συνέχεια στο βήμα ανεβαίνει ένας πολύ χοντρός ομιλητής, αυτός που έφαγε τα έξι κατσικάκια. Η κοιλιά του είναι βαριά, γεμάτη πέτρες και οι λύκοι θέλουν για βασιλιά κάποιον «γρήγορο και δυνατό, να πηδάει και να τρέχει σαν τον κεραυνό».
Ακολουθεί ένας γυμνασμένος, δυνατός υποψήφιος βασιλιάς. Κατάφερε και έριξε ένα αχυρένιο και ένα ξύλινο σπιτάκι! Ο θυμός του είναι μεγάλος που δεν μπόρεσε να ρίξει και το τούβλινο...
Μα ο θυμός είναι κακός σύμβουλος και απορρίπτεται και αυτός!
Τελικά είναι όλοι οι λύκοι κακοί;
Τους αρέσει ο ρόλος που τους έχει δοθεί στα περισσότερα παραμύθια;
Ποιος αξίζει εν τέλει να γίνει βασιλιάς τους;
Τις απαντήσεις θα τις βρείτε στο γλυκύτατο, τρυφερό βιβλίο «Ο βασιλιάς λύκος»!
Κείμενο: Ιωάννα Μπαμπέτα. Εικόνες: Μυρτώ Δεληβοριά. Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
6. Λύκος ο Λουδοβίκος
Το τρίτο βιβλίο από την σειρά «Οι ιστορίες του Μπάμπη του Μπε», μπορεί να μην συνοδεύεται από ένα μεγάλο κείμενο, έχει όμως την σφραγίδα δύο σπουδαίων δημιουργών!
Ο Μπάμπης ο Μπε και ο Λύκος ο Λουδοβίκος είναι οι καλύτεροι φίλοι.
Ποιο είναι το μικρό ψεματάκι που θα μπει ανάμεσά τους;
Ένα πολύ διαφορετικό, ανατρεπτικό παραμύθι, για θέματα που δεν έχουμε μάθει να κουβεντιάζουμε.
Από τον Τάι-Μαρκ λε Ταν και την Ρεμπέκα Ντότρεμέρ, εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση: Πόπη Κύρδη.
7.Το γεύμα των λύκων
Ο Μελέτης, το λιχούδικο γουρούνι, αγνοεί τις προειδοποιήσεις της μαμάς του και πηγαίνει στο δάσος να βρει μανιτάρια. Ο Λουκάς, ο λύκος, τον αρπάζει και προσκαλεί όλη του την οικογένεια σε γεύμα την επόμενη εβδομάδα. Σιγά σιγά όμως, μέσα από τις περιποιήσεις του Μελέτη και τις κοινές τους δραστηριότητες, μία δυνατή φιλία γεννιέται ανάμεσά τους... Τι θα γίνει όταν η οικογένεια του Λουκά έρθει για το περιβόητο γεύμα;... Θα καταφέρει το γουρουνάκι να κάνει περήφανο τον φίλο του τον λύκο και να κερδίσει την εκτίμηση των δικών του;
Από τον Geoffroy de Pennart και τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, μετάφραση Γιάννης Παπαδόπουλος
8.Να 'μαι ξανά!
Ο Μεγάλος Κακός Λύκος επέστρεψε γυμνασμένος, δυνατός, πανούργος και πιο αποφασισμένος από ποτέ! Ενημερώνει όλες τις εφημερίδες και ανυπομονεί να συναντήσει τους... παλιόφιλους! Όμως ούτε τα γουρουνάκια, ούτε η κατσίκα με τα παιδιά της, ούτε το πρόβατο, ο Πέτρος, η Κοκκινοσκουφίτσα είναι πουθενά! Τελευταίος προορισμός: το σπιτάκι της γιαγιάς, που τώρα πια ανήκει στον κ. Λαγό. Τον λύκο όμως, που λιγουρεύεται λαγό στιφάδο, περιμένει μία έκπληξη όταν ανοίξει η πόρτα...
Περισσότερα στο Να 'μαι ξανά!
Από τον Geoffroy de Pennart και τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, μετάφραση Σύσση Καπλάνη.
9.Ο καλόκαρδος Λύκος
Ο Λουκάς, ο νεαρός λύκος, αποφασίζει κάποια στιγμή ότι ήρθε η ώρα να ζήσει μόνος του. Αποχαιρετά συγκινημένος την οικογένειά του και, πριν φύγει, ο πατέρας του του δίνει τον κατάλογο με όλα όσα μπορεί να φάει. Όμως η κατσίκα, η Κοκκινοσκουφίτσα και τα τρία γουρουνάκια, που είναι στον κατάλογο, καταφέρνουν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να τον συγκινήσουν και να τους αφήσει να φύγουν. Ούτε τον Πέτρο θέλει να φάει. Νηστικός και κουρασμένος χτυπάει την πόρτα ενός ετοιμόρροπου σπιτιού. Ο γίγαντας, που είναι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, τον προσβάλει και του κλείνει κατάμουτρα την πόρτα!... «Τρελός από θυμό (και λιγωμένος από την πείνα)», ο Λουκάς αποφασίσει να δράσει... Και ο κατάλογος αλλάζει ριζικά!
Geoffroy de Pennart, εκδόσεις Παπαδόπουλος, μετάφραση Γιάννης Παπαδόπουλος
10. Ένας πολύ γλυκός... λύκος

Ο λύκος αυτός είναι διαφορετικός! Δεν του αρέσει να τρώει αρνάκια, ούτε να κάνει κακές πράξεις. Αγαπάει το διάβασμα και τα... παγωτά!
Περισσότερα για το βιβλίο, μπορείτε να δείτε εδώ:
Λήδα Βαρβαρούση, εκδόσεις Παπαδόπουλος

WRITTEN BY ΓΙΩΤΑ ΚΟΤΣΑΥΤΗ
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://sugarmama.gr/


Wolf Moon By Jason Hoke

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ 

Χορεύοντας με τους Λύκους -  Dances with Wolves

Η κινηματογραφική ταινία Χορεύοντας με τους Λύκους (αγγλικά: Dances with Wolves) είναι επική γουέστερν ταινία, η οποία σκηνοθετήθηκε και συμπαράχθηκε από τον Κέβιν Κόστνερ, στην οποία επίσης πρωταγωνιστεί. Είναι κινηματογραφική προσαρμογή του ομότιτλου βιβλίου που δημοσιεύτηκε το έτος 1988,του συγγραφέα Μάικλ Μπλεικ. Η ταινία επικεντρώνεται γύρω από την ιστορία ενός υπολοχαγού, ο οποίος ταξιδεύει στο εσωτερικό της Αμερικής για να βρει μια στρατιωτική βάση, καθώς και την σχέση του με κάποιους ντόπιους Ινδιάνους.
Η ταινία έλαβε θετικές κριτικές και προτάθηκε για 12 βραβεία Όσκαρ, 6 Χρυσές Σφαίρες και 9 βραβεία BAFTA.
Η ταινία θεωρείται ότι είχε έναν πολύ μεγαλο αντίκτυπο στις ταινίες είδους Γουέστερν.Το 2007,η ταινία επελέγη απο την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου.

Περίληψη

Το έτος 1863 ο υπολοχαγός Τζον Ντούμπαρ τραυματίζεται στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Θέλοντας να ξεπεράσει τον τραυματισμό του,πηγαίνει στην Νότια Ντακότα με στόχο να εντοπίσει μια στρατιωτική βάση. Στην πορεία όμως, θα καταφεύγει σε καταυλισμό Ινδιάνων, όπου θα αναπτύξει σχέσεις με αυτούς τους ανθρώπους και θα δεθεί τελικά με αυτούς.

Ηθοποιοί και Χαρακτήρες

Κέβιν Κόστνερ ως ο Υπολοχαγός Τζον Ντάνμπαρ/Χορεύοντας με τους Λύκους ( Šuŋgmánit Tȟáŋka Ób Wačhí)
Μαίρη ΜακΝτόνελ ως η Στεκόμενη Α (Napépȟeča Nážiŋ Wiŋ)
Γκράχαμ Γκριν ως το Πουλί που Κλωτσάει (Ziŋtká Nagwáka)
Ρόντνεϊ Γκραντ ως ο Άνεμος που Πετάει (Pȟehíŋ Otȟáte)
Τζίμμυ Χέρμαν ως η Πέτρα Καλφ (Íŋyaŋ Ptehíŋčala)




ΜΟΥΣΙΚΗ 




Prokofiev-Ο Πέτρος και ο Λύκος 

O Πέτρος και ο Λύκος, Op. 67 (Ένα μουσικό παραμύθι για ορχήστρα και αφηγητή) 

Το 1936 ο Προκόφιεφ αποδέχεται την πρόταση της διευθύντριας του παιδικού θεάτρου της Μόσχας να συνθέσει ένα μουσικό παραμύθι. "Το έργο θα πρέπει να βοηθήσει τα παιδιά να καταλάβουν και να αγαπήσουν τη μουσική. Το σημαντικότερο απ’ όλα είναι να βρεθεί μια κοινή μουσική γλώσσα με αυτά …" σημειώνει ο Προκόφιεφ. Έτσι λοιπόν δεν διστάζει να θέσει τη μουσική του εξ’ ολοκλήρου στην υπηρεσία του κειμένου, ώστε να προκαλέσει τους κατάλληλους συνειρμούς στο παιδικό του ακροατήριο. 
Κάθε όργανο της ορχήστρας αντιστοιχεί σε ένα χαρακτήρα του παραμυθιού. Τα έγχορδα συμβολίζουν τον Πέτρο, το φλάουτο το πουλί, το όμποε την πάπια, το κλαρινέτο τη γάτα, το φαγκότο τον παππού, τα κόρνα τον λύκο, τα κρουστά τους κυνηγούς. Επιδίωξη του συνθέτη είναι να δημιουργήσει μια πραγματική απλή και κατανοητή μουσική, που οπωσδήποτε δεν απευθύνεται μόνο σε παιδιά, διατηρώντας ταυτόχρονα όλα τα χαρακτηριστικά του μουσικού του ύφους. 
Η τεράστια δημοτικότητα του έργου σε συνδυασμό με τις μεταφράσεις του παραμυθιού σε πολλές γλώσσες – το κείμενο του οποίου γράφτηκε από τον ίδιο το συνθέτη – σύντομα καθιέρωσαν το έργο στην παγκόσμια μουσική φιλολογία.


Wolves in Winter | Wildlife Art by: Laura Curtin




Λύκος Κακός
Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου 
Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Σαν μπαλαρίνα διάφανη
περνάς μπροστά μου
και το άρωμά σου συνταγή
για εφηβικές παρανομίες.

Ομορφούλα μου
ο κακός ο λύκος είμαι
και σε κυνηγώ.
Στων παιδεραστών την όχθη
εξώκειλα θαρρώ.

Η μέλισσα βγάζει κερί
κι ο μάγος θαύμα
και το δικό μου το πουλί
βγάζει φωνή και αλαλάζει.

Νυχτερινά εμβατήρια
με προσκαλούνε.
Στη μάχη για τα μάτια σου
ήρθα με λιγοστές ελπίδες.



Διονύσης Τσακνής - Ο λύκος κι εγώ
Μουσική: Διονύσης Τσακνής Στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης Ψάχνω το λύκο στο δάσος, θηρίο της πόλης εγώ. Ζούμε κι οι δυο από λάθος και μοιάζουμε σα δυο σταγόνες νερό. Δεν έχω σημάδια στο σώμα, στα τέσσσερα εγώ δεν περπατώ. Κι όμως λέει, μας φτύσαν στο στόμα κι απόχτησα ένα δίδυμο αδερφό. Σε ποιο παραμύθι βουλιάζω, το κόκκινό μου σκούφο φορώ. Δε σε φοβάμαι, στις πόλεις ουρλιάζω και φύλακα έχω πιστό τον καλό κυνηγό. Ο λύκος δε σκοτώνει χορτάτος, εγώ και χορτάτος χτυπώ και μες στο μυαλό μου με πάθος το επόμενο θύμα ζητώ. Ο λύκος φοβάται μονάχος, εγώ και μόνος μου ζω. Σίγουρα έγινε λάθος, δεν έχουμε τίποτα κοινό. Σε ποιο παραμύθι βουλιάζω, το κόκκινό μου σκούφο φορώ. Δε σε φοβάμαι, στις πόλεις ουρλιάζω και φύλακα έχω πιστό τον καλό κυνηγό

Ο λύκος της ψυχής μου - Magic de Spell

Στίχοι - Χάρης Αρώνης Μουσική - Νίκος Μαϊντάς Magic de Spell

Εγώ μεγάλωσα με αρχές
ανατροφή και συμβουλές.
Και από αυστηρούς γονείς
οι δάσκαλοι και οι συγγενείς,
σε εμένα είχαν ποντάρει.
Να γίνω το καλό παιδί,
αρνάκι άσπρο και παχύ
της μάνας του καμάρι.
Μα ο λύκος της ψυχής μου τραγουδάει
στο δάσος της ζωής μου ξενυχτά.
Ο λύκος της ψυχής μου τραγουδάει
κανείς τον λύκο δεν τον κυβερνά.
Μα τις ελπίδες τους αυτές,
εγώ τις πρόδωσα που λες
και από θρεφτάρι στο μαντρί
καλύτερα με συγκινεί,
να γίνω εγώ μακάρι
λύκος μαύρος και λιγνός,
του πατέρα του καημός
παρά στη γυάλα ψάρι.
Μα ο λύκος της ψυχής μου τραγουδάει
στο δάσος της ζωής μου ξενυχτά
Ο λύκος της ψυχής μου τραγουδάει
κανείς τον λύκο δεν τον κυβερνά.


Gray Wolves by Jeff Brimley

πηγές
https://itzikas.wordpress.com/
http://www.pause-artmag.gr/
https://www.bookpress.gr
/http://users.uoa.gr/
http://deepunctum.blogspot.com/
http://theodosisvolkof.blogspot.com/
http://www.nikiforou-poems.gr/
http://dreaming-in-the-mist.blogspot.com/
https://www.translatum.gr/
https://iliopoulou.wordpress.com/
https://trifonpentefikis.blogspot.com
http://popaganda.gr/
http://www.poiein.gr/
https://spartinos.ning.com/
http://gerontakos.blogspot.com/
https://www.sansimera.gr/
https://www.vakxikon.gr/
http://www.poiein.gr/
http://frear.gr/
http://www.kathimerini.gr/
http://ebooks.edu.gr/
http://www.sarantakos.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου