Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

ΣΠΕΤΣΕΣ - ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΑΣΚΑΡΙΝΑΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑΣ : ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΜΠΑΡΣΙΝΙΚΑ





Το νησί πήρε το σημερινό του όνομα από τους Ενετούς, οι οποίοι το ονόμαζαν Ίζολα ντι Σπέτζια, που σημαίνει Νησί των Αρωμάτων, λόγω των πολλών λουλουδιών που υπήρχαν. Βρίσκεται σε απόσταση 1,5 μιλίου από την Ερμιονίδα και 50 μιλίων από τον Πειραιά. Από το Πόρτο Χέλι αναχωρούν καθημερινά ιπτάμενα δελφίνια και πλοιάρια για τις Σπέτσες.
Το νησιωτικό σύμπλεγμα των Σπετσών απαρτίζουν τέσσερις ακόμη νησίδες: η Σπετσοπούλα, ο Άγιος Ιωάννης, το Μικρό Μπούρμπουλο και το Πετροκάραβο.
Στην αρχαιότητα ονομάζονταν "Πιτυόνησος" και "Πιτυούσα".
Κατ΄ άλλη εκδοχή το όνομα προήλθε από το "Πέτσα" (Πετσιώτες) που φέρεται ως αρβανίτικος γλωσσικός αναγραμματισμός του αρχαίου ονόματος Πιτυούσα.

Επανάσταση του 1821

Την περίοδο 1821-1832, οι Σπέτσες έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση. Οι Σπετσιώτες ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης την 2η και 3η (Κυριακή του Λαζάρου) Απριλίου του 1821, με μεγάλη τελετή και κανονιοβολισμούς. Κατά τον σύγχρονο της Επανάστασης Ομηρίδη Σκυλίτση, αυτό έγινε στις 26 Μαρτίου. Ο σπετσιωτικός στόλος, αποτελούμενος από εμπορικά πλοία σπετσιωτών, πήρε μέρος σε μεγάλο αριθμό ναυμαχιών, όπως της Αρμάτας, καθώς και σε αποκλεισμούς οχυρών, συγκεκριμένα του Ναυπλίου και της Μονεμβασιάς.

Την περίοδο αυτή κάνουν την εμφάνισή τους ηρωικά ονόματα όπως Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, Ανδρέας Μιαούλης, Χατζηγιάννης Μέξης και Κοσμάς Μπαρμπάτσης, ονόματα τα οποία σήμερα κατέχουν υψηλή θέση στην Ελληνική Ιστορία.

Αναπαράσταση της Ναυμαχίας της Αρμάτα

Το 1822 ο Τουρκικός στόλος κατευθύνεται προς τον Αργολικό κόλπο, με τελικό προορισμό το Ναύπλιο, σε μια ύστατη προσπάθεια ανεφοδιασμού του οχυρού. Στις 8 Σεπτεμβρίου ο στόλος εμφανίζεται ανατολικά των Σπετσών, μεταξύ Σπετσοπούλας και Τρικερίου και ο τρινήσιος στόλος των Σπετσών, της Ύδρας και των Ψαρών, υπό τον ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη, κινείται προς αντιμετώπιση των Τούρκων. 
Σύμφωνα με τον ιστορικό Χατζηανάργυρο, στην ναυμαχία που ακολούθησε μεταξύ των δυο στόλων, πήραν μέρος «140 και πλέον» πλοία. Σ’ αυτήν την κρίσιμη στιγμή ο Σπετσιώτης πυρπολητής Κοσμάς Μπαρμπάτσης, καταφέρνει να εισέλθει στο κέντρο του τουρκικού σχηματισμού και να πυρπολήσει την τουρκική ναυαρχίδα. Η ηρωική πράξη του Σπετσιώτη ναυτικού, είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση του τουρκικού στόλου από τον Αργολικό κόλπο. Σε ανάμνηση αυτού του ιστορικού γεγονότος οι Σπετσιώτες έκτισαν την εκκλησία της Παναγίας της Αρμάτας στην περιοχή του φάρου των Σπετσών. 
Σήμερα το νησί των Σπετσών, γιορτάζει το ιστορικό αυτό γεγονός με το φεστιβάλ της Αρμάτας, το οποίο λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο την δεύτερη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου.

Νεότερη Ιστορία

Μετά το τέλος της Επανάστασης και τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους οι Σπέτσες επισκιάζονται από την οικονομική ανάπτυξη των Αθηνών. Αρχίζουν να παρακμάζουν ως εμπορικό και ναυτιλιακό κέντρο και παράλληλα μειώνεται ο πληθυσμός τους. 
Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, στις αρχές του 20ού αιώνα αρχίζει ο εκσυγχρονισμός του νησιού και η αναβάθμισή του σε θέρετρο της αφρόκρεμας της αθηναϊκής κοινωνίας, κυρίως με πρωτοβουλία του εθνικού ευεργέτη Σωτήριου Αναργύρου, γόνου πλούσιας Σπετσιώτικης οικογένειας εφοπλιστών. Αυτός είχε μεταναστεύσει παλιότερα σε μικρή ηλικία το 1868 στην Αμερική λόγω οικονομικής δυσχέρειας, αλλά το 1899 επιστρέφει πλέον ως ισχυρός μεγαλέμπορος καπνού και αρχίζει το έργο της αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού του αγαπημένου του νησιού.

Οι προσπάθειες αυτές της αναβάθμισης των Σπετσών από τον Σωτήριο Ανάργυρο απέδωσαν, αλλά οι καρποί των έργων του αρχίζουν πραγματικά να φαίνονται από τη δεκαετία του ‘60 και του ‘70 όταν Έλληνες και ξένοι αναγνωρίζοντας τις Σπέτσες ως ιδανικό παραθεριστικό προορισμό, συρρέουν στο νησί αυξάνοντας έτσι με τη πάροδο του χρόνου τη κίνηση και τη τουριστική αξία του. Παράλληλα, εύποροι αγοράζουν και ανακαινίζουν πολλά από τα εγκαταλελειμένα αρχοντικά του νησιού. 
Τα έσοδα από το τουρισμό σταδιακά μεταμορφώνουν τις Σπέτσες από ένα ήσυχο νησί σε έναν από τους πλέον δημοφιλής τουριστικούς προορισμούς όπου καλοδιατηρημένα αρχοντικά και παραδοσιακή αρχιτεκτονική συνυπάρχουν με την ζωντάνια των τουριστών και της πλούσιας νυχτερινής ζωής.
Πηγή : wikipedia









































Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα είχε καταγωγή από την 'Υδρα. 
Γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 1771, όταν η μητέρα της Σκεύω επισκέφτηκε τον σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά (1769-1770). Την βάφτισε και της έδωσε το όνομά της ο εκεί φυλακισμένος πολέμαρχος της Μάνης, Παναγιώτης Μούρτζινος. Μετά τον θάνατο του Πινότση στη φυλακή, μητέρα και κόρη επέστρεψαν στην 'Υδρα. Μετακόμισαν στις Σπέτσες 4 χρόνια αργότερα, όταν η μητέρα της παντρεύτηκε τον Δημήτριο Λαζάρου-Ορλώφ. Από την ένωση αυτή η Μπουμπουλίνα απέκτησε οκτώ ετεροθαλή αδέρφια. 

Παντρεύτηκε δυο φορές, στην ηλικία των 17 με τον Σπετσιώτη Δημήτριο Γιάννουζα και στην ηλικία των 30 ετών με τον Σπετσιώτη πλοιοκτήτη και πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη. Και οι δυο σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές. Της άφησαν, ωστόσο, μια τεράστια περιουσία, την οποία ξόδεψε εξ ολοκλήρου για να αγοράσει καράβια και εξοπλισμό για την Ελληνική Επανάσταση. 
Όταν η Μπουμπουλίνα έγινε χήρα για δεύτερη φορά, είχε έξι παιδιά : τρία από τον πρώτο της γάμο, τον Ιωάννη,τον Γεώργιο και τη Μαρία και τρία από τον δεύτερο γάμο της : την Σκεύω, την Ελένη και τον Νικόλαο. Επίσης είχε και τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της, έχοντας υπό την κατοχή της πλοία, γη και χρήματα (τα μετρητά που είχε κληρονομήσει από τον Μπούμπουλη ήταν πάνω από 300.000 τάλαρα). 
Κατάφερε να αυξήσει την περιουσία της με σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες. 
Αρχικά έγινε συνέταιρος σε αρκετά πλοία ενώ αργότερα κατασκεύασε τρία δικά της, το ένα από τα οποία με το όνομα Αγαμέμνων πήρε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, μήκους 48 πήχεων και έχοντας 18 κανόνια, η ναυπήγηση του οποίου κόστισε 75.000 τάλαρα. Το όνομα αυτό το έδωσε στη ναυαρχίδα της από τον ομηρικό βασιλιά των Μυκηνών, Αγαμέμνονα, που οδήγησε τους Έλληνες στον Τρωικό πόλεμο. 
Αυτό δείχνει πόσο τιμούσε η Μπουμπουλίνα την ελληνική ιστορική της κληρονομιά και τι συμβόλιζε το όνομα του πλοίου της. 
Το 1816 η Οθωμανική Αυτοκρατορία θέλησε να κατασχέσει την περιουσία της με τη δικαιολογία ότι τα πλοία του δεύτερου άντρα της, συμμετείχαν με τον ρωσικό στόλο στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, μετά απὀ καταγγελίες συγγενών της, που εποφθαλμιούσαν την περιουσία της. 
Τότε η Μπουμπουλίνα πήγε στην Κωνσταντινούπολη με το πλοίο της Κανάκης, όπου συνάντησε τον Ρώσο Φιλέλληνα πρεσβευτή Στρογκόνωφ, από τον οποίο ζήτησε να την προστατέψει επικαλούμενη τις υπηρεσίες του συζύγου της στον ρωσικό στόλο και το γεγονός ότι τα πλοία της είχαν τότε ρωσική σημαία, βάση της Συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, το 1774. Τότε εκείνος για να την σώσει από την επικείμενη σύλληψή της από τους Τούρκους, την έστειλε στην Κριμαία της νότιας Ρωσίας, στη Μαύρη Θάλασσα, σε ένα κτήμα που της δόθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α'. Πριν όμως πάει εκεί, κατάφερε να συναντήσει τη μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, την Βαλιντέ Σουλτάνα. Η Σουλτάνα εντυπωσιάστηκε από τον χαρακτήρα της Μπουμπουλίνας και έπεισε τον γιο της να υπογράψει φιρμάνι, με το οποίο δεν θα άγγιζε την περιουσία της και δεν θα την συνελάμβανε. 
Η Μπουμπουλίνα αφού έμεινε στην Κριμαία για περίπου τρεις μήνες περιμένοντας να ηρεμήσει η κατάσταση, έφυγε για στις Σπέτσες όταν κατάλαβε ότι ο κίνδυνος είχε πλέον απομακρυνθεί. 
Η Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή, στον κατώτερο βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές, καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της, ενώ ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου Αγαμέμνων, της ναυαρχίδας της, η οποία ολοκληρώθηκε το 1820. 
Για τη ναυπήγηση του Αγαμέμνονα καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη ότι ναυπήγησε κρυφά πολεμικό πλοίο και όχι εμπορικό, αλλά η Μπουμπουλίνα κατάφερε να ολοκληρώσει την κατασκευή του, δωροδοκώντας τον απεσταλμένο Τούρκο επιθεωρητή στις Σπέτσες και πετυχαίνοντας την εξορία αυτών που την κατήγγειλαν. 
Την ίδια περίοδο έρχεται σε ρήξη με τα παιδιά του δεύτερου συζύγου της από τον πρώτο του γάμο - τον Παντελή και τον Γιάννη - όταν διεκδικούν το μερίδιο από την πατρική περιουσία. Κατέφυγαν όχι σε τουρκικό δικαστήριο, ούτε στην εκκλησιαστική αρχή στην οποία υπάγονταν: στην μητρόπολη Ναυπλίου και Άργους, αλλά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για μεγαλύτερο κύρος. Εκείνο έκδωσε επιτίμιο, ίνα η ρηθείσα Λασκαρίνα[...] φοβειθείσα[...] την αιώνιον κόλασιν [...] παύσηται πάσης διαστροφής και ματαίας προφασεως και μη φανερώση εις μέσον οσάπερ κατακρατεί άσπρα, ομολογίας, ρουχικά ή άλλα κινητά και ακίνητα πράγματα [...]. Στη συνέχεια καταφεύγουν τα δύο αδέλφια στους προεστούς των Σπετσών, οι οποίοι περιορίζονται σε μια καταγραφή της περιουσίας της χωρίς όμως και να δίνουν λύση στην ενδοοικογενειακή διαφορά. Με το επιτίμιο και την έκθεση των προκρίτων καταφεύγουν τα δύο αδέλφια στη συνέχεια, στο Βουλευτικό, το οποίο δεν έλαβε θέση, εκτιμώντας το μέγεθος της προσφοράς της Μπουμπουλίνας στον Ελληνικό Αγώνα. 
Όταν ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση, είχε σχηματίσει δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες, τους οποίους αποκαλούσε «γενναία μου παλικάρια». Είχε αναλάβει να αρματώνει, να συντηρεί και να πληρώνει τον στρατό αυτό μόνη της όπως έκανε και με τα πλοία της και τα πληρώματά τους, κάτι που συνεχίστηκε επί σειρά ετών και την έκανε να ξοδέψει πολλά χρήματα για να καταφέρει να περικυκλώσει τα τουρκικά οχυρά, το Ναύπλιο και την Τρίπολη. Έτσι τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία.
Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες στις 30 Νοεμβρίου 1822, το νεοσύστατο κράτος της έδωσε κλήρο στην πόλη ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος και η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε εκεί. Στα τέλη του 1824, η Ελλάδα υποφέρει από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, όπου η Κυβέρνηση Κουντουριώτη (η κυβέρνηση των Πλοιάρχων των νησιών) υπερισχύει του συνασπισμού των Προεστών και των Στρατιωτικών της Πελοποννήσου, με αποτέλεσμα ο Πάνος Κολοκοτρώνης, που διατελούσε φρούραρχος Ναυπλίου, να δολοφονηθεί και ο Κολοκοτρώνης να συλληφθεί και να φυλακιστεί μαζί με άλλους οπλαρχηγούς σε ένα μοναστήρι της Ύδρας, τον Προφήτη Ηλία. Η Μπουμπουλίνα αντέδρασε και ζήτησε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη, λόγω του σεβασμού που έτρεφε προς αυτόν. Τότε η ίδια κρίνεται επικίνδυνη από την Κυβέρνηση και συλλαμβάνεται δύο φορές από το Υπουργείο Αστυνομίας, με εντολή να φυλακιστεί. 
Τελικά η Μπουμπουλίνα εξορίστηκε στις Σπέτσες χάνοντας τον κλήρο γης, που το Κράτος της είχε παραχωρήσει στο Ναύπλιο. 
Το 1825 η Μπουμπουλίνα ζούσε στις Σπέτσες, πικραμένη από τους πολιτικούς και την εξέλιξη του Αγώνα και έχοντας ξοδέψει όλη την περιουσία της στον πόλεμο, η Ελλάδα βρέθηκε ξανά σε μεγάλο κίνδυνο. Στις 12 Φεβρουαρίου ο Αιγύπτιος ναύαρχος Ιμπραήμ Πασάς με έναν τουρκοαιγυπτιακό στόλο, αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Πύλου στην Πελοπόννησο με 4.400 άντρες, σε μια τελευταία προσπάθεια να σταματήσει την επανάσταση. 
Η Μπουμπουλίνα άρχισε να προετοιμάζεται ξανά, αλλά σκοτώθηκε σε συμπλοκή στις 22 Μαΐου 1825. Ο μικρότερος γιος της από τον πρώτο της γάμο, ερωτεύτηκε την κόρη της πολύ πλούσιας οικογένειας των Κουτσαίων, προκρίτων στις Σπέτσες. 
Οι Κουτσαίοι δεν ήθελαν τον γάμο μεταξύ των δύο οικογενειών διότι η Μπουμπουλίνα είχε ξοδέψει πια την τεράστια περιουσία της και είχε ξεπέσει οικονομικά. 
Υπάρχει και η εκδοχή ότι η κοπέλα αυτή, η Ευγενία Κούτση, ήταν ήδη λογοδοσμένη να πάρει κάποιον άλλον Σπετσιώτη. Οι δύο νέοι όμως κλέφτηκαν και πήγαν στο σπίτι του πρώτου άντρα της Μπουμπουλίνας, του Δημητρίου Γιάννουζα. Η Μπουμπουλίνα πήγε στο σπίτι και λίγο αργότερα έφτασαν και οι Κουτσαίοι πολύ εξαγριωμένοι με την απαγωγή, την οποία θεώρησαν μεγάλη προσβολή, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής. Κατά τη διάρκεια λογομαχίας μεταξύ Μπουμπουλίνας και Κουτσαίων, o Ιωάννης Κούτσης πυροβόλησε και σκότωσε τη Μπουμπουλίνα. Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου», έναν τίτλο, με παγκόσμια μοναδικότητα για γυναικεία μορφή !
wikipedia















































































Μουσείο Μπουμπουλίνας 

Το τριακοσίων ετών Αρχοντικό της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, με το μοναδικό σκαλιστό ταβάνι στη μεγάλη σάλα του, λειτουργεί ως μουσείο από το 1992, με ζωντανή ξενάγηση, περίπου 40 λεπτών, κατά την οποία ο επισκέπτης ακούει για τη ζωή και το έργο της Μπουμπουλίνας και συγχρόνως βλέπει κειμήλια του Αγώνα, προσωπικά αντικείμενα της ηρωίδας και άλλα αξιόλογα εκθέματα.
Το Αρχοντικό της Μπουμπουλίνας αποτελείται από το ισόγειο και δύο ορόφους. Το Μουσείο στεγάζεται στον πρώτο όροφο, που αποτελείται από τέσσερα μεγάλα δωμάτια, τη Μεγάλη Σάλα, το Δωμάτιο Υποδοχής, τη Τραπεζαρία και το Δωμάτιο με Τζάκι.
Στο Μουσείο πηγαίνουμε από την εξωτερική πέτρινη σκάλα που υπάρχει στην αυλή του Αρχοντικού.
Στη Μεγάλη Σάλα με το πανέμορφο ξυλόγλυπτο ταβάνι Φλωρεντιανής τεχνοτροπίας και την Ιταλική-Γαλλική του 18ου και 19ου αιώνα επίπλωση, υπάρχει συλλογή όπλων της εποχής του 1821 και μεταξύ αυτών και η πιστόλα της Μπουμπουλίνας. Επίσης το χρηματοκιβώτιο του πλοίου Αγαμέμνονα, με τα τρία κλειδιά και τις οχτώ κλειδωνιές, πορτρέτα της ηρωίδας και των απογόνων της, μαζί με τη γνωστή ελαιογραφία που απεικονίζει την ηρωίδα να επιτίθεται στα κάστρα του Ναυπλίου.
Στο Δωμάτιο Υποδοχής δεσπόζει ο μεγάλος πίνακας-αντίγραφο του γνωστού έργου του Peter Von Hess που απεικονίζει τη Μπουμπουλίνα να διατάσει τον κανονιοβολισμό του Ναυπλίου. 
Επίσης προσωπογραφίες, γκραβούρες και τα προσωπικά αντικείμενα της ηρωίδας, επιστολές της Επανάστασης, εκ των οποίων και δύο δικές της υπογεγραμμένες από την ίδια. 
Σε περίοπτη θέση βρίσκεται αφρικάνικο ξίφος, δώρο του Τσάρου Αλέξανδρου Α', ενώ στη βιβλιοθήκη υπάρχουν σπάνια βιβλία και η χρυσοκέντητη μαντίλα της καπετάνισσας.

Στο δωμάτιο υπάρχουν ένα μενταγιόν της, αναμνηστικά μετάλλια, ωραιότατες πορσελάνες και συλλογή από αρχαίους λύχνους.
Ανηρτημένη στον τοίχο βρίσκεται η τουρκική άδεια (φιρμάνι του Σουλτάνου) της κατασκευής του πλοίου "Αγαμέμνονα", με το σχέδιο του στην πίσω πλευρά.

Στην τραπεζαρία δεσπόζει το ξύλινο χειροποίητο μοντέλο του πλοίου "Αγαμέμνονα" και υπάρχουν συλλογές από πορσελάνες, κυρίως Αγγλικής και Κινεζικής προέλευσης, μεταβυζαντινές εικόνες, με ωραιότερη αυτή του Αγίου Νικολάου, εικόνα που ανήκε στην ίδια τη Μπουμπουλίνα. Επίσης σπάνια βιβλία, ανοιγμένα σε προθήκες.

Στο Δωμάτιο με το Τζάκι, με επίπλωση κυρίως του 19ου αιώνα, υπάρχουν φωτογραφίες των απογόνων της και διάσπαρτα αντικείμενα καθημερινής χρήσης.
Ξεχωρίζουν η νυφική βενετσιάνικη κασέλα, ένα γαλλικό επίχρυσο ρολόι με πορσελάνη Sevres, γαλλικές μινιατούρες, κεντήματα, τσεβρέδες, χάρτες, αφιερώματα και ελαιογραφίες εποχής. 

Το Δωμάτιο με το Τζάκι χωρίζεται από το Δωμάτιο υποδοχής, από την κατασκευή του κτιρίου, με μία παλιά ξύλινη ντουλάπα, τη λεγόμενη μεσάντρα που χρησίμευε και ως κρύπτη !Πηγή : spetses.gr



































































ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΚΕΙΜΕΝΑ : ΕΛΕΝΗ ΜΠΑΡΣΙΝΙΚΑ 











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου