Το χρώμα της καλοκαιρινής μέρας που τελειώνει, απλώνεται στις γραμμές. Ένας έρωτας περιμένει τις λέξεις για να φανεί γενναίος. Τα φιλιά είναι το βραβείο του. Οι απλωμένες ακτίνες αλλάζουν την προοπτική και δημιουργούν –στιγμιαία- χάσμα απροσπέλαστο στη διατίμηση (κάθε είδους) και στη στερεοποιημένη χυδαιότητα (κάθε αξίας). Μορφώνουν ένα άνοιγμα για τα μάτια, πριν τα «υψηλά» εμπόδια. Και αυτόματα οι ώρες απομένουν νεκρές, ασήμαντες, πλησίον τού μοιραίου και της μικροϊστορίας. Οι σκέψεις πονάνε. Μα κάτι τέτοιες στιγμές ο παρατηρητής «ανακαλύπτει» το προπατορικό που γίνεται (συνειρμικά) νέο, πρωτόφαντο. Η ζωογόνα σκέψη δροσίζει έναν σωρό μνήμες. Οι χιλιάδες νοερές ιστορίες συναντώνται σε τούτη τη χρωματική αντανάκλαση, στο δειλινό άπλωμα. Εξωραΐζονται πληθυντικά, «κερδίζουν» λίγη μελαγχολική ευτυχία. Ο ποιητής γράφει για το απλωμένο χρώμα. Και η αποτύπωση γίνεται λεκτική μαρμαρυγή τού αντικόσμου, αποκρυσταλλωμένη ομορφιά. Κυλάει βαθιά στο αίμα. Πραγματώνει τη στοχαστική σωτηρία, τη μοναχική αντίδραση στις επιταγές του πεπρωμένου. Ένα σύμβολο, δίχως λέξεις και με λέξεις. Μια ανάσα τού καλοκαιριού ικανή να θρέψει τον υπόλοιπο χρόνο, να γεννήσει ψευδαισθήσεις, σύμμαχες της ψυχής, ερωτικά και αντικοσμικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου