Ο Ίταλο Καλβίνο (ιταλικά: Italo Calvino, 15 Οκτωβρίου 1923 - 19 Σεπτεμβρίου 1985) ήταν Ιταλόςπεζογράφος, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς λογοτέχνες του 20ου αιώνα.
Γεννήθηκε στο Σαντιάγο δε Λας Βέγκας στη Κούβα αλλά σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Ιταλία. Ήταν γιος των βοτανολόγων, Μάριο κι Εβελίνα (Μαμέλι) και αδερφός του Φλοριάνο, σπουδαίου γεωλόγου.
Εγκαταστάθηκαν στο Σαν Ρέμο της ιταλικής Ριβιέρα, για περίπου 20 χρόνια. Συναντήθηκε με τον Εουτζένιο Σκάλφαρι, μετέπειτα πολιτικό κι ιδρυτή της εφημερίδας La Republica, ο οποίος κι έγινε φίλος του. Το 1941 μετακομίζει στο Τορίνο αφού πέρασε κάποιο διάστημα και στο Μιλάνο. Το 1943 μπαίνει στους παρτιζάνους της ιταλικής αντίστασης, στη ταξιαρχία Γαριβάλδι και μαζί με τον Σκάλφαρι δημιουργούνε τη ΜUL (Movemend Universitarian Liberal). Έπειτα προσχωρεί στο κομμουνιστικό κόμμα.
Το 1947 αποφοιτά από το Πανεπιστήμιο του Τορίνο και με τον Γιόζεφ Κόνραντ εργάζονται στην αριστερή εφημερίδα L' Unita. Παράλληλα μπαίνει στον εκδοτικό οίκο Εϊνάντι όπου εργάζονται επίσης οι Νορμπέρτο Μπόμπιο, Νατάλια Γκίνσμπουργκ, Τσέζαρε Παβέζε κι Έλιο Βιτορίνι. Με τον τελευταίο γράφει το εβδομαδιαίο Ιλ Πολυτέκνικο, περιοδικό τέχνης, του πανεπιστημίου. Αφήνει όμως και τον εκδοτικό για να ασχοληθεί πιο εντατικά με την Unita και με τη νέα κομμουνιστική εφημερίδα Rinascita. Το 1950 συνεργάζεται ξανά με τον Εϊνάντι κι αναλαμβάνει υπεύθυνος του λογοτεχνικού τμήματος. Επισκέπτεται τη Σοβιετική Ένωση.
Το 1952 γράφει, μαζί με τον Τζόρτζιο Μπαζάνι στο μαρξιστικό εβδομαδιαίο περιοδικό Botteghe Oscure. Το 1957 αφήνει το κομμουνιστικό κόμμα και το γράμμα της παραίτησής του δημοσιεύεται στην Unita. Επισκέπτεται τις ΗΠΑ όπου παραμένει για 6 μήνες, κυρίως στη Νέα Υόρκη, ύστερα από πρόσκληση του ιδρύματος Φορντ. Εντυπωσιάζεται από τον Νέο Κόσμο. Ύστερα από λίγα χρόνια παντρεύεται τη Έσθερ Σίνγκερ, που 'χε γνωρίσει στις ΗΠΑ κι ο γάμος γίνεται στην Αβάνα, στη διάρκεια ενός ταξιδιού στην γενέτειρά του όπου συνάντησε και τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Επιστρέφοντας στην Ιταλία συνεργάζεται εκ νέου με τον Εϊνάντι, εκδίδει τα "Κοσμοκωμικά" και δημιουργεί την OULiPo (OUvroir de Litterature Potentielle).
Στον Γαλλικό Μάη του 1968 γνωρίζει κι επηρεάζεται από τον Ρεημόν Κενώ, ενώ έρχεται σε επαφή και με τους Ρολάν Μπαρτ και Κλωντ Λεβί-Στρως. Σχηματίζει επίσης επαφές με αξιοσημείωτες εμπειρίες, στη Σορβόνη κι ενδιαφέρεται για τους κλασικούς, Λουντοβίκο Αριόστο, Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Δάντη, Ιγνάτιο Λογιόλα, Θερβάντες, Σαίξπηρ, Συρανό Ντε Μπερζεράκ και Τζιάκομο Λεοπάρντι. Το 1973 διατηρεί την επαφή με την Ιταλία, γράφοντας νουβέλες για την ιταλικήν έκδοση του περιοδικού Playboy και για την εφημερίδα Κοριέρε Ντε Λα Σέρα. Το 1975 γίνεται επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας και την επόμενη χρονιά κερδίζει το βραβείο για την Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία. Επισκέπτεται Ιαπωνία και Μεξικό, καθώς επίσης κι αρκετές αμερικάνικες πόλεις, δίνοντας διαλέξεις. Το 1981 κερδίζει το γαλλικό παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.
Στις 19 Σεπτέμβρη του 1985 πεθαίνει στη Σιένα, στο παλιό νοσοκομείο της Αγίας Μαρίας Σκάλα, σε ηλικία μόλις 62 ετών.
Έργα
Il visconte dimezzato (Ο διχασμένος υποκόμης, 1952) ― ελλην. μετάφρ. Ρούλα Στράτου, "ΟΔΥΣΣΕΑΣ"
Il barone rampante (Ο αναρριχώμενος βαρώνος, 1957) ― ελλην. μετάφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης,"ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ"
Il cavaliere inesistente (Ο ανύπαρκτος ιππότης, 1959) ― ελλην. μετάφρ. Θόδωρος Ιωαννίδης, "ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ"
Gli amori difficili (Οι δύσκολοι έρωτες, 1970, διηγήματα) ― ελλην. μετάφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, "ΑΣΤΑΡΤΗ"
Le citta invisibili (Οι αόρατες πόλεις, 1972) ― ελλην. μετάφρ. Ε.Γ.Ασλανίδης & Σ.Καπογιαννοπούλου, "ΟΔΥΣΣΕΑΣ"
La giornata di uno scrutatore (Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου, 2012, επανέκδοση) από τις Εκδόσεις Κριτική
Αόρατες Πόλεις
"Τι είναι όμως σήμερα η πόλη για μας; Σκέφτομαι ότι έγραψα κάτι σαν τελευταίο ποίημα αγάπης για τις πόλεις, τη στιγμή που γίνεται όλο και πιο δύσκολο να τις ζήσουμε. Η κρίση της πολύ μεγάλης πόλης είναι η άλλη όψη της κρίσης της φύσης. (...) Βιβλία όμως που προφητεύουν καταστροφές και αποκαλύψεις υπάρχουν ήδη πολλά· το να γράψει κανείς ακόμα ένα, θα ήταν πλεονασμός και κάτι τέτοιο δεν ταιριάζει στο χαρακτήρα μου. Αυτό που ο δικός μου Μάρκο Πόλο θέλει να ανακαλύψει είναι οι κρυφές αιτίες που οδήγησαν τους ανθρώπους να ζήσουν στις πόλεις, αιτίες που μπορούν να ισχύουν πέρα και πάνω από οποιαδήποτε κρίση. Οι πόλεις είναι ένα σύνολο πραγμάτων: απομνημονεύσεων, επιθυμιών, σημείων μιας γλώσσας· οι πόλεις είναι τόποι ανταλλαγών, όπως εξηγούν όλα τα βιβλία της οικονομίας, αλλά οι ανταλλαγές αυτές δεν είναι μονάχα ανταλλαγές εμπορευμάτων, είναι και ανταλλαγές λέξεων, πόθων, αναμνήσεων. Το βιβλίο μου ανοίγει και κλείνει με εικόνες ευτυχισμένων πόλεων που συνεχώς αλλάζουν σχήμα και χάνονται, κρυμμένες μέσα σε δυστυχισμένες πόλεις..."
Το βιβλίο που θεωρείται από πολλούς ως το αριστούργημα του Ιταλό Καλβίνο σε νέα μετάφραση. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Αποσπάσματα
οι λεπτόπλοκες πόλεις
Αν θέλετε πιστέψτε με. Θα σας πω τώρα πώς είναι φτιαγμένη η Οκταβία, η αραχνοΰφαντη πόλη. Υπάρχει ένα βάραθρο ανάμεσα σε δυο απόκρημνα βουνά: η πόλη είναι επάνω στο κενό, δεμένη απ' τις δυο κορυφές με σκοινιά, αλυσίδες και γεφυράκια. Περπατάς πάνω στα ξύλινα δοκάρια, προσέχοντας να μη βάλεις το πόδι στα διάκενα ή πιάνεσαι απ' τους κόμπους του κανναβόσκοινου. Κάτω, για εκατοντάδες κι εκατοντάδες μέτρα, δεν υπάρχει τίποτα: κάποιο σύννεφο περνάει· πιο κάτω διακρίνεται το βάθος της χαράδρας.
Αυτά είναι τα θεμέλια της πόλης: ένα δίχτυ που χρησιμεύει για πέρασμα και για στήριγμα. Τα υπόλοιπα, αντί να υψώνονται πάνω, κρέμονται κάτω: σκάλες από σκοινί, αιώρες, σπίτια φτιαγμένα σα σακιά, κρεμάστρες, βεράντες σαν πλοιαράκια, ασκιά νερού, μπεκ γκαζιού, σούβλες, καλάθια κρεμασμένα με σπάγκους, αναβατόρια, καταιωνιστήρες, μονόζυγα και κρίκοι για παιχνίδια, εναέρια βαγόνια, πολύφωτα, γλάστρες με αναρριχώμενα φυτά.
Κρεμασμένη στην άβυσσο, η ζωή των κατοίκων της Οκταβίας είναι λιγότερο αβέβαιη απ' ό,τι στις άλλες πόλεις. Ξέρουν πως το δίχτυ θα κρατήσει όσο αντέξει.
[πηγή: Ίταλο Καλβίνο, Αόρατες Πόλεις, μετάφραση από τα ιταλικά Ε.Γ. Ασλανίδης, Σάσα Καπογιανοπουλου, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1989, σ. 91]
Άλλωστε δεν έχει μεγάλη σημασία: αν τη δει κανείς στέκοντας στο κέντρο της είναι μια άλλη πόλη, Ειρήνη είναι το όνομα μιας πόλης που βλέπεις από μακριά, αν την πλησιάσεις, αλλάζει.
Άλλη είναι η πόλη για όποιον περνά χωρίς να μπει μέσα, και άλλη για όποιον εγκλωβίζεται σε αυτή και δε μπορεί να ξεφύγει' άλλη είναι η πόλη στην οποία φτάνει κανείς για πρώτη φορά, άλλη είναι εκείνη που αφήνει πίσω του για να μην ξαναγυρίσει ποτέ' η καθεμιά αξίζει ένα διαφορετικό όνομα' ίσως, για την Ειρήνη, να μίλησα ήδη χρησιμοποιώντας άλλα ονόματα' ίσως να μη μίλησα παρά μόνο για την Ειρήνη.
-"Εγώ μιλώ, μιλώ", λέει ο Μάρκο, "μα όποιος ακούει συγκρατεί στο μυαλό του μονάχα τις λέξεις που περιμένει να ακούσει. Άλλη είναι η περιγραφή του κόσμου όταν την ακούς με καλή διάθεση, άλλη εκείνη που θα μπορούσα να υπαγορεύσω σε προχωρημένη ηλικία, αν συνέβαινε να φυλακιστώ από Γενοβέζους πειρατές και να με ρίξουν στα κάτεργα στο ίδιο κελί με έναν συγγραφέα βιβλίων περιπέτειας. Αυτός που κυβερνά την αφήγηση δεν είναι η φωνή: είναι το αυτί".
-"Είναι φορές που μου φαίνεται ότι η φωνή σου έρχεται σ' εμένα από μακριά, ενώ εγώ είμαι φυλακισμένος σ' ένα φανταχτερό κι αβίωτο παρόν, στο οποίο όλες οι μορφές της ανθρώπινης συμβίωσης έφτασαν στα άκρα του κύκλου τους και κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ποιες νέες μορφές θα πάρουν. Και ακούω από τη φωνή σου τις αόρατες αιτίες για τις οποίες οι πόλεις ζούσαν, και για τις οποίες ίσως, μετά το θάνατό τους, θα ξαναζήσουν".
Κι όμως στη Ράισα, κάθε στιγμή υπάρχει ένα παιδί που από ένα παράθυρο γελάει σε ένα σκυλί που πήδηξε σ' ένα υπόστεγο για να δαγκώσει ένα κομμάτι μπομπότας που έφυγε από τα χέρια ενός κτίστη ο οποίος ψηλά από το ικρίωμα φώναξε "Καρδούλα μου άσε με να βουτήξω στο πιάτο σου" σε μια νεαρή ταβερνιάρισσα που κρατάει ένα πιάτο με κρέας ραγκού κάτω από την πέργκολα, χαρούμενη γιατί πρόκειται να το σερβίρει στον ομπρελά που γιορτάζει το κλείσιμο μιας καλής δουλειάς, ένα παρασόλι από τη λευκή δανδέλα που αγοράστηκε από μια κυρία της καλής κοινωνίας για να καμαρώνει σαν παγόνι στις ιπποδρομίες, ερωτευμένη με έναν αξιωματικό που της χαμογέλασε ενώ πηδούσε τον τελευταίο φράχη, ευτυχής ο ίδιος αλλά ακόμα πιο ευτυχισμένο το άλογό του το οποίο σχεδόν πετούσε πάνω από τα εμπόδια βλέποντας να πετά στον ουρανό μια πετροπέρδικα, ευτυχισμένο πουλί άρτι απελευθερωμένο από το κλουβί ενός ζωγράφου, ευτυχισμένου που κατάφερε να το ζωγραφίσει φτερό το φτερό με κηλίδες κόκκινες και κίτρινες στη μινιατούρα εκείνης της σελίδας του βιβλίου στο οποίο ο φιλόσοφος λέει: "Και στη Ράισα, πόλη θλιμμένη, υπάρχει ένα αόρατο νήμα που, για μια στιγμή, δένει ένα ζωντανό πλάσμα με ένα άλλο και έπειτα κόβεται, ύστερα επανασυνδέει κάποια κινούμενα σημεία σχεδιάζοντας γρήγορες φιγούρες ώστε, σε κάθε στιγμή, η δυστυχισμένη πόλη να περιλαμβάνει μια ευτυχισμένη πόλη που η ίδια ούτε καν υποψιάζεται ότι υπάρχει".
"Η κόλαση των ζωντανών δεν είναι κάτι που αφορά το μέλλον' αν υπάρχει μια κόλαση, είναι αυτή που υπάρχει ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε καθημερινά, που διαμορφώνουμε με τη συμβίωσή μας. Δύο τρόποι υπάρχουν για να μην υποφέρουμε. Ο πρώτος είναι για πολλούς εύκολος: να αποδεχθούν την κόλαση και να γίνουν τμήμα της μέχρι να καταλήξουν να μην τη βλέπουν πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή προσοχή και διάθεση για μαθηση: να προσπαθήσουμε και να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο."
Ítalo Calvino e Jorge Luis Borges
Το μαύρο πρόβατο
«Υπήρχε μια χώρα όπου όλοι ήταν κλέφτες»
Ένα υπέροχο αλληγορικό απόσπασμα του σημαντικού συγγραφέα Ίταλο Καλβίνο.
«Υπήρχε μια χώρα όπου όλοι ήταν κλέφτες.
Τη νύχτα κάθε κάτοικος έβγαινε με αντικλείδια κι ένα φανάρι και πήγαινε να διαρρήξει το σπίτι ενός γείτονα. Επέστρεφε την αυγή φορτωμένος κι έβρισκε το σπίτι του διαρρηγμένο. Κι έτσι όλοι ζούσαν αρμονικά και χωρίς προβλήματα, αφού ο ένας έκλεβε τον άλλον, κι αυτός έναν άλλον ακόμα και ούτω καθεξής, μέχρι να έρθει η σειρά του τελευταίου που έκλεβε τον πρώτο.
Το εμπόριο σε εκείνη τη χώρα ασκείτο με τη μορφή της απάτης, τόσο από την πλευρά εκείνου που πουλούσε όσο και από την πλευρά εκείνου που αγόραζε. Η κυβέρνηση ήταν μια εταιρία που εγκληματούσε σε βάρος των πολιτών, και οι πολίτες, από τη μεριά τους, νοιάζονταν μόνο να εξαπατούν την κυβέρνηση. Έτσι η ζωή συνεχιζόταν χωρίς δυσκολίες, και δεν υπήρχαν ούτε πλούσιοι ούτε φτωχοί.
Τότε, κανείς δεν ξέρει πώς, βρέθηκε στη χώρα ένας τίμιος άνθρωπος. Τη νύχτα, αντί να βγαίνει με τον σάκο και το φανάρι, έμενε στο σπίτι του να καπνίζει και να διαβάζει μυθιστορήματα. Έρχονταν οι κλέφτες, έβλεπαν το φως αναμμένο και δεν ανέβαιναν.
Αυτή η κατάσταση διήρκεσε για λίγο· μετά έπρεπε να τον κάνουν να καταλάβει ότι εάν ήθελε να ζει χωρίς να κάνει τίποτα, αυτός δεν ήταν λόγος να μην αφήνει τους άλλους να κλέβουν. Για κάθε νύχτα που αυτός περνούσε στο σπίτι του, μία οικογένεια δεν έτρωγε την επόμενη ημέρα.
Μπροστά σε αυτά τα επιχειρήματα, ο τίμιος άνθρωπος δεν μπορούσε να εναντιωθεί. Άρχισε κι αυτός να βγαίνει το βράδυ και να γυρίζει την αυγή, όμως, να κλέψει δεν πήγαινε. Τίμιος ήταν, δεν υπήρχε τίποτα να κάνει. Πήγαινε μέχρι τη γέφυρα κι έμενε να κοιτάζει το νερό να περνάει από κάτω. Επέστρεφε στο σπίτι του και το έβρισκε διαρρηγμένο.
Σε λιγότερο από μία εβδομάδα, ο τίμιος άνθρωπος βρέθηκε απένταρος, χωρίς να έχει τίποτα να φάει, με το σπίτι άδειο. Όμως, μέχρι εδώ, μικρό το κακό, γιατί η ευθύνη ήταν δική του. Το πρόβλημα ήταν ότι με αυτόν τον τρόπο που έπραττε δημιουργείτο ένα χάος. Γιατί άφηνε τους άλλους να του κλέβουν τα πάντα, ενώ αυτός δεν έκλεβε κανέναν· έτσι, υπήρχε πάντα κάποιος που επιστρέφοντας την αυγή στο σπίτι του το έβρισκε άθικτο γιατί ήταν το σπίτι που έπρεπε να διαρρήξει αυτός.
Γεγονός είναι ότι μετά από λίγο, εκείνοι που δεν έπεφταν θύματα κλοπής βρέθηκαν να είναι πιο πλούσιοι από άλλους και να μην θέλουν πλέον να κλέβουν. Κι αυτοί που πήγαιναν να κλέψουν το σπίτι του τίμιου ανθρώπου, το έβρισκαν πάντα άδειο· έτσι γίνονταν φτωχοί. Εν τω μεταξύ, εκείνοι που έγιναν πλούσιοι απέκτησαν κι αυτοί τη συνήθεια να πηγαίνουν τη νύχτα στη γέφυρα να κοιτάζουν το νερό που περνούσε από κάτω. Αυτό μεγάλωσε το χάος, γιατί υπήρξαν πολλοί άλλοι που έγιναν φτωχοί.
Τότε, οι πλούσιοι είδαν ότι, με το να πηγαίνουν τη νύχτα στη γέφυρα, θα γίνονταν φτωχοί μετά από λίγο. Και σκέφτηκαν: «Να πληρώσουμε τους φτωχούς να πηγαίνουν να κλέβουν για λογαριασμό μας». Έκαναν τα συμβόλαια, ορίστηκαν οι μισθοί, τα ποσοστά· φυσικά, πάντα κλέφτες ήταν, και προσπαθούσαν να εξαπατήσουν οι μεν τους δε. Όμως -όπως συνήθως συμβαίνει- οι πλούσιοι γίνονταν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.
Υπήρχαν πλούσιοι τόσο πλούσιοι που δεν είχαν πια ανάγκη να κλέβουν και να βάζουν άλλους να κλέβουν για να συνεχίζουν να είναι πλούσιοι. Όμως, εάν σταματούσαν να κλέβουν, θα γίνονταν φτωχοί γιατί οι φτωχοί τούς έκλεβαν. Πλήρωσαν, λοιπόν, τους πιο φτωχούς από τους φτωχούς για να προφυλάσσουν την περιουσία τους από τους άλλους φτωχούς, κι έτσι ίδρυσαν την αστυνομία και δημιούργησαν τις φυλακές.
Με αυτόν τον τρόπο, λίγα μόλις χρόνια μετά την άφιξη του τίμιου ανθρώπου, κανείς δεν μιλούσε πια για κλοπές, αλλά μόνο για πλούσιους ή φτωχούς, παρότι ήταν πάντα όλοι κλέφτες. Τίμιος υπήρξε μόνο εκείνος ο ένας που πέθανε σύντομα. Από πείνα».
«Το μαύρο πρόβατο» (La pecora nera) – Ίταλο Καλβίνο (1923-1985) – μετάφραση: Μαρία Π. Βαγγέλη
Calvino e Pasolini
ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΑΙ GNAC
Στιγμιότυπο της ζωής μιας εργατικής οικογένειας, η οποία μέσα στο τσιμέντο και την άσφαλτο της βιομηχανικής μεγαλούπολης αναζητεί τη στοιχειώδη επαφή με τη φύση, το «Φεγγάρι και GNAC» είναι μία από τις ιστορίες που συνθέτουν το βιβλίο του Καλβίνο Μαρκοβάλντο (1963). Πρόσωπα αστεία και συμπαθητικά, τα μέλη αυτής της οικογένειας γίνονται ήρωες (για την ακρίβεια αντιήρωες) μιας σειράς σύγχρονων μύθων, που μπορούν να διαβαστούν ως κωμικοποιητικές παραλλαγές του «νεορεαλιστικού» θέματος του αγώνα για επιβίωση. Αναπαριστώντας με χιούμορ μιαν αντιφατική πτυχή της περίπλοκης σύγχρονης πραγματικότητας και αξιοποιώντας περίτεχνα την αφηγηματική δομή των παιδικών διηγημάτων (αλλά και την κινηματογραφική εστίαση σε γρήγορα εναλλασσόμενες εικόνες), το «Φεγγάρι και GNAC» αποτελεί μια καυστική σάτιρα του «οικονομικού θαύματος» της Ιταλίας των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών αλλά και γενικότερα της καταναλωτικής κοινωνίας. Η σπασμωδική αντίδραση των Μαρκοβάλντο στη διαφημιστική αλλοτρίωση γρήγορα εξαγοράζεται, για να τεθεί στην υπηρεσία του λυσσαλέου εμπορικού ανταγωνισμού και τελικά να ολοκληρώσει την απόσβεση του έναστρου ουρανού και της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Η ΝΥΧΤΑ ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΕΙΚΟΣΙ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ, κι είκοσι δευτερόλεπτα το GNAC. Για είκοσιδευτερόλεπτα φαινόταν ο μπλε ουρανός διανθισμένος με μαύρα σύννεφα, το επίχρυσο δρεπάνι του φεγγαριού, κυκλωμένο από έναν ανεπαίσθητο φωτοστέφανο, κι έπειτα τ' άστρα που, όσο περισσότερο τα κοίταζες, τόσο πύκνωναν σαν καρφίτσες, ως τη σκόνη του Γαλαξία. Όλα αυτά τα έβλεπε κανείς βιαστικά, κάθε λεπτομέρεια όπου σταματούσε το μάτι ήταν το σημείο ενός συνόλου που έσβηνε απότομα, γιατί τα είκοσι δευτερόλεπτα τέλειωναν αμέσως κι άρχιζε το GNAC.
ToGNAC ήταν μέρος της φωτεινής επιγραφής SPAAK-COGNAC στην απέναντι στέγη, που έμενε αναμμένη είκοσι δευτερόλεπτα κι είκοσι δευτερόλεπτα σβησμένη, κι όταν άναβε τίποτα πια δεν φαινόταν. Το φεγγάρι ξεθώριαζε ξαφνικά, ο ουρανός γινόταν ολόκληρος μαύρος και λείος, τα άστρα έχαναν τη λάμψη τους, κι οι γάτοι και οι γάτες που επί δέκα δευτερόλεπτα αντάλλασσαν ερωτικά νιαουρίσματα πλησιάζοντας νωχελικά ο ένας τον άλλο δίπλα στα λούκια και στ' ακροκέραμα, τώρα, με το GNAC, κολλούσαν στα κεραμίδια με σηκωμένο τρίχωμα στο εκτυφλωτικό φως του νέον.
Ακουμπισμένη στα παράθυρα της σοφίτας όπου κατοικούσε, η οικογένεια Μαρκοβάλντο αισθανόταν να τη διαπερνούν αντιφατικά ρεύματα σκέψεων. Ήταν νύχτα και η Ιζολίνα, που τώρα πια ήταν μεγάλο κορίτσι, ένιωθε ζαλισμένη από το φεγγαρόφωτο, η καρδιά της έλιωνε, κι ακόμα και το πιο ασθενικό στρίγκλισμα του ραδιοφώνου από τα κάτω πατώματα της έφτανε σαν μελωδία μιας καντάδας˙ άναβε το GNAC και το ράδιο φαινόταν να παίρνει έναν άλλο ρυθμό, ένα ρυθμό τζαζ, και η Ιζολίνα σκεφτόταν τις ντισκοτέκ τις γεμάτες φώτα, κι αυτή η καημενούλα εκεί πάνω μόνη. Ο Πετρούτσιο κι ο Μικελίνο γούρλωναν τα μάτια μέσα στη νύχτα κι άφηναν να τους κατακλύζει ένας ζεστός και τρυφερός φόβος πως ήταν περικυκλωμένοι από δάση γεμάτα ληστές˙ έπειτα το GNAC! και πυροβολούσαν με τεντωμένα δάχτυλα ο ένας τον άλλον: — Ψηλά τα χέρια! Είμαι ο Νέμπο Κιντ! Η Δομιτίλα, η μητέρα, σε κάθε σβήσιμο σκεφτόταν: «Πρέπει να πάρω μέσα τα παιδιά. Κάνει ψύχρα, μπορεί να πάθουν τίποτα. Και η Ιζολίνα στο παράθυρο τέτοια ώρα, δεν είναι σωστό!» Όμως έπειτα τα πλημμύριζε όλα πάλι το ηλεκτρικό, και μέσα όπως κι έξω, και η Δομιτίλα ένιωθε σαν να βρισκόταν σε επίσκεψη σ' ένα πολύ καθωσπρέπει σπίτι.
Ο Φιορνταλίτζι, απεναντίας, που ήταν παιδί μελαγχολικό, κάθε φορά που έσβηνε το GNAC έβλεπε να εμφανίζεται μέσα από τον δακτύλιο του G το αδύνατα φωτισμένο παραθυράκι μιας μικρής σοφίτας, και πίσω από το τζάμι το πρόσωπο μιας κοπέλας με το χρώμα του φεγγαριού, με το χρώμα του ηλεκτρικού μέσα στη νύχτα, ένα στόμα σχεδόν παιδικό ακόμα, που μόλις αυτός της χαμογελούσε σάλευε ανεπαίσθητα και φαινόταν ν' ανοίγει σ' ένα χαμόγελο, όταν ξαφνικά από το σκοτάδι πεταγόταν εκείνο το αμείλικτο G και το πρόσωπο έχανε τις γραμμές του, μεταμορφωνόταν σε μιαν αχνή ανοιχτόχρωμη σκιά, κι ο Φιορνταλίτζι δεν ήξερε αν το στόμα του κοριτσιού είχε απαντήσει στο χαμόγελό του.
Μέσα σ' αυτή τη θύελλα των παθών ο Μαρκοβάλντο προσπαθούσε να διδάξει στα παιδιά τη θέση των ουράνιων σωμάτων.
—Εκείνη είναι η Μεγάλη Άρκτος, ένα δύο τρία τέσσερα κι η ουρά, κι εκείνη η Μικρή Άρκτος, και ο Πολικός Αστέρας που δείχνει τον Βορρά.
—Και τ' άλλο εκείνο, τι δείχνει;
—Εκείνο είναι το C. Δεν έχει σχέση με τ' άστρα. Είναι το τελευταίο γράμμα της λέξης COGNAC. Τα άστρα δείχνουν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Βορράς, Νότος, Ανατολή, Δύση. Το φεγγάρι έχει την καμπούρα προς τη δύση. Καμπούρα προς τη δύση, φεγγάρι πάει ν' αρχίσει. Καμπούρα στην ανατολή, φεγγάρι πάει προς την αρχή.
—Μπαμπά, τότε το cognacπάει προς την αρχή. ToC έχει την καμπούρα στην ανατολή!
—Σας είπα, δεν έχει σχέση με το φεγγάρι. Είναι διαφήμιση. Την έβαλε εκεί η εταιρεία SPAAK.
—Και το φεγγάρι ποια εταιρεία το έβαλε;
—Το φεγγάρι δεν το έβαλε καμιά εταιρεία. Είναι δορυφόρος, κι είναι εκεί πάντα.
—Αν είναι εκεί πάντα, γιατί αλλάζει καμπούρα;
—Είναι οι φάσεις της σελήνης. Φαίνεται μόνο ένα κομμάτι.
—Κι απ' το COGNAC φαίνεται μόνο ένα κομμάτι.
—Αυτό συμβαίνει γιατί το κτίριο που μπαίνει ανάμεσα είναι πιο ψηλό.
—Πιο ψηλό απ' το φεγγάρι;
Έτσι κάθε φορά που άναβε το GNAC, τα άστρα του Μαρκοβάλντο συγχωνεύονταν με τα επίγεια εμπορεύματα, και η Ιζολίνα διοχέτευε τους αναστεναγμούς της στο λαχάνιασμα ενός ψιθυριστού μάμπο, και το κορίτσι της σοφίτας εξαφανιζόταν σ' εκείνον τον εκτυφλωτικό και ψυχρό κύκλο, αναβάλλοντας την απάντησή της στο φιλί που ο Φιορνταλίτζι είχε επιτέλους τολμήσει να της στείλει με την άκρη των δακτύλων του και ο Φιλιπέτο και ο Μικελίνο με τις γροθιές τους μπροστά στα μάτια έπαιζαν τις αεροπορικές επιδρομές. — Τα-τα-τα-τα... — σημαδεύοντας με το πολυβόλο τους τη φωτεινή επιγραφή που έπειτα από είκοσι δευτερόλεπτα έσβηνε.
—Τα-τα-τα... είδες μπαμπά, που την έσβησα με την πρώτη; είπε ο Φιλιπέτο, όμως το πολεμικό του πάθος έξω από το φως του νέον ατονούσε, και τα μάτια του γέμιζαν ύπνο.
—Μακάρι να γινόταν κομμάτια ! — του ξέφυγε του Μαρκοβάλντο — θα σας έδειχνα τον Λέοντα, τους Διδύμους...
—Τον Λέοντα! ο Μικελίνο ενθουσιάστηκε. — 'Ενα λεπτό! — του είχε έρθει μια ιδέα. Πήρε τη σφεντόνα, έβαλε μερικά χαλίκια από τα αποθέματα που είχε πάντα στην τσέπη, κι έριξε μια ριπή μ' όλη του τη δύναμη πάνω στo GNAC.
Ακούστηκαν οι πέτρες να πέφτουν σαν χαλάζι στ' απέναντι κεραμίδια, στις λαμαρίνες του γείσου, τα τζάμια ενός παράθυρου να σπάνε, ένα ντινγκ από το κάλυπτρο μιας λάμπας, μια φωνή απ' τον δρόμο: — Βρέχει πέτρες! 'Ει, εκεί πάνω! Παλιάνθρωπε! — Όμως η φωτεινή επιγραφή ακριβώς τη στιγμή της βολής έσβησε γιατί τέλειωσαν τα είκοσι δευτερόλεπτα. Όλοι άρχισαν να μετρούν σιωπηλά: ένα, δύο, τρία, δέκα, έντεκα, ως το είκοσι. Μέτρησαν δεκαεννιά, παίρνοντας ανάσα, μέτρησαν είκοσι, μέτρησαν είκοσι ένα, είκοσι δύο, μήπως είχαν μετρήσει γρήγορα, όμως τίποτα, το GNAC δεν ξανάναβε, στεκόταν σαν ένα μαύρο δυσδιάκριτο σχέδιο μπλεγμένο με το στήριγμά του, όπως η κληματαριά με την πέργκολα. — Άααα! ...φωνάξανε όλοι, και ο θόλος τ' ουρανού υψώθηκε πάνω απ' τα κεφάλια τους με μυριάδες άστρα.
Ο Μαρκοβάλντο με το χέρι σηκωμένο για τη σφαλιάρα που ήθελε να ρίξει στον Μικελίνο, ένιωσε σα να είχε εκτοξευτεί στο διάστημα. Το σκοτάδι που βασίλευε τώρα πάνω στις στέγες λειτουργούσε σαν ένα μαύρο φράγμα που έκλεινε τον κόσμο τον εκεί κάτω, όπου συνέχιζαν να στροβιλίζουν κίτρινα και πράσινα και κόκκινα ιερογλυφικά, μάτια φαναριών που ανοιγοκλείναν, η λαμπερή κίνηση των άδειων τρόλεϊ και τ' αόρατα αυτοκίνητα που έσπρωχναν μπροστά τους φωτεινούς τους κώνους. Από τον κόσμο αυτό δεν ανέβαινε εκεί πάνω παρά μόνο ένας ξεθυμασμένος φωσφορισμός σαν λεπτή ομίχλη. Και σηκώνοντας κανείς τα μάτια, που δεν τα τύφλωνε πια το φως, έβλεπε ν' ανοίγεται η προοπτική των αχανών εκτάσεων, οι αστερισμοί απλώνονταν σε βάθος, το στερέωμα γύριζε αργά, σφαίρα που δεν την περιέχει κανένα όριο και που περιέχει τα πάντα, και μόνο σ' ένα σημείο τα άστρα αραίωναν κυκλικά γύρω απ' την Αφροδίτη, για να την αφήσουν να προβάλει μόνη της πάνω από την κορνίζα της γης, με τη σταθερή της ακτίνα που άπλωνε και πύκνωνε ταυτόχρονα σ' ένα σημείο.
Μέσα σ' αυτόν τον ουρανό η νέα σελήνη, αντί να υποβάλλει το σχήμα ενός μισοφέγγαρου, αποκάλυπτε τη μορφή μιας σκοτεινής σφαίρας φωτισμένης κυκλικά από τις λοξές αχτίνες ενός ήλιου βασιλεμένου, που διατηρούσε ωστόσο — όπως συμβαίνει μόνο κάποιες νύχτες στην αρχή της άνοιξης — το ζεστό του χρώμα. Κι ο Μαρκοβάλντο κοιτώντας εκείνη τη στενή όχθη του φεγγαριού ανάμεσα στη σκιά καιτο φως, δοκίμαζε μια νοσταλγία σα να έφτανε σε μιαν ακρογιαλιά που, σαν από θαύμα, παρέμενε ηλιόλουστη μέσα στη νύχτα.
'Ετσι στέκονταν ακουμπισμένοι στα παράθυρα, τα παιδιά τρομαγμένα από τις υπέρμετρες συνέπειες της πράξης τους, η Ιζολίνα βυθισμένη στην έκστασή της, ο Φιορνταλίτζι που, μόνος αυτός, διέκρινε το αδύνατο φως στο απέναντι δωματιάκι και επιτέλους το σεληνιακό χαμόγελο της κοπέλας. Η μητέρα ξαναβρήκε τον εαυτό της: — Εμπρός, είναι αργά, ελάτε μέσα. Θ' αρπάξετε καμιά αρρώστια με τέτοιο φεγγάρι.
Ο Μικελίνο σημάδεψε με τη σφεντόνα στον ουρανό. — Κι εγώ θα σβήσω το φεγγάρι! Η Δομιτίλα τον τράβηξε στο κρεβάτι.
Έτσι την υπόλοιπη νύχτα κι ολόκληρη την επόμενη η φωτεινή επιγραφή απέναντι έλεγε μόνο SPAAK-CO και μπορούσες να δεις τον έναστρο ουρανό από τη σοφίτα του Μαρκοβάλντο. Ο Φιορνταλίτζι και η σεληνιακή κοπέλα έστελναν με τα δάκτυλα φιλιά ο ένας στον άλλο, κι ίσως με τα νοήματα να τα κατάφερναν να κλείσουν ένα ραντεβού.
'Ομως το πρωί της δεύτερης μέρας, πάνω στη στέγη, ανάμεσα στα στηρίγματα της φωτεινής επιγραφής, διακρίνονταν καθαρά οι φιγούρες δύο ανθρώπων με φόρμα. Ήταν οι ηλεκτρολόγοι που διόρθωναν τα καλώδια και τις λυχνίες. Με το ύφος των γερόντων που αποφαίνονται για τον καιρό, ο Μαρκοβάλντο έβγαλε έξω τη μύτη του και είπε: — Απόψε θα έχουμε πάλι μια νύχτα GNAC.
Κάποιος χτυπούσε την πόρτα. Άνοιξαν. Ήταν ένας κύριος με γυαλιά.
— Με συγχωρείτε, θα μπορούσα να ρίξω μια ματιά από το παράθυρό σας; Ευχαριστώ˙ και συστήθηκε: — Γκοντιφρέντο, υπάλληλος διαφημιστικής εταιρείας.
«Τώρα την πατήσαμε! Θα μας ζητήσουν να πληρώσουμε τη ζημιά!» σκέφτηκε ο Μαρκοβάλντο κι αγριοκοίταξε τα παιδιά ξεχνώντας τις αστρονομικές του ανατάσεις. «Τώρα θα κοιτάξει απ' το παράθυρο και θα καταλάβει πως οι πέτρες μόνο από δω θα μπορούσαν να είχαν έρθει». Προσπάθησε να βρει δικαιολογίες:
— Βλέπετε είναι παιδιά, ρίχνουν χαλίκια στα σπουργίτια, δεν ξέρω πώς έγινε και χάλασε η επιγραφή της Spaak. Όμως τα τιμώρησα, τα τιμώρησα όπως έπρεπε. Να είστε βέβαιος, δεν πρόκειται να ξαναγίνει.
Ο κύριος Γκοντιφρέντο άκουγε με προσοχή: — Ξέρετε, εγώ, δεν έχω καμιά σχέση με τη «Spaak». Εργάζομαι για την «Tomawak». Ήρθα για να δω αν υπάρχει δυνατότητα να τοποθετήσουμε μιαν επιγραφή σ' αυτή τη στέγη. Όμως πέστε μου, πέστε μου, μ' ενδιαφέρει.
Έτσι ο Μαρκοβάλντο, μισή ώρα αργότερα, έκλεινε μια συμφωνία με την «CognacTomawak», τη σπουδαιότερη αντίπαλο της «Spaak».Τα παιδιά έπρεπε να σημαδεύουν με τη σφεντόνα το GNAC, κάθε φορά που η επιγραφή θα επισκευαζόταν.
—Θα 'ναι η σταγόνα που θα κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει, είπε ο κύριος Γκοντιφρέντο. Ήξερε τι έλεγε. Η «Spaak», που τα τεράστια έξοδα διαφημίσεως την έκαναν να βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής, είδε τις αλλεπάλληλες βλάβες της πιο ωραίας της ρεκλάμας σαν ένα κακό οιωνό. Η επιγραφή, που άλλοτε έλεγε COGAC κι άλλοτε CONAC ή CONC, διέσπειρε στους πιστωτές της την ιδέα ότι βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Ώσπου μια μέρα το διαφημιστικό γραφείο αρνήθηκε να κάνει άλλες επισκευές αν δεν εισέπραττε τις καθυστερημένες οφειλές. Η σβησμένη επιγραφή λειτουργούσε για τους πιστωτές σαν ένας κώδων κινδύνου. Η «Spaak» φαλίρισε.
Στον ουρανό του Μαρκοβάλντο τ' ολόγιομο φεγγάρι ανέβαινε μ' όλη του τη λάμψη.
Η καμπύλη του ήταν στραμμένη προς την ανατολή, όταν οι ηλεκτρολόγοι γύρισαν για να σκαρφαλώσουν στην απέναντι στέγη. Κι εκείνη τη νύχτα με γράμματα από φωτιά, γράμματα δυο φορές πιο μεγάλα από τα προηγούμενα, άστραφτε η επιγραφή COGNACTOMAWAK, και δεν υπήρχε πια φεγγάρι, ούτε στερέωμα, ούτε ουρανός, ούτε νύχτα, μονάχα COGNACTOMAWAK, COGNACTOMAWAK, COGNACTOMAWAK, που αναβόσβηνε κάθε δύο δευτερόλεπτα.
Αυτός που υπέφερε περισσότερο απ' όλους ήταν ο Φιορνταλίτζι. Η σοφίτα της σεληνιακής κοπέλας είχε εξαφανιστεί πίσω από ένα τεράστιο, αδιαπέραστο W.
http://users.sch.gr
Της Μαρίας Σπυριδοπούλου.
Παράλληλα με τη λογοτεχνική του δραστηριότητα ο Καλβίνο ανέπτυξε και τη δραστηριότητα του δοκιμιογράφου. Τον απασχόλησαν θεωρητικά προβλήματα όπως οι σχέσεις της λογοτεχνίας με τη φιλοσοφία και την επιστήμη, η εξέλιξη και οι τάσεις του σύγχρονου μυθιστορήματος, οι διαφορές ανάμεσα στη γλώσσα της ποίησης και της πολιτικής. Τα Αμερικάνικα μαθήματα είναι το τέταρτο και τελευταίο θεωρητικό βιβλίο του και αποτελείται από πέντε διαλέξεις με θέμα τη λογοτεχνία, τις οποίες επρόκειτο να δώσει κατά το ακαδημαϊκό έτος 1985-1986 ο καλεσμένος στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Ιταλός συγγραφέας.
Εν είδει πνευματικής διαθήκης, ο Καλβίνο εδώ αναλύει, περιγράφει, υποδεικνύει πέντε ιδιότητες που πρέπει να διαφυλάξει η λογοτεχνία: την ελαφρότητα, την ταχύτητα, την ακρίβεια, την οπτικότητα και την πολλαπλότητα. Επιχειρεί ένα είδος απολογισμού της πορείας της λογοτεχνίας και αφήνει να διαφανούν οι λεπτές σχέσεις που συνδέουν τα δικά του αφηγηματικά έργα με κείμενα αγαπημένων του συγγραφέων όπως οι Μπόρχες, Περέκ, Κενώ, Λεοπάρντι. Συγχρόνως κάνει έναν απολογισμό της μακρόχρονης ιστορίας του ανθρώπινου πολιτισμού μέσα από τις νεωτερικές επιστημονικές θεωρίες του Γαλιλαίου περί σύμπαντος, τη «φυσική φιλοσοφία» της ιταλικής Αναγέννησης του Καμπανέλλα και του Μπρούνο αλλά και τις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης: τα quarks, τα «μηνύματα DNA», τα bits της πληροφορικής… Έτσι ο λόγος της κριτικής, ο λόγος της αφήγησης και ο λόγος της ανάλυσης συνυφαίνονται αριστοτεχνικά, ενσωματώνοντας παραθέματα, αυτοβιογραφικές αναφορές, αναμνήσεις, κριτικά σχόλια.
Πρόκειται για ένα μαγικό ταξίδι στη γνώση και στις ποιητικές εκφάνσεις της, μια πνευματική παρακαταθήκη μιας εμπειρίας που αποκρυσταλλώνεται μέσα από πέντε έννοιες πολύσημες και πολυεδρικές, οι οποίες φωτίζουν σαν αστερισμοί κάθε φορά και από διαφορετική οπτική γωνία το σύμπαν της λογοτεχνικής δημιουργίας· το επαναπροσδιορίζουν αναδεικνύοντας ένα ακόμη άφατο στοιχείο του, κρυμμένους θησαυρούς και νοήματα, χωρίς όμως ποτέ να εγκλωβίσουν το σύμπαν αυτό στη μονοδιάστατη λογική της ερμηνείας, της αξιολόγησης και της ιεράρχησης. Οι πέντε κατηγορίες λειτουργούν ωστόσο και ως μεταφορές ενός δυνητικού λογοτεχνικού συστήματος, αυτού που είχε στο νου του ο Καλβίνο όταν κατασκεύαζε με την ίδια θεωρητικο-δημιουργική ή επιστημονικο-ποιητική φαντασία τις Αόρατες πόλεις, τοΚάστρο των διασταυρωμένων πεπρωμένων, το Πάλομαρ… Με οδηγό την έλλογη φαντασία και το ποιητικό esprit de géométrie που τον χαρακτηρίζει, ο Καλβίνο μάς δίνει λοιπόν, σ’ αυτό το μαγευτικό εγχειρίδιο ύφους, τις συντεταγμένες της δικής του Ποιητικής, μας αποκαλύπτει τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς του ως συγγραφέας, δοκιμιογράφος, πνευματικός άνθρωπος.
Καθεμιά όμως από αυτές τις λογοτεχνικές αξίες προσδιορίζεται και συμπληρώνεται και μέσα από την αντίθετή της. Ο Λεοπάρντι, ο ποιητής του ακαθόριστου των αισθήσεων, δεν μπορεί παρά να είναι ο ποιητής της ακρίβειας· ο Καβαλκάντι, και ο Δάντης, χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι μιας πολύπλοκης φιλοσοφικής και θεολογικής θεωρίας αντίστοιχα, είναι οι ποιητές της ελαφρότητας· το κρύσταλλο συνδέεται με τη φλόγα, η ψυχρή φαντασία με την ευφάνταστη ορθολογικότητα, ο εξωστρεφής θεός του εμπορίου, ο Ερμής, με τον μελαγχολικό Κρόνο· η γεωμετρική αφαιρετικότητα της σκακιέρας και των άδειων τετραγώνων της, εμβλημάτων του μηδενός, είναι άμεσα συνυφασμένη με την ιστορία του ξύλου από το οποίο είναι φτιαγμένη, δηλαδή η μορφή με την ύλη, το κενό με το συμπαγές. Ο Καλβίνο ομολογεί έτσι ότι, ενώ είναι κρόνιος ως ψυχοσύνθεση, θα επιθυμούσε να είναι ερμείος και ότι όλα όσα γράφει αντανακλούν αυτές τις δύο τάσεις, με τον ίδιο τρόπο που και «στις Αόρατες πόλεις κάθε έννοια και κάθε αξία είναι διττή, ακόμη και η ακρίβεια».
Η ποιητική του είναι παλινδρομική, χωρίς δογματισμούς, και δεν προσφέρει οριστικές εξηγήσεις ή βεβαιότητες, ενώ συνάμα αποδεικνύει πόσο απατηλή είναι η αξίωσή μας να πρεσβεύουμε απόλυτα πιστεύω. Η σκέψη του, αναλυτική και παρατακτική και αεικίνητη, προβάλλει διαρκώς συμμετρίες και ομοιότητες· διατυπώνει θέσεις και αντιθέσεις που δεν απολήγουν σε μια παρηγορητική σύνθεση. Αντίθετα, χρησιμεύουν ως δαυλοί για τη διερεύνηση του σκότους, ως εργαλεία έρευνας μιας άλυτης διαλεκτικής που μεταμορφώνεται συνεχώς για να αποφύγει τον πειρασμό του οριστικού και τη λογική μιας ενιαίας και συστηματικής πρότασης για τη λειτουργία και τις αξίες της λογοτεχνίας. Αυτό που έχει σημασία είναι η σπίθα που ανάβει από τη μαγική αυτή συνάντηση των εννοιών και η δυναμική της αέναης εκτύλιξης νοημάτων και εικόνων, αόρατα συνδεδεμένων μεταξύ τους. «Κάθε προσανατολισμός προϋποθέτει αποπροσανατολισμό. Μόνο όποιος έχει χαθεί μπορεί να σωθεί. […] Ο λαβύρινθος έχει γίνει για να χάνεται και να περιπλανιέται όποιος μπαίνει. Αποτελεί όμως και μια πρόκληση για τον επισκέπτη για να ανακατασκευάσει το σχέδιό του και να διαλύσει τη δύναμή του. Αν τα καταφέρει, θα έχει καταστρέψει το λαβύρινθο· δεν υπάρχει λαβύρινθος για όποιον τον έχει διασχίσει».
Η γραφή του Καλβίνο στα Αμερικάνικα μαθήματα είναι αποσπασματική, ογκομετρική και όχι γραμμική, αρμονική και όχι μελωδική· διασταυρώνει και περιπλέκει τα νήματα της σκέψης και μας οδηγεί πράγματι σ’ έναν εννοιολογικό λαβύρινθο. Εδώ τίποτε δεν θεωρείται δεδομένο και γίνεται προσπάθεια να δοθεί μια απάντηση για τη λογοτεχνία μέσα από το τμηματικό, το αποσπασματικό, το μοριακό. Το κέντρο του λαβυρίνθου, αν υπάρχει, είναι η λογοτεχνία υψωμένη στο τετράγωνο, το πολυσήμαντο νόημά της, η μοναδικότητά της («υπάρχουν πράγματα που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να εκφράσει με τα δικά της ιδιαίτερα μέσα») και η πολύτιμη παρουσία της στη ζωή όλων μας. Η λογοτεχνία προβάλλει εντέλει ως ηθική ασπίδα ενάντια στη βαρβαρότητα και την παρακμή του κόσμου· ως γνωστικό εργαλείο για την ταξινόμηση της άμορφης μάζας της πραγματικότητας-χάους· ως περιοχή ευταξίας στη μη αναστρέψιμη πορεία αποσύνθεσης του σύμπαντος. Η πιο μαγευτική διάστασή της ίσως είναι η προσπάθειά της να βγει έξω από τα όρια της γλώσσας και να δώσει το λόγο στις Σειρήνες και στο τραγούδι τους: «απώτατο σημείο άφιξης της γραφής, τελευταίο πυρήνα της ποιητικής λέξης». Και η μοναδικότητά της ίσως έγκειται στην προσπάθειά της να μας κάνει να βγούμε έξω από τον εγωιστικό και περιορισμένο εαυτό μας, «όχι μόνο για να διεισδύσουμε σε άλλα εγώ, παρόμοια με το δικό μας, αλλά για να δώσουμε το λόγο σε αυτό που δε μιλάει, στο πουλί που στέκεται στην υδρορροή, στο δέντρο την άνοιξη και στο δέντρο το φθινόπωρο…».
Η Μαρία Σπυριδοπούλου είναι η μεταφράστρια του βιβλίου «Αμερικάνικα Μαθήματα» που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Καστανιώτη
SΣυγχαρητήρια για την εξαιρετική,όπως πάντα ανάρτηση!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή