Από https://www.katanixis.gr/ |
Ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης (11 Σεπτεμβρίου 1904 - 7 Απριλίου 1995) ήταν Έλληνας πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Έγινε γνωστός κυρίως για τα ιστορικά του μυθιστορήματα.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 11 Σεπτεμβρίου του 1904. Ο πατέρας του ήταν ο Νικόλαος Πετσάλης, υφηγητής της γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Συμμετείχε ως στρατιωτικός ιατρός με τους Αμυνίτες της Θεσσαλονίκης. Συμμετείχε στην Α΄και Β΄Αναθεωρητική Βουλή (1910-11), ως πληρεξούσιος Εύβοιας και λίγο μετά εκλέγεται βουλευτής της ίδιας περιοχής με το κόμα των Φιλελευθέρων. Η μητέρα του ήταν η Θεοδώρα Διομήδη. Είχε έναν ακόμα αδελφό τον Αλέξανδρο γεννημένο το 1902. Στα προεφηβικά του χρόνια φοιτά στο εκπαιδευτήριο Δ. Μακρή.Σπούδασε αρχικά στη Νομική Σχολή του Μονπελιέ και στη συνέχεια στο Παρίσι,στην εκεί Νομική Σχολή και στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών στο Διπλωματικό τομέα. Το φθινόπωρο του 1924 επιστρέφει στην Ελλάδα χωρίς να έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του. [8] Στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας υπηρέτησε ως αποσπασμένος στη Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή στην Ελλάδα λόγω της γαλλομάθειάς του. Τον Απρίλιο του 1928 λαμβάνει το πτυχίο από τη Νομική Σχολή της Αθήνας με βαθμό Λίαν καλώς«μαρτυρώντας την επιμέλειά του» Η επαγγελματική του σταδιοδρομία ξεκινά από το Τμήμα Οικονομικών Μελετών και Στατιστικής της νεοϊδρυμένης Τράπεζας της Ελλάδος, την εποχή που διοικητής της ήταν ο Αλέξανδρος Διομήδης αδελφός της μητέρας του, ενώ συμμετέχει στην ίδρυση της Εταιρείας Μελετών Διοικητικού Δικαίου.Στις αρχές Μαρτίου του 1932 απορρίπτει ανεπίσημη πρόταση που του γίνεται από τον γενικό γραμματέα του Υπουργείου Γεωργίας Παύλο Καλλιγά να διοριστεί νομάρχης Φλωρίνης ενώ εκφράζει την πρόθεσή του να συμμετάσχει στις εκλογές ως υποψήφιος με το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Ο Βενιζέλος όμως δεν τον εντάσσει στο ψηφοδέλτιό του, λόγω των ριζοσπαστικών του ιδεών.Τελικά προσχωρεί στο Προοδευτικό Κόμμα του Γεώργιου Καφαντάρη Στις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου 1932 έρχεται πρώτος επιλαχών στο νομό Εύβοιας. Το 1941 παντρεύεται την Αιμιλία το γένος Γεωργίου Τριλίβα.Στις αρχές του 1946 παραιτήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Η λογοτεχνική και επιστημονική του διαδρομή
Ο Πετσάλης-Διομήδης πρωτοεμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα με ποιήματα που πρωτοδημοσιεύονται στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα στις 6 Μαρτίου 1923 και μετά τον Νοέμβριο του ίδιου έτους με τίτλους, αντίστοιχα Ζωή και Ηλιοβασίλεμα. Την ίδια περίοδο επεξεργάζεται ποιητικές συλλογές οι οποίες μένουν ανέκδοτες.Από τον Νοέμβριο του 1924 έως τον Φεβρουάριο του 1925 δημοσιεύει στο περιοδικό Ερανιστής τα πρώτα διηγήματά του: Χινοπωρινές αισθηματολογίες,Στερνά λείψανα, Πατέρας, Το παραμύθι της χαράςΜεταξύ 1925 και 1928 γράφει δεκαπέντε μόνο διηγήματα. Τον Ιανουάριο του 1929 γράφει και δημοσιεύει το 1930 την μελέτη Σκέψεις επί των μεταπολεμικών τάσεων συγκεντρώσεως της εξουσίας Τον Φεβρουάριο του 1929 γράφει και δημοσιεύει, επίσης, το 1930 τη Συμβολή εις την Φιλοσοφίαν του Δικαίου. Στη διάρκεια της ίδιας χρονιάς δημοσιεύει άρθρα νομικού περιεχομένου. Το 1930 εκδίδει το Η δημοσιονομική αντιμετώπισις του Προσφυγικού ζητήματος και το 1931 Το Δάνειον Παραγωγικών Έργων και τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδος Από το 1933 έως το 1935 εκδίδει τρία μυθιστορήματα: Ο προορισμός της Μαρίας Πάρνη, Το Σταυροδρόμι και το Ο Απόγονος και μια συλλογή διηγημάτων,Παράλληλα και Παράταιρα.
Έργα
Μονογραφίες
Συμβολή εις την μελέτην της φιλοσοφίας του Δικαίου
Αι σύγχρονοι τάσεις συγκεντρώσεως της εξουσίας
Η δημοσιονομική αντιμετώπισις του προσφυγικού ζητήματος
Τα παραγωγικά δάνεια.
Διηγήματα
Μερικές εικόνες σε μια κορνίζα (1925)
Γερές και αδύναμες γενεές (τριλογία, πρώτη έκδοση 1933, επανεκδ. 1950 με τον τίτλο Μαρία Πάρνη)
Ιστορικά μυθιστορήματα
Οι Μαυρόλυκοι
Η καμπάνα της Αγια -Τριάδας (1948)
Ελληνικός Όρθρος (Πρώτο βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας, 1963)
Θεατρικά έργα
Στη ρίζα του μεγάλου δέντρου (1952) (εκδόθηκε το 1960 με τον τίτλο Μέγας εσπερινός)
Η λύκαινα (1953)
Η γυναίκα με τα σπασμένα φτερά (1954)
Η σφαγή των μνηστήρων (1955)
Χέρια πάνω στον τοίχο (1966)
Χρονικά
Δεκατρία χρόνια 1909 - 1922 (1964)
Έξαρσις της γλυκείας χώρας Κύπρου (1956)(Α΄ Βραβείο Διηγήματος).
πηγή φωτογραφίας
Ο Θανάσης Πετσάλης Διομήδης περιγράφει την πρώτη πτήση αεροπλάνου στην Ελλάδα:
Μας πήγαν εκείνο το χειμώνα στο Ν. Φάληρο, να δούμε κάτι το καταπληκτικό, ένα θαύμα, ένα σύγχρονο θαύμα. Θα πετάξει για πρώτη φορά αεροπλάνο στην Ελλάδα, από το Ν. Φάληρο στο Παλαιό και πίσω πάλι. Και σε τι τρομακτικό ύψος, θα φτάσει, λένε, τα τριάντα μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Χιλιάδες κόσμος ήτανε συναγμένος σ’ όλο το μάκρος της ακτής, όσο φτάνει μάτι ανθρώπου, μαυρολογούσαν οι δύο εξέδρες, κόσμος, κόσμος πλημμύριζε και παιχνίδιζε την Καστέλλα από την κορυφή του Προφήτη Ηλία ίσαμε χαμηλά κάτω. (…) Άξαφνα πέταξε το πουλί, πέταξε στ’ αληθινά. Και λέω άξαφνα, γιατί δεν είχα προσέξει ότι δυο τρεις άνθρωποι πολεμούσαν κάμποση ώρα να το βάλουν μπρος, ο έλικας γύρισε με δαιμονισμένο θόρυβο και το πουλί με τον άνθρωπο σχεδόν κρεμασμένο στο κενό, έτρεξε ένα διάστημα πάνω στην ακτή και ύστερα ζυγιάστηκε και πέταξε, ξεκόλλησε, σηκώθηκε στον αέρα, πετούσε. Ο κόσμος ξέσπασε σε φωνές και σε παλαμάκια. Το πουλί μάκρυνε γρήγορα, μίκρυνε -τριάντα μέτρα ψηλά- έκοψε μια πελώρια βόλτα πάνω από τον Ζωολογικό Κήπο και πήρε να γυρίσει πίσω. Τώρα μεγαλώνει πάλι, μεγαλώνει, έρχεται, κοντεύει, ήρθε, νάτο. Ο κόσμος απόμεινε με ανοιχτό το στόμα. “Ο άνθρωπος κάνει θαύματα λένε. Αφού κατάφερε να πετάξει”.
“ΔΙΑΦΑΝΕΙΕΣ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
ΟΙ ΜΑΥΡΟΛΥΚΟΙ
Περίληψη
''Χρονικό της Τουρκοκρατίας'' χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του το μνημειώδες αυτό έργο που καλύπτει δύο πολυσέλιδους τόμους της σειράς της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Οι Μαυρόλυκοι ξεπερνούν κατά πολύ το χρονικό: είναι το έπος και το πάθος ενός λαού που οραματίζεται την ελευθερία του κι αγωνίζεται γι' αυτήν. Ο Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης προσέφερε με τους Μαυρόλυκους μία από τις αρτιότερες συνθέσεις της νεότερης αφηγηματικής λογοτεχνίας μας. Οι Μαυρόλυκοι αποτέλεσαν σταθμό στα ελληνικά γράμματα. Η Ακαδημία Αθηνών βράβευσε το έργο κατά την πανηγυρική συνεδρία της 24ης Μαρτίου 1950 και απέδωσε επιγραμματικά το μέγεθός του: ''Εδώ η τέχνη και η Ιστορία σφικτά χειροκρατούμεναι παρουσιάζουν ως εν πανοράματι τας περιπετείας του Γένους''.
Αποσπάσματα
Σκυλιασμένος μπήκε ο Ανέστης στο Βοίτυλο. Και τι να δει, ανάστατος ο τόπος. Άξαφνα αντίκρισε τη θάλασσα! Ωχ, η θάλασσα! Πρώτη φορά την έβλεπε τη θάλασσα. Κι άξαφνα μπλέχτηκε σ’ ανθρωποσύναξη μεγάλη.
‒ Τι τρέχει, βρε παιδιά; ρωτάει.
‒ Ο Μόσκοβος, μωρέ, τήρα, μωρέ, ήρθε ο Μόσκοβος, να τος!
Πέρα στον γιαλό, στο περιγιάλι κάτω, ήτανε φουνταρισμένες τρεις γαλιότες με δώδεκα κουπιά και μια φρεγάτα μεγαλούτσικη. Πάνω στις γέφυρες, σαν τα μερμήγκια λιάζονταν τα τσούρμα κι οι αρματωμένοι.
‒ Το λοιπόν; κάνει ο Ανέστης, σηκώθηκε ο τόπος;
Κανένας δεν του απάντησε. Ήτανε πια στα αίματα όλος ο κόσμος. Όλοι τρέχανε στις ρούγες και στις πλατείες. Πολλοί κρατούσανε στα χέρια κάτι μεγάλα χαρτιά γραμμένα και τα διαβάζανε δυνατά στους άλλους:
«Διά το έλεος του Θεού με εψήφισεν η Βασίλισσα πληρεξούσιον επίτροπόν της, ώστε εγώ, παρασταίνοντας το άγιόν της πρόσωπον και έχοντας τελείανεξουσίαν εις πάντα και πολεμώντας, να ε λ ε υ θ ε ρ ώ σ ω τ ο γ έ ν ο ς σ α ς α π ό τ η ν σ κ λ α β ι ά!»
‒ Ποιος τα λέει αυτά, μωρέ; βρόντηξε μια φωνή.
‒ Σσσσ! του κάνανε. Ο Ορλώφης! Σώπα.
«Έχοντας καλάς ελπίδας εις την δύναμι των Αγίων Γραφών και τας νίκας όπου έως τώρα εκάμαμεν, ογλήγορα να διώξωμεν τον τύραννον και να πηγαίνωμεν εις την Κ ω ν σ τ α ν τ ι ν ο ύ π ο λ ι ν. Τώρα δε όπου έφθασα εις τον Μωρέαν, φ α ν ε ρ ώ ν ω ε ι ς ό λ ο τ ο Γ έ ν ο ς τ ω ν Ρ ω μ α ί ω ν, ότι δεν θέλω λείψει να βάλω εις πράξιν από μέρους μου κάθε μέσον, μη ψηφώντας κινδύνους, διά να τους ε λ ε υ θ ε ρ ώ σ ω!»
Κάποιος ήρθε τρέχοντας:
‒ Κατεβήκανε στην καπιτάνα (τη ναυαρχίδα) οι Μαυρομιχαλαίοι!
‒ Πότε, πότε;
‒ Να, τώρα. Πάνε ν’ ανταμώσουνε τον Ορλώφ. Θ’ αποφασίσουνε.
Η μέρα πέρασε βαριά, στενάχωρα. Κουφόβραση πλάκωνε τα στήθια, μια κακιά νοτιά. Το βράδυ μαθευτήκανε κι άλλα.
‒ Οι δυο ήτανε, έλεγε ο κόσμος. Ο Στέφανος κι ο Σκυλόγιαννης (οι Μαυρομιχαλαίοι). Είδανε τον Ορλώφ. Τον ένανε. Θόδωρος, θαρρώ, τόνε λένε. Αλλά δε μ’ αρέσει πώς έρχουνται τα πράματα. Να δούμε. Δε μ’ αρέσει.
Αργά κοινολογηθήκανε κι άλλα.
‒ Φέρανε, λέει, 60 καντάρια μπαρούτι. Σε βαρέλια από 400 οκάδες.
‒ Μπόμπες;
‒ Στάσου, ντε. Φέρανε και 30 καντάρια μπόμπες.
Ο κόσμος σούρωσε τα φρύδια.
‒ Τι να σου κάνουνε 30 καντάρια. Μ’ αυτά θα τον βαρέσουμε τον μπεηλέρμπεη;
‒ Δεν ξέρω, άμε να τους τα πεις. Δυο κάτεργα ξεφορτώνουνε.
Νύχτωνε πια, κι όμως λαός πολύς στεκότανε στ’ αραξοβόλι κι έβλεπε τις βαριές τις κάσες που τις ξεφόρτωναν οι Ρούσοι. Κοίταζε ο κόσμος τα ξανθά γιγαντόσωμα παλικάρια και δε μιλούσε, ουδέ και πολυζύγωνε.
‒ Άρματα είναι μες στις κάσες. Ντουφέκια, μπιστόλια, σπαθιά…
Τον Ανέστη τόνε περιμάζεψε ένας ντόπιος στο σπίτι του‒ του πήρε το σπασμένο αρχαίο κεφάλι για πληρωμή‒ ένα δίπατο νοικοκυρόσπιτο με αυλή. Εκεί στην αυλή, σε μια αδειανή ξυλαποθήκη τον βάλανε τον Ανέστη, να περάσει τη νύχτα. Του ’δωσαν κι ένα πιάτο φαΐ. Αποσταμένος ο Ανέστης μηδέ που πρόφτασε να ξαπλώσει. Ξύπνησε μέρα πια. Έξω άκουσε κουβέντες. Θαρρείς και τον έχουνε ξεχάσει ολότελα. Βγήκε και καλημέρισε. Ένα φλαμούρι στη μέση της αυλής, και μια φουντωτή περικοκλάδα αγκάλιαζε τη θύρα, σκαρφαλώνοντας στους παραστάτες.
‒ Άντε τώρα, του είπε ένας ψυχογιός. Άμε να δουλέψεις.
‒ Βρες μου δουλειά, έκανε ο Ανέστης.
‒ Τι ξέρεις;
‒ Ξέρω τ’ άρματα.
‒ Πάαινε στο πόρτο. Ίσα-ίσα γυρεύουνε ν’ αρματώσουνε κόσμο.
Πήγε στο λιμάνι, μα ήτανε θάλασσα τα πράματα. Είχανε κατεβεί από τα γύρω χωριά κάπου εκατό αρματωμένοι και φωνάζανε και σουλάτσερναν. Οι Ρούσοι είχανε ξανά τρυπώσει στα καράβια τους. Μιαν αστραπή εφέγγιζε σ’ ολωνών τα μάτια, ακόμα και στων γυναικών τα μάτια, πίσω απ’ τα μισογερτά παραθύρια.
‒ Ακούς εκεί τον κερατά, αφέντη τόνε βάλαμε;
Είχε μαθευτεί, λέει, ότι ο Ορλώφ, ο πρίντζιπας, τους εμίλησε άπρεπα στους Μαυρομιχαλαίους.
‒ Άσκημα; Πώς άσκημα;
‒ Τους διάταξε, λέει… ποιος διατάζει εδώ;… «Τους ανθρώπους σου να διατάζεις», του είπανε κι αυτοί. «Γρήγορα, λέει, να μηνύστε και στους άλλους τους καπετανέους» έτσι διάταξε ο Ορλώφης. Δεν του άρεσε του κυρ-Στέφανου ο τρόπος. Πήρε τον αδερφό του και βγήκανε στη στεριά δίχως άλλη κουβέντα. Τώρα ζητάνε γράμμα της Αυτοκρατόρισσας με την υπογραφή της. «Είμαστε έτοιμοι να σηκωθούμε, μα τα παθήματα μάς γινήκανε μαθήματα», έτσι του είπανε του πρίντζιπα.
‒ Αλλά είπε, λέει, ο πρίντζιπας ότι έρχεται κι ο αδερφός του ο Αλέξης μ’ άλλα καράβια, με στρατό. Γι’ αυτό τσακωθήκανε οι εδικοί μας, μας κοροϊδεύουνε, λέει. Με τέσσερα ή δεκατέσσερα καράβια και με πεντακόσιους ή χίλιους Μοσκοβίτες δε γίνεται τίποτα. Να φέρουνε μπαρούτια, να φέρουνε μπόμπες, άρματα, να φέρουνε και στρατό. Δεν τους πιστεύει πια κανένας τους «Φράγκους» (ήθελε να πει τους «ξένους»).
Τέλος, περάσανε δεκατρείς μέρες, όσο να βρούνε τρόπο να συμφωνήσουνε οι Μανιάτες με τον Ορλώφ.
.............................................................................
‒ Τι λες γι’ αυτά, εσύ;
‒ Λέω…
Σώπασε πολλήν ώρα. Ο άλλος τον άφησε.
‒ Λέω πως ήρθε ο καιρός.
‒ Έτσι λέω κι εγώ.
Ο Ρήγας κόμπιασε ξαφνικά.
‒ Μένουν οι δικοί μας. Με μηνάνε πως είναι έτοιμοι. Ο Ρώμας με έγραψε από τη Ζάκυνθο. Οι Μανιάτες, όλοι, είναι πάνοπλοι, έτσι με γράφουν.
‒ Φοβούμαι μην υπερβάλλουν.
‒ Δεν φοβούμαι. Κι ας υπερβάλλουν. Οπλισμένοι είναι. Γυμνασμένοι είναι. Τρακόσα χρόνια πάνω στα βουνά.
‒ Ο λαός; Το πλήθος;
‒ Ο λαός είναι ξύπνιος. Ξύπνησε. Αλαλάζει. Θα τόνε σπάσει με τα δόντια του τον ζυγό!
‒ Στάσου! Νομίζω ότι υπερβάλλεις εσύ τώρα.
‒ Έχω πειστήρια. Ελευθερία ή θάνατος! γράφουνε όλοι. Ανάβουν καντήλια εμπρός στην εικόνα του Μποναπάρτη, του Ελευθερωτού. Το δικό μου… το δικό μου το τραγούδι, ο Θούριος, τον περνάνε από χέρι σε χέρι, με το γράψανε πολλοί, από χέρι σε χέρι, χειρόγραφο, αφού δεν πήγανε ακόμα τα αντίτυπα… έτσι με λένε, περνάει από στόμα σε στόμα… τι γρήγορα ωστόσο, ε!… πόσος καιρός είναι! δεν το λέω γιατί είναι δικό μου, αλλά… για να πιάνει έτσι, θα πει… θα πει ότι, σα φλόγα που είναι, πέφτει σε μπαρούτη… μπαρούτη! Ο κόσμος, όλοι οι Γραικοί, αμέσως παίρνουνε φωτιά! Τέτοια με γράφουν. Θες πίστεψέ τα. Εγώ τα πιστεύω.
‒ Είσαι έτοιμος εσύ;
‒ Έτοιμος είμαι. Προσμένω να τυπώσεις τούτο εδώ και κάτι άλλο… Αυτό θε να ’ναι για την τελευταία στιγμή. Ύστερα… θα τραβήξουμε εμπρός, θα κινήσω εγώ, μόνος πρώτα. Οι άλλοι θα ’ρθούνε ένας-ένας, το πολύ δυο-δυο μαζί, να μην υποψιαστεί η Αστυνομία.
Έφυγε αισιόδοξος από του Πούλιου. Κι άξαφνα, γυρίζοντας στο σπίτι του, βρίσκει γράμμα από το Παρίσι. «Παρίσιοι, Σεπτεμβρίου 5, 1797». Είναι γράμμα του Κοραή. Θεέ μου! Θα πασκίζει πάλι να του κόψει την ορμή! Ποιος! Ο Κοραής! Πάντα του ψύχραιμος, πάντα με το μυαλό. Όχι! δεν του ταιριάζει του Ρήγα αυτός ο άνθρωπος, κι ας είναι πιο σοφός… Α, μα παραείναι σοφός, με τον διαβήτη πάντα! Πάλι για τα βιβλία γράφει, πάλι για το πνευματικό ξύπνημα των Γραικών, πρώτα να μάθουν γράμματα, λέει, πρώτα να μάθουν πράγματα, κι ύστερα, ύστερα θα σκεφθούμε για τον σηκωμό. Τόσο σοφός, τόσο σοφός! Κι «είναι πρόωρον» ακόμη, λέει. Όχι! δεν είναι πρόωρον, όχι!
«Φίλε πολίτα», γράφει ο Κοραής.
«Έλαβα την 26 Ιουλίου.
» Παρουσιάζω σε και εμαυτόν με δύο πληγωμένους, οι οποίοι κοινωνούν εις εις τον άλλον τους πόνους των με την αυτήν επιθυμίαν της θεραπείας, αλλ’ όχι και με την αυτήν αίσθησιν. Διότι κατά την καθενός κράσιν αναλογεί και του πόνου η αίσθησις… Χρειάζονται, αδελφέ, βιβλία, χρειάζονται κατά μέρος διδάσκαλοι, οι οποίοι είναι μισθωτοί, χρειάζεται συναναστροφή σοφών ανδρών, αναγκαιοτέρα και από αυτήν την ανάγνωσιν… και τι δεν χρειάζονται! Όθεν σε παρακαλώ θερμώς, να μεταχειρισθείς όλην σου την προθυμίαν και να κινήσεις πάντα λίθον, να κατορθώσεις το να τυπωθώσι και δεύτερον ως άνω… κλπ. κλπ.».
‒ Καλά! Καλά! ξέσπασε ο Ρήγας αναμμένος. Τα γράμματα! Τα βιβλία! Οι σοφίες! Οι πνευματικοί αγώνες! Καλά και άγια! Όμως το σπαθί;… Ήρθε η ώρα του σπαθιού πριν την ώρα των γραμμάτων! Τι να γίνει! Εμείς με το ’να χέρι θα κρατούμε το σπαθί και με τ’ άλλο τα βιβλία! Το σπαθί είναι πιο ακονισμένο σήμερα παρά το μυαλό και, μα τον Θεό, δ ε ν κ ά ν ε ι, δ ε ν μ π ο ρ ε ί σήμερα πια να περιμένει!
Γύρισε το γράμμα από το άλλο φύλλο και διάβασε:
«Σε έστειλα με την περασμένη πόστα γράμματα διά κάποιον Ζηνόβιον εις Βιέννα. Γράψε (να ζήσεις) αν τω τα εγχείρισες. Αι συγχύσεις της Γαλλίας είναι σχεδόν προς το τέλος των, και όλοι ελπίζομεν ότι πλησιάζει ο καιρός του να ελευθερωθώμεν από τους καθημερινούς κινδύνους και βάσανα, οπόταν…»
‒ Ε, μα είναι ανυπόφορος! φώναξε ο Ρήγας κατακόκκινος. Κινδύνους! Βάσανα! Μα εγώ τους θέλω τους κινδύνους! Τα θέλω τα βάσανα! Αυτά με θρέψανε εμένα! Α! τι αλλιώτικοι που είμαστε! Κρίμα! Κρίμα! Ο Κοραής! Τόσο σοφός!…
Στάθηκε. Σκέφτηκε.
‒ Ίσως και να ’χει δίκιο, ωστόσο. Είναι στιγμές που με κλονίζει κάτι. Δεν ξέρω, μπορεί και να ’χει δίκιο αυτός. Πάρωρος σηκωμός μπορεί να καταστρέψει. Θεέ μου! Πώς με επηρεάζει ο Κοραής! Τι ακτινοβολία πρέπει να ’χει, αφού τούτο το γράμμα…
Το γράμμα τέλειωνε έτσι: «Έρρωσο και γίνου φρόνιμος ως ο όφις, ότι αι ημέραι πονηραί εισί διά πολλάς αιτίας».
Έτσι ήτανε κάθε φορά που λάβαινε γράμμα από τον Κοραή, σπαραζότανε ο Ρήγας. Από τη μια η χαρά του γραμματισμένου, του ηδονιστή της μελέτης, του αισθητικού του Ρήγα, από την άλλη η συμπίεση του Ρήγα του ορμητικού, του αυθόρμητου, του ασυλλόγιστου Ρήγα.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΡΝΗ
Η "ΜΑΡΙΑ ΠΑΡΝΗ" είναι το μυθιστόρημα μιας εποχής. Είναι η εποχή του μεσουρανήματος της αστικής κοινωνίας. Από κει και πέρα αρχίζει η φθορά, η πτώση. Γι' αυτό και το μυθιστόρημα τούτο αποπνέει ένα άρωμα μαραμένου λουλουδιού. Γι' αυτό οι νεώτεροι, οι σημερινοί, εξόν εκείνους που ενδιαφέρονται κατά ένα κάποιον τρόπο με το παρελθόν, μπορεί να το βαρεθούν, να γελάσουν ή να χαμογελάσουν ειρωνικά για τις στερνές υπερβολές του ρομαντισμού που περιέχει, ενός αφελούς και ασυγκράτητου ρομαντισμού στον αισθηματικόν τομέα προπάντων, αλλά και στην όλη στάση του ανθρώπου απέναντι στη ζωή, ακόμη και, στην πολιτική και στην επιστήμη. Σήμερα, ο ρομαντισμός πήρε άλλη μορφή, αλλά ρομαντισμός υπάρχει πάντα, τον βλέπουμε και στα σημερινά ζευγαράκια και τον ακούμε στη σημερινή μουσική, πιο θετικής ίσως μορφής, πιο προσγειωμένης, αλλά υπάρχει και θα κρούει πάντα κάποια χορδή του ανθρώπου υπό μια οποιαδήποτε μορφή. [...] (Από την έκδοση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου