Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ " Η τροχιά του βέλους " Νουβέλα

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου - Η τροχιά του βέλους
Εκδόσεις - ΟΣΤΡΙΑ
Ετος -2018.
Είδος - Πεζογραφία - Νουβέλα
Σελίδες - 84
Διαστάσεις - 21x14εκ.
Μαλακό εξώφυλλο
ISBN 978-960-604-323-9
Σημείωση οπισθόφυλλου:

Η ποθητή λύτρωση αργεί σ` αυτό το σύγχρονο Δράμα. Η ψυχή πρέπει να συρθεί από τις φοβερές Ερινύες μέχρι τις πύλες της κόλασης, να δοκιμαστεί στη φωτιά, να εξαγνιστεί, κι έπειτα καθαρή, πλυμένη στα δάκρυα να ανεβεί ξανά στο φως. Η θλίψη για τον ατελέσφορο έρωτα και οι ενοχές για το φοβερό έγκλημα τη στοιχειώνουν.
Τις νύχτες, οι σκιές ζωντανεύουν, αποκτούν μορφή και μάτια και τον κυκλώνουν. Γνωρίζουν καλά ποιος είναι και τι έκανε εκείνο το καταραμένο βράδυ. Είδαν το αίμα που χύθηκε άδικα απ` τα χέρια του...
Σ` αυτό το σύγχρονο Δράμα, ο άνθρωπος δεν είναι έρμαιο της μοίρας του. Του δόθηκε ελεύθερη βούληση και πρέπει να μάθει να τη χρησιμοποιεί σωστά. Κάποιες στιγμές είναι κρίσιμες και απαιτούν σύνεση. Όταν το βέλος πετάξει από τη χορδή σφυρίζοντας στον αέρα, δεν υπάρχει επιστροφή...
...........................................................................
Η νουβέλα “Η τροχιά του βέλους” απέσπασε το Γ΄ Βραβείο στον 32ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Π.Ε.Λ (Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών), τον Ιανουάριο του 2017.

Απόσπασμα

  Κι εκεί, ξαφνικά, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, ένιωσε σαν κάποιος να κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του κι έβαζε στοίχημα πως άκουσε το τρίξιμο του ξύλου και πως με τα μάτια ολάνοιχτα, διέκρινε τη σκοτεινή του φιγούρα, στο λιγοστό φως του φεγγαριού που έμπαινε από το μικρό παράθυρο.
  Πετάχτηκε επάνω μεμιάς, ή τουλάχιστον προσπάθησε, μα το σώμα του σαν παράλυτο δεν υπάκουε κι η κραυγή του, δεν ήξερε αν όντως είχε βγει από τα χείλη του ή το μυαλό του έπαιζε παιχνίδια παράξενα.
 “Ποιος είσαι εσύ; Τι θέλεις; Πώς μπήκες εδώ μέσα;” είπε μα και πάλι δεν ήξερε, αν πράγματι η φωνή του βγήκε από το λαρύγγι του κι ακούστηκε.
 “Εγώ, είμαι αυτός που φοβάσαι”, είπε η σκιά. “Ξέρεις ποιος και μη ρωτάς”.
 “Δαιμόνιο”, σκέφτηκε με τρόμο, “τελώνιο της νύχτας... Πάω χαμένος!” Κι έπιασε να μουρμουρίζει τον πρώτο ψαλμό που ήρθε στο μυαλό του: “Αναστήτω ο θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου Αυτού οι μισούντες Αυτόν”.
  Η σκιά γέλασε και το γέλιο ήταν μακρόσυρτο και παγερό, σαν το σφύριγμα φιδιού φαρμακερού που δε φοβάται.
 “Κακόμοιρε! Τώρα σου αρέσουν οι τυποποιημένες προσευχές, τα λόγια τα μεγάλα και περίτεχνα που αποστρεφόσουν! Ωραίος είσαι! Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με διασκεδάζεις!”
 “Φύγε”, πρόσταξε αυστηρά ο αδερφός Ιωάννης, όμως ήξερε πως δεν θα ξέμπλεκε εύκολα. “Δεν έχεις δουλειά εδώ! Είναι τόπος άγιος!”
 “Σάμπως εσύ έχεις δουλειά εδώ;” του απάντησε με χλευασμό ο επισκέπτης της νύχτας. “Πες μου, εσύ σκέφτηκες ποτέ αν έχεις δικαίωμα να πατάς αυτό το χώμα; Πες μου, τα γεροντάκια που έρχονται στις μεγάλες γιορτές και σε συναντούν σου φιλάνε το χέρι; Σε λένε “πάτερ” και συ καμαρώνεις; Γιατί δεν τους λες Βαγγέλη, ποιος είσαι; Γιατί;”
 “Φύγε”, κλαψούρισε απελπισμένος σαν μικρό παιδί και προσπάθησε και πάλι να κινηθεί, ν` ανασηκωθεί, να γλιτώσει, όμως ήταν σαν να μην είχε πια σώμα ή σαν το σώμα να αρνιόταν να υπακούσει κι έτσι έμενε ασάλευτο, παρόλο που κάπου εκεί μέσα η ψυχή του δαρμένη πονούσε κι έσκουζε.
 “Εσύ ο ίδιος είπες πως πρέπει ο κάθε άνθρωπος να φοβάται τον κακό του εαυτό. Εσύ όμως, δεν τον φοβήθηκες, Βαγγέλη. Τον άφησες να σε κουμαντάρει. Ήταν όμορφη η κυρά και δε γινόταν να κάνεις πίσω... Για να την τουμπάρεις και να μπορέσεις να τη σφίξεις στην αγκαλιά σου της είπες ένα σωρό ψέματα, ένα σωρό παραμύθια!”
 “Όχι, όχι”, διαμαρτυρήθηκε αυτός. “Την αγαπούσα πιο πολύ κι από την ίδια μου τη ζωή! Με ευλάβεια την προσκύνησα και την ασπάστηκα κι άλλος στον κόσμο δεν έχει αγαπήσει πιο πολύ. Έπεσα στη φωτιά για χάρη της κι ακόμα καίγομαι, διάβολε, π` ανάθεμά σε!”
  Τότε ο ξένος, στρέφοντας αργά το πρόσωπό του προς το μέρος που έπεφτε το αχνό, ασημί φως του φεγγαριού, είπε ψιθυριστά:
 “Εσύ είσαι ο διάβολος από τους δυο μας! Εγώ είμαι απλώς ο φόβος σου...”
 Κι ο αδερφός Ιωάννης με μάτια γουρλωμένα και με την καρδιά να χτυπάει σαν τρελή, αντίκρισε στην άλλη άκρη του κρεβατιού το πρόσωπο του Τάσου, άγριο, με μάτια βλοσυρά και τα μαλλιά βουτηγμένα στο αίμα και ούρλιαξε τόσο, που ποτέ του δε φαντάστηκε πως θα μπορούσε να ουρλιάξει άνθρωπος, γιατί μέσα του η ψυχή χοροπηδούσε να βγει, μα δεν έβρισκε το δρόμο.

Βιογραφικά στοιχεία 

Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε στη Λάρισα, όμως ζει με την οικογένειά του μόνιμα στην Κοζάνη, όπου εργάζεται ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης. Είναι τακτικό μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Ποιήματά του φιλοξενούνται σε συλλογικούς τόμους και σε διάφορα έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά. Κάποια από αυτά απέσπασαν βραβεία και διακρίσεις σε Πανελλήνιους Διαγωνισμούς. Μερικά έχουν μεταφραστεί στη γαλλική γλώσσα. 
Έργα του:
1.“Μικρή Περιήγηση”, ποίηση, εκδόσεις “ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ”, Θεσσαλονίκη 1996. Β΄έκδοση, Αθήνα 2017 από τις εκδόσεις “ΕΝΤΥΠΟΙΣ”. 
2.“Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος”, ποίηση, εκδόσεις “ΠΗΓΗ”, Θεσσαλονίκη 2016. 
3.“Νυχτοπερπατήματα”, νουβέλα σε ψηφιακή μορφή (e-book), από τις εκδόσεις “24 γράμματα”. 
4. “Αχαρτογράφητα”, ποίηση haiku σε συνεργασία με την ποιήτρια και μεταφράστρια Παναγιώτα Τσορού. Το βιβλίο εκδόθηκε ως ψηφιακό (e-book) από τις εκδόσεις “24 γράμματα”. 
5. “Ο Μέσα Ήλιος”, ποίηση, εκδόσεις “ΕΝΤΥΠΟΙΣ”, Αθήνα 2018. 
6. “Η τροχιά του βέλους”, νουβέλα, από τις εκδόσεις “Όστρια”, Αθήνα 2018. 











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου