Ο Γιούλιους Σλοβάτσκι (Juliusz Słowacki, 4 Σεπτεμβρίου 1809 – 3 Απριλίου 1849) ήταν Πολωνός ποιητής και δραματουργός. Ανήκει μαζί με τον Άνταμ Μιτσκιέβιτς και τον Ζίγκμουντ Κρασίνσκι στην τριάδα των βάρδων του Πολωνικού Ρομαντισμού.
Ο Γιούλιους Σλοβάτσκι γεννήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 1809 στο Κζεμιένετς (Krzemieniec) της Βολυνίας, περιοχής της τότε Ρωσικής Αυτοκρατορίας, που ανήκει σήμερα στην Ουκρανία. Γιος ακαδημαϊκού δασκάλου, ο Σλοβάτσκι σπούδασε στη Βίλνα της Λιθουανίαςέως το 1829, οπότε αποφάσισε να σταδιοδρομήσει ως δημόσιος υπάλληλος και προσλήφθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών στη Βαρσοβία.
Το Νοέμβριο του 1830, οι Πολωνοί επαναστάτησαν εναντίον της ρωσικής κατοχής. Κατά την περίοδο αυτή, η εθνική ιστορία εξυμνήθηκε με ιστορικά πατριωτικά τραγούδια. Το πολωνικό πνεύμα αναπτερώθηκε και ο πολωνικός πνευματικός πολιτισμός εξαπλώθηκε πέρα από τα σύνορα της Πολωνίας. Οι ποιητές Κρασίνσκι, Σλοβάτσκι και Άνταμ Μιτσκιέβιτς διατήρησαν αμείωτο και φλογερό το εθνικό αίσθημα.
Μετά την επανάσταση, ο Σλοβάτσκι παραιτήθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών και διορίστηκε διπλωματικός απεσταλμένος της επαναστατικής κυβέρνησης. Με την ιδιότητά του αυτή επισκέφθηκε τη Δρέσδη, το Παρίσι και το Λονδίνο, ενώ κατά τη περίοδο 1833 - 1835 βρισκόταν στην Ελβετία και ένα χρόνο αργότερα στην Ιταλία, όπου έγραψε το ερωτικό ειδύλλιο «Στην Ελβετία» (W Szwajcarii, 1839).
Στα 1836 - 1838 πραγματοποίησε ένα πολύμηνο ταξίδι στην Ιταλία, Ελλάδα, Αίγυπτο και Παλαιστίνη, που περιέγραψε στο αφηγηματικό επικό ποίημα «Ταξίδι στους Αγίους Τόπους από τη Νάπολη» (Podróż do Ziemi Świętej z Neapolu), το οποίο εκδόθηκε μετά το θάνατό του, το 1866.
Ο Γιούλιους Σλοβάτσκι πέρασε το μεγαλύτερο διάστημα της εξορίας του στο Παρίσι, ως πολιτικός πρόσφυγας. Η γαλλική πρωτεύουσα είχε γίνει κέντρο των Πολωνών πολιτικών προσφύγων μετά την ήττα της αποτυχημένης επανάστασης του 1830. Εκεί συνδέθηκε με φιλία με το συμπατριώτη του πιανίστα και συνθέτη Φρειδερίκο Σοπέν. Οι επιστολές που έγραψε από το Παρίσι στη μητέρα του θεωρούνται κλασικά κείμενα της πολωνικής λογοτεχνίας.
Ο Σλοβάτσκι πέθανε στο Παρίσι από φυματίωση σε ηλικία 39 ετών και τάφηκε στο Κοιμητήριο της Μονμάρτρης. Το 1927, όταν η Πολωνία είχε ήδη επανακτήσει την ανεξαρτησία της, η πολωνική κυβέρνηση επαναπάτρισε τα οστά του ποιητή και τα εναπόθεσε στην Κρύπτη του Αγίου Λεονάρδου στον Καθεδρικό Ναό του Βάβελ (Wawel) στην Κρακοβία.
Το μνημείο του Σλοβάτσκι στη Βαρσοβία |
Θέατρο και ποίηση
Ο Σλοβάτσκι, ως θεατρικός συγγραφέας, δέχθηκε επιρροές από τον Σαίξπηρ, την ελληνική και λατινική δραματουργία, τον Ισπανό Καλντερόν, το Λόρδο Βύρωνα και τις θεατρικές παραστάσεις που είχε παρακολουθήσει στο Παρίσι. Τα περισσότερα θεατρικά έργα του εκδόθηκαν ή ανέβηκαν στη σκηνή μετά το θάνατό του.
Στα κυριότερα θεατρικά έργα του, τα οποία εξακολουθούν να παίζονται και σήμερα στα πολωνικά θέατρα, περιλαμβάνονται: «Μπαλαντύνα» (Balladyna, 1835), «Μαζέπα» (Mazepa, 1840), «Λίλα Βενέντα» (Lila Weneda, 1840), «Φαντασία» (Fantazy, 1841). Στην τελευταία φάση της θεατρικής του δραστηριότητας, ο Σλοβάτσκι αναπτύσσει έναν ατομικιστικό σουρεαλισμό, όπως στα δράματά του: «Πατήρ Μάρκος» (Ksiądz Marek, 1843), «Το ασημένιο όνειρο της Σαλώμης» (Sen srebrny Salomei, 1844) και «Σάμουελ Ζμπορόφσκι» (Samuel Zborowski, 1845).
H ιστορικότητα της ποίησης του Σλοβάτσκι εκφράστηκε με πατριωτικό συναίσθημα στο εκτενές ποίημά του «Ο βασιλιάς-πνεύμα» (Krόl-Duch), το οποίο εκδόθηκε ημιτελές το 1847 και πλήρες το 1925.
1938. Stationery postcard. Julius-Slowacki.
Ιούλιος Σλοβάτσκι: «Ο τάφος του Αγαμέμνονα».
Εισαγωγή, μετάφραση, επίμετρο: Δημήτρης Χουλιαράκης. Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2006, σελ. 43.
Το ποίημα αποτελείται από 32 στροφές εξάστιχων σε δωδεκασύλλαβο ρυθμό, χαρακτηριστική επιλογή των ρομαντικών ποιητών του 19ου αιώνα. Αν προσπαθήσουμε να αναδύσουμε τη βασική θεματική του Τάφου του Αγαμέμνονα, θα επιμέναμε σε δύο άξονες: ο πρώτος, τοπιογραφικός και προσιτός στον ποιητή – αφηγητή, είναι αυτός της αργείας γης και του μυκηναϊκού τοπίου που, μέσω υποκειμενικών συνειρμών, μεταλλάσσεται σε εικόνες που διασταυρώνουν από την μια πλευρά ιστορικά γεγονότα και τόπους της αρχαίας Ελλάδας και από την άλλη μυθικά πρόσωπα ή χώρους.
Ο δεύτερος άξονας, η ανάμνηση της Πολωνίας, που αν και επίσης τοπιογραφικός, ξεφεύγει από την εγγύτητα του ποιητή, καταλήγει σε μία μεγάλη ιδέα, στο όραμα της επανάστασης και της απελευθέρωσης κατά το πρότυπο των αγώνων του ελληνικού έθνους. Κατ΄επέκταση, όλο το ποίημα, βασιζόμενο στην ασύμμετρη ζεύξη μεταξύ υπόδουλης Πολωνίας και επικής ηρωικής Ελλάδας, μοιάζει να είναι ένα όνειρο, μία φευγαλέα σκέψη, που ο ποιητής εμπνέεται χάρη στην κοινωνία του με τον κόσμο των Μυκηνών.
Αναπαράγοντας με ένα τελείως προσωπικό τρόπο τον ενδοσκοπικό αρνητισμό που διακήρυτταν οι Ρομαντικοί ποιητές, τον επονομαζόμενο και «κακό του αιώνα», ως ψυχική κατάσταση αναταραχής, απόγνωσης και μη ικανοποίησης βαθύτερων οραμάτων και προσδοκιών, ο Τάφος του Αγαμέμνονα ξεκινά με την επίκληση του λυρικού ποιητή στη Μούσα και την επίσκεψή του στο μακάβριο θέαμα του τάφου του Αγαμέμνονα. Το ποίημα παίρνει τις διαστάσεις μίας προσωπικής εξομολόγησης κατευθείαν βγαλμένης από την καρδιά.
Μέσα σε ένα μεσογειακό τοπίο, διχοτομημένο σε ζωή, που εκφράζεται μέσα από τη μυρωδιά της ρίγανης και το τραγούδι των γρύλων, και σε θάνατο, που εκφράζεται από την επίκληση στη γενιά των Ατρειδών, ο ποιητής θέλοντας συμβολικά να υπονοήσει την υποδούλωση των Πολωνών, στέκεται σιωπηλός μπροστά στη δόξα και την περηφάνια που βρίσκονται σε χειμερία νάρκη. Και όμως, οι αναμνήσεις, τα φαντάσματα μοιάζουν να ανασταίνονται, ενώ η ελπίδα, με τη μορφή λύρας της έμπνευσης του Ομήρου, αποκτά επική ορμή, λίγο πριν σβήσει και ρίξει τον αφηγητή σε κατάσταση σιωπής.
(απόσπασμα)
Φανταστικά συγκερασμένο το λαγούτο,
Ας συνοδεύει τον πικρό και μαύρο λογισμό’
Ότι να, μπήκα στου Αγαμέμνονα τον τάφο,
Και στον υπόγειο θόλο, από τον Ατρειδών
Το τρομερό το αίμα ραντισμένον, στέκω σιωπηλός.
Αποκοιμήθηκε η καρδιά, μα ονειρεύεται. Μαράζι που ‘χω εντός μου!
Ω! μακρινά π’ ακούγεται τούτη η άρπα η χρυσή,
Που μόνο τον παντοτινό αχό της αγροικάω!
Είναι σπηλιά των δρυϊδών από μεγάλα βράχια,
Οπού ‘ρχεται στ’ ανοίγματα ο αέρας να στενάξει
Και της Ηλέκτρας έχει τη λαλιά – λευκαίνει
ετούτη το πανί Κι από τις δάφνες αποκρίνεται: Μαράζι που ‘χω εντός μου!
Εδώ πάνω στις πέτρες, με την εργατική Αράχνη
Καυγαδίζει το αγέρι και της τσακίζει τον ιστό’
Εδώ μοσκοβολάνε μες στις καμένες ράχες τα θυμάρια λυπημένα’
Εδώ ο άνεμος το σταχτερό σωρό των ερειπίων μόλις ζώσει,
Τους σπόρους κυνηγάει των λουλουδιών – κι αυτά τα χνούδια
Παν και μες στον τάφο σάμπως ψυχές πλανιούνται.
Εδώ ανάμεσα στις πέτρες τα τζιτζίκια των αγρών,
Κρυμμέν’ από τον ήλιο που στους τάφους πάνω στέκει,
Σα να ‘θελαν σιωπή να μου επιβάλουν,
Τερετίζουν. Της Ραψωδίας η φρικαλέα η επωδός
Είν’ το τερέτισμα αυτό, που ακούγεται στους
τάφους – Είν’ αποκάλυψη, είναι ύμνος, τραγούδι της σιωπής.
Ω! είμαι σιωπηλός, όπως εσείς Ατρείδες,
Που η στάχτη σας κοιμάται φυλαγμένη απ’ τα τζιτζίκια.
Ούτε η μικροσύνη μου εμένα τώρα με ντροπιάζει,
Μήτε οι λογισμοί σαν τους αητούς ζυγιάζονται.
Βαθιά είμαι ταπεινός και σιωπηλός
‘δω, στο μνημείο αυτό, της δόξας, του φονικού, της ξιππασιάς.
Στου τάφου απάνω το θυρί, στο γείσο του γρανίτη
Μες στο λιθένιο τρίγωνο βγαίνει μικρή βαλανιδιά,
Τη φύτεψαν σπουργίτια ή περιστέρια,
Και με τα μαύρα φυλλαράκια πρασινίζει,
Και στο μνημείο το σκοτεινό τον ήλιο να ‘μπει δεν αφήνει’
Έκοψα από το μαύρο θάμνο ένα φύλλο.
Δεν τον προστάτεψε πνεύμα κανένα μήτε ξωτικό,
Κι ούτε μες στα κλωνιά γόγγυσε κάποια οπτασία’
Μόνο του ήλιου φάρδυνε το πέρασμα,
Και πρόστρεξε χρυσός στα πόδια μου να πέσει.
Νόμισα στην αρχή πως τούτη οπού περνά
Η λάμψη, ήταν χορδή από του Ομήρου την Άρπα,
Και άπλωσα το χέρι στα σκοτάδια,
Να την αδράξω, να την τεντώσω και όπως τρέμει
Να τήνε κάνω να βουρκώσει, να τραγουδήσει, να κακιώσει
Πάνω στο μέγα τίποτα των τάφων και στο βουβό
Σωρό της τέφρας: όμως μέσα στο χέρι μου
Τούτη η χορδή τρεμόπαιξε κι έσπασε δίχως βόγκο <…>
(Ο τάφος του Αγαμέμνονα, μετάφραση: Δημήτρης Χουλιαράκης, Γαβριηλίδης, 2006)
Και πάλι το μακάβριο βασιλεύει, ο ποιητής βρίσκεται σε μία αποχαυνωτική και απαθή κατάσταση φύλαξης του τάφου, ξεκάθαρο σύμβολο της Πολωνίας που καταπλακώνεται από τον ξένο ζυγό. Ξαφνικά, ο ποιητής μεταμορφώνεται σε στρατηλάτη που δίνει το πρόσταγμα της μάχης και υποδεικνύει τους στόχους των υπόδουλων: το φως, τη δύναμη, τη γενναιότητα. Το ποίημα οδηγείται σε επική κορύφωση, μέσα από την ηρωική επέλαση του ποιητή. Ένα συμπαγές σημειωτικό πεδίο σχηματίζεται, αποτελούμενο από λέξεις όπως «δάφνες», «χείμαρρος», «λάμψη», «κατακλυσμός», και που υποδηλώνουν την αποφασιστικότητα των εξεγερθέντων.
Πλέον, στο όραμα του ποιητή η επανάσταση της Πολωνίας και η αρχαία Ελλάδα με τους ήρωες και τους θρύλους της έχουν αγγίξει το απόλυτο σημείο συγκερασμού. Πού σταματά το άλογο του ποιητή-αγωνιστή; Στις Θερμοπύλες; Στη Χαιρώνεια; Όχι! Ο ποιητής θα το πει πια ξεκάθαρα: στη χώρα από όπου κατάγεται, εκεί ανήκει το όνειρο. Ο τάφος του Αγαμέμνονα χάνει πια την σημαινόμενη αναφορά του και αποκτά διαστάσεις συμβολικές, υπέρ-ελληνικές.
Το μόνο που μπορεί να αναχαιτίσει τον ηρωϊσμό των αγωνιστών είναι ο τάφος, δηλαδή ο χαμός στο πεδίο της μάχης. Δεν πρόκειται όμως για έναν οποιοδήποτε τάφο, αλλά για ένα χώρο ισάξιο με αυτόν του Αγαμέμνονα, επικού, σχεδόν μυθικού ήρωα. Το σύμβολο έχει πια λυθεί και ο ποιητικός λόγος του ρομαντικού Słowacki ξεχύνεται με εξατομικευμένη υποκειμενικότητα, συναίσθημα, παλμό, συγκίνηση. Μιλάει καθαρά, χωρίς περιστροφές: «προέρχομαι από μία λυπημένη χώρα ειλώτων», δηλώνει ο ποιητής, πριν και πάλι ανακτήσει τη γενναιότητα του ονείρου. Η καρδιά του Πολωνού παραμένει ζεστή και αναφωνεί: « καλύτερα ο θάνατος παρά οι αλυσίδες» Τι απόλυτη ταύτιση με το σύνθημα της Ελληνικής Επανάστασης «Ελευθερία ή θάνατος»! Τα πνεύματα των πεσόντων στις Θερμοπύλες, με πρωτεργάτη τον Λεωνίδα, ανασταίνονται ωσάν να ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα του ποιητή για βοήθεια στην υπόδουλη χώρα του. Από αυτό το σημείο και μετά η Πολωνία προσωποποιείται.
Γίνεται γυναίκα που δήμιοι τυραννούν το κορμί της, αδύναμη να υπερασπιστεί την οντότητά της, να εκδικηθεί και να τιμωρήσει. Ο ποιητής την καλεί να πετάξει από πάνω της τα παλιοκούρελα, να αναστηθεί, να εξαγνιστεί στα νερά της Στυγός και να αναδυθεί ως μία νέα και αθάνατη Πολωνία. Απέναντί της στέκεται εκείνος, ο ρομαντικός ποιητής, σε απόλυτη σύγχυση και συναισθηματική έξαρση. Είναι ο εξόριστος, ο εκπατρισμένος, ο σκλαβωμένος, ένας γιος του Προμηθέα που τον κατατρώει ο νόστος για την πατρίδα και η ανάμνηση της υπόδουλης γης. Δηλώνει την ασημαντότητά του, ακούει φωνές, βλέπει αντικατοπτρισμούς, αφήνει τη σκέψη του να πετάξει σαν πουλί πέρα από την Ελλάδα, θέλει να πολεμήσει, δακρύζει, πονάει, και τέλος επικαλείται ξανά την Πολωνία που εμφανίζεται με τον απόλυτο θηλυκό ρόλο της Μητέρας.
Το ποίημα πλησιάζει στη λήξη του και ο ποιητής, συνειδητοποιώντας την ρεαλιστική αδυναμία να πραγματοποιήσει έστω και ένα από τα όνειρά του, δεν βλέπει άλλο διέξοδο από την κατάληξη. Βρισκόμαστε εν μέσω σκηνής θανάτου, ψυχορραγήματος. Είναι το μακάβριο τέλος του ονείρου, το αντίο της ψυχής στην Πολωνία, το αίσθημα του ανεκπλήρωτου και του κενού. Στην τελευταία στροφή, διαποτισμένη από λυρική απόγνωση και καταληκτική αποτυχία, ο ποιητής, παρουσιάζοντας τη συμβολική εικόνα ενός βουνού που το φεγγάρι έκαψε και το μεταμόρφωσε σε κόκκινο ενός αιματοβαμμένου κρατήρα, δηλώνοντας απευθυνόμενος στην Πολωνία ότι ξεγελάστηκε από τα τιτιβίσματα κάποιων σπουργιτιών και τα πρώιμα ξυπνήματα του κόκορα, θα ομολογήσει με πικρή διαύγεια και υποταγή: «ο θάνατος συχνά μιλά μετά τον θάνατο, με φράσεις ακατάληπτες, γεμάτες θλίψη». Και πράγματι, λόγια τόσο προφητικά για τον ίδιο τον ποιητή Słowacki, που θα πεθάνει δεκατρία χρόνια αργότερα στο Παρίσι, εξόριστος, χωρίς να έχει μπορέσει ποτέ πια να επισκεφθεί την Πολωνία και χωρίς να έχει γευθεί την ελευθερία της.
Χριστίνα Α. Οικονομοπούλου
Διδάκτωρ Γενικής κι Συγκριτικής Γραμματολογίας Πανεπιστημίου Σορβόννης, PARIS IV.
Λέκτορας Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου