Ο Δάντης σε πορτραίτο του Σάντρο Μποττιτσέλλι |
Ο Δάντης Αλιγκέρι (Dante Alighieri, 22 Μαΐου ή 13 Ιουνίου 1265 – 14 Σεπτεμβρίου 1321) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς ποιητές. Θεωρείται ο πρώτος σημαντικός δημιουργός στην ιταλική ποίηση ενώ το περίφημο έργο του, η Θεία Κωμωδία, εκτιμάται έως σήμερα ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ο Δάντης γεννήθηκε στη Φλωρεντία και καταγόταν από αρχοντική οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο Alighiero di Bellincione και μητέρα του η Donna Bella degli Abati, η οποία πέθανε όταν ο Δάντης ήταν περίπου πέντε ετών. Η ακριβής ημερομηνία γέννησής του δεν είναι γνωστή, ωστόσο ο ίδιος αναφέρει στα γραπτά του πως γεννήθηκε στον αστερισμό των Διδύμων και επομένως η γέννησή του τοποθετείται από τα μέσα Μαΐου μέχρι τα μέσα Ιουνίου του 1265.
Σε ηλικία μόλις εννέα ετών, ο Δάντης γνώρισε τη Βεατρίκη Πορτινάρι, ένα χρόνο μικρότερη και κόρη του πλούσιου άρχοντα Folco Portinari. Η Βεατρίκη αποτέλεσε τον πρώτο πλατωνικό έρωτα του Δάντη, ο οποίος, όμως, είχε άδοξη κατάληξη με τον θάνατο της Βεατρίκης το 1290. Το γεγονός αυτό φαίνεται πως αποτέλεσε και την αφορμή να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά ο Δάντης στη Λατινική λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες. Μεταγενέστερα, η Βεατρίκη παρουσιάζεται ως κεντρικός χαρακτήρας στη Θεία Κωμωδία.
Το 1296 νυμφεύθηκε την Γκέμμα, από την οικονομικά ισχυρή οικογένεια των Ντονάτι. Είναι αξιοσημείωτο πως ο ίδιος ο Δάντης δεν αναφέρει στα γραπτά του τίποτα σχετικά με την Γκέμμα. Πιστεύεται πως μαζί απέκτησαν τρία παιδιά (τον Jacopo, τον Pietro και την Antonia).
Τα νεανικά χρόνια του Δάντη επηρεάστηκαν άμεσα από τις πολιτικές καταστάσεις. Την εποχή εκείνη, η Φλωρεντία, όπως και ολόκληρη η Ιταλία, ήταν διχασμένη ανάμεσα σε δύο μεγάλα κόμματα, τους Γουέλφους και τους Γιβελίνους. Οι Γουέλφοι βρίσκονταν περισσότερο με το μέρος του Πάπα ενώ οι Γιβελίνοι με του αυτοκράτορα. Από το 1289 ο Δάντης έλαβε μέρος σε πολέμους εναντίον των Γιβελίνων. Το 1292, το κόμμα των Γουέλφων ήρθε στην εξουσία και εκδίωξε από τα δημόσια αξιώματα τους αντιπάλους τους.
Ωστόσο ξέσπασαν έντονες διαμάχες μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να διασπαστούν στους Μαύρους, που υποστήριζαν πως δεν έπρεπε να δοθούν πολλά προνόμια στον λαό και στους Άσπρους Γουέλφους, τους δημοκρατικούς. Ο Δάντης πήρε το μέρος των Άσπρων, ωστόσο η πλευρά των Μαύρων επικράτησε με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε εξορία και επιπλέον στο να πληρώσει πέντε χιλιάδες φλωρίνια εντός τριών ημερών. Μετά από αδυναμία του Δάντη να πληρώσει αυτό το ποσό, μια νέα καταδικαστική απόφαση όρισε πως έπρεπε να καεί ζωντανός, όπου και αν συλληφθεί.
Εξορία
Ο Δάντης περιπλανήθηκε εξόριστος από τη Φλωρεντία σε πολλές ιταλικές πόλεις. Επισκέφθηκε τη Βερόνα ως καλεσμένος του Bartolomeo Della Scala και στη συνέχεια την πόλη Sarzana. Θεωρείται πως πέρασε επίσης ένα διάστημα στην πόλη Λούκκα, όπου φιλοξενήθηκε από τη Madame Gentucca, η οποία φρόντισε για την πολυτελή και άνετη παραμονή του εκεί. Άλλες πηγές αναφέρουν πως την περίοδο 1308-1310 βρέθηκε στο Παρίσι. Παρά το γεγονός πως βρίσκεται εξόριστος, ο Δάντης γράφει στίχους και μεταφέρει μαζί του τα χειρόγραφά του. Αυτή την εποχή ξεκινά επίσης να εργάζεται πάνω στη Θεία Κωμωδία.
Για ένα διάστημα συμφιλιώθηκε με τους Γιβελίνους, εναποθέτοντας τις ελπίδες του στον ερχομό του Ερρίκου Ζ΄της Γερμανίας, ο οποίος πολιορκούσε την Ιταλία. Ο Ερρίκος Ζ΄ επιτέθηκε και στη Φλωρεντία, όπου κατάφερε να νικήσει τους Μαύρους Γουέλφους. Ο θάνατος του, όμως, το 1313 στερεί από τον Δάντη τη δυνατότητα να επιστρέψει στη Φλωρεντία.
Το 1315 δόθηκε αμνηστία στους εξόριστους Γουέλφους, υπό τον όρο όμως πως θα παρουσιάζονταν δημόσια ομολογώντας πως έσφαλαν. Ο Δάντης αρνήθηκε να δεχτεί κάτι τέτοιο και χαρακτηριστικά έγραψε: «Δεν είναι αυτός ο δρόμος για να γυρίσω στην πατρίδα, αν μπορέσετε να βρείτε άλλον τρόπο πιο σύμφωνο με την τιμή και τη δόξα του Δάντη, θα έρθω με βήματα γοργά».
Τα τελευταία χρόνια του Δάντη πέρασαν χωρίς ιδιαίτερες κακουχίες, στη αυλή του άρχοντα της Ραβέννας Γκουίντο Νοβέλλο. Εκεί τον επισκέπτονταν οι γιοι του και οι φίλοι του, ενώ ο ίδιος αφοσιώθηκε σε επιστημονικές μελέτες. Στην πόλη της Ραβέννας ολοκλήρωσε και την Θεία Κωμωδία.
Επιστρέφοντας από τη Βενετία όπου βρισκόταν μαζί με επίσημη αποστολή του ηγεμόνα της Ραβέννας, ο Δάντης ασθένησε και τελικά πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 1321. Τον έθαψαν με τιμές στον Άγιο Πέτρο, όπου βρίσκεται έως σήμερα ο τάφος του.
Εκπαίδευση
Ο Δάντης, πίνακας του Andrea del Castagno (1450) |
Λίγα είναι γνωστά για την εκπαίδευση του Δάντη. Είναι κοινή εκτίμηση πως του παρασχέθηκε ιδιωτικά. Εικάζεται πως πρέπει να ήρθε σε επαφή με την ποιητική σχολή της Σικελίας. Αποδεδειγμένος είναι ο θαυμασμός του Δάντη για τον Βιργίλιο. Στη Θεία Κωμωδία, που αποτελεί εκτός των άλλων και σημαντική βιογραφική πηγή, ο Δάντης γράφει για τον Βιργίλιο:[...] Εσύ είσαι κι ο ποιητής κι ο δάσκαλός μου, εσύ είσαι και ο μόνος οδηγός που επήρα στην όμορφη γραφή που ετίμησέ με. (Κόλαση, ωδή Α΄, στ. 85)
Υποθέτουμε γενικά πως ο Δάντης αποτελούσε ένα διανοούμενο της εποχής του και πως τον χαρακτήριζε ένα ισχυρό πάθος για τις επιστήμες και τη λογοτεχνία. Σε ηλικία 18 ετών γνώρισε τους Guido Cavalcanti, Lapo Gianni, Cino da Pistoia και Brunetto Latini, με τους οποίους οργάνωσε το λογοτεχνικό ρεύμα Dolce Stil Nuovo (μετάφ. Γλυκό Νέο Ύφος), το οποίο θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό στην ιστορία της ιταλικής λογοτεχνίας. Ειδικά ο Brunetto Lattini, αποτέλεσε δάσκαλο του Δάντη, ενώ υπάρχει αναφορά στη Θεία Κωμωδία (Κόλαση, ωδή ΙΕ΄, στ. 82) όπου ο τελευταίος τον ευχαριστεί για όσα του δίδαξε.
Η Θεία Κωμωδία
Ο Δάντης ονόμασε αρχικά το έργο Κωμωδία, όμως μετονομάστηκε σε Θεία Κωμωδία όταν το αποκάλεσε με αυτό τον τρόπο ο Βοκάκιος. Το θέμα του έργου είναι το φανταστικό ταξίδι του συγγραφέα στο βασίλειο των νεκρών, με οδηγό τον επικό ποιητή Βιργίλιο και τη Βεατρίκη. Η ιδέα ενός ταξιδιού στον Άδη και στον Παράδεισο είχε ασφαλώς προηγηθεί στην αρχαιότητα, τόσο στον Όμηρο με τον Οδυσσέα όσο και στον Βιργίλιο με τον Αινεία. Το έργο χωρίζεται σε τρία μέρη: Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισος. Κάθε μέρος περιλαμβάνει 33 ωδές και μία εισαγωγική. Το έργο αντικατοπτρίζει μεταξύ άλλων πολλές αντιλήψεις της μεσαιωνικής φιλοσοφίας.
Στην Κόλαση, η οποία περιγράφεται να έχει κωνοειδή μορφή, ο Δάντης καυτηριάζει όλους τους εγκληματίες και τους πολιτικούς του αντιπάλους εμφανίζοντας τους να βασανίζονται με φρικτό τρόπο. Στο Καθαρτήριο, περιγράφει πώς (σύμφωνα με τις μεσαιωνικές αντιλήψεις) γίνεται η κάθαρση της ανθρώπινης ψυχής από τις αμαρτίες της πριν αυτή εισέλθει στον Παράδεισο, όπου γίνονται δεκτοί όλοι οι ενάρετοι άνθρωποι. Τέλος, στον Παράδεισο, ο Δάντης περιγράφει τη συνάντησή του με τους Αγίους και τους μεγάλους διανοητές.
Η Θεία Κωμωδία αποτελεί επιπλέον σημαντική προσφορά του Δάντη στη διαμόρφωση της ιταλικής γλώσσας. Ουσιαστικά κατάφερε να συνθέσει τα λατινικά, τα οποία ομιλούνταν από τους μορφωμένους και τη φλωρεντιανή διάλεκτο που μιλούσε ο λαός.
Άλλα έργα του Δάντη περιλαμβάνουν τη Νέα Ζωή (La Vita Nuova), όπου εκφράζει τον έρωτα του για την Βεατρίκη, το Συμπόσιο (Il Convinio) και την πραγματεία Για την ευγλωττία της δημοτικής γλώσσας (De vulgari eloquentia).
De vulgari eloquentia, 1577. |
Έργο
Θεία Κωμωδία (La Divina Commedia):
*Κόλαση (1314)
*Καθαρτήριο (1316)
*Παράδεισος (1321)
Νέα Ζωή (La Vita nuova, εκδ. 1292-1294)
Le Rime (περ. 1296)
Για την ευγλωττία της δημοτικής γλώσσας (De vulgari eloquentia, 1303-1304)
Συμπόσιο ((Il) Convivio, εκδ. 1304-1307)
Μοναρχία (De monarchia, 1313-1318)
Εκλογές (Eclogues, 1319-1320, από το ομώνυμο έργο του Βιργιλίου που είναι γνωστό και ως Βουκολικά)
Ελληνικές μεταφράσεις
Dante Alighieri, Η θεία κωμωδία, τ.1 (Κόλαση), τ. 2 (Καθαρτήριο), τ.3 (Παράδεισος), μετάφραση Ανδρέας Ριζιώτης, εκδ. «Τυπωθήτω», Αθήνα 2002. ISBN 978-960-402-029-4.
Νίκος Καζαντζάκης, όλη η Θεία Κωμωδία, εκδ. Ελένης Καζαντζάκη, 1962 με ανατυπώσεις.
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Κόλαση.
Πέτρινες ρίμες - (Rime Petrose, τμήμα των Le Rime), μετάφραση και επίμετρο Γιώργος Κοροπούλης, εισαγωγή Harold Bloom, εκδ. «Άγρα», Αθήνα 2014, 88 σελίδες. ISBN 978-960-325-982-4.
Ονομάσθηκαν προς τιμή του
Ο αστεροειδής 2999 Δάντης, που ανακαλύφθηκε το 1981
Ο κρατήρας Δάντης στην αόρατη πλευρά της Σελήνης
Η Ακαδημία Ντάντε Αλιγκιέρι στο Τορόντο
Το Πάρκο ή Πλατεία Ντάντε στη Νέα Υόρκη
Το ιταλικό θωρηκτό Dante Alighieri (1913-1928)
Θεία Κωμωδία
Η Θεία Κωμωδία (ιταλικά: La Divina Commedia, αρχικός τίτλος Commedia) είναι επικό, αφηγηματικό ποίημα του Δάντη. Γράφτηκε στο διάστημα 1308-1321 και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, έχοντας χαρακτηριστεί ως η επιτομή του μεσαιωνικού κόσμου. Το ποίημα χωρίζεται σε τρία κύρια μέρη – Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισος – και αφηγείται το φανταστικό ταξίδι του Δάντη στον Άδη, με οδηγούς τον Βιργίλιο και τη Βεατρίκη. Ο αρχικός τίτλος του έργου ήταν Κωμωδία. Ο όρος Θεία προστέθηκε μεταγενέστερα από τον Βοκάκιο. Μέχρι σήμερα, έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης κριτικής ανάλυσης και ερμηνειών.
Δομή και ιστορία
Ο Δάντης χαμένος στο Τραγούδι Α' της Θείας Κωμωδίας. |
Η Θεία Κωμωδία διαιρείται σε τρία μέρη: Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισος, το καθένα αποτελούμενο από 33 ωδές ή τραγούδια (canti). Η Κόλαση περιέχει επιπλέον μια εισαγωγική ωδή. Ο αριθμός τρία είναι κυρίαρχος σε όλο το ποίημα και η χρήση του δεν θεωρείται τυχαία. Οι ωδές είναι επίσης γραμμένες σε ενδεκασύλλαβο στίχο και η ρίμα ακολουθεί τη δομή ΑΒΑ ΒΓΒ ΓΔΓ . . . ΨΩΨ Ω, δηλαδή δομή τριών στίχων (terza rima). Η Θεία Κωμωδία υπήρξε το πρώτο μεγάλο αφηγηματικό ποίημα στην οποία έγινε χρήση αυτής της ρίμας, αν και μία παρόμοια μορφή χρησιμοποιήθηκε προγενέστερα από τους τροβαδούρους.
Ο Δάντης, σε πρώτο πρόσωπο, περιγράφει ένα φανταστικό ταξίδι του στον Άδη, το οποίο ξεκινά – κατά την πιθανότερη εκδοχή – την Μεγάλη Παρασκευή του 1300, στις 8 Απριλίου και ενώ ο Δάντης είναι τριάντα πέντε ετών. Το ταξίδι παρουσιάζεται ως αληθινό, κυρίως μέσω της χρήσης πλήθους στοιχείων που παραθέτει ο Δάντης σχετικά με αυτό και των λεπτομερειών που δίνονται με πολύ μεγάλη ακρίβεια. Οι ώρες, οι τοποθεσίες και το δρομολόγιο του αφηγητή καταγράφονται με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια.
Κατά το πέρασμά του από την Κόλαση και το Καθαρτήριο, ο ποιητής συνοδεύεται από τον δάσκαλό του Βιργίλιο, ενώ η πορεία του στον Παράδεισο γίνεται με την παρουσία της Βεατρίκης, ο χαρακτήρας που αντιπροσωπεύει το γυναικείο πρότυπο κατά τον Δάντη και βασίζεται πιθανότατα στη Βεατρίκη Πορτινάρι, υπαρκτό πρόσωπο στη ζωή του Δάντη. O Δάντης έκανε επίσης αναφορά στη Βεατρίκη, στο έργο La Vita Nuova, ωστόσο στη Θεία Κωμωδία θεωρείται πως εκφράζεται με ιδανικό τρόπο ο έρωτάς του προς το πρόσωπό της.
Μία από τις λεπτομέρειες της Θείας Κωμωδίας είναι πως κάθε ένα από τα τρία μέρη της κλείνει με τη λέξη άστρα.
Κόλαση
Σύμφωνα με την περιγραφή του, ο Άδης έχει σχήμα αναποδογυρισμένου κώνου με το πλατύ στόμιό του να βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο, κάτω από την Ιερουσαλήμ και την άλλη αιχμηρή άκρη του στο κέντρο της Γης. Αποτελείται συνολικά από εννέα κύκλους, οι οποίοι στενεύουν διαδοχικά καθώς κινείται κανείς κατηφορικά. Κάθε κύκλος του Άδη αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες αμαρτίες -- ολοένα βαρύτερες για βαθύτερους κύκλους -- καθώς και τις αντίστοιχες τιμωρίες που επιβάλλονται. Ο Δάντης, σύμφωνα με την Αριστοτέλεια φιλοσοφία περί ηθικής και αρετής, κατατάσσει τις αμαρτίες σε πράξεις ακράτειας, όπως είναι φιληδονία, η λαιμαργία και η φιλαργυρία, και σε πράξεις κακίας ή βίας.
Διάγραμμα της Κόλασης, έργο του Μποτιτσέλι (1480-1490).
Αφού διασχίζουν τον ποταμό Αχέροντα με τον Χάροντα, ο Βιργίλιος οδηγεί τον Δάντη διαδοχικά μέσα από τους εννέα κύκλους αμαρτιών, οι οποίοι περιλαμβάνουν:
Κύκλος 1ος: τα αβάπτιστα μωρά και τους ενάρετους ειδωλολάτρες. Η τιμωρία τους είναι πως αδυνατούν να φθάσουν στον Παράδεισο. (Άσμα Δ΄)
Κύκλος 2ος: εδώ κολάζονται οι φιλήδονοι, οι οποίοι είναι καταδικασμένοι να στροβιλίζονται σε μία διαρκή ανεμοθύελλα, ανίκανοι παράλληλα να αγγίξουν άλλη ανθρώπινη παρουσία. (Άσμα Ε΄)
Κύκλος 3ος: οι λαίμαργοι, οι ψυχές των οποίων κατασπαράσσονται από τον Κέρβερο. (Άσμα Στ΄)
Κύκλος 4ος: οι άπληστοι, φιλάργυροι, καταδικασμένοι να κυλούν μεγάλα βάρη με το στήθος τους. (Άσμα Ζ΄)
Κύκλος 5ος: οι μνησίκακοι, που χτυπούν ο ένας τον άλλο μέσα σε λασπωμένους βάλτους. (Άσμα Η')
Ο Χάρων. Αναπαράσταση με βάση την Κόλαση του Δάντη από τον Γκυστάβ Ντορέ. |
Σε αυτό το σημείο, ο Βιργίλιος και ο Δάντης περνούν με τη βάρκα του δαίμονα Φλεγύα μπροστά στις κλειδωμένες πόρτες του κάστρου της Κόλασης, τις οποίες ανοίγει ένας άγγελος.
Κύκλος 6ος: οι αιρετικοί, εγκλωβισμένοι μέσα σε πύρινους τάφους. (Άσματα Ι΄-ΙΑ΄)
Κύκλος 7ος: ο έβδομος κύκλος περιλαμβάνει τους βίαιους, οι οποίοι βρίσκονται διαχωρισμένοι σε τρεις ομάδες. Η πρώτη περιλαμβάνει τους βίαιους απέναντι στους υπόλοιπους ανθρώπους, που τιμωρούνται ευρισκόμενοι εντός ενός βάλτου αίματος που βράζει. Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει τους βίαιους απέναντι στον εαυτό τους, μεταμορφωμένους σε δέντρα ή κυνηγημένους από άγρια σκυλιά. Τέλος, στην τρίτη ομάδα βρίσκονται οι βίαιοι απέναντι στον Θεό και τη φύση, απομονωμένοι σε μια έρημο φλεγόμενης άμμου όπου μαίνεται μια πύρινη βροχή. (Άσματα ΙΒ΄-ΙΗ΄)
Οι δύο τελευταίοι κύκλοι της Κόλασης αφορούν στις ενσυνείδητες αμαρτίες παραπλάνησης και είναι προσπελάσιμοι κατηφορίζοντας ένα βάραθρο.
Κύκλος 8ος: εδώ κολάζονται οι απατεώνες σε δέκα διαφορετικά βάραθρα. Συγκεκριμένα περιγράφονται οι αποπλανητές (τιμωρία τους είναι η μαστίγωση), οι κόλακες (βουτηγμένοι σε ακαθαρσίες), οι σιμωνιακοί (κρεμασμένοι ανάποδα μέσα σε λάκκους και φωτιές στα πόδια), οι μάγοι ή ψευδοπροφήτες (με τα κεφάλια τους τοποθετημένα ανάποδα ώστε να βλέπουν μόνο το πίσω μέρος τους), οι διεφθαρμένοι πολιτικοί (εγκλωβισμένοι σε κοχλάζουσα πίσσα), οι υποκριτές (κουκουλωμένοι με κάπες από μόλυβδο), οι κλέφτες (κυνηγημένοι από φίδια και κατόπιν μεταμορφωμένοι σε φίδια), οι εσκεμμένα κακοί σύμβουλοι (εγκλωβισμένοι σε φλόγες), οι αιρετικοί (που κατασπαράσσονται από δαιμόνια) και οι κιβδηλοποιοί (τιμωρημένοι με αρρώστιες) (Άσματα ΗΖ΄-Λ΄).
Στη συνέχεια, ο γίγαντας Ανταίος μεταφέρει τον Δάντη και τον Βιργίλιο στον 9ο κύκλο.
Κύκλος 9ος: εδώ τιμωρούνται οι προδότες, εγκλωβισμένοι –μέχρι το πρόσωπο– σε μία παγωμένη λίμνη. Ειδικότερα, τοποθετημένοι σε τέσσερις διαφορετικές περιοχές βρίσκονται οι προδότες συγγενών (Καΐνα), οι προδότες της πατρίδας (Αντηνόρα), οι προδότες φίλων (Πτολεμαία) και οι προδότες των ευεργετών τους (Ιουδαία). (Άσματα ΛΒ΄-ΛΔ΄)
Στο βαθύτερο σημείο του Άδη, στο κέντρο της Γης, οι δύο περιπλανώμενοι παρατηρούν τον γίγαντα Εωσφόρο ο οποίος τυραννά αιώνια τον Βρούτο και τον Κάσσιο (προδότες του Ιουλίου Καίσαρα) αλλά και τον Ιούδα (προδότη του Χριστού).
Καθαρτήριο
Κόλαση, Άσμα Ζ΄: η τιμωρία των άπληστων.
Στο δεύτερο μέρος της Θείας Κωμωδίας, ο Δάντης και ο Βιργίλιος μεταφέρονται στο νότιο ημισφαίριο της Γης, μπροστά στο υψηλότερο βουνό της, το Καθαρτήριο, το οποίο φρουρείται από τον Κάτωνα. Στα πρώτα εννέα Άσματα του Καθαρτηρίουπεριγράφεται η δομή του και έτσι πληροφορούμαστε πως το σχήμα του είναι κωνικό, ενώ συγχρόνως αποτελείται από επτά κύκλους, που συμβολίζουν τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Σε κάθε κύκλο, οι αμαρτωλοί αγωνίζονται να εξαγνιστούν αφού υπόκεινται σε μία ορισμένη τιμωρία:
Α' κύκλος: Εγωισμός, κουβαλώντας διαρκώς ένα βάρος γύρω από το λαιμό (Άσματα Ι΄-ΙΒ΄).
Β' κύκλος: Φθόνος, έχοντας μάτια ραμμένα με κλωστή (Άσματα ΙΓ΄-ΙΕ΄).
Γ' κύκλος: Οργή, εγκλωβισμένοι σε πυκνό καπνό (Άσματα ΙΕ΄-ΙΖ΄).
Δ' κύκλος: Οκνηρία, τρέχοντας ασταμάτητα (Άσματα ΙΗ΄-ΙΘ΄).
Ε' κύκλος: Φιλαργυρία, ξαπλωμένοι με το κεφάλι στο χώμα (Άσματα ΙΘ΄-ΚΒ΄).
Στ' κύκλος: Λαιμαργία, τιμωρημένοι με πείνα και δίψα (Άσματα ΚΒ΄-ΚΔ΄).
Ζ' κύκλος: Λαγνεία, καιόμενοι μέσα σε φλόγες (Άσματα ΚΕ΄-ΚΖ΄).
Στο καθαρτήριο οι αμαρτωλοί μετανιώνουν για ένα ορισμένο διάστημα ώσπου να εξαγνιστούν και να τους επιτραπεί τελικά η ανάβαση στην κορυφή του βουνού όπου βρίσκεται η Εδέμ, ο επίγειος Παράδεισος. Ο Βιργίλιος, ως ειδωλολάτρης, δεν έχει δικαίωμα να εισέλθει στον Παράδεισο και οδηγός του Δάντη γίνεται πλέον η Βεατρίκη, αφού προηγουμένως τον συγχωρήσει για τις αμαρτωλές του αγάπες επί της Γης.
Παράδεισος
Ο Δάντης και η Βεατρίκη στον Πύρρειο Ουρανό. |
Ο Παράδεισος αποτελείται από εννέα ομόκεντρες σφαίρες (ουρανούς), στα πρότυπα του Πτολεμαϊκού κοσμολογικού μοντέλου. Οι σφαίρες αυτές περιστρέφονται γύρω από την ακίνητη Γη και όσο μεγαλύτερη είναι η ακτίνα τους, τόσο γρηγορότερη είναι και η περιστροφή τους. Οι ανθρώπινες ψυχές, κατοικούν στη σφαίρα που τους αναλογεί, θέτοντας έτσι ακόμα και στον Παράδεισο μια ιεραρχική τάξη.
Οι εννέα σφαίρες και οι αντίστοιχες ψυχές που φιλοξενούνται είναι:
Σφαίρα 1η: Η Σελήνη, για όσους δεν τήρησαν υποσχέσεις (Άσματα Β΄-Ε΄).
Σφαίρα 2η: Ο Ερμής, για όσους έκαναν το καλό από φιλοδοξία (Άσματα Ε΄-Ζ΄).
Σφαίρα 3η: Η Αφροδίτη, για όσους έκαναν καλό από αγάπη (Άσματα Η΄-Θ΄).
Σφαίρα 4η: Ο Ήλιος, για τους σοφούς (Άσματα Ι΄-ΙΔ΄).
Σφαίρα 5η: Ο Άρης, για όσους υπερασπίστηκαν τη θρησκεία (Άσματα ΙΔ΄-ΙΗ΄).
Σφαίρα 6η: Ο Δίας, για τους δίκαιους (Άσματα ΙΗ΄-Κ΄).
Σφαίρα 7η: Ο Κρόνος, για τους οραματιστές (Άσματα ΚΑ΄-ΚΒ').΄
Σφαίρα 8η: Τα Άστρα, για τους ευλογημένους (Άσματα ΚΒ΄-ΚΖ΄).
Σφαίρα 9η: Οι Άγγελοι που κινούνται γύρω από το Θεό (Άσματα ΚΖ΄-ΚΘ΄).
Ο Δάντης ανέρχεται από σφαίρα σε σφαίρα και φθάνοντας πάνω από την 9η Σφαίρα, στον Πύρειο Ουρανό παραδίδεται από την Βεατρίκη στον Άγιο Βερνάρδο, ο οποίος παρακαλά την Παναγία να πάρει υπό την προστασία της τον Δάντη.
Διάρκεια του ταξιδιού
Το ταξίδι του Δάντη εκτιμάται πως έχει συνολική διάρκεια επτά ημερών. Ο υπολογισμός αυτός στηρίζεται σε σχετικές αναφορές μέσα στο ίδιο το έργο. Συγκεκριμένα, διακρίνουμε τα εξής στάδια:
παραμονή στην Κόλαση, διάρκειας μίας νύχτας και μίας ημέρας,
μετάβαση στο Καθαρτήριο που διαρκεί μία ημέρα και μία νύχτα,
άνοδος του Καθαρτηρίου για τρεις ημέρες και τρεις νύχτες,
παραμονή στον επίγειο Παράδεισο για μία ημέρα (ή περισσότερο),
παραμονή στον Παράδεισο όλο τον υπόλοιπο καιρό.
Θέματα και ερμηνείες
Η Θεία Κωμωδία χαρακτηρίζεται ως αλληγορία και εν γένει προτείνονται αρκετές ερμηνείες της. Κάθε επεισόδιο και κάθε χαρακτήρας θεωρείται πως έχει συμβολική έννοια, ενσωματώνοντας τελικά στο σύνολο του έργου όλη τη σοφία και τα πάθη του κλασικού μεσαιωνικού κόσμου. Διακρίνονται περισσότερο καθαρά η ηθική και η πολιτική αλληγορία. Είναι π.χ. ευρύτερα αποδεκτό πως ο Δάντης κάνει σαφή αναφορά στην πολιτική κατάσταση της Ιταλίας, που είναι γεμάτη από τη διαφθορά και αλληλοσπαραγμούς (αμαρτίες), εκφράζοντας μία αντιφλωρεντινή πολεμική. Εξ άλλου, ο Δάντης γράφει τη Θεία Κωμωδίαεξόριστος και αναμένοντας λύση από έναν δίκαιο αυτοκρατορικό θεσμό, που θα οδηγήσει τους ανθρώπους στην επίγεια ευτυχία (Παράδεισος). Από την άλλη πλευρά, το έργο μπορεί να ερμηνευθεί και ως η επίπονη πορεία του ανθρώπου να υποτάξει όλες τις αμαρτίες και τα πάθη του στο δρόμο της τελειοποιήσεώς του.
Εκδόσεις
Το πρωτότυπο χειρόγραφο του Δάντη δεν φαίνεται να έχει διασωθεί. Δύο από τα παλαιότερα αντίγραφα του πρωτότυπου βρίσκονται σήμερα στο Μιλάνο και στην Ασιατική Ακαδημία της Βομβάης. Επίσης εκατοντάδες αντίγραφα του 14ου και 15ου αιώνα διασώζονται μέχρι σήμερα.
https://el.wikipedia.org/Άσμα πρώτο (1-7)
Σ τῆς ζωῆς μας ἐγὼ τὸ μισοστράτι
βρέθηκα σ' ἕνα σκοτεινὸ ρουμάνι
γιατί εἶχα τὸ ἴσιο χάσῃ μονοπάτι.
Τί δύσκολα, ἄχ! κανεὶς ἀναθηβάνει
πὼς τ' ἄγριου λόγγου ἦταν τραχειὰ ἡ σκληράδα,
ποὺ νέα 'ς τὸ λογισμὸ τρομάρα βάνει.
Μόν' τοῦ θανάτου εἶν' πιὸ πολλὴ ἡ πικράδα.
Μεταφραστής: Λορέντζος Μαβίλης
✤ ✤ ✤ ✤
Άσμα τρίτο
«Από εμένα περνούν στην πονεμένη χώρα,
από εμένα περνούν στη θλίψη την αιώνια,
από εμένα περνούν μέσ' στον χαμένον κόσμο.
Δικαιοσύνη έχει τον Άφθαστο κινήσει
που μ' εποίησε· η Δύναμη έστησέ με η θεία,
η ασύγκριτη Σοφία και η Αγάπη η πρώτη.
Πλάσμα πριν απ' εμέ κανένα δεν εστάθη,
παρά μόνον αιώνια, κι εγώ αιώνια μένω.
Αφήστε κάθ' ελπίδα σεις που μέσα πάτε!»
Τα λόγια ταύτα σκοτεινά χρωματισμένα
είδα εγώ χαραγμένα στην κορφή μιας πύλης,
και «Δάσκαλ'», είπα ευθύς, «το νόημα με βαραίνει».
Κι αυτός με λογισμούς ανθρώπου βαθυγνώμου·
«Να παραιτήσεις εδώ πρέπει κάθε φόβο,
κάθε δείλιασμα πρέπει εδώ να 'ναι σβησμένο.
Στον τόπο εφθάσαμε που εγώ σου 'χω προείπει,
όπου τα πλήθη θέλει ιδείς τα πονεμένα,
που το καλό του Λογισμού έχουν χαμένο».
Κι ως έβαλε το χέρι στο δικό μου χέρι,
μ' όψη χαροποιά που εχάρισέ μου θάρρος
μ' έμπασε στων νεκρών τους μυστικούς κρυψώνες.
Στεναγμοί μέσα εκεί και κλάματα και θρήνοι
ηχολογούσαν στον αέρα δίχως άστρα,
ώστ' ευθύς στην αρχή μ' εκάμαν να δακρύσω.
Πολυδιάφορες γλώσσες, φοβερές βλαστήμιες,
λόγια του πόνου, οργής κραυγές, αποσβησμένες
και μεγάλες φωνές, και χεριών χτύποι αντάμα,
μια χλαλοή σηκώναν π' άκοπα γυρίζει
σ' εκείνον τον αιώνια σκοτεινόν αέρα,
ωσάν τον άμμο ανεμοστρόφιλο αν φυσάει.
Κι εγώ που το κεφάλι μού 'ζωνεν η φρίκη,
έκραξα˙ «Δάσκαλέ μου, τι 'ναι αυτό που ακούω;
και τι κόσμος, που λες τον έσβησεν ο πόνος;»
Κι αυτός· «Στην άθλια αυτή κατάσταση διαμένουν
των αχρείων εκείνων οι ψυχές, που δίχως
ατιμία και δίχως έπαινον εζήσαν.
Σμιχτές στέκουν μ' εκείνη την κακή χορεία
των αγγέλων που μήτε εχθροί του Υψίστου εβγήκαν
μήτε πιστοί, αλλά μόνον του εαυτού τους μείναν.
Τους διώχνουν οι Ουρανοί να μη τους ασχημίσουν,
ουδ' ο τρίσβαθος Άδης στέργει να τους έχει
γιατί δόξα απ' αυτούς οι ένοχοι δε θα 'χαν».
Κι εγώ˙ «Ω Δάσκαλε, τι τόσο τους βαραίνει,
οπού τόσο τους κάνει δυνατά να κλαίγουν;»
«Θα στο εξηγήσω πολύ σύντομα», αποκρίθη.
Ελπίδα μέσα τους δεν σώζεται θανάτου,
και τόσο ποταπή είναι η σκοτεινή ζωή τους,
που κάθε άλλη τύχη όποια κι αν είν' ζηλεύουν.
Φήμη ο κόσμος γι' αυτούς δεν στέργει ν' απομένει·
Έλεος, Δικαιοσύνη μ' όμοια οργή τους διώχνουν.
Μη μιλούμε γι' αυτούς, μόν' κοίταξε και πέρνα».
Κι εγώ κοιτάζοντάς τους είδα μια σημαία
που γυρίζοντας τόσο ορμητικά κινούσε
που 'λεγα στάση πως δεν έστεργε καμία.
Κι οπίσω της ερχόνταν ένα τέτοιο πλήθος
σε μάκρος που ποτέ δεν ήθελε πιστέψω
πώς να 'χε τόσον κόσμο θάνατος ξεκάμει.
Μόλις εκεί κάποιον εγνώρισα, τον ίσκιο
είδα και απείκασα εκείνου που για δειλία
από τ' αξίωμα το μέγα επαραιτήθη.
Ένιωσα ευθύς κι εβεβαιώθηκα πως τούτο
το μέγα πλήθος ήταν των αχρείων, που 'ναι
στο Θεό μισητοί και στους εχθρούς του ακόμη.
Οι άθλιοι τούτοι που ποτέ τους δεν εζήσαν,
ολόγυμνοι ήταν και πολύ βασανισμένοι
από χοντρές μύγες που εκεί ήταν κι από σφήκες.
Χαρακώναν αυτές το πρόσωπό τους μ' αίμα
που μέσ' στα πόδια τους με δάκρυα συσμιγμένο
από σιχαμερά σκουλήκια εσυναζόνταν.
Κι ως άρχιζα να ρίχνω παρεμπρός το βλέμμα,
είδα σ' ενός μεγάλου ποταμιού την άκρη
πλήθος πολύ και είπα˙ «Δάσκαλε, συ στέρξε
ποιοι είν' αυτοί να μάθω, και ποιος νόμος κάνει
πρόθυμοι τόσο για το πέρασμα να δείχνουν,
ως με το φως εδώ τ' αδύνατο ξανοίγω».
Κι αυτός, «θα το γνωρίσεις, όταν», μ' αποκρίθη,
«θα 'χουμε σταματήσει τα πατήματά μας
στου Αχέροντα μπροστά το θλιβερό ποτάμι».
Τότε μ' εντροπαλά και χαμηλά τα μάτια
από φόβο μην ίσως τον βαρύνει ο λόγος,
έμεινα σιωπηλός ώσπου 'ρθα στο ποτάμι.
Και ιδού βλέπω σ' εμάς να 'ρχεται με καράβι
ένας γέροντας μ' άσπρες τις παμπάλαιες τρίχες,
φωνάζοντας «Αλιά σ' εσάς, ψυχές αχρείες!
Μην ελπίσετε ποτέ τον ουρανό να ιδείτε.
Έρχομαι εγώ στην άλλην όχθη να σας πάρω
στα σκοτάδια τα αιώνια, σε φωτιά και πάγο.
Κι εσύ που ζωντανή ψυχή δω μέσα εφάνης,
ξεμάκρυνε από τούτους που 'ναι πεθαμένοι».
Αλλ' ως είδε που εγώ δεν έφευγα από κείθε,
είπεν «Απ' άλλο δρόμο, από λιμένες άλλους
σε γιαλό θα 'ρθεις, όχι εδώ, για να περάσεις·
αλαφρύτερο ξύλο πρέπει να σε πάρει».
Κι ο αρχηγός μου σ' αυτόν˙ «Μην αγριεύεις, Χάρε˙
αποφασίσαν έτσι εκεί, που αυτό που θέλουν
ημπορούν, και παρέκει μη γυρεύεις άλλο».
Τότε ησυχάσαν τα πολύμαλλα σαγόνια
του πλωρίτη της μαύρης μολυβένιας λίμνης
που 'χε γύρω στα μάτια κύκλους από φλόγες.
Οι ψυχές όμως, που γυμνές και κουρασμένες
ήταν, άλλαξαν χρώμα και τα δόντια ετρίξαν
ευθύς μόλις ακούσαν τα σκληρά του λόγια.
Εβλασφημούσαν το Θεό και τους γονείς τους,
των ανθρώπων το γένος, τον καιρό, τον τόπο,
του σπέρματός τους και της γέννας τους το σπόρο.
Έπειτα ετραβηχτήκαν όλες όλες άμα,
δυνατά κλαίοντας, στην όχθη την αχρεία,
που περιμένει όποιον Θεού δεν έχει φόβο.
Ο Χάρος δαίμονας με μάτια σαν αθράκια
με νόημα κράζοντάς τες όλες τες συνάζει,
πλήττει με το κουπί κάθε ψυχή που οκνάει.
Όπως ξεπέφτουν το φθινόπωρο τα φύλλα
ένα κατόπι στ' άλλο, ώσπου το κλωνάρι
βλέπει στη γη στρωτό όλο του τ' αποφόρι,
με όμοιον τρόπο και του Αδάμ ο κακός σπόρος
ρίχνονταν απ' τ' ακρογιάλι εκείνο μία μία
στο νόημα του Χάρου, σαν πουλί στον κράχτη.
Έτσι στο μαύρο κύμα πλέοντας ξεμακραίνουν,
και πριν στην όχθην την αντίπερα κατέβουν
συμμαζώνεται εδώθε νέο πλήθος πάλι.
«Παιδί μου», είπε κατόπι ο δάσκαλος με χάρη,
«εκείνοι που πεθαίνουν στην οργή του Υψίστου,
κατασταλάζουν όλοι εδώ από κάθε τόπο,
και πρόθυμοι είναι να περάσουν το ποτάμι,
γιατί η δικαιοσύνη η θεία τούς κεντρίζει
τόσο που ο φόβος κατανταίνει επιθυμία.
Καλή ψυχή ποτέ δεν πέρασε από δώθε,
και λοιπόν αν για σε παραπονιέται ο Χάρος,
τι ο λόγος του νοεί μπορεί να ξέρεις τώρα».
Μόλις έσωσε τούτο, η σκοτεινή πεδιάδα
εσείσθη τόσο δυνατά, που από το φόβο
η ενθύμησή μου ακόμα μ' ίδρωτα με βρέχει.
Η δακρυσμένη γης ανέδωσεν αέρα,
που εξάστραψε ένα φως με τέτοια κοκκινάδα,
ώστε κάθε αίσθησή μου μέσα μου ενικήθη,
κι έπεσα σαν αυτόν που βαρύς ύπνος πιάνει.
Μεταφραστής: Γεώργιος Καλοσγούρος
✤ ✤ ✤ ✤
Άσμα τρίτο
«Από εμένα περνούν στην πονεμένη χώρα,
από εμένα περνούν στη θλίψη την αιώνια,
από εμένα περνούν μέσ' στον χαμένον κόσμο.
Δικαιοσύνη έχει τον Άφθαστο κινήσει
που μ' εποίησε· η Δύναμη έστησέ με η θεία,
η ασύγκριτη Σοφία και η Αγάπη η πρώτη.
Πλάσμα πριν απ' εμέ κανένα δεν εστάθη,
παρά μόνον αιώνια, κι εγώ αιώνια μένω.
Αφήστε κάθ' ελπίδα σεις που μέσα πάτε!»
Τα λόγια ταύτα σκοτεινά χρωματισμένα
είδα εγώ χαραγμένα στην κορφή μιας πύλης,
και «Δάσκαλ'», είπα ευθύς, «το νόημα με βαραίνει».
Κι αυτός με λογισμούς ανθρώπου βαθυγνώμου·
«Να παραιτήσεις εδώ πρέπει κάθε φόβο,
κάθε δείλιασμα πρέπει εδώ να 'ναι σβησμένο.
Στον τόπο εφθάσαμε που εγώ σου 'χω προείπει,
όπου τα πλήθη θέλει ιδείς τα πονεμένα,
που το καλό του Λογισμού έχουν χαμένο».
Κι ως έβαλε το χέρι στο δικό μου χέρι,
μ' όψη χαροποιά που εχάρισέ μου θάρρος
μ' έμπασε στων νεκρών τους μυστικούς κρυψώνες.
Στεναγμοί μέσα εκεί και κλάματα και θρήνοι
ηχολογούσαν στον αέρα δίχως άστρα,
ώστ' ευθύς στην αρχή μ' εκάμαν να δακρύσω.
Πολυδιάφορες γλώσσες, φοβερές βλαστήμιες,
λόγια του πόνου, οργής κραυγές, αποσβησμένες
και μεγάλες φωνές, και χεριών χτύποι αντάμα,
μια χλαλοή σηκώναν π' άκοπα γυρίζει
σ' εκείνον τον αιώνια σκοτεινόν αέρα,
ωσάν τον άμμο ανεμοστρόφιλο αν φυσάει.
Κι εγώ που το κεφάλι μού 'ζωνεν η φρίκη,
έκραξα˙ «Δάσκαλέ μου, τι 'ναι αυτό που ακούω;
και τι κόσμος, που λες τον έσβησεν ο πόνος;»
Κι αυτός· «Στην άθλια αυτή κατάσταση διαμένουν
των αχρείων εκείνων οι ψυχές, που δίχως
ατιμία και δίχως έπαινον εζήσαν.
Σμιχτές στέκουν μ' εκείνη την κακή χορεία
των αγγέλων που μήτε εχθροί του Υψίστου εβγήκαν
μήτε πιστοί, αλλά μόνον του εαυτού τους μείναν.
Τους διώχνουν οι Ουρανοί να μη τους ασχημίσουν,
ουδ' ο τρίσβαθος Άδης στέργει να τους έχει
γιατί δόξα απ' αυτούς οι ένοχοι δε θα 'χαν».
Κι εγώ˙ «Ω Δάσκαλε, τι τόσο τους βαραίνει,
οπού τόσο τους κάνει δυνατά να κλαίγουν;»
«Θα στο εξηγήσω πολύ σύντομα», αποκρίθη.
Ελπίδα μέσα τους δεν σώζεται θανάτου,
και τόσο ποταπή είναι η σκοτεινή ζωή τους,
που κάθε άλλη τύχη όποια κι αν είν' ζηλεύουν.
Φήμη ο κόσμος γι' αυτούς δεν στέργει ν' απομένει·
Έλεος, Δικαιοσύνη μ' όμοια οργή τους διώχνουν.
Μη μιλούμε γι' αυτούς, μόν' κοίταξε και πέρνα».
Κι εγώ κοιτάζοντάς τους είδα μια σημαία
που γυρίζοντας τόσο ορμητικά κινούσε
που 'λεγα στάση πως δεν έστεργε καμία.
Κι οπίσω της ερχόνταν ένα τέτοιο πλήθος
σε μάκρος που ποτέ δεν ήθελε πιστέψω
πώς να 'χε τόσον κόσμο θάνατος ξεκάμει.
Μόλις εκεί κάποιον εγνώρισα, τον ίσκιο
είδα και απείκασα εκείνου που για δειλία
από τ' αξίωμα το μέγα επαραιτήθη.
Ένιωσα ευθύς κι εβεβαιώθηκα πως τούτο
το μέγα πλήθος ήταν των αχρείων, που 'ναι
στο Θεό μισητοί και στους εχθρούς του ακόμη.
Οι άθλιοι τούτοι που ποτέ τους δεν εζήσαν,
ολόγυμνοι ήταν και πολύ βασανισμένοι
από χοντρές μύγες που εκεί ήταν κι από σφήκες.
Χαρακώναν αυτές το πρόσωπό τους μ' αίμα
που μέσ' στα πόδια τους με δάκρυα συσμιγμένο
από σιχαμερά σκουλήκια εσυναζόνταν.
Κι ως άρχιζα να ρίχνω παρεμπρός το βλέμμα,
είδα σ' ενός μεγάλου ποταμιού την άκρη
πλήθος πολύ και είπα˙ «Δάσκαλε, συ στέρξε
ποιοι είν' αυτοί να μάθω, και ποιος νόμος κάνει
πρόθυμοι τόσο για το πέρασμα να δείχνουν,
ως με το φως εδώ τ' αδύνατο ξανοίγω».
Κι αυτός, «θα το γνωρίσεις, όταν», μ' αποκρίθη,
«θα 'χουμε σταματήσει τα πατήματά μας
στου Αχέροντα μπροστά το θλιβερό ποτάμι».
Τότε μ' εντροπαλά και χαμηλά τα μάτια
από φόβο μην ίσως τον βαρύνει ο λόγος,
έμεινα σιωπηλός ώσπου 'ρθα στο ποτάμι.
Και ιδού βλέπω σ' εμάς να 'ρχεται με καράβι
ένας γέροντας μ' άσπρες τις παμπάλαιες τρίχες,
φωνάζοντας «Αλιά σ' εσάς, ψυχές αχρείες!
Μην ελπίσετε ποτέ τον ουρανό να ιδείτε.
Έρχομαι εγώ στην άλλην όχθη να σας πάρω
στα σκοτάδια τα αιώνια, σε φωτιά και πάγο.
Κι εσύ που ζωντανή ψυχή δω μέσα εφάνης,
ξεμάκρυνε από τούτους που 'ναι πεθαμένοι».
Αλλ' ως είδε που εγώ δεν έφευγα από κείθε,
είπεν «Απ' άλλο δρόμο, από λιμένες άλλους
σε γιαλό θα 'ρθεις, όχι εδώ, για να περάσεις·
αλαφρύτερο ξύλο πρέπει να σε πάρει».
Κι ο αρχηγός μου σ' αυτόν˙ «Μην αγριεύεις, Χάρε˙
αποφασίσαν έτσι εκεί, που αυτό που θέλουν
ημπορούν, και παρέκει μη γυρεύεις άλλο».
Τότε ησυχάσαν τα πολύμαλλα σαγόνια
του πλωρίτη της μαύρης μολυβένιας λίμνης
που 'χε γύρω στα μάτια κύκλους από φλόγες.
Οι ψυχές όμως, που γυμνές και κουρασμένες
ήταν, άλλαξαν χρώμα και τα δόντια ετρίξαν
ευθύς μόλις ακούσαν τα σκληρά του λόγια.
Εβλασφημούσαν το Θεό και τους γονείς τους,
των ανθρώπων το γένος, τον καιρό, τον τόπο,
του σπέρματός τους και της γέννας τους το σπόρο.
Έπειτα ετραβηχτήκαν όλες όλες άμα,
δυνατά κλαίοντας, στην όχθη την αχρεία,
που περιμένει όποιον Θεού δεν έχει φόβο.
Ο Χάρος δαίμονας με μάτια σαν αθράκια
με νόημα κράζοντάς τες όλες τες συνάζει,
πλήττει με το κουπί κάθε ψυχή που οκνάει.
Όπως ξεπέφτουν το φθινόπωρο τα φύλλα
ένα κατόπι στ' άλλο, ώσπου το κλωνάρι
βλέπει στη γη στρωτό όλο του τ' αποφόρι,
με όμοιον τρόπο και του Αδάμ ο κακός σπόρος
ρίχνονταν απ' τ' ακρογιάλι εκείνο μία μία
στο νόημα του Χάρου, σαν πουλί στον κράχτη.
Έτσι στο μαύρο κύμα πλέοντας ξεμακραίνουν,
και πριν στην όχθην την αντίπερα κατέβουν
συμμαζώνεται εδώθε νέο πλήθος πάλι.
«Παιδί μου», είπε κατόπι ο δάσκαλος με χάρη,
«εκείνοι που πεθαίνουν στην οργή του Υψίστου,
κατασταλάζουν όλοι εδώ από κάθε τόπο,
και πρόθυμοι είναι να περάσουν το ποτάμι,
γιατί η δικαιοσύνη η θεία τούς κεντρίζει
τόσο που ο φόβος κατανταίνει επιθυμία.
Καλή ψυχή ποτέ δεν πέρασε από δώθε,
και λοιπόν αν για σε παραπονιέται ο Χάρος,
τι ο λόγος του νοεί μπορεί να ξέρεις τώρα».
Μόλις έσωσε τούτο, η σκοτεινή πεδιάδα
εσείσθη τόσο δυνατά, που από το φόβο
η ενθύμησή μου ακόμα μ' ίδρωτα με βρέχει.
Η δακρυσμένη γης ανέδωσεν αέρα,
που εξάστραψε ένα φως με τέτοια κοκκινάδα,
ώστε κάθε αίσθησή μου μέσα μου ενικήθη,
κι έπεσα σαν αυτόν που βαρύς ύπνος πιάνει.
Μεταφραστής: Γεώργιος Καλοσγούρος
✤ ✤ ✤ ✤
Άσμα τριακοστό τρίτο
La bocca solevo dal fiero pasto...
Τὰ δόντια του ἐξεκάρφωσεν αὐτὸς ὁ κολασμένος
ἀπὸ τὴν κάρα τὴ φριχτή, πὤτρωγε λιμασμένος.
Τὰ λερωμένα χείλη του σφιγγίζει στὰ μαλλιά
κι' ἀρχίζει ν' ἀποκρένεται μὲ φοβερὴ μιλιά:
«Θέλεις ν' ἀνοίξω μιὰ πληγή, ὁποῦ ἀπὸ τόσους χρόνους
κρατῶ κλεισμένη στὴν ψυχή, καὶ νὰ ξυπνήσω πόνους,
ποὺ μοῦ δαγκοῦν τὰ σωθικὰ καὶ πρὶν τοὺς ξεφωνήσω;
Τέτοιο φαρμάκι ἀγνώριστο γιατὶ θέλεις νὰ χύσω;
Ἀλλ' ἂν θὰ γίνῃ ἡ ἀνήκουστη, ἡ μαύρη μουἱστορία
σπόρος νὰ δώσῃ γιὰ καρποὺς κατάραις κι' ἀτιμία
εὶς τὸν προδότη, π' ἄκοπα τρώγω σ' αὐτὴν τὴν ἄκρη,
θὰ τὴν ξεθάψω ἀπ' τὴν καρδιὰ κι' ἂς τὴν ποτίσω δάκρυ.
Ποιὸς εἶσαι σὺ δὲν τὸ ρωτώ, οὔτε ζητῶ νὰ μάθω
ποιὸς τάχα νὰ σ' ὡδήγησε κάτου σ' αὐτὸν τὸν βάθο.
Ἀλλὰ σ' ἀκούω καὶ φαίνεσαι ὅτ' εἶσαι Φλωρεντῖνος.
Ὡς τόσο μάθε ὅτ' εἶμ' ἐγὼ ὁ κόμης Οὐγκολῖνος,
κι' αὐτὸς ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ρουγέρης ὁ Πιζᾶνος·
τὼρα θ' ἀκούσῃς τὶ χρωστᾷ σ' ἐμένα αὐτὸς ὁ πλάνος.
Τὸ πῶς ἐγὼ ἐμπιστεύθηκα στὴν ἄτιμη ψυχή του
καὶ πῶς ἐξεγελάστηκα μὲ τὴν πλαστὴ ἀρετή του,
πῶς προδομένος ἔπεσα στ' ἀνίερό του χέρι
καὶ πῶς ἐθανατώθηκα, ὅλος ὁ κόσμος ξέρει.
Ἀλλὰ κἀνεὶς δὲν ἄκουσε, κρύβει βαθὺ σκοτάδι
τὸ φόνο, πωὕρηκα γιὰ μέ, πῶς μ' ἔστειλε στὸν Ἅδη.
Αὐτὸ θὰ μάθῃς καὶ θὰ ἰδῇς τ' εἶν' τὸ παράπονό μου.
Μέσα στὴ μαύρη φυλακή, π' ἀπὸ τὸ θάνατό μου
τῆς πείνας πῆρε τ' ὄνομα, στενόχωρη θυρίδα
ἄφινε κ' ἔφθαν' ἕως ἐμὲ φωτὸς καμμιὰν ἀχτίδα.
Ἐκεῖθεν εἶχα ὁ δύστυχος πολλαῖς φοραῖς μετρήσει
τὴν ἀλλαγή τοῦ φεγγαριοῦ, προτοῦ νὰ μὲ ξαφνίσῃ
ἕν' ὄνειρο παράδοξο ποὺ φώτισε τὸ νοῦ μου
καὶ μὤδειξε τὴ μοῖρά μου καὶ τὴ βουλὴ τοῦ ἐχθροῦ μου.
Μοῦ φάνηκε στὸν ὕπνο μου αὐτὸς ἐδ' ὁ προδότης
σἄν ἀρχηγὸς πολεμιστής, ὄχι ποτὲ δεσπότης,
ποὺ κυνηγοῦσε κ' ἔσπρωχνε τυφλὰ τὴ συντροφιά του
ἕνανε λύκο πὤφευγε μὲ τὰ λυκόπουλά του
νὰ πιάσῃ ἐπάνω στὸ βουνὸ πὦλόρθο δὲν ἀφίνει
στὴ Λούκκα ἡ Πίζα ἐλεύθερη ματιὰ ποτὲ νὰ δίνῃ.
Ἔτρεχ' αὐτὸς μὲ φλογεροὺς ξεχαμνισμένους σκύλους
πάντοτ' ἐμπρός, πάντοτ' ἐμπρὸς καὶ τοὺς πιστούς του φίλους
Γουαλάνδους εἶχε στὸ πλευρό, Λανφράγκους καὶ Σισμόντας.
Σὲ λίγο οἱ λύκοι ἐδείλιασαν κ' οἱ σκύλοι τότε ὁρμῶντας
σχίζουν πατέρα καὶ μικρὰ μὲ δόντια λυσσασμένα.
Πρὶν φέξῃ φεύγει τ' ὄνειρο. Ξυπνῶ κι' ἀκούω σκιασμένα
ἀπὸ παρόνοιο φάντασμα νὰ κλαῖν ἐκεῖ σιμὰ μου
καὶ νὰ ζητοῦν λίγο ψωμὶ τ' ἄχαρα τὰ παιδιά μου.
Θἆσαι σκληρὸς πάραπολυ, ἄν δὲν πονῇς ἀκόμη
προβλέποντας τὶ χαλασμοὶ μ' ἐπρόσμεναν, τὶ τρόμοι!
Καὶ πότε, πότε κλαῖς ἐσύ, ἄν δὲ θὰ κλάψῃς τώρα;...
Σηκώθηκαν τὰ δύστυχα. Εἶχε περάσει ἡ ὥρα,
ποὺ τὴν τροφὴ μᾶς ἔρριχναν. Προσμένουν μὲ λαχτάρα,
γιατὶ θυμοῦνται τ' ὄνειρο κ' ἔχουν κρυφὴ τρομάρα.
Ἄκουσα τότε πὤκλεισαν τοῦ πύργου μας τὴ θύρα
κ' ἐστήλωσα τὰ μάτια μου πάνω σὲ κάθε κλῆρα.
Ἔκλαιγαν ὅλα τὰ φτωχά. Μόνος ἐγὼ δὲν κλαίγω,
ἐπέτρωσαν τὰ σπλάχνα μου κι' οὔτε μιὰ λέξη λέγω.
Τόσο π' ὁ Ἄνσελμός μου ὁ μικρς μ' ἐρώτησε: «Πατέρα!
Γιατί, γιατὶ τέτοια ματιά; Τ' ἔχεις, καλὲ πατέρα;»
Ἀλλ' οὔτε τότ' ἐδάκρυσα, οὔτ' ἔδωκα καμμία
εἰς τὸ παιδί μου ἀπάντηση. Βουβὴ ἀπελπισία
ἐσφράγισε τὸ στόμα μου ἐκείνην τὴν ἡμέρα
καὶ τὴν ἀκόλουθη νυχτιά ὡς ὅτου στὸν αἰθέρα
ὁ νέος ἥλιος ἔλαμψε κ' ἔστειλε μιὰν ἀχτίδα
στὴν ἄσπλαχνή μου φυλακή, ἀπ' τὴ στενὴ θυρίδα.
Τότε στὴν ὄψι ἐκύτταξα τὰ τέσσερα παιδιά μου·
εἶδα γραμμένα ἐπάνω ἐκεῖ τ' ἄγρια βάσανά μου,
κ' ἐδάγκασα τὰ χέρια μου μὲ λύσσα, μὲ μανία·
κ' ἐκεῖνα ποὺ θὰ πίστεψαν ὅτ' ἡ πολλὴ νηστεία
μ' εἶχ' ἀγριέψει κ' ἤθελα νὰ φάω τὰ κρέατά μου,
σκιασμένα ἐλάχτησαν μὲ μιᾶς κι' ἔρχοντ' ἐκεῖ σιμά μου.
«Πατέρα, λὲν τὰ δύστυχα, φάγ' ἀπὸ μᾶς, πατέρα,
θἆναι λιγώτερο σκληρὸς ὁ πόνος μας, πατέρα,
τὴ σάρκα, ποὺ μᾶς ἔδωκες, ἄν τήνε πάρῃς πίσω.»
Ἐφάνηκα ὅτι ἡσύχασα γιὰ νὰ μὴ τ' ἀπελπίσω.
Ἐμείναμεν ὅλοι βουβοὶ ἐκείνην τὴν ἡμέρα,
βουβοὶ καὶ τὴν ἀκόλουθη... Πῶς τότε, σκληρὴ σφαῖρα,
ἄσπλαχνη γῆ, δὲν ἄνοιξες;... Τὴν τέταρτη ἐμπροστά μου
ὁ Γάδος μου σωριάζεται, κρατεῖ τὰ γόνατά μου
καὶ ξεψυχᾷ φωνάζοντας: «Πατέρα μου, ἐσπλαχνία!»
Καὶ καθὼς βλέπεις τώρα ἐμέ εἶδα καὶ τ' ἄλλα τρία
ἕνα πρὸς ἕνα νὰ σβυσθοῦν τὴν πέμπτη καὶ τὴν ἕχτη.
Ὅλα μοῦ τἄφαγε ὁ θυμὸς αὐτοῦ τοῦ θεομπαίχτη.
Τυφλὸς τρεῖς μέραις τἄκραζα. Ἦτο τ' ἀγέρι μαῦρο
κ' ἐγύριζα ψηλαφητὰ τὰ λείψανά τους ναὕρω...
ἔπειτα ἡ πεῖνα ἐνίκησε τὴν πατρικὴ λαχτάρα....»
Εἶπε· τὰ μάτια του ἔστρηψε· τὴ φοβερὴ τὴν κάρα
ἅρπαξε πάλε λαίμαργα, πλατὺ τὸ στόμα ἀνοίγει
κι' ἐπάνω της σἄν τὸ σκυλὶ βαθειὰ τὰ δόντια ἐμπήγει.
…................................................................................
Μεταφραστής: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
✤ ✤ ✤ ✤
Παράδεισος
Άσμα πρώτο (1-9)
Ἡ δόξα ἐκείνου ποὺ κινάει τὰ πάντα
περνάει καὶ λάμπει μὲς τὴν οἰκουμένη
περσὰ σὲ μιά, πιὸ λίγο σ' ἄλλη μπάντα.
Στὸν οὐρανὸ ποὺ πλιό του φῶς λαβαίνει
ἤμουν κ' εἶδ' ὅσα οὔτε μπορεῖ οὔτε ξέρει
νὰ ξαναπῇ ὅποιος κεῖθε κατεβαίνει.
Τί ὡς ζυγώνει στοῦ πόθου της τὰ μέρη,
τόσο βαθαίνει ἡ διάνοια μας ποὺ ὀπίσω
νὰ πάῃ ἡ θύμηση δὲ θὰ καταφέρῃ.
Μεταφραστής: Λορέντζος Μαβίλης
https://el.wikisource.org/
Ἡ δόξα ἐκείνου ποὺ κινάει τὰ πάντα
περνάει καὶ λάμπει μὲς τὴν οἰκουμένη
περσὰ σὲ μιά, πιὸ λίγο σ' ἄλλη μπάντα.
Στὸν οὐρανὸ ποὺ πλιό του φῶς λαβαίνει
ἤμουν κ' εἶδ' ὅσα οὔτε μπορεῖ οὔτε ξέρει
νὰ ξαναπῇ ὅποιος κεῖθε κατεβαίνει.
Τί ὡς ζυγώνει στοῦ πόθου της τὰ μέρη,
τόσο βαθαίνει ἡ διάνοια μας ποὺ ὀπίσω
νὰ πάῃ ἡ θύμηση δὲ θὰ καταφέρῃ.
Μεταφραστής: Λορέντζος Μαβίλης
https://el.wikisource.org/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου