Η Λιλή Ζωγράφου (17 Ιουνίου 1922 - 2 Οκτωβρίου 1998) ήταν Ελληνίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1950 με τη συλλογή διηγημάτων Αγάπη, για την οποία απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές.
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 17 Ιουνίου του 1922, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Κατάγεται απο την Νεάπολη Λασιθίου. Ο πατέρας της ήταν εκδότης εφημερίδας «Ανόρθωση», με ιδιαίτερα φιλελεύθερες ιδέες για την εποχή του και πάθος για τη δημοσιογραφία. Η Λιλή Ζωγράφου φοίτησε στο «Λύκειο Κοραής» και στο «Καθολικό Γυμνάσιο Ουρσουλινών» της Νάξο. Σπούδασε φιλολογία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής και ενώ ήταν έγκυος, φυλακίστηκε για αντιστασιακή δράση και γέννησε στην φυλακή την θυγατέρα της, μετέπειτα ποιήτρια Ρένα Χατζηδάκη (1943–2003). Μετά την απελευθέρωση, εργάσθηκε ως δημοσιογράφος σε γνωστά περιοδικά και εφημερίδες, ταξιδεύοντας παράλληλα πολύ στην Ευρώπη και στις Ανατολικές χώρες. Την περίοδο 1953–1954 έζησε στο Παρίσι.
Δημοσίευσε μικρά έργα της σε λογοτεχνικά περιοδικά και πρωτοεμφανίστηκε στην βιβλιογραφία το 1949 με την συλλογή από νουβέλες με τίτλο «Αγάπη». 'Εγινε ευρύτερα γνωστή 10 χρόνια αργότερα, με το βιβλίο της για τον Νίκο Καζαντζάκη, «Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός». Kατά τη διάρκεια της δικτατορίας (1967–1974) δημοσίευε στο δεκαπενθήμερο περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ – που απευθυνόταν σε καλλιεργημένες γυναίκες της μέσης τάξεως – άρθρα με ανατρεπτικό και πολιτικά τολμηρό περιεχόμενο που έκρυβαν τον κίνδυνο να εξοργίσουν την στρατιωτική εξουσία. Εξέφρασε έτσι τις δυνάμεις της νεολαίας που επρόκειτο αργότερα να κάνουν τη δική τους εξέγερση. Τα αρθρα εκείνα έμπασαν στον Τύπο της εποχής ένα καινούργιο ρεύμα ελευθερίας και ανανεώσεως και έγιναν σημεία αναφοράς και ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον – όχι μόνον για τις γυναίκες αναγνώστριες του περιοδικού, που είδε την κυκλοφορία του να απογειώνεται. Έδινε τότε διαλέξεις και οι αίθουσες ήταν κατάμεστες από νέο κυρίως κόσμο. Το 1971 έγραψε και το βιβλίο της για τον Ελύτη, «Ελύτης Ο Ηλιοπότης», το οποίο είχε δώσει στον ίδιο να το διαβάσει πριν δημοσιευτεί. Ο Ελύτης δεν το ενέκρινε, την απέτρεψε – σχεδόν της απαγόρευσε – να το δημοσιεύσει. Εκείνη όχι απλώς το δημοσίευσε αλλά και σε δημόσιες διαλέξεις της φανέρωσε, με πολλή στενοχώρια, την αποδοκιμασία του ποιητή για το βιβλίο της.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο οποίος αργότερα βραβεύθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, ίσως ήταν ευαίσθητος να μην «παρερμηνεύεται» η ποίησή του, αλλά και η Λιλή Ζωγράφου υπερασπίστηκε το δικαίωμά της να γράφει αυτά που είδε στην ποίησή του. Αυτή η πνευματική ελευθερία, η εγρήγορση και η έντιμη μαχητικότητα είναι χαρακτηριστική της Ζωγράφου σε όλα όσα έκανε και έγραψε, ακόμη και στα «λάθη» της. Δημοσίευσε 24 βιβλία (μυθιστορήματα, νουβέλες και δοκίμια) που έχουν κάνει αλλεπάλληλες εκδόσεις. Έγραψε σημαντικά δοκίμια για Έλληνες και ξένους συγγραφείς. Επιπλέον, το μυθιστόρημά της «Η αγάπη άργησε μια μέρα» (1994) διασκευάστηκε για την ελληνική τηλεόραση. Ο λόγος της υπήρξε αντισυμβατικός και χαρακτηρίστηκε ως η σκοτεινή θεά Εκάτη της λογοτεχνίας μας.
Εργογραφία
Αγάπη (1949),
Νίκος Καζαντζάκης – Ένας τραγικός (1959),
Βιογραφία – Άπαντα Μ.Πολυδούρη (1961),
Και το χρυσάφι των κορμιών τους (1961),
Οι καταραμένες (1962),
Οι Εβραίοι κάποτε (Μίκαελ) (1966),
Ο ηλιοπότης Ελύτης (1971),
Παιδεία ώρα μηδέν, ή της εκμηδένησης (1972),
Τι απόγινε κείνος που ήρθε να βάλει φωτιά (Θέατρο, 1972),
Αντιγνώση, τα Δεκανίκια του Καπιταλισμού (1974),
17 Νοέμβρη 1973 – Η νύχτα της μεγάλης σφαγής (1974),
Κ. Καρυωτάκης – Μ. Πολυδούρη, Η αρχή της αμφισβήτησης (1977),
Επάγγελμα: Πόρνη (1978),
Η γυναίκα που χάθηκε καβάλα στο άλογο (1981),
Μου σερβίρετε ένα βασιλόπουλο παρακαλώ; (1983),
Η γυναίκα σου η αλήτισσα (1984),
Η Συβαρίτισσα (1987),
Νύχτωσε αγάπη μου, είναι χτες (1990),
Που έδυ μου το κάλλος (1992),
Παραλήρημα σε ντο μείζονα (1992),
Σύγχρονός μας ο Κάφκα (1993),
Η αγάπη άργησε μια μέρα (1994),
Από τη μήδεια στη Σταχτοπούτα – η ιστορία του φαλλού (1998)
Παλαιοπώλης Αναμνήσεων (1998)
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΠΟΡΝΗ
Προειδοποίηση: Δεν πουλώ ύφος, στυλ, λογοτεχνία. Δεν γράφω διηγήματα. Καταθέτω γεγονότα και συμπτώματα της εποχής που ζω. Όλα όσα γράφω συνέβησαν. Σε μένα ή σε άλλους. Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια της, με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν' αντιδράσω, να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ τον μαζικό μας εξευτελισμό. Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρονών θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, ν' ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου, δε θα στρεφόταν κατά του κατεστημένου και του συστήματός μου, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη. Η γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Όπως δε χωρά άλλα φερέφωνα... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Αποσπάσματα
"Μην ακούω ανοησίες για ερωτική αιωνιότητα. Κάθε ομορφιά είναι αιωνιότητα. Ό,τι βλέπω, ό,τι ακούω, ό,τι αγγίζω, χώμα, αέρας, φως, είναι μέρος της αιωνιότητας. Αιωνιότητα δεν είναι ό,τι αντέχει στο χρόνο - γιατί τότε θα’χαν τα πρωτεία οι πολυκατοικίες και οι ουρανοξύστες - αλλά ό,τι σφραγίζει μια στιγμή ανεπανάληπτα. Ο ερωτικός σπασμός είναι μια αιωνιότητα, κι ας μην αποτυπώνεται πουθενά αυτός."
Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια της, με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν’ αντιδράσω, να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ το μαζικό μας εξευτελισμό.
Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν’ ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου δε θα στρεφόταν κατά του καταστημένου και του συστήματός του, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη.
Η γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Όπως δε χωρά άλλα φερέφωνα προκάτ επανάστασης.
Η ζωή γίνηκε πια πάρα πολύ απάνθρωπη για να την καλουπώνουμε σε σχήματα, δε μας ανήκει καν, όπως δε μας ανήκει τίποτα, από τη γη που κατοικούμε ως τα πρόσωπά μας.
Όταν ο κάθε τυχάρπαστος, ο κάθε τιποτένιος, μπορεί να μάς δέσει πάνω σε μια καρέκλα, σ’ έναν πάγκο ή σ’ ένα κρεβάτι, να μάς φτύσει, να μάς μαστιγώσει, να μάς βιάσει.
Το Σύστημα αποχαλινωμένο καλλιεργεί σκόπιμα την ασυνειδησία, την αγριότητα, το χάος, καταλύοντας το σεβασμό για τον ανθρώπινο παράγοντα. Δεν άφησε τίποτα ανεκμετάλλευτο,από το “χάσμα των γενιών” που αποκόβει τους ανθρώπους μεταξύ τους και ετοιμάζει τους αυριανούς παιδιά-καταδότες του Χίτλερ, ως την κατάργηση της οικογένειας.
Ο άνθρωπος βγαίνει στο σφυρί. Για να μη βρίσκει το Σύστημα καμιά αντίδραση και να μπορέσει αύριο να βγάλει ελεύθερα στο σφυρί και τις πατρίδες.
Ο Παπαδόπουλος ήταν μια δοκιμή και στον ευρωπαϊκό χώρο, κατά το σύστημα των χιλιάδων πειραμάτων που πραγματοποιούνται σ’ όλες τις περιοχές του πλανήτη. Η συνταγή είναι πια κοινή: Όταν ένας λαός σηκώσει κεφάλι κατά του κυβερνήτη του, εκπρόσωπου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, βρείτε έναν αλήτη και αναθέστε του να περάσει χειροπέδες σ’ αυτό το λαό. Κι αφήστε τον να εξουθενωθεί.
Το πιθανότερο είναι να συνηθίσει και να ζήσει εξουδετερωμένος από τριάντα μέχρι σαράντα χρόνια, όπως συνέβη στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Επειδή όμως οι καιροί αλλάζουν, τα πράματα πάνε γρηγορότερα, η συνταγή τροποποιήθηκε.
Πάρτε τα κλειδιά από τον αλήτη, δώστε τα στον παλιό κυβερνήτη και στείλτε τον να ξεκλειδώσει τις χειροπέδες. Ο λαός θα του γλείφει τα χέρια, βλέποντάς τον σαν ελευθερωτή του.
Γι’ αυτό και μεις, τα σύγχρονα πειραματόζωα, οφείλουμε να χρησιμοποιούμε πάντα τον όρο π.Χ., που θα σημαίνει τώρα πια “προ Χούντας”, και μ.Χ., “μετά τη Χούντα”. Γιατί το πείραμα πέτυχε και δεν πρέπει να το λησμονούμε ούτε στιγμή. Η Ελλάδα εκδίδεται, συνειδητά και ασύνειδα. Κι ούτε ένας αθώος. Ανεύθυνος κανένας».
Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
Μια παλιομοδίτικη ιστορία που ξετυλίγεται σαν μαγευτικό παραμύθι, χάρη στην ομορφιά και τη λαχτάρα των νεαρών ηρωίδων που αντιστέκονται στον αμείλικτο χρόνο, περιμένοντας καρτερικά την προσγείωση του μεγάλου έρωτα. Γιατί υπήρχε μια εποχή που η αγάπη αργούσε να 'ρθει.
Αντίθετα με τη νεαρή ηρωίδα που, έρμαιο του παρορμητικού της ενστίκτου, παραδίδεται σ' έναν άγγελο που την περιμένει στο υπόγειο του σπιτιού της. Και τολμά να ζήσει συναρπαστικές περιπέτειες για να εξελιχθεί εν αγνοία της σε κατακτήτρια της πιο ουσιαστικής ελευθερίας. Γιατί η ελευθερία και τότε, πριν πενήντα χρόνια, και πάντοτε προκύπτει, όχι από συλλόγους και κραυγαλέα μανιφέστα, αλλά από την ατομική συνειδητοποίηση, που διαλέγει τελικά το προσωπικό ήθος, αγνοώντας τους περιορισμούς των έξωθεν απαγορεύσεων. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)
Απόσπασμα
"Η σιωπή βασίλευε στην περιοχή τόσο που φαινόταν ακατοίκητη μες στο φθινοπωρινό σούρουπο ντυμένο στα ρόδινα ως πορτοκαλιά — αραχνοΰφαντες μουσελίνες που πλέανε στο κενό ξεκολλημένες από τον ουρανό. Τα θεριεμένα δέντρα, θάμνοι και λουλούδια όλα προμηνύματα εγκατάλειψης ακατάστατα φυτρωμένα, δημιουργούσαν έναν φράχτη που απόκοβε τη θλιβερή μουδιασμένη κωμόπολη από το μισοκρυμμένο σιωπηλό σπίτι των Φτενούδων. Παραμερίζοντας την πυκνή πρασινάδα στο μονοπάτι που οδηγούσε στη μισάνοιχτη καγκελένια είσοδο μπορούσες ν’ αντιληφθείς αθέατος δύο ή τρεις σκοτεινές κι αθόρυβες φιγούρες μάλλον γυναικείες να πηγαινοέρχονται με μπαμπακένια βήματα στον εξώστη του σπιτιού. Δεν ήξερες αν ήταν τρεις ή μία και η σκιά της, τόσο ίδιες, παμπάλαιες, σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες κάποιων που δεν ζουν τώρα και δεκαετίες. Μέσα από τη χαμηλοτάβανη κουζίνα του πάλαι ποτέ διώροφου αρχοντικού ακουόταν ο θόρυβος μιας αναπνοής που αγωνιζόταν να επαναληφθεί. Η αχαμνή φωτιά του τζακιού όπου σιγόκαιγαν λιγνά ξυλαράκια και θαμνόκλαδα έδινε εφιαλτικά σχήματα στα αντικείμενα που περιβάλλανε τη γριά που ξεψυχούσε. Το λαμπιόνι των δεκαπέντε κηρίων απαγορευόταν — κατ’ εντολήν της ετοιμοθάνατης — ν’ ανάψει πριν πήξει το σκοτάδι έξω.
Οι τρεις άλλες, ανάστατες, ψιλοκουβέντιαζαν στην αυλή. Ο γιατρός ομολόγησε πριν λίγο λυπημένος στην Εργίνη ότι η κυρία Ασπασία δεν θα ζούσε πέρα από ένα εικοσιτετράωρο το πολύ. «Τα χρόνια, βλέπετε, δεν βοηθούνε».
Η Εργίνη με κοψιά και στήσιμο μόνιμου λοχία τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα για τη διπλή βλασφημία. Πρώτον η Ασπασία είναι δεσποινίς, αλλά και για τον υπαινιγμό της ηλικίας που ήταν απαράδεκτος. Πάει εκείνος ο παλιός οικογενειακός τους γιατρός που σεβότανε τον άγραφο νόμο να αναφέρονται ηλικίες και ημερομηνίες γέννησης γιατί φυσικά ήταν μεγαλύτερος και από τον μακαρίτη τον πατέρα τους. Τι να περιμένεις απ’ αυτούς τους ανίδεους νέους επιστήμονες; Λες κι είναι δυνατό να χαθεί η αδελφή Ασπασία σαν να ’ταν ο πρώτος τυχών. Ποιος θ’ αποφάσιζε για την καθημερινή ζωή των τριών αδελφών και ποιος θα εμφανιζόταν σαν επίσημος εκπρόσωπος της οικογένειας Φτενούδου. Κοίταζε καταθυμωμένη την έξοδο απ’ όπου έφυγε πριν λίγο ο γιατρός, αγανακτισμένη για την ιεροσυλία που ξεστόμισε. Ποια ήταν η Ασπασία για να πεθάνει όπως όλοι; Η Ασπασία που τη σεβόταν όλο το Νεοχώρι και που διετέλεσε μέλος της επιτροπής προστασίας του ιστορικού ναού της Παναγιάς της Φερμαλίνας. Βέβαια τον ίδιο κλονισμό είχαν ζήσει και με το θηριώδη πατέρα πού, αφού αρρώστησε, τις βεβαίωνε τότε η Ασπασία πως ένας Φτενούδος δεν πεθαίνει έτσι έτσι και πως θα νικούσε καθώς κι ο Διγενής το Θάνατο στα μαρμαρένια αλώνια. Ένας άρχοντας Φτενούδος δεν πεθαίνει εύκολα γιατί προσβάλλεται ή Φύση. Και είχε δίκιο γιατί έμεινε μήνες κρεβατωμένος, αλλά κανείς δεν έμαθε από τι έπασχε. Όσες φορές του πρότεινε η μητέρα, μ’ όλο το σεβασμό, να καλέσουν γιατρό, εκείνος γαύγιζε σαν μανιασμένο σκυλί, δείχνοντας μέσ’ από τ’ αγκαθωτά άσπρα γένια του τα βρώμικα κίτρινα δόντια του, «δεν χρειάζομαι κανένα χαραμοφάη να μου παραστήσει τον πολύξερο. Εγώ ξέρω πότε θα σηκωθώ», φώναζε φτύνοντας ματωμένα σάλια.
Δεν σηκώθηκε ωστόσο ποτέ. Οι κόρες του, σίγουρες για την παντοδυναμία του, αναστατώθηκαν όταν φώναξε η μάνα τους, «ο πατέρας σας πέθανε». Έτρεξαν όλες κι έσκυψαν πάνω από το ακίνητο πτώμα, βέβαιες ότι αντίκρυζαν μια ανωμαλία της ζωής. Στα μάτια ολονών τους διάβαζες την ίδια απορία: ώστε πεθαίνει ένας φοβερός Φτενούδος;
Δυσκολεύτηκαν για καιρό να παραδεχτούν το θάνατό του. Όχι συναισθηματικά. Καθόλου. Ούτε τους ζήτησε ποτέ αγάπη ούτε τούς πρόσφερε άλλο από την τρομάρα. Και τώρα τρόμαζαν για την ανατροπή του. Τον ξέρανε πανίσχυρο κι ανάλγητο και πολύ καιρό μετά το θάνατό του κοψοχολιάζανε μπας και κάποια στιγμή εκτιναχτεί από τον τάφο του — καθώς του άναβαν το καντήλι — και τους ζητούσε το λόγο, για το πώς όντας κατώτερές του τολμούσαν να επιζούν με τέτοιο θράσος και υγεία προσβάλλοντας τον ανίκητο πατέρα. Δυσκολεύτηκαν πολύ να συνηθίσουν στην ιδέα πως δεν θα χρειαζόταν να λογοδοτήσουν γιατί επιζούσαν υπερβαίνοντας την εξουσία του αψηφώντας τον.
Ζήλευαν τη μάνα τους την Εριφύλη που αποδέχτηκε νηφάλια το θάνατό του. Φοβότανε σίγουρα και κείνη τη συνάντησή της με τον Θεό για το μεγάλο της αμάρτημα που δεν εξομολογήθηκε ποτέ. Αλλά πίστευε πως οι νεκροί δεν αισθάνονται σαν τους κακόμοιρους τους ζωντανούς και πως η ίδια δεν θα φοβόταν πια τίποτα και κανέναν όσο τον Μιχαήλο Φτενούδο επί σαράντα τρία τόσα χρόνια αγέλαστα και τρομοκρατημένα, με την ψυχή ωστόσο γεμάτη περιφρόνηση κι αφού του γέννησε εννιά παιδιά, τρεις γιους και έξι θυγατέρες σύμφωνα με τα χαρτιά." https://www.klik.gr/
ΜΟΥ ΣΕΡΒΙΡΕΤΕ ΕΝΑ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ ΠΑΡΑΚΑΛΩ
Όσοι τρέφονται με πλάνες γαμήλιας ευτυχίας, ουρανοκατέβατα βασιλόπουλα κι αγνές ελληνοπούλες, καλό είναι να μη διαβάσουν τούτο το βιβλίο, που εισβάλλει στα σπίτια σαν καβαλάρης ληστής και σαρώνει όλη την ψευδολογία της κοινωνικής αρετολογίας και ευτυχιολογίας, καρατομώντας μύθους, βασιλόπουλα και σταχτοπούτες. Μέσα στις τρεις νουβέλες του βιβλίου, η συγγραφέας μας παρασύρει, με το σπαρταριστό της χιούμορ, να βιώσουμε τρεις ολότελα διαφορετικούς κόσμους, όπου οι ήρωές τους κυνηγούν με τον τρόπο τους την ευτυχία. Ένα κουβάρι άνθρωποι χάλια, άθλιοι πελάτες του παζαριού της κατάπτυστης πλάνης, από μια κοινωνία ανίσχυρη να τροφοδοτήσει άλλο τις απάτες της. Μοναδικοί, οι αναλφάβητοι ήρωες της τρίτης νουβέλας, που πιστεύουν πως είναι χριστιανοί αλλά ζούνε σαν ειδωλολάτρες, οδηγημένοι και κατευθυνόμενοι μόνο από τα ένστικτά τους, αυθεντικοί και ανήθικοι σαν τη Φύση - ως προς την κοινωνική ηθική. Αγκαλιάζοντας με μιαν απέραντη συμπόνια τα θύματα, σερνικούς και θηλυκές, η συγγραφέας δηλώνει: «Σερβίρετέ μου ένα βασιλόπουλο, σημαίνει, διαιωνίστε τη δουλεία μου. Ασφαλώς πρόκειται για το πιο αντιφεμινιστικό, αλλά υπέρ των γυναικών, βιβλίο που έγραψα». (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
Απόσπασμα
Απόσπασμα
Γυναίκες, μιλώ ακούστε. Να σας σερβίρω ένα βασιλόπουλο είναι αδύνατο φυσικά. Εκείνο που μπορώ να κάνω για σας είναι να σκοτώσω το βασιλόπουλο. Και τη Σταχτοπούτα. Αυτή η ξευτελισμένη, αυτή η δούλα που δεν έχει ίχνος περηφάνιας και ρεαλισμού, αα, δε μου ξεφεύγει.
Όχι, το προσέξατε; Δεν έμεινε τίποτα όρθιο γύρω μας. Χωρίς προσχήματα, χωρίς ντροπή, ο πολεμόχαρος κόσμος μας καταστρέφει το καθετί, αδιαφορώντας για τη ζωή, αφανίζοντάς την. Όποια ζωή. Και χωρίς να λογοδοτεί κανείς σε κανέναν. Για σφαγές θα μιλάμε τώρα; Ανθρώπων, ζώων ή φυτών. Πανέμορφα είδη εκλείπουν, πουλιά χάνονται από το στερέωμα, τα μαραζωμένα δέντρα ορφανεύουν από επισκέπτες, οι θάλασσες στειρώνονται και δεν γεννούν πια.
Άλλους ήχους από των μοτέρ ακούτε; Βόμβους μηχανών, αγκομαχητά εργοστασιών, ελικόπτερα που σεργιανούν στις ταράτσες μας, αφθονία! Μια αφθονία βάρβαρη που δολοφόνησε τη ζωή της Φύσης. Βούβανε μηνύματα πουλιών, άλλαξε το χρώμα τ' ουρανού, θάμπωσε τον ήλιο, αλλοίωσε, για να μην πούμε πως αλλοτρίωσε, την ανθρωπιά και την ευαισθησία, ακόμα και τη φρίκη του φόνου . http://www.womantoc.gr/
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΟΥ Η ΑΛΗΤΙΣΣΑ
Άκου μήνυμα, αγάπη μου. Τρίτη, 24 του Γενάρη, με πήρε το Λενιό από τη Μίλατο αναστατωμένο, να μου αναγγείλει, τι θαρρείς; Πως ο δυνατός άνεμος ξερίζωσε ένα δέντρο από τον κήπο μου. Ο άνεμος; Ποιος άνεμος, ξαφνιάστηκα. Τι να' ναι ο άνεμος, που τον ξανάκουσα; Δε βρίσκομαι χρόνια τώρα κλεισμένη μέσα δω με τούτους τους ανθρώπους; Του μυθιστορήματος, λέω, που τέλειωσε απόψε. Τι; Πως μπήκε δω ο άνεμος και μου τους παίρνει πάνω από το τραπέζι που δε λέω να ξεκολλήσω, καταπονημένη και τρομαγμένη, πώς έτσι και σηκωθώ θα κοπεί ο λώρος, τόσα χρόνια τώρα που οι ήρωές μου και γω ανατινάζαμε τράπεζες, αμερικάνικες βάσεις, κοροϊδεύαμε τους μπάτσους, εκμεταλλευόμαστε ο ένας του άλλου τις ανάγκες, για λίγη αγάπη, λίγη αγάπη, πολλή δικαιοσύνη. Εμένα μου λες! Μόνο το σκηνικό άλλαξε. Ο Προμηθέας μετακόμισε από το βράχο στα Λευκά Κελιά. Ποιος άνεμος, θε μου, τι άνεμος ήταν αυτός που φύσηξε τόσο δυνατά κι έσβησε το σκοπό του τραγουδιού του ήρωα στην τελευταία σελίδα - ήταν τελικά το εύρημά μας, και των δυο μας - μπας κι ακούσουν οι άλλοι, μπας κι αποσπάσει την προσοχή των ανθρώπων που δεν ακούνε πια την εκκωφαντική σιωπή της ανθρώπινης μοναξιάς. Και γω, καθισμένη δω, καμάρωνα τις τελευταίες μεγάλες του δρασκελιές, με τις παλάμες πάνω στον πορτοκαλή καρτονένιο φάκελο, που 'κλεισε και μου 'κλεψε τη συντροφιά του και τη χαρά να νταντεύω την αγιάτρευτη μοναξιά του. Ποιος άνεμος; Και τι θα γίνω τώρα γω, χωρίς την πλάνη πως πολεμώ την αδικία κι αυτή θα μου ορμήξει να με τρυπά από παντού. Ποιο δέντρο; Ειδοποίησε ποτέ κάποιος, κανέναν σας, πως εγώ είμαι δω, ξεριζωμένη από τον Παράδεισο της αδιαφορίας και της άγνοιας; Πως η αγριάδα όλων των ανέμων φυσάει ανειρήνευτα και με διατρυπά, ανυπεράσπιστη; Τι κάνω εδώ, Μαίρη, αγάπη μου, με τα μάτια να. . . (ένα ατελείωτο γράμμα) (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
Υπόθεση
Ο Αρίστος, που έλειπε χρόνια ως οικονομικός μετανάστης στη Γερμανία, αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα, στο χωριό του, το Παπαδερό, έχοντας εκπληρώσει μετά από πολυετή, σκληρή κι επώδυνη εργασία και πολλές στερήσεις την αποταμίευση ενός υπολογίσιμου χρηματικού ποσού που θα διασφάλιζε ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο για την εξαθλιωμένη του οικογένεια. Ο επαναπατρισμός όμως, που τόσο λαχταρούσε, του επεφύλλασε δυσάρεστες εκπλήξεις. Παραδόξως, η οικονομική του αποκατάσταση αντιμετωπίζεται ως δευτερεύουσα από τη χωριάτισσα μητέρα του και τις αδερφές του, οι οποίες αξιώνουν από τον Αρίστο Γερμανίδα νύφη για να εξαγοράσουν την τιμή τους στο χωριό. Ο Αρίστος πληγωμένος και προδομένος, μα μην μπορώντας να αντιμετωπίσει την μητέρα του και τους συγγενείς του, καθότι και αιφνιδιασμένος, κατασκευάζει το πολυπόθητο ψέμα για να τους καθησυχάσει. Τους διαβεβαιώνει πως έχει όντως παντρευτεί μια Γερμανίδα, η οποία λόγω εγκυμοσύνης δεν κατάφερε να υπομείνει το μακρύ ταξίδι της επιστροφής και έκανε μια στάση στην Αθήνα. Απελπισμένος ο Αρίστος ξεκινά για την Αθήνα, όπου σε αναζήτηση της υποψήφιας Γερμανίδας νύφης που θα παρουσίαζε στο χωριό, καταφεύγει στη βοήθεια του ξαδέρφου του του Μιχάλη, ο οποίος εργάζεται ως αστυνομικός. Ο Μιχάλης με τη σειρά του, συστήνει στον Αρίστο να επισκεφτεί τον κυρ Μήτσο, έναν νταβατζή με τον οποίο ο αστυνομικός διατηρεί στενές φιλικές σχέσεις. Ο Αρίστος μην έχοντας απόλυτη συνείδηση του χώρου όπου επισκέπτεται- ο οποίος βέβαια διαφημίζεται και από τα μέσα ως γραφείο συνοικεσίων- εξομολογείται στον κυρ Μήτσο το δράμα του, την επιτακτική ανάγκη να βρει μια Γερμανίδα νύφη και δηλώνει διατεθειμένος να πληρώσει όσο όσο. Για κακή του τύχη, οι προσπάθειες του απέβησαν απέλπιδες και αναγκάστηκε να επιστρέψει και πάλι στη χώρα της εργατικής του εξορίας, τη Γερμανία. Εκεί προσπαθεί να στήσει τη ζωή του με την κατάθλιψη να τον κυκλώνει απειλητικά, νιώθοντας ένας άπατρις στη χώρα που για χρόνια του απομυζούσε την ψυχή.
Τότε, στο δρόμο του και στη ζωή του, εντελώς απροσδόκητα, προσέρχεται μια πραγματική Γερμανίδα, η οποία και γίνεται γυναίκα του. Το πλασματικό σενάριο που είχε κάποτε σκαρφιστεί για να αποφύγει την απογοήτευση της οικογένειάς του, υλοποιείται τώρα κατά τύχη. Ολόκληρη η ζωή του στη Γερμανία μετουσιώνεται κι αρχίζει να προγραμματίζει την δεύτερη απόπειρα για οριστικό πλέον επαναπατρισμό στην Ελλάδα. Όμως, η πολυαγαπημένη του γυναίκα δεν είναι απλώς μια Γερμανίδα, είναι μια μάχιμη και φιλοσοφημένη επαναστάτρια, αντιστασιακή, μέλος της ΡΑΦ που ανατινάζει αμερικανικές βάσεις και πολεμά τον φασισμό, τον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό, είναι μια γυναίκα με όραμα και συνάμα μια γυναίκα της δράσης, μια γυναίκα με άρωμα ελευθερίας και ανυποταξίας. Ο Αρίστος όμως, παρότι θαυμάζει την γυναίκα του για τις ιδέες και τις γνώσεις της, για την ευγένεια και την καλοσύνη της, αγνοεί τη δράση και τη στράτευσή της. Τα σχέδια τους θα ανατραπούν, όταν η Γερμανική αστυνομία θα φτάσει στα ίχνη της και, και οι δύο βρεθούν προφυλακιστέοι, εκείνη ως καταζητούμενη τρομοκράτης κι εκείνος ως συνεργός της, τουλάχιστον σε επίπεδο υπόθαλψης εγκληματία. Τότε αποκαλύπτεται το ποιόν και ο λόγος ύπαρξης των αστυνομικών αρχών και ενισχύεται κατά πολύ η αντισυστημική σκέψη του Αρίστου. Ο Αρίστος θα αποφυλακιστεί μα θα είναι και ο μόνος. Η αγαπημένη του Ίγκε, κρατούμενη στα λευκά κελιά, θα επιλέξει να χαθεί για μην προδώσει, να χαθεί για να μην ενδώσει, να χαθεί για να επιβιώσει ακέραιαασυμβίβαστη με το καθεστώς που πολέμησε. Ο Αρίστος λοιπόν, φέροντας ευλαβικά τη μεγάλη απώλεια αλλά και με απόλυτη πλέον συνειδητότητα σχετικά με τις δυνάμεις που κινούν τα νήματα, κλείνει το μάτι στα καθεστώτα και συνεχίζει τη ζωή του ως “λαθρέμπορας ιδεών” και ως σαρκαστής της ελευθερίας τους και των λοιπών τους αντιφάσεων.https://artic.gr/
ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΦΑΓΗΣ
17 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1973
Την Κυριακή 18 του Νοέμβρη 1973 κατάφερα να επιστρέψω σπίτι μου. (Κάθομαι απέναντι από την ΕΣΑ). Με την απόφαση να καταγγείλω το Έγκλημα στην Ευρώπη. Πέρασα στη μηχανή μου πέντε ψιλές κόλλες χαρτί κι άρχισα να καταγράφω ώρα την ώρα τις νωπές αναμνήσεις μου. Που άρχιζαν με τη χαρά, το παραλήρημα, το θρίαμβο, για να καταλήξουν στη σφαγή. Αλλά στις τέσσερις η κυκλοφορία είχε σταματήσει. Το πένθος και η σιωπή κάλυπταν την πόλη. Τα πλήκτρα της μηχανής μου αντηχούσαν στ' αυτιά μου σαν πολυβόλα. Ο φόβος, πάλι ο φόβος χύμηξε στα σπλάχνα μου. Τότε άνοιξα στο πάτωμα πέντε τόμους της εγκυκλοπαίδειας του Πυρσού. Κάθε που τέλειωνα μια σελίδα, μοίραζα από ένα αντίγραφο και σ' ένα τόμο. Μόλις άκουγα βήματα στην αυλή, έκλεινα τους τόμους και τους τοποθετούσα στη βιβλιοθήκη. Έτσι κατάφερα να τελειώσω τούτο το Χρονικό στις 22 του Νοέμβρη σε 20 πυκνογραμμένες σελίδες. (. . .) (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
Αποσπάσματα
Αποσπάσματα
*Είναι οδύνη να υποτάσσεσαι στους χυδαίους. Είναι οδύνη να γνωρίζεις το έγκλημα και να ‘σαι ανίκανος να το εμποδίσεις. Αλλά είναι ταπείνωση να το καταγράφεις, όταν προδότης και προδομένος είναι ο Ελληνας. Σύμφωνοι: Να στήσουμε λαιμητόμους για τους προδότες και τους βασανιστές. Αλλά το ερώτημα παραμένει: Θα πεθάνει μαζί τους αυτό το τέρας που εν ονόματι της μονοπώλησης της “εθνικοφροσύνης” ασέλγησε πάνω στο σώμα της Ελλάδας;
*… ο Χίτλερ δημιούργησε τον φασισμό, προβάλλοντας ένα ιδανικό, το Deutschland űber alles. Και οι Γερμανοί θεωρούσαν φυσικά και δικαιολογημένα τα εγκλήματα που κάλυπτε αυτή η σημαία. Γιατί το σύνθημα λειτουργούσε σαν καταλύτης κάθε εμποδίου, συμπεριλαμβανομένου και του κομμουνισμού.
»Αλλά οι χιλιάδες Ελληνες βασανιστές σε τι πίστεψαν δολοφονώντας κι εξουδετερώνοντας άλλους Ελληνες, συμπατριώτες τους; Εν ονόματι ποιου ιδανικού; Και πού είναι αλήθεια ο χριστιανισμός μιας χώρας, που, τώρα και τριάντα χρόνια, ξοφλά με ανθρωποθυσίες, για να εξουδετερώσει, τάχα, τον κίνδυνο του κομμουνισμού, που απειλεί τις χριστιανικές αρχές της ελληνικής οικογένειας και την ηθική της χριστιανικής νεολαίας;
»Πού ήταν η Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία στην περίοδο της εγκληματικής επταετίας; Ακουσε ή διάβασε κανείς μια φωνή διαμαρτυρίας να βγαίνει από ιερατικά χείλη, με μοναδική εξαίρεση τον Γεώργιο Πυρουνάκη;http://www.efsyn.gr/
Η ΣΥΒΑΡΙΤΙΣΣΑ
Νά την λοιπόν τη Συβαρίτισσά μου έτοιμη να την αγαπήσετε όπως και γώ. Την κυοφορούσα τρία χρόνια και είκοσι επτά αιώνες ώσπου την είδα να γεννιέται στους κήπους της Σύβαρης. Κείνης της αποικίας των Αχαιών από τις πρώτες που αναστήθηκαν στα νότια της Ιταλίας γύρω στα 725 π.Χ. μια πόλη κράτος πάμπλουτη, δημοκρατική, με ειρηνόφιλη συνείδηση κι ευτυχισμένο λαό. Πόλη λιχούδα, λαίμαργη, φιλήδονη, φιλόμουση, γεμάτη σεβασμό για την ελευθερία των ανθρώπων και τους πολίτες γεμάτους σεβασμό για τον πλησίον τους. Εκεί ανακάλυψα την πάναγνη της ελευθερίας Ελένη ασημάδευτη ακόμη, πριν την καταχωρίσει ο Ησίοδος στους ένοχους γιατί γεννήθηκε γυναίκα. Ανέγγιχτη από τη μισαλλοδοξία του αντρικού ρατσισμού γιατί αυτή γεννά. Πριν ο φονικός Δράκων καταδικάσει την αυτοδιάθεση του σώματός της βαφτίζοντας την μοιχεία και πλαστογραφηθεί η πολυγαμική Πηνελόπη με τους σαράντα εραστές στην ανέραστη υφάντρα του έπους. (Λιλή Ζωγράφου, από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ενα αφιέρωμα
Στη “Συβαρίτισσα” η Λιλή Ζωγράφου βγάζει τον καλύτερό της εαυτό. Χωρίς να ξεφεύγει από την προσφιλή της θεματολογία, εδώ κατορθώνει να μας χαρίσει ένα πραγματικά μεγάλο έργο. Για μας ένα από τα καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα.
Πρόκειται για ένα πλήρες μυθιστόρημα. Διαβάζοντάς το κάποιος, θα αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να προσθέσει ή να αφαιρέσει λέξη από αυτό. Και διαθέτει τα πάντα: τραγικότητα, κοινωνικό σχόλιο, χιούμορ, ιστορικές αναφορές και ολίγον έρωτα.
Ως συνήθως η συγγραφέας δε χαρίζεται στους ήρωές της. Τους βάζει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να υποφέρουν: άλλος από πάθος, άλλος από έρωτα, άλλος από μοναξιά, άλλος απ’ τη ζωή, κι άλλος απ’ τους εσωτερικούς του δαίμονες. Είναι άνθρωποι απλοί, που δε ζητούν παρά μόνο να υπάρχουν. άλλοι υποταγμένοι στη μοίρα τους κι άλλοι αποφασισμένοι να την αλλάξουν.
Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η Ελένη Κούρκαπα, κόρη του τρομερού Μιχαήλ, τουλάχιστον όπως θέλει να τον παρουσιάζει η μάνα της, η Ισμήνη, μια γυναίκα που κάνει τον όρο μέγαιρα να φαντάζει μικρός, ασήμαντος. Η Ελένη, λοιπόν, είναι το δέκα το καλό. Ένας από τους πιο ολοκληρωμένους χαρακτήρες που δημιούργησε - ή μήπως απλά περίεγραψε; - ποτέ η Λ. Ζ. Τη βλέπουμε να γεννιέται, να μεγαλώνει, να ζει τον πόνο, να επαναστατεί, να ακουμπά το θάνατο και να βρίσκει τη ζωή. Η ζωή της ένα μικρό έπος, με τα τραγικά και τα ωραία της, με τον πόνο και τις χαρές της, παρασύρει τον αναγνώστη. Άλλοτε έχοντας το ρόλο της αφηγήτριας κι άλλοτε της πρωταγωνίστριας κινεί με μαεστρία τα νήματα, δίνοντας αέρα στα πανιά του μύθου. Κι η συγγραφέας, νιώθοντας πολύ αγάπη γι’ αυτή την ηρωίδα της, της χαρίζει χωρίς φειδώ τις σκέψεις της, καθώς και μερικές ατάκες πρώτης τάξης.
Ν’ αρχίσουμε ν’ αντιγράφουμε; - Ν’ αρχίσουμε. “Ως πότε ο κόσμος θα είναι μόνο ήχος ή μόνο σιωπή, χωρίς πρόσωπα και σώματα”, “Κουβαλώ μέσα μου ένα Μουσείο φωνές, ήχους, ωραίες γυναίκες, παιδικά σκοτάδια και αρώματα, ελπίδες, πόσες ελπίδες, μουσικά αποσπάσματα, όλα σπάνια διατηρημένα”, “Όχι όχι, εγώ δεν θέλω ν’ αλλάξει ο κόσμος αυτός. Να χαλάσει θέλω, να τον χαλάσω, να τον γκρεμίσω, αυτό θέλω, να τον δω σωριασμένο, να δρασκελίσω τα χαλάσματα τρέχοντας με τα χέρια ανοιχτά στον άνεμο, στη λευτεριά, ν’ αγκαλιάσω τους ανθρώπους, πόσοι ωραίοι άνθρωποι θα υπάρχουν στον κόσμο, όλοι θα ’ναι ωραίοι και αληθινοί, και θα γελούν, θα μιλούν καλοσυνάτα χωρίς να ταπεινώνουν ο ένας τον άλλον…”, “Τίποτα πια δεν μπορεί να με φοβίσει. Ό,τι είναι λευτεριά είναι και ζωή… τίποτα, όχι, θέλω να τα γευτώ όλα, να επιβεβαιωθώ ότι υπάρχω”, “Δημιουργός είναι όποιος γεννά ανθρώπους, ποίηση, μουσική. Όλοι από τα σπλάχνα μου πρέπει να βγουν, για να γράψουν, να συνθέσουν, να ζωγραφίσουν. Μάθε ν’ ακούς. Το τραγούδι του ανθρώπου ακούεται χιλιάδες, χιλιάδες χρόνους πίσω μας, μα πρέπει πρώτα ν’ ακούσεις το κλάμα του παιδιού. Μάθε ν’ ακούς τα μηνύματα, όλα από μέσα σου έρχονται”, “Έτσι κι αλλιώς, η Εκκλησία ‘παίζει’ σε όλα τα έργα του μεταπολέμου τον Δράκουλα ρουφώντας το αίμα της πολιτείας και την ανεξαρτησία των κυβερνήσεων”, “Όλοι οι Έλληνες σώζετε την Ελλάδα μ’ έναν φαλλό στο χέρι”, “Γιατί πρέπει να ζω σύμφωνα με τους μύθους που φτιάξατε; Έναν μύθο πανομοιότυπο, σαν κατάδικος στη στολή του, τον ονομάσατε γάμο και τέρμα”, “Ό,τι δεν είσαι, δε θα μπορέσω ποτέ να σ’ το χαρίσω. Είμαι άφθονη λες! Γιατί σπαταλιέμαι. Είναι ο νόμος της γης. Δώσ’ τα όλα για να ξαναγίνεις”, “…Όποιος ψάχνει για θεούς ψοφάει για αφεντικά”, “Ο κάθε λεύτερος είναι μόνος. Όσο περισσότερο μεθάς από τη δύναμή σου και προεκτείνεις την ελευθερία σου, τόσο μεγαλώνεις και την έκταση της μοναξιάς σου”, “Κάθε μέρα γίνεται ο άνθρωπος, κάθε καινούρια μέρα μας γκρεμίζει, μας ανοικοδομεί, μας ισοπεδώνει… Μόνο η βλακεία μένει αμετακίνητη -αν δεν πρόκειται για σταθερότητα σκοπιμότητας-, μόνο η βλακεία κρατά τους ανθρώπους αμετάλλαγους σαν αμεταχείριστα τσουκάλια, που δε χρησιμοποιήθηκαν ούτε γι’ αυτό που φτιάχτηκαν, που δεν κάθισαν τον πήλινο πισινό τους στη φωτιά να εκτελέσουν τον προορισμό τους, γιατί τρέμουνε μην καούν και καμαρώνουν πως διαφύλαξαν την ακεραιότητά τους και δε βλέπουν πως ξεφλουδάνε και μαδούν όσο γερνούνε και πως φυτρώνουν τσουκνίδες στην αμεταχείριστη τρύπα τους”.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε για πολύ μ’ αυτό τον τρόπο, αλλά δε θα ήταν σωστό, αφού όλη η χαρά στην ανάγνωση ενός μυθιστορήματος κρύβεται στην ανακάλυψη των κρυφών του χάρων. Δεν αντέχουμε όμως στον πειρασμό να σας μεταφέρουμε ένα από τα “τοπία” του βιβλίου:
“Οι στενοί δρόμοι άδειοι από γυναίκες και οι αυλές γεμάτες παρθένες που κεντούσαν την προσδοκία ναρκωμένες από το νοτιά να μοσκοβολά ολοχρονίς νεραντζάνθους και λεμονιάς λουλούδια ολόγυρα στο λιβάδι με τις ασβεστωμένες πεζούλες
Οι θηλυκές περιποιούνται με πάθος όλο το χρόνο τις βιόλες και τα κρίνα στους κήπους ή σε ντενεκέδες που τους εξασφάλιζαν το νόμιμο πρόσχημα να βγουν στους δρόμους τη Μεγάλη Πέμπτη φορτωμένες τ’ άνθη τους για να στολίσουν τους επιτάφιους
Και ξαναγυρίζαν στα κεντήματα και τη βελόνα που τρυπούσε κοντά κοντά το ατλάζι ή το βελούδο σκορπώντας σε κάθε της βουτιά μια ανεπαίσθητη ανατριχίλα στο δέρμα
Οι κεντητές προσδοκίες χώριζαν πάντα μ’ ένα θαλασσί ποτάμι κάποιον ροδομάγουλο νεαρό από μια χλωμή κοπέλα
Το κεντητό ποτάμι μόνο ένα περιστέρι χωρούσε να το διασχίσει, κρατώντας στο ράμφος του ένα άσπρο ραβασάκι, συνήθως πιο μεγάλο απ’ το κορμάκι του, να χωράει την κεντητή επίκληση, “Σε αναμένω”
Όσο περνούν τα χρόνια, οι μπάντες γίνονται μεγαλύτερες, πολύπλοκες και μακροπρόθεσμες σε προσδοκίες, με φράσεις πεισματικής αισιοδοξίας, “Έχει ο θεός”, στη διάψευση κάποιας χαμένης ελπίδας, ή “Κι αυτό θα περάσει”
Αλλά μόνο τα χρόνια περνούσαν
Οι κοπέλες μεστώνανε με αρρωστημένα όνειρα που τυραννούσαν τον ύπνο τους ανάκατα με μυρωδιές βασιλικού και την μπόχα των βρακιών τους
Βρακιά πάνινα δεμένα ψηλά στους γοφούς ανέβαζαν τις αναθυμιάσεις τους στους σπασμούς των ονειρώξεων και σκλήραιναν οι τρυφερές γραμμές των νεανικών προσώπων
Οι νέες ωρίμαζαν γρήγορα και τα χαρακτηριστικά τους αγρίευαν όμοια με των μανάδων τους, καθώς άκουαν απελπισμένες τη ζωή να παρελαύνει χωρίς να τη βιώνουν.
Ααχ, τα παλιά καλά χρόνια!”
Συβαρίτισσα
Σε γνώρισα κάποια βραδιά
παραμονές του Κλήδονα
σε κάποια γειτονιά που δεν ξεχνάω
ήμουν παιδί στα δεκαεννιά
τα χείλη μου ξεκλείδωνα
να πίνω να φιλώ και να ρωτάω
Μια τσικουδιά και άλλη μια, πενήντα χρόνια διαφορά
πενήντα χρόνια τσαμπουκά κι ευαισθησία
κι ότι μας έδεσε κρυφά, από την πρώτη τη ματιά
είναι του έρωτα η αδιάκοπη θυσία
Άκουσα νέα τρομερά, της Αρετούσας τα παιδιά
βγάλαν τα μάτια τους για ένα χωράφι προίκα
ο Οδυσσέας εμπρηστής, ο Προμηθέας νταβατζής
κ ι ο Ερωτόκριτος υπάλληλος του ΙΚΑ
Σου φέρνω έναν παλιό σκοπό, ένα τραγούδι σαν κι αυτό
και το λαγούτο μου θα κάνω εγώ κομμάτια
να ξέρεις, θα χω στην καρδιά εκείνη τη ζεστή αγκαλιά
κι αυτά τα πύρινα, τα φλογερά σου μάτια
Καλή σου νύχτα εκεί ψηλά, αχ Συβαρίτισσα κυρά
κι όλα τα λόγια μου σκορπίσματα του αέρα
κι όσα δεν πρόλαβα να πω, νομίζω ήτανε γραφτό
Η αγάπη πάλι άργησε μια μέρα
Στίχοι: Μιλτιάδης Πασχαλίδης
Μουσική: Μιλτιάδης Πασχαλίδης
.
Tα βιβλία και οι περιγραφές τους είναι από https://www.politeianet.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου