i.ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Αν πεθάνω
αφήστε το μπαλκόνι μου ανοιχτό.
Το παιδί τρώει πορτοκάλια.
(Το βλέπω απ’ το μπαλκόνι μου)
Ό θεριστής θερίζει τα στάχυα.
(Τον βλέπω απ’ το μπαλκόνι μου.)
Αν πεθάνω
αφήστε το μπαλκόνι μου ανοιχτό!
Από τη Ποιητική Συλλογή «Τα τραγούδια» 1921-1924
ii.Η ΚΥΡΑ Η ΠΑΝΤΕΡΜΗ
.
Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυγή
την ώρα που απ’ τα σκοτεινά
η Κυρά η Παντέρμη ροβολά.
Μαύρη μαυρίλα είν’ η ψυχή της
ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθη της σαν τα αμόνια
που τα βαρούν χωρίς συμπόνια.
- Παντέρμη τι ζητάς εδώ
μονάχη χωρίς σύντροφο;
- Μα αν είναι κάτι που ζητώ
γιατί σε γνοιάζει εσένανε;
Ζητώ εκείνο που ζητώ
ζητώ την ίδια εμένανε.
-Παντέρμη πες ποιος ο καημός σου,
αθεράπευτος ποιος ο καημός σου;
- Ποιος ο καημός μου; Μαύρη πίσσα,
δες, η λινή μου πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελή
σέρνω το άστατο μαλλί.
- Παντέρμη λούσε το κορμί σου
λούσ’ το χελιδονονερό
άσε Κυρά μου την ψυχή σου
ασ’ την να βρει κι αναπαμό
.
Βρε σεις τσιγγάνικες ψυχές
όλο κρυφές νεροσυρμές
θλίψεις μαζί και θάματα
στ΄απόμερα χαράματα.
iii. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΣΚΟΥΡΩΝ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΩΝ
.
Στα κλώνους της δάφνης απάνω
είδα δυο σκούρα περιστέρια
Το ένα ήταν ο ήλιος
το άλλο η σελήνη.
‘Γειτονόπουλα, τους είπα,
πού θα είναι ο τάφος μου;’
‘Στην ουρά του μανδύα μου’, είπε ο ήλιος.
‘Μες στο στήθος μου’, απάντησε η σελήνη.
Κι εγώ, κι εγώ που βάδιζα,
βάζοντας τη γη στο ζωνάρι μου,
δύο πάλλευκους αετούς είδα
και μια κόρη ολόγυμνη.
Ο ένας ήταν ο άλλος
και η κόρη δεν ήταν καμιά.
‘Αετοπούλια μου’, τους είπα,
πού θα είναι ο τάφος μου;’
‘Στην ουρά του μανδύα μου’, είπε ο ήλιος.
‘Μες στο στήθος μου’, απάντησε η σελήνη.
Στα κλώνους της δάφνης απάνω
είδα τα δυο περιστέρια ολόγυμνα.
Το ένα ήταν το άλλο
και τα δυο δεν ήτανε κανένα.
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Επιμέλεια και μετάφραση : Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης
Αν πεθάνω
αφήστε το μπαλκόνι μου ανοιχτό.
Το παιδί τρώει πορτοκάλια.
(Το βλέπω απ’ το μπαλκόνι μου)
Ό θεριστής θερίζει τα στάχυα.
(Τον βλέπω απ’ το μπαλκόνι μου.)
Αν πεθάνω
αφήστε το μπαλκόνι μου ανοιχτό!
Από τη Ποιητική Συλλογή «Τα τραγούδια» 1921-1924
ii.Η ΚΥΡΑ Η ΠΑΝΤΕΡΜΗ
.
Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυγή
την ώρα που απ’ τα σκοτεινά
η Κυρά η Παντέρμη ροβολά.
Μαύρη μαυρίλα είν’ η ψυχή της
ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθη της σαν τα αμόνια
που τα βαρούν χωρίς συμπόνια.
- Παντέρμη τι ζητάς εδώ
μονάχη χωρίς σύντροφο;
- Μα αν είναι κάτι που ζητώ
γιατί σε γνοιάζει εσένανε;
Ζητώ εκείνο που ζητώ
ζητώ την ίδια εμένανε.
-Παντέρμη πες ποιος ο καημός σου,
αθεράπευτος ποιος ο καημός σου;
- Ποιος ο καημός μου; Μαύρη πίσσα,
δες, η λινή μου πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελή
σέρνω το άστατο μαλλί.
- Παντέρμη λούσε το κορμί σου
λούσ’ το χελιδονονερό
άσε Κυρά μου την ψυχή σου
ασ’ την να βρει κι αναπαμό
.
Βρε σεις τσιγγάνικες ψυχές
όλο κρυφές νεροσυρμές
θλίψεις μαζί και θάματα
στ΄απόμερα χαράματα.
iii. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΣΚΟΥΡΩΝ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΩΝ
.
Στα κλώνους της δάφνης απάνω
είδα δυο σκούρα περιστέρια
Το ένα ήταν ο ήλιος
το άλλο η σελήνη.
‘Γειτονόπουλα, τους είπα,
πού θα είναι ο τάφος μου;’
‘Στην ουρά του μανδύα μου’, είπε ο ήλιος.
‘Μες στο στήθος μου’, απάντησε η σελήνη.
Κι εγώ, κι εγώ που βάδιζα,
βάζοντας τη γη στο ζωνάρι μου,
δύο πάλλευκους αετούς είδα
και μια κόρη ολόγυμνη.
Ο ένας ήταν ο άλλος
και η κόρη δεν ήταν καμιά.
‘Αετοπούλια μου’, τους είπα,
πού θα είναι ο τάφος μου;’
‘Στην ουρά του μανδύα μου’, είπε ο ήλιος.
‘Μες στο στήθος μου’, απάντησε η σελήνη.
Στα κλώνους της δάφνης απάνω
είδα τα δυο περιστέρια ολόγυμνα.
Το ένα ήταν το άλλο
και τα δυο δεν ήτανε κανένα.
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Επιμέλεια και μετάφραση : Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου