Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΒΕΑΚΗΣ ( 13 Δεκεμβρίου 1884 – 29 Ιουνίου 1951 )

Ο Αιμίλιος Βεάκης στον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ, που παίχτηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1939

Ο Αιμίλιος Βεάκης (Πειραιάς, 13 Δεκεμβρίου 1884 – Αθήνα, 29 Ιουνίου 1951) υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνεςηθοποιούς. Διακρίθηκε στους Βαλκανικούς πολέμους, έλαβε μέρος στην Αντίσταση κατά την Κατοχή ως μέλος του ΕΑΜ, αλλά αργότερα δέχτηκε διώξεις λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων
Εγγονός του λόγιου και θεατρικού συγγραφέα Ιωάννη Βεάκη, αλλά ορφανός και από τους δυο γονείς, πέρασε τα παιδικά του χρόνια μαζί με άτεκνους συγγενείς. Παρά τις ενστάσεις των κηδεμόνων του, γράφτηκε σε ηλικία 16 ετών (1900) στη «Βασιλική Δραματική Σχολή». Μετά την απότομη διακοπή της δραματικής σχολής του Βασιλικού Θεάτρου, εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου και σπούδασε ζωγραφική. Το 1901 όμως, διέκοψε τις σπουδές του και άρχισε την καριέρα του ως ηθοποιός στο Βόλο με το θίασο της Ε. Νίκα. Από τότε θα περιοδεύσει στις επαρχίες όπου υπάρχει ελληνικό στοιχείο, μέχρι την επιστράτευσή του στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), κατά την οποία και θα προαχθεί σε λοχία λόγω «ανδραγαθίας».
Επιστρέφοντας από το μέτωπο, ο Βεάκης συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους θιάσους της εποχής (Λεπενιώτη, Καλογερίκου, Κοτοπούλη, Κυβέλη, Οικονόμου) και διακρίθηκε σε όλα τα θεατρικά είδη. Αναδείχθηκε εξαίρετος "καρατερίστας" και διέπρεψε στις κλασικές τραγωδίες και δράματα. Σταθμός στην καριέρα του θεωρήθηκε η ερμηνεία του Οιδίποδα στην ομώνυμη τραγωδία (Οιδίπους τύραννος), σε σκηνοθεσία του Φώτου Πολίτη με την «Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου». Από το 1932 μεσουράνησε στο επανασυσταθέν Βασιλικό Θέατρο, ως Εθνικό Θέατρο. Διετέλεσε και ο ίδιος θιασάρχης του, καθώς επίσης και καθηγητής υποκριτικής στην επαγγελματική σχολή του Εθνικού θεάτρου.

Πόλεμοι

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, συνεργάστηκε με την κυρία Κατερίνα και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση από τις τάξεις του ΕΑΜ. Μετά τα Δεκεμβριανά, ακολούθησε το ΕΑΜ μαζί με άλλους ηθοποιούς στην υποχώρηση προς τα βουνά, όπου και συνέχισαν να δίνουν θεατρικές παραστάσεις. Υπήρξε μέλος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου. Για αυτήν την πολιτική του τοποθέτηση ο Βεάκης μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, αντιμετώπισε διώξεις που κλόνισαν την υγεία του και έκαμψαν την ιδιοσυγκρασία του.

Θάνατος

Συνταξιοδοτήθηκε το 1947 και έκανε κάποιες σποραδικές εμφανίσεις, μέχρι τις αποχαιρετιστήριες παραστάσεις του στο Εθνικό θέατρο τον Απρίλιο και το Μάιο του 1951. Πέθανε ξεχασμένος και πένης και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο.
Μετά το θάνατό του, αναγνωρίστηκε μερικώς η τεράστια προσφορά του στο ελληνικό θέατρο με ορισμένες τιμητικές κινήσεις. Το σύγχρονο θερινό θέατρο -τύπου αρχαίου θεάτρου- "Σκυλίτσειο" στη Καστέλα, στον Πειραιά, που είχε αναγείρει ο δήμαρχος Αριστείδης Σκυλίτσης το 1969, μετονομάσθηκε το 1976 σε "Βεάκειο". Επίσης προτομή του Αιμίλιου Βεάκη ανεγέρθη στη δεξιά πλευρά της πρόσοψης του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά, ενώ το θεατρικό μουσείο απονέμει σε άνδρες ηθοποιούς από το 1994 και ανά διετία, το Έπαθλο «Αιμίλιος Βεάκης» για την ερμηνεία α΄ ανδρικού ρόλου, καθώς και το τιμητικό Έπαθλο Βεάκη για τη συνολική προσφορά τους στο θέατρο



ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ - Αιμίλιος Βεάκης

Στη συγκεκριμένη εκπομπή, αφιερωμένη στον ΑΙΜΙΛΙΟ ΒΕΑΚΗ, ο ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ θυμάται το παλαιότερο αφιέρωμα που είχε κάνει στον μεγάλο ηθοποιό στο πλαίσιο της σειράς «Το Πορτραίτο της Πέμπτης» (1976). Στο ξεκίνημα του επεισοδίου ακούγεται σύντομο ηχητικό ντοκουμέντο από την ερμηνεία του ΒΕΑΚΗ στο ρόλο του «Οιδίποδα Τυράννου». Για τον ΑΙΜΙΛΙΟ ΒΕΑΚΗ μιλούν οι ηθοποιοί ΜΑΡΙΑ ΑΛΚΑΙΟΥ, ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΙΣΚΟΣ, ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΒΑΛΑΚΟΥ, ΤΙΤΙΚΑ ΝΙΚΗΦΟΡΑΚΗ, ΘΑΝΟΣ ΚΩΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ, ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΤΣΑ ΤΣΑΓΑΝΕΑ, ΣΩΤΗΡΙΑ ΙΑΤΡΙΔΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΛΑΒΕΤΑΣ, ΤΙΤΙΚΑ ΝΙΚΗΦΟΡΑΚΗ, ο παραγωγός της ταινίας «Η φωνή της καρδιάς» ΦΙΛΟΠΟΙΜΗΝ ΦΙΝΟΣ και τέλος, η σύζυγός του ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΒΕΑΚΗ. Κάνουν λόγο για την ερμηνευτική του ικανότητα, επισημαίνοντας ιδιαίτερα μία από τις σημαντικότερες παραστάσεις του, τον «Βασιλιά Ληρ», θυμούνται με συγκίνηση στιγμές από τη συνεργασία τους και μεταφέρουν μνήμες και εικόνες από την κοινή παρουσία τους στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Η εκπομπή πλαισιώνεται από φωτογραφικό υλικό, πλάνα σε σημεία και χώρους που συνδέονται με τη ζωή και την πορεία του (στο Εθνικό Θέατρο, στην οδό Κυψέλης, όπου έζησε μέχρι το θάνατό του). Επίσης, προβάλλονται πλάνα απ’ την κινηματογραφική ταινία «Η φωνή της καρδιάς» και ακούγονται αποσπάσματα από το ημερολόγιο του ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΒΕΑΚΗ, καθώς και ποιήματα από τη συλλογή του «Τα τραγούδια της αγάπης και της ταβέρνας».


Η μονομαχία του Αιμίλιου Βεάκη και του Αλέξη Μινωτή στα Ψηλά Αλώνια. Πετούσαν καρέκλες, ποτήρια και ακραίες ύβρεις... 



Η αρχική φωτογραφία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προφητική, αν και η λήψη έγινε το 1937. Προέρχεται από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Άμλετ» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη. Ο Αλέξης Μινωτής με το σπαθί στον ρόλο του Άμλετ και ο Αιμίλιος Βεάκης στον ρόλο του Κλαύδιου. Μια τέτοια μονομαχία είχαν ζήσει οι δύο άντρες νωρίτερα σε μια κοινή τους περιοδεία στην Πελοπόννησο. Κανείς δεν φανταζόταν πως οι δύο «γίγαντες» του ελληνικού θεάτρου, ο Αιμίλιος Βεάκης και Αλέξης Μινωτής θα αντάλλασσαν τέτοιες και τόσες βρισιές, θα πετούσαν πράγματα ο ένας στον άλλον και θα πιάνονταν στα χέρια. Αυτά συνέβησαν στην Πάτρα τον Ιούνιο του 1933! Λίγο η ζέστη, λίγο το κρασάκι, ακόμη περισσότερο η υποβόσκουσα αντιζηλία μεταξύ των δύο ανδρών, κατόρθωσαν να προσφέρουν στους Πατρινούς ένα ανεπανάληπτο θέαμα. Όλα συνέβησαν στο περιθώριο της παράστασης «Ο Ποπολάρος» του Γρ. Ξενόπουλου που είχε ανεβάσει το Εθνικό Θέατρο στην Αθήνα και στη συνέχεια ανέβασε στο θέατρο «Λυρικόν» των Πατρών, το οποίο κατακλυζόταν κάθε βράδυ από κόσμο. Προς τιμήν των πρωταγωνιστών και των ανθρώπων του Εθνικού Θεάτρου δόθηκαν πολλές δεξιώσεις και γεύματα. Σε μία από τις συγκεντρώσεις αυτές συνέβη το απίστευτο επεισόδιο. Από την κριτική μιας πατρινής εφημερίδας παρελήφθη το όνομα του Ν. Δενδραμή που είχε τον ρόλο του Ζέππου Πεμπονάρη. «Αν ήμουν στη θέση του Δενδραμή θα έστελνα στο διάολο τις πατρινές εφημερίδες», είπε ο Μινωτής στον Βεάκη. Λόγο στον λόγο, ο τελευταίος αποκάλεσε τον συνάδελφό του αριβίστα, οπότε και ξέσπασε χαμός. Στο κοσμικό εστιατόριο που βρισκόταν στα Ψηλά Αλώνια και ήταν γεμάτο από καλλιτέχνες, οικονομικούς παράγοντες, εκπροσώπους της Εκκλησίας και πλήθος της κοινωνίας των Πατρών, δινόταν μία και μοναδική παράσταση. Στην αρχή οι δύο άνδρες αντάλλαξαν ύβρεις ελαφρές σχετικά με την καλλιτεχνική αξία ενός εκάστου. Ακολούθησαν όμως βαριές βρισιές, οι οποίες εξελίχθηκαν σε ελληνικότατη συμπλοκή. Πρώτος ο Μινωτής πέταξε μια καρέκλα στον Βεάκη, ο οποίος με τη σειρά του εκσφενδόνισε ένα ποτήρι γεμάτο κρασί. Τότε, για να αποφευχθούν τα χειρότερα, αναγκάστηκαν να επέμβουν οι ψυχραιμότεροι. Ευτυχώς, δεν ολοκληρώθηκε η εκ του συστάδην μάχη και έλαβε τέλος η αψιμαχία. 
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά από τον Μικρό Ρωμηό..

Αναδημοσίευση από http://www.mixanitouxronou.gr/



Ο Λυκούργος Καλλέργης θυμάται τον Αιμίλιο Βεάκη:

Είχα τότε την τύχη να παρακολουθήσω τον Βεάκη στο Εθνικό Θέατρο, σαν νέος ηθοποιός, στο Βασιλιά Λιρ, τη μέρα που και ο Γάλλος ηθοποιός Χάρι Μπορ, καθηλωμένος στο επίσημο θεωρείο, παρακολουθούσε έκπληκτος την παράσταση. Είχε μείνει άναυδος μπροστά σ’ αυτή την τιτάνια δημιουργία. Μα περισσότερο άναυδος έμεινε όταν άκουσε στα παρασκήνια που πήγε να χαιρετήσει τον ίδιο τον Βεάκη –και ήμουν εκεί- να του λέει ότι κάθε μέρα παίζει το βασιλιά Λιρ, σε δύο παραστάσεις. Όσοι είδανε τον Βεάκη στο ρόλο αυτό δεν θα ξεχάσουν ποτέ τη συγκλονιστική ερμηνεία του στο βασιλιά Λιρ, που υπήρξε μια παγκόσμια και αξεπέραστη μέχρι σήμερα δημιουργία.
Μα ήρθαν οι μέρες της Κατοχής, της Αντίστασης, των Δεκεμβριανών, του Εμφύλιου και ο Βεάκης, μαζί με όλους τους προοδευτικούς καλλιτέχνες, βρέθηκε από το 1942 έξω από το Εθνικό Θέατρο. Βρέθηκε κι αυτός άνεργος και κατατρεγμένος. Μετά το Δεκέμβρη άρχισε ο συστηματικός παραμερισμός του καλλιτέχνη και η προσχεδιασμένη συντριβή του από τους πολιτικούς αντιπάλους, Γερμανούς και Έλληνες.
Το 1950 τον ξαναπαίρνουν στο Εθνικό. Του δίνουν να παίζει κάποια ρολάκια, σαν από ελεημοσύνη για να παίρνει το μισθό. Η πίκρα του είχε ξεχειλίσει. Η ευαισθησία του είχε πληγωθεί βαθιά κείνες τις μαύρες μέρες. Δεν μπορούσε ν’ αντέξει. Το μυαλό και η τρυφερή καρδιά του βασανίζονταν. Αποζητούσε το θάνατο. Σαν το βασιλιά Λιρ ένιωθε κι αυτός πως είχε προδοθεί. Κάθε μέρα έλεγε και ξανάλεγε στους συναδέλφους του πίσω από την αυλαία του Εθνικού, όταν τέλειωνε το ρολάκι του (και σ’ αυτά τα τελευταία ρολάκια έκανε δημιουργίες αξέχαστες): «Αχ, φίλοι μου, όπως βλέπετε, δεν πέθανα ούτε σήμερα. Σπουδαίο πράγμα ο ηθοποιός να πεθαίνει στη σκηνή σαν έρθει η ώρα του».
Και πραγματικά δεν άργησε να έρθει εκείνη η ώρα. Κάποια μέρα του Ιούνη του 1951 έσβησε, αθόρυβα, ταπεινά, τίμια.

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ «ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΑΡΑΧΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ»
Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ

Ο Γιάννης Ρίτσος για τον Βεάκη 

Ο Γιάννης Ρίτσος, στην επική τοιχογραφία του «Οι Γειτονιές του Κόσμου», έχει αποτυπώσει ποιητικά την εποποιία της αντίστασης του λαού της Αθήνας σε αυτή την κομβική φάση της μεγάλης δεκαετίας του 1940. Στο πρώτο απόσπασμα που παραθέτουμε, καταγράφει ένα πραγματικό επεισόδιο: Τον μέγιστο ηθοποιό Αιμίλιο Βεάκη – τον «καλύτερο βασιλιά Ληρ του κόσμου», όπως τον χαρακτήρισε η κριτική της εποχής – να στήνει το οδόφραγμα της Κυψέλης, ενάντια στα βρετανικά τανκς. 

Από τις «Γειτονιές του Κόσμου», του Γιάννη Ρίτσου:

(…)

Τι θέλεις, Τζον, εδώ πέρα; Γύρισε στην πατρίδα σου.

Η πατρίδα σου είναι μεγάλη, Τζον – είναι όμορφη η πατρίδα σου –

Είναι κείνα τα φώτα στην ομίχλη – και σε περιμένει, Τζον, η μάνα σου

Και σεργιανάει ο Βασιλέας Ληρ μες στην ομίχλη

Ο Βασιλέας Ληρ γδυμένος το βασιλικό του μεγαλείο και στο στέμμα του

Μ’ ένα κλαδάκι μοναχά αγριελιάς στα άσπρα μαλλιά του, ο Ληρ μες στην

Ομίχλη του Λονδίνου

Ο Ληρ – όχι πια βασιλιάς – μα κάτι πιότερο, Τζον, ο Ληρ άνθρωπος

Ο Ληρ μες στην ομίχλη του Λονδίνου γυρεύοντας την Κορδέλλια

Ο Ληρ, Τζον, με τα βρώμικα γένεια του, τυφλός

Ψάχνοντας με τα δάχτυλά του δίχως δαχτυλίδια

Ψάχνοντας τον αγέρα και την καρδιά μας να πιάσει το χέρι της αγάπης

Τυφλός ο Ληρ πλέοντας όλος μες στο θάμπος της αγάπης

Και κείνα τα φώτα στην ομίχλη φκιάχνοντας ένα φωτοστέφανο

Γύρω στ’ αχτένιστα μαλλιά του Ληρ – Κι εμείς αγαπάμε, Τζον, το Ληρ

Κι ο Βεάκης έπαιξε το Ληρ στα θέατρά μας, Τζον,

Ο Βεάκης, Τζον, που με το φωτοστέφανο του Ληρ

Κάθεται αυτή την ώρα, Τζον, πίσω απ’ τ’ οδόφραγμα της Κυψέλης

Αυτήν την ώρα, Τζον, που ανηφοράει το τανκ σου στην Κυψέλη –

Και μεις, Τζον,

Πολύ αγαπάμε την Κορδέλλια, θαρρώ την αδελφούλα σου

Τη λένε Κορδέλλια. Κι η Κορδέλλια σε περιμένει, Τζον,

Να συνεχίσετε το διάβασμα των στίχων του Βύρωνα.

Νάτος ο Λόχος, Τζον, του Λόρδου Βύρωνα

Ο Λόχος, Τζον, των φοιτητών μπροστά στο τανκ σου, Τζον. Δε βλέπεις;





ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΒΕΑΚΗΣ - ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ

Έσφιξ, ο κλοιός τριγύρω. Τα καπλάνια
λυσσούνε τώρα κυκλωμένα.
Καμιά δεν καρτερούν βοήθεια απ’ όξω.
Πρέπει να σπάσει ο κλοιός! Πρέπει να σπάσει!
Σκληρό θαν’ το γιουρούσι, μα θα γίνει!
Αντρεία και Τόλμη
γνώριμες αρετές για τον Αντάρτη!
Μα χρειάζετ’ ένα σύνθημα, μια λέξη,
μια σπίθα στο μπαρούτι...
Να που άξαφνα τη βρήκε ο Παπαζήσης:
- «Ψυχή βαθιά!»
                                   Τα γιαταγάνια αστράφτουν.
Οι μπαταριές τραντάζουν το ρουμάνι.
«Ψυχή βαθιά!» κι οι κάμποι αντιλαλούνε.
Ποτάμι τρέχει το αίμα των Ναζήδων·
κουφάρια φράζουν τα χαντάκια.
«Ψυχή βαθιά » Σπάζει από δώθε ο κύκλος.
Ως να τον κλείσουν πάλι αλλούθε σπάζει,
εδώθε - αλλούθε, σύγχιση και τρόμος,
ψυχές λυγούν, ψυχές θεριεύουν,
οι Ούννοι σκορπάνε. Δώθε- αλλούθε
σα σίφουνας περνούν οι Αντάρτες!

Στην πέρα την πλαγιά σύναξη. Ούτ’ ένας
δεν έμεινε στου εχτρού τα χέρια. Τώρα
καινούρια μάχη πάλι θ’ αρχινήσει.
- «Ψυχή βαθιά κι η νίκη είναι δική μας!»

Δική σας πάντα η Νίκη!
Ψυχή βαθιά το σύνθημα απομένει,
ψυχή βαθιά στο χιόνι, στο χαλάζι,
ψυχή βαθιά στην παγωνιά του λόγγου,
ψυχή βαθιά στο νυχτοστρατοκόπι,
ψυχή βαθιά στην άγρια πείνα,
ψυχή βαθιά στο φρούμασμα της δίψας,
ψυχή βαθιά στη μάνιτα της μάχης,
ψυχή βαθιά κι όταν σε βρει το βόλι!
Ψυχή βαθιά! Κανείς δεν πάει χαμένος!
Ψυχή βαθιά! Μυριάδες ακλουθάνε!

Τι φούντωνε τη θείαν ορμή σας
κορφές και ράχες και φαράγγια
να δρασκελάτε,
ξυπόλητοι και πεινασμένοι,
δίχως άχνα παράπονου στα χείλη,
φορτωμένοι τη βαριά αρματωσιά σας;
Την καρδιά σας ποιος έκανε ατσαλένια,
με το γέλιο, το χούγιασμα του θριάμβου
ν’ αντικρίζετ’ ακόμα και το Χάρο;

Ψυχή βαθιά το σύνθημα και τώρα.
Ξαρμάτωτοι και προδομένοι,
στ’ ανήλιαγα μπουντρούμια,
στης αισχρής αβανιάς το φαρμάκι,
στους δρόμους, στις βρισιές,
στα μαρτύρια, τη σιδερένια αντοχή ποιος σας τη δίνει;
- «Ψυχή βαθιά» ο ένας στον άλλον κράζει,
»ψυχή βαθιά, δική μας πάντα η Νίκη!»

Ναι, δική σας! Η ατράνταχτη Πίστη
για τον άγιο σκοπό σας θεριεύει
και πετρώνει τη θέλησή σας!
Ω δική σας η Νίκη, δική σας!
Γιατί κάθε σας πράξη τη διαφεντεύει
ο ηθικός της αυταπάρνησης νόμος:
για σας τίποτα, κι όλα για τους άλλους!
Πίστη κι ελπίδα σας θεμελιωμένες
στης Αλήθειας το ασάλευτο κάστρο
που λουσμένη προβαίνει
μέσ’ απ’ το φως που σκορπίζ’ η Ιστορία
για του Ανθρώπου την πάλη την αιώνια
για λευτεριά και δικαιοσύνη,
για τ’ αγαθά –  πανανθρώπινο χτήμα –
για  τη γη, το νερό, τον αγέρα,
Ψυχή βαθιά κι ευλογητός ο Αγώνας!
Ψυχή βαθιά! το πλήρωμα του χρόνου
κοντά σας πια για να χαρείτε
δίκια και λεύτερη Πατρίδα!
Ψυχή βαθιά! Δική σας πάντα η Νίκη!

Δημοτικό - Ποίημα του Αιμίλιου Βεάκη - 18 Αυγούστου 1941

Δεν είναι τρόπος να γνοιαστούν να μιληθούν οι ανθρώποι.

Καθένας χώρια το σαρκί, το εγώ καθένας χώρια,

κι ένας βυζαίνει ταλλουνού το γαίμα να χορτάσει

και πίσωθέ τους ύπουλο το κλεφτοσκυλολόι

τους διαγουμάει το έχει τους και τους ρουφάει τη ζήση.

Θέλω να πάρω ένα στρατί, κρυφό σα μονοπάτι

που να με πάει στο ξάγναντο, στην πιο ψηλή κορφούλα

κι ούτε από δω το δρόμο μου ψυχή να μη γροικήσει.

Οι οχτροί μου να με χάσουνε κι οι φίλοι να σαστίσουν

κι όλοι να πουν πως χάθηκα, πως έσβησα απ' τον κόσμο.

Κι εγώ ψηλά με τα στοιχειά, με τα θεριά, με τάστρα,

με του βουνού τα πνεύματα να κάνω μετερίζι.

Με αντιμαχές κι αθιβολές να βρω το μυστικό τους,

να κλέψω απ' τ' αστρα υπομονή κι απ' τα θεριά το θάρρος

κι απ' τα στοιχειά τη δύναμη και την καπατσοσύνη,

απ' το βοριά την αντοχή και την ορμή απ' το νότο

κι από τη στουρναρόπετρα την άλυωτη σκληρότη,

να κάνω πέτρα το κορμί και την ψυχή ατσαλένια.

Κι όταν θαρθεί ο καλός καιρός να στήσω καραούλι

με μπιστικούς τους Σάτυρους κι αρματωλούς τους Πάνες

και κρυφομαντατάρηδες ταγερικά του Λόγγου.

Με τέτοιο ασκέρι νείρομαι να ξαναρθώ στη χώρα.

Και μιαν αυγή απ' το ξάγναστο κι απ' την ψηλή ραχούλα,

να κάνω τις παλάμες μου χουνί και να φωνάξω:

«Βιαστήτε! Καθαρίστε τα τάνομα σωθικά σας,

σπεκουλαδόροι του χρυσού κι έμποροι του θανάτου,

κλέφτες της χήρας, του ορφανού, ξεμαυλιστές των νιάτων,

πραματευτάδες άνομοι κάθε Θεού και τόπου,

καταλυτάδες του Καλού και σπιλωτές του Ωραίου,

βιαστήτε, γιατί επλάκωσα με των στοιχειών τ' ασκέρι»!

https://www.rizospastis.gr/


















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου