Η Περλ Σ. Μπακ (Pearl Sydenstricker Buck, 26 Ιουνίου 1892 – 6 Μαρτίου 1973), ήταν Αμερικανίδα συγγραφέας που έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της στην Κίνα. Το μυθιστόρημά της The Good Earth ήταν το βιβλίο μυθοπλασίας με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στις ΗΠΑ το 1931 και το 1932, και κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ για μυθιστόρημα το 1932. Το 1938 η Μπακ τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας «για τις πλούσιες και αληθώς επικές περιγραφές τής ζωής των χωρικών στην Κίνα, καθώς και για τα βιογραφικά της αριστουργήματα.»
Η Περλ Μπακ γεννήθηκε στο Χίλσμπορο της Δυτικής Βιρτζίνια και ήταν κόρη της Καρολίν Στάλτινγκ (Caroline Stulting, 1857–1921) και του Άμπσαλομ Σύντενστράικερ (Absalom Sydenstricker, 1852-1931).
Αμφότεροι οι γονείς της ήταν ιεραπόστολοι της νότιας Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας και ταξίδεψαν στην Κίνα λίγο μετά τον γάμο τους στις 8 Ιουλίου 1880, αλλά επέστρεψαν στις ΗΠΑ για να γεννηθεί εκεί η Περλ. Στην Κίνα επέστρεψαν όταν η Περλ ήταν τριών μηνών και εγκαταστάθηκαν στην Ζενγιάνγκ (τότε γνωστή και ως Γινγκ-Γιανγκ), κοντά στο Νανκίνγκ. Η Περλ αναθράφηκε μέσα σε ένα δίγλωσσο περιβάλλον, στο οποίο έμαθε την αγγλική από τη μητέρα της και την κλασική κινεζική από κάποιον κύριο Κουνγκ.
Η Εξέγερση των Μπόξερ επηρέασε πολύ την Περλ και την οικογένειά της: Οι Κινέζοι φίλοι τους τους εγκατέλειψαν, ενώ και οι Δυτικοί επισκέπτες λιγόστεψαν.
Το 1911 η Περλ άφησε την Κίνα για σπουδές στο Κολέγιο Θηλέων Randolph-Macon, στο Λύντσμπουργκ της Βιρτζίνια, απ' όπου απεφοίτησε το 1914. Από το 1914 ως το 1933 υπηρέτησε ως πρεσβυτεριανή ιεραπόστολος, αλλά αναμίχθηκε με τις απόψεις της στη διαμάχη φονταμενταλιστών-μοντερνιστών, πράγμα που την οδήγησε στην παραίτησή της.
Το 1914 η Περλ επέστρεψε στην Κίνα, όπου και παντρεύτηκε έναν οικονομολόγο ειδικευμένο στην αγροτική οικονομία, τον Τζων Λόσινγκ Μπακ (John Lossing Buck, από όπου και το επώνυμό της), στις 13 Μαΐου 1917. Μετά τον γάμο, το ζεύγος εγκαταστάθηκε στο Σουζού της επαρχίας Ανούι (δεν πρέπει να συγχέεται με το γνωστότερο Σουζού, αυτό της επαρχίας Γιανγκσού). Την περιοχή αυτή περιγράφει στα βιβλία της The Good Earth και Sons.
Από το 1920 ως το 1933 οι Μπακ έζησαν στο Νανκίνγκ, στην πανεπιστημιόπολη του Πανεπιστημίου του Νανκίνγκ, όπου δίδασκαν και οι δύο. Πιο συγκεκριμένα, η Μπακ δίδασκε αγγλική λογοτεχνία τόσο στο ιδιωτικό αυτό πανεπιστήμιο των ιεραποστόλων, όσο και στο Εθνικό Κεντρικό Πανεπιστήμιο . Το 1920 το ζεύγος απέκτησε μία θυγατέρα, την Κάρολ, η οποία έπασχε από φαινυλκετονουρία. Το 1921 πέθανε η μητέρα της Μπακ και λίγο αργότερα ο πατέρας της ήρθε να μείνει μαζί τους. Από το 1924 έμειναν στις ΗΠΑ για ένα διάστημα, οπότε η Περλ Μπακ πήρε μάστερ από το Πανεπιστήμιο Κορνέλ. Το 1925 οι Μπακ υιοθέτησαν την Τζάνις (γνωστή αργότερα με το επώνυμο Walsh) και το φθινόπωρο επέστρεψαν στην Κίνα.
Οι ταλαιπωρίες και οι συνεχείς μετακινήσεις που υπέφεραν οι Μπακ κατά τη δεκαετία του 1920 κορυφώθηκαν τον Μάρτιο του 1927 κατά το «Επεισόδιο του Νανκίνγκ»: Σε μία περιπλεγμένη μάχη, στην οποία έλαβαν μέρος στοιχεία των εθνικιστών του Τσανγκ Κάι-σεκ, κομμουνιστές και διάφοροι πολέμαρχοι, δολοφονήθηκαν αρκετοί Δυτικοί. Καθώς ο πατέρας της Μπακ ήταν ιεραπόστολος, η οικογένεια αποφάσισε να παραμείνει στο Νανκίνγκ μέχρι που η μάχη έφθασε μέσα στην πόλη. Όταν ξέσπασε η βία, μια φτωχή οικογένεια Κινέζων τους επέτρεψε να κρυφτούν στην καλύβα τους ενώ το σπίτι των Μπακ λεηλατήθηκε. Η οικογένεια πέρασε μία ημέρα κρυπτόμενη και τρομοκρατημένη. Την επόμενη διασώθηκαν από αμερικανικές κανονιοφόρους. Ταξίδεψαν στη Σαγκάη και στη συνέχεια στην Ιαπωνία, όπου παρέμειναν για ένα χρόνο. Κατόπιν επέστρεψαν στο Νανκίνγκ, παρότι οι συνθήκες παρέμεναν επικίνδυνα ρευστές. Το 1934 άφησαν την Κίνα για πάντα.
Το 1935 οι Μπακ πήραν διαζύγιο. Ο Ρίτσαρντ Γουάλς (Richard Walsh) έγινε ο δεύτερος σύζυγος της Περλ, αφού προηγουμένως είχε γίνει ο εκδότης της. Το ζεύγος έμεινε στην Πενσυλβάνια μέχρι τον θάνατο του Γουάλς, το 1960.
Κατά την Πολιτιστική Επανάσταση η Μπακ, ως εξέχουσα Αμερικανίδα συγγραφέας της κινεζικής αγροτικής ζωής, αποκηρύχθηκε ως «Αμερικανή πολιτιστική ιμπεριαλίστρια» και στενοχωρήθηκε πολύ όταν η σύζυγος του Μάο και υψηλόβαθμοι Κινέζοι αξιωματούχοι την εμπόδισαν να επισκεφθεί την Κίνα με τον πρόεδρο Νίξον το 1972.
Η Περλ Μπακ πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα σε ηλικία 81 ετών στο Ντάνμπυ του Βερμόντ και τάφηκε στο νεκροταφείο Γκρην Χιλς Φαρμ, στο Περκάσι της Πενσυλβάνια. Είχε σχεδιάσει η ίδια την ταφόπλακά της: φέρει, γραμμένο με κινεζικούς χαρακτήρες, το όνομα με το πατρικό της επώνυμο, Περλ Σύντενστράικερ..
Η κατοικία της Μπακ στο Πανεπιστήμιο του Νανκίνγκ αποτελεί σήμερα το κτήριο της Βιομηχανικής Ομάδας Επιστήμης και Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου του Νανκίνγκ, κατά μήκος του δυτικού τείχους του βόρειου κάμπους του πανεπιστημίου
Ανθρωπιστική δράση
Η Μπακ ήταν αφοσιωμένη σε ένα φάσμα θεμάτων που ελάχιστα απασχολούσαν τη γενιά της. Πολλές από της εμπειρίες της ζωής της και οι πολιτικές της απόψεις περιγράφονται στα μυθιστορήματα και τα διηγήματά της, αλλά και στις παιδικές ιστορίες και τις βιογραφίες των γονέων της που έγραψε (Fighting Angel για τον πατέρα της και The Exile για την μητέρα της). Τα θέματα του έργου της είναι ποικίλα και συμπεριλαμβάνουν τα δικαιώματα των γυναικών, τους πολιτισμούς της Ασίας, τη μετανάστευση, την υιοθεσία, το ιεραποστολικό έργο και τον πόλεμο.
Το 1949, εξοργισμένη με το ότι οι υπάρχουσες τότε υπηρεσίες υιοθεσίας απέρριπταν την υιοθεσία παιδιών ασιατικής, ακόμα και μικτής, καταγωγής, η Μπακ ίδρυσε τη Welcome House, Inc., την πρώτη διεθνή υπηρεσία διαφυλετικών υιοθεσιών. Σχεδόν μισό αιώνα από τότε, το γραφείο αυτό έχει δώσει για υιοθεσία πάνω από 5.000 παιδιά. Επιπρόσθετα, το 1964, προκειμένου να υποστηρίξει παιδιά που δεν ήταν επιλέξιμα για υιοθεσία, η Μπακ ίδρυσε το Pearl S. Buck Foundation (σήμερα γνωστό ως Pearl S. Buck International) για να «αντιμετωπίσει τη φτώχεια και τις διακρίσεις που βιώνουν παιδιά στις ασιατικές χώρες». Το 1965 ίδρυσε το «Κέντρο Ευκαιριών και Ορφανοτροφείο» (Opportunity Center and Orphanage) στη Νότια Κορέα, με γραφεία να ανοίγουν αργότερα στην Ταϊλάνδη, τις Φιλιππίνες και το Βιετνάμ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 η Μπακ περιόδευσε τη Δυτική Βιρτζίνια για να χρηματοδοτήσει τη διατήρηση του οικογενειακού της αργοκτήματος στο Χίλσμπορο. Σήμερα, ο τόπος όπου γεννήθηκε αποτελεί σπίτι-μουσείο και πολιτιστικό κέντρο. Είχε εκφράσει την ελπίδα ότι το σπίτι «θα ανήκε σε οποιονδήποτε θα ενδιαφερόταν να το επισκεφθεί»και ότι θα χρησίμευε ως «μια πύλη προς νέες ιδέες, όνειρα και τρόπους ζωής.»
Πολύ πριν αρχίσει να θεωρείται πολιτικά ασφαλές κάτι τέτοιο, η Μπακ προκάλεσε το αμερικανικό κοινό «παίζοντας» με θέματα όπως ο ρατσισμός, οι διακρίσεις κατά των γυναικών και η μοίρα των χιλιάδων βρεφών που γεννιούνταν από Ασιάτισσες τις οποίες άφηναν πίσω τους οπουδήποτε είχαν βάσεις Αμερικανοί στρατιώτες στην Ασία. Κατά τη διάρκεια της ζωής της η Μπακ συνδύαζε τους πολλαπλούς ρόλους της συζύγου, μητέρας, συγγραφέως-επιμελήτριας εκδόσεων και πολιτικής ακτιβίστριας.
Αποτίμηση
Η Περλ Μπακ δέχεται το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από τον βασιλιά Γουσταύο Ε΄ της Σουηδίας στην Αίθουσα Συναυλιών της Στοκχόλμης το 1938.
Οι κριτικοί της εποχής της Μπακ υπήρξαν γενικώς θετικοί και επαίνεσαν τον «όμορφο πεζό λόγο της», ακόμα και με την επιφύλαξη ότι «το ύφος της τείνει να εκφυλίζεται σε υπερβολική επανάληψη και σύγχυση». Ο Πήτερ Κον στη βιογραφία του της Περλ Μπακ γράφει ότι, παρά τις τιμές που της επιδαψιλεύτηκαν, η καθαυτό συνεισφορά της Μπακ στη λογοτεχνία έχει κατά το μεγαλύτερο μέρος της λησμονηθεί ή αγνοηθεί σκόπιμα από τους «πολιτιστικούς φρουρούς» των ΗΠΑ. Ο Κανγκ Λιάο υποστηρίζει ότι η Μπακ έπαιξε έναν «πρωτοπόρο ρόλο στην απομυθοποίηση της Κίνας και του κινεζικού λαού στον αμερικανικό νου». Η Φύλλις Μπέντλεϋ, σε μια κριτική του έργου της Μπακ που δημοσιεύθηκε το 1935, γράφει εντυπωσιασμένη: «Αλλά μπορούμε να πούμε ότι, τουλάχιστον για το επιλεγμένο υλικό της, το σταθερά υψηλό επίπεδο της τεχνικής της δεξιότητας και τις συχνά παγκόσμιες ιδέες της, η κ. Μπακ δικαιούται να πάρει τη θέση της ως σημαντική λογοτέχνιδα. Με την ανάγνωση των μυθιστορημάτων της κερδίζει κάποιος όχι απλώς μια γνώση για την Κίνα, αλλά σοφία για τη ζωή.». Τα έργα της δημιούργησαν σημαντική γενική συμπάθεια για την Κίνα και βοήθησαν εξ αντιδιαστολής να επιδεινωθεί το κλίμα στις σχέσεις με την Ιαπωνία.
Η Anchee Min, Κινέζα συγγραφέας μιας δραματοποιημένης βιογραφίας της Περλ Μπακ, κατέρρευσε όταν διάβασε τα έργα της, επειδή είχε απεικονίσει τους Κινέζους χωρικούς «με τόση αγάπη, τρυφερότητα και ανθρωπιά».
Η Περλ Μπακ τιμήθηκε το 1983 με ένα γραμματόσημο των 5¢ της σειράς «Μεγάλοι Αμερικανοί» που εκδόθηκε από την Ταχυδρομική Υπηρεσία των ΗΠΑΣυνολικά η Μπακ έγραψε γύρω στα 45 έργα, που μεταφράστηκαν σε 20 γλώσσες - και φυσικά και στην ελληνική. Στα έργα της αναλύει τις εμπειρίες της από την παιδική της ηλικία και από τη σκληρή ζωή των αγροτών της Κίνας, όπου γεύτηκε την πείνα, τη δυστυχία, από τα ήθη και τα έθιμα του μακρινού αυτού τόπου (Ένα διαιρεμένο σπίτι, Οι πολλοί μου κόσμοι, Μία γέφυρα για πέρασμα, Σκορπισμένο σπίτι, Περήφανη καρδιά, Θάνατος στον Πύργο, Η μάνα κ.ά.)
Με τον Τζων Φ. Κέννεντυ κατά τη διάρκεια δεξίωσης προς τιμήν των βραβευμένων με Νόμπελ Λογοτεχνίας, 1962
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Η μάνα
Στο απόσπασμα από το μυθιστόρημα Η μάνα (1934) της Αμερικανίδας Περλ Μπακ περιγράφονται η καθημερινή ζωή και οι ασχολίες μιας μητέρας που συντηρεί με την αδιάκοπη εργασία και τη σταθερή αφοσίωσή της τη φτωχή αγροτική της οικογένεια. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Κίνα των αρχών του εικοστού αιώνα και επικεντρώνεται στη μορφή της μητέρας, η οποία, πρότυπο αγάπης, κατανόησης και προσφοράς, στηρίζει την παραδοσιακή πατριαρχική οικογένεια.
Έχει καμιά διαφορά η μια μέρα από την άλλη κάτω από τον ουρανό για μια μάνα; To πρωί η μάνα ξύπνησε και σηκώθηκε πριν ακόμα χαράξει η αυγή, κι ενώ οι άλλοι κοιμόντουσαν ακόμα, άνοιξε την πόρτα, έβγαλε τα πουλερικά και το γουρούνι, πήγε το νεροβούβαλο μέσα στο μαντρί, και καθάρισε όσες βρομιές είχαν κάνει τη νύχτα, τις μάζεψε και τις έκανε ένα σωρό, σε μια γωνιά του μαντριού. Ενώ οι άλλοι ήταν ακόμη ξαπλωμένοι, πήγε στην κουζίνα, άναψε τη φωτιά και έβρασε το νερό για να πιούνε ο άντρας και η γριά όταν σηκώνονταν, και λίγο από αυτό το έριξε σε μια ξύλινη λεκάνη για να δροσίσει λίγο και να μπορέσει να πλύνει τα μάτια του κοριτσιού.
Κάθε πρωί τα μάτια του κοριτσιού ήταν σφιχτά κλεισμένα και δεν μπορούσε να δει καθόλου ώσπου να του τα πλύνει. Στην αρχή το παιδί φοβόταν, όπως και η μάνα, αλλά η γριά σφύριξε:
«Έτσι ήμουνα κι εγώ, σαν ήμουνα μικρή, μα δεν πέθανα!».
Τώρα το είχαν συνηθίσει και ήξεραν ότι δε σήμαινε τίποτε έξω από το ότι κάμποσα παιδιά ήταν έτσι κι ότι δεν πέθαναν από αυτό. Μόλις που είχε ρίξει νερό στη λεκάνη, όταν πρόβαλαν τα παιδιά, το αγόρι κρατώντας το κορίτσι από το χέρι. Είχαν βγει συρτά από το κρεβάτι χωρίς να κάνουν θόρυβο, χωρίς να ξυπνήσουν τον άντρα που έτρεμαν το θυμό του, γιατί παρ' όλους τους καλούς και κεφάτους τρόπους που είχε, όταν ήθελε να είναι κεφάτος και καλός, ο άντρας ήταν ικανός να θυμώσει και να τα ξυλοφορτώσει άγρια αν τον ξυπνούσαν πριν από την ώρα του. Τα δυο τους στέκονταν βουβά στην πόρτα κοιτάζοντας τη μάνα και το αγόρι ανοιγόκλεινε τα μάτια του και χασμουριόταν, αλλά το κοριτσάκι καθόταν υπομονετικά περιμένοντας, με τα μάτια σχεδόν κατάκλειστα. Ύστερα η μάνα σηκώθηκε βιαστικά και παίρνοντας την γκρίζα πετσέτα που ήταν κρεμασμένη σ' έναν ξύλινο γάντζο, βούτηξε τη μια της άκρη στη λεκάνη και σιγά σιγά καθάρισε τα μάτια του κοριτσιού. Το παιδί κλαψούρισε, χωρίς να βγάζει ήχο από το στόμα του, μόνο με την ανάσα του, και η μάνα αναλογίστηκε, όπως κάθε πρωί:
«Δεν πρέπει λοιπόν να ξεχάσω την αλοιφή για τα μάτια αυτού του παιδιού. Κάποτε πρέπει να φροντίσω και γι' αυτό. Αν δεν το ξεχάσω όταν πουληθεί το φορτίο με το άχυρο του ρυζιού, την άλλη φορά, θα του πω να πάει σ' ένα μαγαζί με φάρμακα - υπάρχει κάποιο κοντά στην πύλη στα δεξιά, κατηφορίζοντας σ' ένα μικρό δρομάκι».
Ενώ το σκεφτόταν αυτό, ο άντρας πρόβαλε στην πόρτα φορώντας τα ρούχα του. Χασμουρήθηκε δυνατά κι ύστερα έξυσε το κεφάλι του. Εκείνη είπε φωναχτά τη σκέψη της:
«Όταν θα πας να πουλήσεις αυτό το δεμάτι με το άχυρο του ρυζιού, να πας και σε κείνο το μαγαζί που είναι κοντά στην Πύλη του Νερού και να ζητήσεις καμιά αλοιφή ή κανένα άλλο φάρμακο για πονεμένα μάτια σαν και τούτα».
Όμως ο άντρας ήταν ακόμα βαρύς από τον ύπνο κι απάντησε θυμωμένα:
«Και γιατί να ξοδέψουμε από το λίγο έχει μας για πονεμένα μάτια, αφού δε θα πεθάνει ποτέ από δαύτα. Είχα κι εγώ πονεμένα μάτια όταν ήμουνα μικρός κι ο πατέρας μου ποτέ του δεν ξόδεψε τα λεφτά του για μένα, μόλο που ήμουνα ο μοναδικός γιος που του είχε απομείνει».
H μάνα, καταλαβαίνοντας πως δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή για να μιλήσει, δεν είπε τίποτε παραπάνω και πήγε να του βάλει το νερό του. Ήταν όμως κάπως θυμωμένη και δεν του το έδωσε στο χέρι, αλλά το άφησε στο τραπέζι για να το πάρει μόνος του, αλλά δεν είπε τίποτα και ξέχασε την υπόθεση, για την ώρα. H αλήθεια ήταν ότι πολλά παιδιά είχαν πονεμένα μάτια, και γίνονταν καλά όταν μεγάλωναν, όπως και ο άντρας, που, μόλο που τα μάτια του είχαν κάτι σημάδια γύρω από τα βλέφαρα, που φαίνονταν, αν τα κοίταζε κανένας κατά πρόσωπο, έβλεπε καλά όταν δεν ήταν πολύ μικρό εκείνο που περιεργαζόταν. Δεν ήταν όμως από κείνους τους μορφωμένους που ζούνε με τα βιβλία και πρέπει να βλέπουνε καλά, κι έτσι αυτό δεν είχε σημασία.
Ξάφνου η γριά αναταράχτηκε και φώναξε αδύναμα, και η μάνα τής έφερε ένα κύπελλο με ζεστό νερό, της το έδωσε να το πιει πριν σηκωθεί, και η γριά το ρούφηξε με θόρυβο και ρεύτηκε όλα τα κακά αέρια που έρχονταν από το άδειο στομάχι της, βόγκηξε λίγο και παραπονέθηκε για την ηλικία της, που την έκανε να νιώθει αδύναμη τα πρωινά.
H μάνα γύρισε στην κουζίνα κι άρχισε να ετοιμάζει το πρωινό, και τα παιδιά κάθισαν κοντά της πάνω στο χώμα περιμένοντας κουβαριασμένα γιατί το πρωί ήταν κρύο. Το αγόρι σηκώθηκε στο τέλος και πήγε κοντά στη μάνα του που τάιζε τη φωτιά, αλλά το κορίτσι έμεινε μόνο του. Ξαφνικά ο ήλιος πρόβαλε πάνω από τους ανατολικούς λόφους και το φως ξεχύθηκε σε μεγάλες φωτεινές αχτίνες, που έπεσαν πάνω στα μάτια του παιδιού κι εκείνο τα έκλεισε αμέσως. Άλλοτε θα έκλαιγε, αλλά τώρα πήρε μόνο μια βαθιά ανάσα, όπως θα έκανε ένας μεγάλος, και κάθισε φρόνιμο με τα βλέφαρα σφιχτά κλεισμένα και δεν κουνήθηκε καθόλου μέχρι που ένιωσε τη μάνα του να του βάζει μπροστά του μια γαβάθα με φαγητό.
Ναι, είναι αλήθεια ότι όλες οι μέρες ήταν όμοιες για τη μάνα, αλλά ποτέ της δεν τις βρήκε στενόχωρες ή πληκτικές κι ήταν αρκετά ευχαριστημένη με το πέρασμά τους. Αν κανένας τη ρωτούσε, θ' άνοιγε διάπλατα εκείνα τα φωτεινά της μάτια και θα έλεγε: «Μα η γης αλλάζει από τη σπορά μέχρι τη συγκομιδή κι έπειτα είναι και το ωρίμασμα της σοδειάς από τη γη μας, και η πληρωμή των σπόρων στον ιδιοκτήτη για τη γη που νοικιάζουμε, κι είναι και οι γιορτές και οι σχόλες και η Πρωτοχρονιά, ναι, ακόμα και τα παιδιά αλλάζουν και μεγαλώνουν, και βρίσκω απασχόληση φτιάχνοντας κι άλλα, και για μένα δεν υπάρχει τίποτα που να μην αλλάζει και όλα αλλάζουν αρκετά για να με κάνουν να δουλεύω από την αυγή ώσπου να πέσει το σκοτάδι, τ' ορκίζομαι».
Όταν της περίσσευε λίγος χρόνος, υπήρχαν άλλες γυναίκες στο χωριουδάκι, αυτή που ήταν να γεννήσει κι εκείνη που θρηνούσε ένα παιδί που είχε χάσει, ή μια άλλη που είχε κάποιο σχέδιο να κεντήσει ένα λουλούδι πάνω σε παπούτσι ή κανένα καινούριο τρόπο για να κοπεί ένα πανωφόρι. Ήταν και μέρες που πήγαινε στην πόλη για να πουλήσει σπόρο ή λάχανα μαζί με τον άντρα της, κι εκεί στην πόλη μπορούσες να δεις περίεργα πράγματα και να τα σκεφθείς, αν βέβαια περίσσευε χρόνος για σκέψη. Αλλά η αλήθεια ήταν ότι αυτή η γυναίκα ήταν από κείνες που μπορούσαν να ζουν ικανοποιημένες με τον άντρα και τα παιδιά χωρίς να σκέφτονται τίποτε άλλο. Εκείνης της έφτανε να γνωρίζει συχνά όλο τον πόθο του άντρα, να πιάνει παιδί μ' αυτόν, να ξέρει ότι μια ζωή μεγαλώνει μέσα στο ίδιο της το κορμί, να νιώθει αυτή την καινούρια σάρκα να παίρνει μορφή και να μεγαλώνει, να γεννάει και να νιώθει τα μωρουδίστικα χείλια να πίνουν από το στήθος της. Της έφτανε να ξυπνάει με το χάραμα, να ταΐζει την οικογένειά της, να ταΐζει τα ζώα, να σπέρνει τη γης και να μαζεύει τον καρπό της, να τραβάει νερό από το πηγάδι για να πιουν, να περνάει μέρες ολάκερες στους λόφους συνάζοντας αγριόχορτα και να νιώθει τον ήλιο και τον άνεμο πάνω της. Χαιρόταν όλη τη ζωή της, τη γέννα, τη δουλειά στα χωράφια, τον ύπνο, το φαγητό και το νερό που έπινε, το σκούπισμα και το συγύρισμα του σπιτιού, τα καλά λόγια από τις γυναίκες του χωριού που την παίνευαν για την προκοπή και για το ράψιμό της. Ακόμα και ο τσακωμός με τον άντρα της ήταν καλός και δυνάμωνε το πάθος που ένιωθε ο ένας για τον άλλο. Έτσι ξυπνούσε κεφάτη κάθε πρωί.
Αυτή τη μέρα, αφού έφαγε ο άντρας, κι αφού στέναξε, πήρε το σκαλιστήρι* του και ξεκίνησε κάπως άκεφα, όπως το συνήθιζε πάντα, για το χωράφι, κι εκείνη καθάρισε τις γαβάθες, έβαλε τη γριά να καθίσει στον ήλιο, κάτω από τη ζεστασιά του, και πρόσταξε τα παιδιά να μην παίζουν κοντά στη γούρνα. Ύστερα πήρε το σκαλιστήρι της και ξεκίνησε κι εκείνη σταματώντας μια δυο φορές για να κοιτάξει πίσω της. H αδύναμη φωνή της γριάς μόλις που ακουγόταν και η μάνα χαμογέλασε και συνέχισε το δρόμο της. Το μόνο που μπορούσε να κάνει η γριά ήταν να προσέχει την πόρτα και το έκανε με περηφάνια. Μόλο που ήταν γριά και μισότυφλη, μπορούσε να διακρίνει αν πλησίαζε κανένας που δεν έπρεπε και θα έμπηγε αμέσως τις φωνές. Ήταν ενοχλητική γριά και οι ενοχλητικοί γέροι είναι χειρότεροι κι από τα παιδιά, γιατί δεν μπορείς να τους χαστουκίσεις όπως τα παιδιά. Κι όμως, όταν η γυναίκα του ξαδέρφου είπε κάποτε: «Θα είναι πολύ καλό για σένα να πεθάνει αυτό το γέρικο πράμα, που είναι τόσο γερασμένο και στραβό, κι όλο πόνους και γκρίνια για το φαγητό», η μάνα είχε απαντήσει με τον ήρεμο τρόπο που έπαιρνε όταν ένιωθε κάποτε κρυφή στοργή: «Ναι, αλλά είναι πολύ χρήσιμη ακόμα, για να μας φυλάει την πόρτα, κι ελπίζω ότι θα ζήσει μέχρι που να μεγαλώσει λίγο το κορίτσι».
Ναι, η μάνα ποτέ της δεν μπορούσε να κάνει την καρδιά της να σκληρύνει απέναντι σε μια γριά σαν κι εκείνη. Είχε ακούσει για γυναίκες που περηφανεύονταν ότι είχαν κηρύξει τον πόλεμο στα σπίτια τους ενάντια στις πεθερές τους και πως δεν μπορούσαν να ανεχτούνε τον κακό τους τρόπο. Όμως σ' αυτή τη νεαρή μάνα, η γριά φαινότανε σαν να ήτανε ένα ακόμα παιδί της, ολότελα ξεμωραμένο, που ήθελε τούτο και το άλλο, όπως τα παιδιά. Έτσι καμιά φορά τής φαινόταν κουραστικό να τρέχει εδώ κι εκεί πάνω στους λόφους την άνοιξη, ψάχνοντας να βρει ένα χόρτο που πολύ το 'χε πεθυμήσει η δύστυχη γριά, όμως, όταν έφτασε κάποιο καλοκαίρι κι έπεσε βαριά διάρροια στο χωριό, τόσο βαριά που πέθαναν δυο ολόγεροι άντρες, μερικές γυναίκες και πολλά μικρά παιδιά, και η γριά ήταν του θανατά, ή τουλάχιστον έτσι τους φαινόταν, αγόρασαν το καλύτερο φέρετρο που μπόρεσαν να βρουν και το ετοίμασαν. Η γριά όμως δεν πέθανε και η νεαρή μάνα ένιωσε αληθινή χαρά όταν την είδε πως γαντζώθηκε στη ζωή και κατάφερε να ζήσει. Ναι, μόλο που η σκληρόπετση γριά είχε λιώσει δυο νεκρικά φορέματα, η μάνα ήταν ευτυχισμένη που ζούσε ακόμα. Όλο το χωριό το είχε για αστείο το πώς κρεμόταν στη ζωή. Το κόκκινο ρούχο που είχε φτιάξει η μάνα για να τη θάψει, το φορούσε κάτω από το γαλάζιο, όπως ήταν έθιμο σ' εκείνα τα μέρη, μέχρι που να λιώσει και να πεταχτεί και η γριά ανυπομονούσε και δεν αισθανότανε καλά ώσπου η μάνα τής ετοίμασε καινούριο. Και τώρα, φορούσε αυτό το δεύτερο χαρούμενη κι αν κανένας τής φώναζε: «Ακόμα εδώ είσαι, γριούλα;», απαντούσε κεφάτα: «Ναι, εδώ είμαι και φοράω τα καλά μου νεκρικά φορέματα. Εκείνα λιώνουν, εγώ ζω. Τα λιώνω και ούτε που ξέρω πόσα θα λιώσω ακόμα».
Και η γριά γελούσε καθώς σκεφτόταν πόσο όμορφο αστείο ήταν που ζούσε και που δεν έλεγε να πεθάνει.
Τώρα, κοιτάζοντας πίσω, η μάνα χαμογέλασε κι άκουσε τη φωνή της γριάς: «Ησύχασε, καλή μου κόρη — εγώ είμαι εδώ και φυλάω την πόρτα».
Ναι, θα της λείψει πολύ όταν θα πεθάνει αυτή η γέρικη ψυχή. Αλλά τι σημασία έχει που θα της λείψει; Η ζωή ερχόταν κι έφευγε την ορισμένη ώρα και δεν μπορείς να ελπίζεις πως θα ξεφύγεις από την ώρα σου.
Κι έτσι η μάνα συνέχισε ήσυχη το δρόμο της.
Π. Μπακ, Η μάνα,
μτφρ. Κώστας Κυριαζής, Πάπυρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου