ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟ
Όταν ηχήσουν κάποτε των αγγέλων τα κύμβαλα,
κι αντικρίσουμε τη μορφή μας∙
όταν τα μυστικά φανερώσουν την αλήθεια τους
κι η μοίρα λύσει το γρίφο των ημερών∙
όταν όλα θα γίνουν εύκολα κι απλά
κι απορήσουμε που υπήρξαμε τυφλοί∙
τότε μόνο θα περπατήσουμε πάνω απ’ την Αχερουσία,
χωρίς φόβο και δίχως μοναξιά
και το «τίποτα» θα ντυθεί το χρώμα της στάχτης.
Θα μπορούμε να το ψηλαφίζουμε στο μέσα της παλάμης μας
και θα συνειδητοποιήσουμε τότε την αθανασία.
Σαν χάρτινη βαρκούλα καμωμένη από άνεμο και ταπείνωση,
θα τη δούμε ν’ αρμενίζει αμέριμνη.
Ένα πέρασμα, ένα άγγιγμα,
ένας αθάνατος βασιλιάς.
Τα βότσαλά μας θα γεμίσουνε ψιθύρους,
τα βλέφαρά μας θα γίνουνε σπαθιά στου ήλιου το ζωνάρι,
ο ορίζοντας θα παρασύρει τα μικρά μας σώματα.
Και μεις μια χούφτα σκόνη,
άνεμος στην κατεβασιά των αιώνων,
ένα τίποτε, ένας ψεύτης βοριάς.
Θ’ ανοιχτούμε τότε στο πέλαγος,
ήσυχοι για τις προσευχές που ψιθυρίσαμε στη θάλασσα,
γαλήνιοι για τη στοργή που της χαρίσαμε.
Ξανθισμένο λουλούδι στα δάχτυλά μας ανάμεσα η μοίρα,
θα μας διηγείται παραμύθια,
το φεγγάρι θα ξαπλώνει στους ασφοδέλους.
Θα καταλάβουμε τότε πως το «τίποτε» είναι χρώμα του ονείρου,
η ζωή πουκάμισο στον άνεμο
και μεις, οι πρώτοι ταξιδευτές του θανάτου.
«Το νήμα της αιωνιότητας πλέκεται από ταπείνωση κι ανάσταση,
από σκόνη κι άγρια πουλιά» θα μας ψιθυρίσει το αγέρι,
και σιωπηλοί θα περιμένουμε να ξημερώσει το χρυσό φεγγάρι.
Βαδίζουμε αργά κάτω απ’ τις λεύκες.
Πώς αδειάσανε έτσι ξαφνικά οι μέρες μας όλες;
Πώς ακολούθησαν την αιωνιότητα;
Άσπρες πλάκες στα κοιμητήρια των μικρών χελιδονιών,
πώς αντέξαμε τον πόνο;
Οι παπαρούνες γέρνουν κουρασμένες στ’ ανυποψίαστα χέρια μας
και μεις παιδιά ξυπόλυτα δίπλα στα σκιάχτρα,
γυμνοί στα μαρμαρένια αλώνια.
Πόσα καλοκαίρια ξενύχτησαν στο παραθύρι μας;
Πόσες θάλασσες μας ταξίδεψαν στα δειλινά τους;
Κλείνουμε όλα τα όνειρα στις χούφτες μας.
Ζωγραφίζουμε φεγγάρια
και τα ρίχνουμε στα νερά της απεραντοσύνης μας.
Ένα απειροελάχιστο πέρασμα η ζήση μας.
Ο καπετάνιος ακόμη ψάχνει το στίγμα μας στον ορίζοντα.
ΤΑΞΙΔΙ
Ένα ταξίδι είν’ η ζωή, κι εμείς περαστικοί στους απάτητους δρόμους της…
Γεμίζουμε άγριες φράουλες την ποδιά μας,
μαζεύουμε γοργόνες απ’ τα κύματα,
κοιμόμαστε πλάι στα κοράλλια των βυθών.
Η σάρκα μας, φύλλα του φθινοπώρου,
η ψυχή μας, πρωτοβρόχι,
το τραγούδι μας, οι πρώτες καταιγίδες του χειμώνα.
Οι χιλιάδες μικρές στάλες της βροχής χορεύουν με τα κυπαρίσσια,
παραμερίζουν οι διαβάτες για να περάσει ο αέρας ο βιαστικός,
ξεροβήχουν τα καλντερίμια κάτω από τα πέλματα των αλόγων
που οδηγούν ωραίοι έφηβοι.
Τα ποτάμια ολοένα ταξιδεύουν,
τρέχουν ασταμάτητα των γλάρων οι φωνές πίσω από τα καράβια,
τα κορίτσια τραγουδούν στις γειτονιές
για ταξίδια που ποτέ δεν τελειώνουν.
Ταξίδια στα μάτια των αγαπημένων,
στα κοχύλια που ξεβράζει η θάλασσα,
στους επιτάφιους τους γεμάτους κεριά,
στις απέραντες ακρογιαλιές των πελαργών.
Κι οι κάμποι χρυσοί στο προσκεφάλι μας,
οι ονειροδείκτες γυρίζουν σαν τρελοί στα εξωκλήσια,
ζωντανεύουν των βράχων οι αγιογραφίες.
Οι δρόμοι ζεστές αγκαλιές γίνονται,
τα δέντρα γνώριμοι παλιοί,
τα μονοπάτια στοργικά.
Ένα περιστέρι μάς κοιτάζει κατάματα,
κλείνουμε το μικρό του σώμα στις χούφτες μας,
αφήνουμε τον άνεμο να μπει στην κάμαρή μας.
Ένα ταξίδι είν’ η ζωή,
κι εμείς περαστικοί στους απάτητους δρόμους της.
ΤΟ ΝΥΦΙΚΟ
Προχωρούμε με το βάρος μιας ζωής ατιθάσευτης,
με την ευθύνη να ξετυλίγουμε ευλαβικά τις μέρες.
Αδράχνουμε το νήμα του ήλιου,
πλέκουμε τον χρόνο με τις πληγές.
Τα πουκάμισά μας κρεμασμένα στις μέρες
να μας θυμίζουν τα πουλιά
που ολοένα χάνονται στις χώρες τ’ ουρανού.
Πόσα σχήματα αλλάξαμε;
Πόσα δάκρυα ξεχάσαμε;
Ταξιδεύουμε σε θάλασσες άγνωστες,
η αρμύρα γίνεται νέο δέρμα μας.
Ξεχάσαμε το νυφικό μας στα βράχια της ακρογιαλιάς,
φορέσαμε το χρώμα του ανέμου.
Κλείσαμε στην παλάμη μας το μικρό περιστέρι του ωκεανού,
περπατήσαμε ξυπόλυτοι στην ερημιά.
Ωριμάσαμε μέσα στη μοναξιά του πελάγους,
προσευχηθήκαμε για λίγη γαλήνη.
Και η βροχή πάντα να μας βρίσκει στα μισά του δρόμου,
να τρέχουμε μουσκεμένοι στα μονοπάτια της αγωνίας...
Ευχηθήκαμε πολλές φορές να μη γνωρίζαμε την ευθύνη της ύπαρξης,
οι ώμοι μας κυρτώνουν απ’ τα φτερά των ονείρων.
Απροστάτευτοι στις καταιγίδες του χειμώνα,
αδύναμοι στα όρη του σεληνόφωτος.
Πώς ν’ αντέξουμε τον πόνο των ξανθών φεγγαριών…
Χάθηκε η νύχτα στα βάθη τ’ ουρανού,
ακόμη μια φορά μάς πήρε μαζί της
η ασπρόμαυρη φωτογραφία της περασμένης νιότης.
Αγγίζουμε το σώμα μας ν’ αναγνωρίσουμε τα σημάδια του,
καρφωμένες οι μέρες μας στα μοιρολόγια των δέντρων.
Διαρκώς ανταλλάσουμε τα δευτερόλεπτα με μια χούφτα σκόνη,
τα μάτια μας προσηλωμένα στην άγνωστη πορεία.
Και το πρόσωπό μας ν’ αντέχει τα καπρίτσια των ανέμων,
απρόσμενα νέο στη χάση των ημερών.
Πόσο χρόνο να χωρέσει η μικρή μας ύπαρξη;
Πόση αλήθεια να ζωγραφίσουμε στη διάφανη ψυχή μας;
Ταΐζουμε τα πουλιά που χτυπούν το παραθύρι μας,
σπέρνουμε φως στις αφέγγαρες νύχτες.
Ο μίτος της Αριάδνης αστέρι παρήγορο,
αρμενίζουμε με λευκά πανιά για τη χώρα του Μινώταυρου.
Αφήνουμε μαντιλάκια των ευχών
στα κλαδιά της βελανιδιάς με τον μεγάλο δράκο
κι ανεβαίνουμε στο άλογό μας
να προφτάσουμε τον Αϊ-Γιώργη στα βουνά του ήλιου….
Φωτογραφίες : Alla Tsank paintings
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου