Άνοιξα την πόρτα της τράπεζας αποφασισμένος αυτή την φορά να φτάσω στο ταμείο. Η μυρωδιά του χρήματος χτύπησε τα ρουθούνια μου πριν ακόμα ασφαλίσει η πόρτα πίσω μου. Αριθμός αναμονής 234. Έκανα αποφασιστικά ένα βήμα μπροστά. Το πλήθος μπροστά μου γύρισε μεμιάς και με έναν βρυχηθμό με ακινητοποίησε και παρά τη ζέστη, ένιωσα να παγώνω ολόκληρος. Ξαφνικά κατάλαβα το βρωμερό παιχνίδι των τραπεζών. Νόμιζα πως υπήρχε μια τοκογλυφική εκμετάλλευση και για να είμαι ειλικρινής το θεωρούσα δίκιο. Μόνοι μας άλλωστε πηγαίνουμε.
Τα μάτια μου τρύπησαν την ανθρωποουρά εμπρός μου και κάρφωσαν τον ταμία. Δουλεύει για το χρήμα με τον τρόπο που του επέβαλλαν όπως και ο αστυνόμος-σκέφτηκα-και οι δύο πλευρές είναι εξίσου άθλιες.
Ήρθε η ώρα της εκδίκησης. Γύρισα άνοιξα την πόρτα και τρέχοντας στο αμάξι μου, ήξερα ότι έφτασε η μεγάλη μέρα της επανάστασης. Άρπαξα το όπλο μου και ξαναμπήκα σαν κυνηγός που θολωμένος, με μάτια γεμάτα μίσος σφυρίζει μέσα από τα δόντια του το θήραμα. Έσπρωξα, τράβηξα, έδωσα πέντε-έξι χαστούκια ξαφνιάζοντας τους πάντες και με σχισμένα ρούχα κόλλησα το όπλο στο τζάμι του ταμία. Ήρεμος αυτός σήκωσε το βλέμμα του και κάγχασε ειρωνικά:
– Δεν είσαστε και τόσο έξυπνος κύριε!
– Παλιομαλάκα αυτό μόνο βρήκες να πεις; Θα σε τσακίσω! Πάρε τα χρήματα μου! Έβγαλα και του έδωσα την κατάθεση που πάλευα να κάνω μήνες.
Ο ταμίας γέλασε ξανά.
-Δεν είναι προσωπικό, αλλά είσαι εθισμένος στις καταθέσεις. Ξέρεις πόσοι με απείλησαν με όπλο, με μαχαίρι με κατσαβίδι ακόμα και ότι θα με φτύσουνε; Σας βαρέθηκα πιστολάδες του κερατά! Όχι, δεν θα πάρω την κατάθεση σου. Να τα βάζεις με το τραπεζικό σύστημα είναι σαν να τα βάζεις με τον ίδιο τον διάβολο.
Κούνησα το κεφάλι καταφατικά. Ανώφελο. Το παραδέχτηκα.
– Πως αισθάνεσαι τώρα; μου είπε με συμπονετικό ύφος.
Kοίταξα ψηλά, οι βιντεοκάμερες στραμμένες πάνω μου χασκογελούσαν.
O ταμίας έβγαλε μερικές δέσμες χρήματα και μου τα προσέφερε.
-Δεν μπορεί να φύγεις έτσι, πάρε σε παρακαλώ το ποσό αυτό. Η τράπεζά μας κάνει δωρεές σε εξαρτημένους καταθέτες. Έλα βρέιι, μη ντρέπεσαι πάρε!
Μέσα μου ήξερα ότι δεν μπορούσα να αλλάξω τη κατάσταση. Εξαρτημένος και με περισσότερα χρήματα θα έπρεπε να παλέψω και αύριο για μια νέα πιο μεγάλη κατάθεση. Έσφιξα το χέρι του ταμία και μέσα σε χειροκροτήματα και δάκρυα από το κοινό που περίμενε λυπημένο να πάρει χρήματα, αποχώρησα αναστενάζοντας.
Απέναντι από την τράπεζα το ζαχαροπλαστείο με την όμορφη βιτρίνα με καλούσε. Το μυαλό, σε άσχημες καταστάσεις σε μια έκρηξη ορμονών, μας επιφυλάσσει ως άμυνα χίλιες τρελές σκέψεις. Έβγαλα το περίστροφο και απειλώντας την πωλήτρια πίσω από τους κουραμπιέδες, τις πρότεινα τα χρήματα που μου είχε δώσει ο ταμίας.
-Πάρτα, πάρτα όλα δίχως δεύτερη κουβέντα! είπα αποφασισμένος να μη χάσω και αυτή τη μάχη.
-Ηρεμίστε κύριε, ηρεμήστε...μια στιγμή να σας τυλίξω τις τούρτες και τους κουραμπιέδες σας.
Η γλυκιά πωλήτρια άρχισε να βάζει σε πελώρια κουτιά τα γλυκίσματα και δείχνοντας μου τις κορδέλες περιτυλίγματος συνέχισε:
-Τι χρωματάκι προτιμάτε; Έχουμε από όλα!
Δεν κρατήθηκα άλλο…αυτό είναι, σκέφτηκα. Σήμερα θα γίνω δολοφόνος.
-Θα με πάρει ο διάβολος αλλά θα πάρω και εσένα μαζί! Δεν…δεν θέλω γλυκά! Τα χρήματά μου θέλω να πάρεις! Πρόκειται για ανάποδη ληστεία διάβολε!
Λυπούμε κύριε! Ξέρετε…ο παππούς μου μετά από 50 χρόνια ζαχαροπλάστης, έχει διαβήτη.
-Ε, και λοιπόν;
Ένα άψυχο γέλιο αριστερά μου με έκανε να γυρίσω έκπληκτος. Ένας γέροντας καθισμένος σε μια κουνιστή πολυθρόνα, με σημάδευε με μια ιδίας ηλικίας καραμπίνα.
-Πιτσιρικά…πέθαναν πολλοί, πάρα πολλοί. Πριν ακόμα καταθέσουν τα χρήματα τους. Ο καπιταλισμός πονηρά εθίζει στο χρήμα και μετά σκοτώνει ρουφώντας άπληστα…Και όλοι εμείς πεθαίνουμε για λόγους που βολεύουν τα ασφαλιστικά ταμεία.
Τα μάτια του μίκρυναν τόσο που σχεδόν χάθηκαν μέσα στις κόγχες τους. Κατάπια τη γλώσσα μου μπροστά στην ωμή αλήθεια. Θα γινόμουν και εγώ ένας ακόμα διαβητικός.
-Λες, να είσαι ο πρώτος που βγαίνει από την τράπεζα και θολωμένος μπαίνει εδώ; Ξέρεις πιτσιρικά μου πόσους σαν και σένα έχω ταΐσει με τα γλυκά μου; Χαχαχα ...πως νομίζεις ότι έφτιαξα τη μεγαλύτερη αλυσίδα ζαχαροπλαστείων απέναντι από τις τράπεζες;
- Λυπούμε, κύριε…είπα ξεψυχισμένα.
-Κι εγώ το ίδιο, είμαι πάμπλουτος…και ούτε η εγγονή μου δεν θα μπορεί να πάει να καταθέσει την κληρονομιά που αφήνω…Οι ασφαλιστικές εταιρείες πριν πληρωθούν με χρήματα θέλουν να είναι σίγουρες ότι θα τα καταθέσουν.
Αναψοκοκκινισμένος έβηξε δυνατά και η σκόνη από τους κουραμπιέδες με σκέπασε ολόκληρο. Βγήκα από το ζαχαροπλαστείο κάτασπρος, γεμάτος με κουτιά από γλυκίσματα και με τα χρήματα να καίνε ακόμη στην τσέπη μου.
Αυτό το σάπιο και έξυπνο σύστημα σε φυτεύει σε μια έρημη τρύπα, σου ρίχνει σταγόνες νερό, πίνεις και ξαναπίνεις καθημερινά, νοιώθεις ότι γεμίζεις αλλά ακίνητος ριζώνεις στη θέση που σε φυτεύει…δεν είναι τυχαία πράσινο το αγαπημένο χαρτονόμισμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου