H Πιπίνα Βονασέρα (Pipina Vonasera) ήταν ηθοποιός του 19ου αιώνα, ιταλικής καταγωγής που μεσουράνησε στο ελληνικό θέατρο.
Η Βονασέρα, πρωτοεμφανίστηκε στο ελληνικό θέατρο το 1862 παίζοντας τη Λουκρητία Βοργία στο ομώνυμο δράμα του Βίκτωρος Ουγκό. Από τότε και για τα επόμενα 20 χρόνια ήταν η πιο διάσημη ηθοποιός της εποχής της, ερμηνεύοντας πάμπολλα έργα τόσο στον ελληνικό χώρο όσο και σε περιοδείες στον ελληνισμό του εξωτερικού. Ήταν η βασική πρωταγωνίστρια των δραμάτων του Δημήτριου Βερναρδάκη,ερμηνεύοντας τους κύριους ρόλους στα έργα του, Μαρία Δοξαπατρή (1865), Μερόπη (1866) και Ευφροσύνη (1876). Αναδεικνύεται έτσι, ως η καλύτερη τραγική ηθοποιός του καιρού της.
Υπήρξε επίσης η πρώτη ηθοποιός που έπαιξε την Αντιγόνη του Σοφοκλή, στο νεοελληνικό θέατρο.
Συνεργάστηκε με τον επίσης διάσημο ηθοποιό της εποχής Δημοσθένη Αλεξιάδη, δημιουργώντας δικό τους θίασο με τον οποίο περιοδεύσαν σε όλη την ανατολική Μεσόγειο και μετέφρασαν αρκετά ιταλικά θεατρικά έργα, εμπλουτίζοντας έτσι το ελληνικό δραματολόγιο.
Για ένα διάστημα δύο περίπου ετών, δημιούργησε το δικό της θίασο, και έγινε η πρώτη γυναίκα θιασάρχης του νεοελληνικού θεάτρου.
Ήταν μητέρα τριών επίσης άξιων ηθοποιών, της Φιλομήλας και των Ιωάννη και Ευτύχιου Βονασέρα.
Η Πιπίνα (Ιωσηφίνα) Βονασέρα, το γένος Λίτολφ, γεννήθηκε στη Σικελία το 1838. Στην Ελλάδα ήρθε το 1848, ακολουθώντας τον μουσικό πατέρα της. Παντρεύτηκε τον, επίσης Ιταλό, Φραγκίσκο Βονασέρα (Bonasera), λεπτουργό (ειδικότητα της ξυλουργικής) στο επάγγελμα και ερασιτέχνη ηθοποιό και απόκτησαν μαζί οκτώ παιδιά.
Η καριέρα της αρχίζει το 1862 όταν έγινε μέλος του πρώτου επαγγελματικού ελληνικού θιάσου.
Ο θίασος, απαρτιζόμενος επίσης από τους Παντελή Σούτσα, Αθανάσιο Σίσυφο, Σωτήριο Καρτέσιο και Δημοσθένη Αλεξιάδη, θα εμφανιστεί στο Θέατρο Μπούκουρα τον Σεπτέμβριο του 1862, και εκεί θα εμφανιστεί και η Βονασέρα στο έργο «Λουκρητία Βοργία» του Βίκτωρος Ουγκώ. Το ταλέντο της γίνεται αμέσως φανερό και θα πάρει μέρος και στις επόμενες -λίγες – παραστάσεις του θιάσου. Όμως ο θίασος θα διαλυθεί γρήγορα καθώς το θέατρο διέκοψε τις παραστάσεις του λόγω των γεγονότων που οδήγησαν στην έξωση του βασιλιά Όθωνα.
Η Βονασέρα τότε, μαζί με τον Παντελή Σούτσα, θα ακολουθήσει του Κωνσταντινουπολίτες θεατρικούς επιχειρηματίες Κοσμά και Οδυσσέα Δημητράκο, στην επιτυχημένη περιοδεία που διοργάνωσαν στην Κωνσταντινούπολη, και που κράτησε περίπου ένα χρόνο. Στην Πόλη θα ερμηνεύσει την Αντιγόνη του Σοφοκλή, σε μετάφραση του Α. Ραγκαβή, στις 7 Οκτώβριου του 1863, στην πρεμιέρα του θιάσου. Μαζί της θα παίξουν ο Παναγιώτης Σούτσας τον Κρέοντα και η Σοφία Πανά – μετέπειτα Ταβουλάρη την Ισμήνη.
Μεγάλη προσωπική επιτυχία της Βονασέρα εκείνης της περιόδου, ήταν ο ρόλος της Μιραντολίνας στο έργο «Η Λοκαντιέρα» του Κάρλο Γκολντόνι.
Το 1865 επιστρέφει στην Ελλάδα και παίρνει μέρος στην δεύτερη προσπάθεια που γίνεται προς σύσταση μόνιμου ελληνικού θιάσου. Τότε θα ερμηνεύσει τις μεγάλες της επιτυχίες, την Μαρία Δοξαπατρή (1865) και τη Μερόπη (1866) του Δημήτριου Βερναρδάκη, καθώς και την Κόρη του παντοπώλου (1866), την κωμωδία του Άγγελου Βλάχου.
Το 1867 και συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο, πρωταγωνιστεί και πάλι στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, σε εκείνη την παράσταση στο Ηρώδειο, που διοργανώθηκε προς τιμήν του γάμου του βασιλιά Γεώργιου A', και που έμεινε στη θεατρική ιστορία, λόγω των συνεχόμενων αναβολών τους εξαίτιας της συνεχόμενης βροχής. Η παράσταση δεν είχε επιτυχία, αλλά η Βονασέρα και ο Αλεξιάδης κατόρθωσαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.«...ουκ ολίγον διεκρίθησαν οι υποκρινόμενοι την Αντιγόνην και τον Τειρεσίαν, κατά δεύτερον λόγον επιτυχόντων των λοιπών».
Τα επόμενα χρόνια μαζί με τον Δημοσθένη Αλεξιάδη θα συστήσουν επαγγελματικό θίασο αφού για όλους τους ηθοποιούς της εποχής άλλος δρόμος βιοπορισμού δεν υπήρχε παρά η περιοδεία στον ελληνισμό του εξωτερικού ή τουλάχιστον σε πόλεις εκτός της πρωτευούσας. Στην Αθήνα η εμμονή της βασιλικής αυλής και των ανωτέρων τάξεων στο ιταλικό μελόδραμα, δεν άφηνε χώρο για ελληνικό θέατρο από έλληνες ηθοποιούς. Ο θίασος αυτός που φέρνει κατά καιρούς διάφορα ονόματα θα περιοδεύσει σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, μέχρι και τη Ρωσία και την Αζοφική θάλασσα.
Η εφημερίδα Νεολόγος της Κωνσταντινούπολης σε άρθρο της, στις 19 Νοεμβρίου του 1871 γράφει, εξαίροντας την παρουσία του θιάσου αλλά και της πρωταγωνίστριάς του ιδιαιτέρως:
....εν τη παραστάσει της Μηδείας (στη διασκευή του Ιω. Ζαμπέλιου) το πρωτεύον και συγκεντρούν άπασαν την προσοχήν πρόσωπον είναι αναντιρρήτως η Μήδεια. Το πρόσωπον τούτο, όπερ απαιτεί τοσαύτην τέχνην ώστε μόνον τούτο απετέλεσε την μεγάλην φήμην της κ. Ριστόρι, υπεκρίνατο η κ. Πιπίνα Βονασέρα. Οφείλομεν να είμεθα επιφυλακτικοί εις τας κρίσεις ημών ίνα μη υποληφθώμεν δεκαζόμενοι. και όμως είμεθα αναγκασμένοι να ομολογήσωμεν ότι ουδέποτε είδομεν ελληνίδα ηθοποιόν σπανίως δε ξένη, ισάμιλλον της κ. Πιπίνας εν τη Μηδεία..
Στα έργα του Βερναρδάκη
Η Βονασέρα πρωταγωνίστησε σε όλα τα έργα του Δημήτριου Βερναρδάκη της εποχής:
Η αρχή έγινε το 1865, στις 9 Δεκεμβρίου, όταν ο θίασος του Παντελή Σούτσα παρουσίασε την πρώτη τραγωδία του Βερναρδάκη, Μαρία Δοξαπατρή, που ο συγγραφέας είχε γράψει το 1858. Το έργο γίνεται μεγάλη επιτυχία και ξαναπαίζεται ακόμα 16 φορές, πράγμα πρωτόγνωρο για παραστάσεις της εποχής. Ο αρθρογράφος της εφημερίδας Αλήθεια γράφει ότι ...η συρροή του κοινού υπήρξε μεγάλη κατά την πρώτην και έτι μεγαλυτέρα κατά την δευτέραν παράστασιν, ότε και το ωραίο φύλο εκόσμησε τα θεωρεία...Η επιτυχία της παραστάσεως ταύτης εθεωρήθη κοινώς ως μοναδική μέχρι τούδε...Δι'αυτής το εθνικόν θέατρον έκαμεν εν μέγα βήμα προς τα εμπρός, και οι ηθοποιοί δε εφάνησαν κατά τας δύο ταύτας εσπέρας ανώτεροι εαυτών..
Μάλιστα ...Η ανωτέρα τάξις της κοινωνίας, ήτις μέχρι τούδε εφαίνετο ψυχρά προς το ελληνικόν Θέατρον, ήρχισεν ευτυχώς να συγκινήται και να φαίνεται προθυμοτέρα εις την συνδρομήν και υποστήριξιν του εθνικού τούτου αντικειμένου... Με αυτήν την παράσταση η Βονασέρα καθιερώνεται ως η απόλυτη πρωταγωνίστρια της εποχής.
Η διανομή της Μερόπης του 1866
Τον επόμενο χρόνο, 1866 ο Βερναρδάκης γράφει την Μερόπη. Το έργο το παρουσιάζει στις 12 Μαρτίου του 1866 και πάλι ο θίασος του Παντελή Σούτσα και τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον αναλαμβάνει και πάλι η Βονασέρα. Ακόμα μια μεγάλη επιτυχία για την ιταλίδα ηθοποιό. Ο Βερναρδάκης μάλιστα διαβεβαιώνει οτι ...ιδίως δε ό,τε χαρακτήρ της Μερόπης διεπλάσθη, και η εκλογή εν γένει του θέματος εγένετο κατ' αναφοράν προς την υποκριτικήν ιδιοφυίαν της πρωταγωνιστρίας του θιάσου τούτου, ήτις και τωόντι εν τη παραστάσει της Μερόπης ηυδοκίμησεν απαραμίλλως, αναδιχθείσα πολύ ανωτέρα εαυτής.
Ο Βερναρδάκης θα την αποθεώσει, μέσα από τις εφημερίδες της εποχής. Σε ένα γράμμα του, στην εφημερίδα Εθνοφύλαξ γράφει πως ... ότι κατώρθωσε να κρατήσει σήμερον επί της σκηνής δράμα περιοριζόμενον εις τους λιτούς τύπους της τραγωδίας, είναι η εν τοις κυρίοις έξοχος και απαράμιλλος υπόκρισις της πρωταγωνιστρίας. Όσοι είδον ευρωπαϊκά θέατρα και εσπούδασαν εγγύθεν τους εξοχωτέρους καλλιτέχνας της σκηνής, ούτοι πάντες ομολογούσιν, ότι η κ. Π. Βονασέρα, (κατά τας δύο μάλιστα πρώτας παραστάσεις της “Μερόπης” και ιδίως την πρώτην) κατόρθωσεν ότι ολίγαι μόνο υποκρίτριαι σήμερον εν Ευρώπη κατορθώνουσι, και χαίρουσι μεγάλως, ότι η κατά μυρίων δυσχερειών και προσκομμάτων παλαίουσα ελληνική σκηνή απέκτησε τραγικήν υποκρίτριαν πρώτης τάξεως.
Το 1876 είναι η τρίτη φορά που η Βονασέρα θα συνεργαστεί με τον Βερναρδάκη, παίζοντας στην Ευφροσύνη. Το έργο ανεβαίνει από τον θίασο, Δημ. Αλεξιάδη – Πιπ. Βονασέρα στις 25 Μάρτη του 1876 στην Αθήνα. Στο έργο αυτό δεν κρατάει τον πρωταγωνιστικό ρόλο αλλά έναν δεύτερο, αυτόν της τροφού Νάσως της Χορμοβίτισσας. Η παράσταση ανέβηκε για δυο συνεχόμενα βράδυα και η εφημερίδα Μέλλον, της 27ης Μαρτίου 1876 εξαίρει ιδιαιτέρως την απόδοση της Βονασέρα και των άλλων γυναικών του θιάσου. Γράφει: ...οι ηθοποιοί επέτυχον άπαντες, ιδίως δε διεκρίθησαν η κυρία Πιπίνα Βονασέρα υποκριθείσαν το πρόσωπο της Χορμοβιτίσσης Νάσω, τροφού της Ευφροσύνης, η δεσποινίς Φιλομήλα Βονασέρα, υποκριθείσα το πρόσωπον της οθωμανίδος Χανιφέ, συζύγου του Μουκτάρ Πασά, και η κυρία Ελένη Χέλμη το της Ζωϊτσας..
Η υποκριτική της τέχνη
Πολύ μακριά από τη δική μας εποχή, οι ηθοποιοί τότε ερμήνευαν τους ρόλους τους με ένα τρόπο που σήμερα μας ξενίζει. Ωστόσο για τους θεατρόφιλους της εποχής, θεωρούνταν ο ιδανικός. Επηρεασμένη η Βονασέρα ιδιαίτερα λόγω καταγωγής, από την ιταλική ερμηνευτική σχολή, κατόρθωνε να έχει μια αρμονική κίνηση του σώματος, καλή άρθρωση για τις απαγγελίες και αργυρόηχη φωνή όπως αναφέρει το 1872, ένα άρθρο της εφημερίδας Πρόοδος Σμύρνης.
Είχε αξιόλογες τραγουδιστικές ικανότητες και πολύ συχνά τραγουδούσε λυρικά άσματα πάνω στη σκηνή, αν και η ξενική προφορά της, -στην αρχή τουλάχιστον της καριέρας της - συνέβαινε να ενοχλεί κάποτε, κάποιους κριτικούς.
Κατόρθωνε με έντονες εκφράσεις προσώπου και σώματος, να ζωντανέψει την συναισθηματική κατάσταση των ηρωίδων της και να την υποβάλει μάλιστα στο κοινό, αλλά και να περνάει από το ένα συναίσθημα στο άλλο, με πειστικότητα αλλά και δραματικότητα. Πολύ σημαντική ήταν και η ικανότητά της, να δημιουργεί “παγωμένες σκηνές”, μια πρακτική που ήταν πολύ δημοφιλής. Δημιουργούσε ακίνητες- σαν φωτογραφημένες- σκηνές έκφρασης συναισθημάτων κατά τη διάρκεια της παράστασης ώστε να εντυπωσιαστεί ο θεατής και να εντυπωθεί στη μνήμη του ο ρόλος και το συναίσθημα που βγάζει, αφού τις περισσότερες φορές τα λόγια δεν τα πολυκαταλάβαιναν.
Η εφημερίδα Φορολογούμενος της Πάτρας γράφει για την τέχνη της: ...Η κ. Πιπίνα Μπονασέρα προ πολλού πρωταγωνιστούσα ηθοποιός του ελλην. θεάτρου είναι κάτοχος της σκηνής και βαθέως αισθανομένη δύναται να συγκινήση μέχρι δακρύων. Ακόπως δε μεταδίδει τους χαρακτήρας προσώπων εις υψηλήν ανηκόντων κοινωνικήν θέσιν, όπερ είναι λίαν δυσχερές δια τους ημετέρους ηθοποιούς, οίτινες δυσκόλως δύνανται να υποκριθώσι κόσμον τον οποίον αγνοούσι. Λαμβάνει επί της σκηνής στάσεις γραφικωτάτας και έχει χειρονομίαν λίαν φυσικήν και επιβλητικήν..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου