Οι γαλανές νύχτες
μες στις σκιές των μοσχολούλουδων
με άφησαν αμετάκλητα
Η παλικαροσύνη
παραμυθία κι αλώθηκε (πίσω από γκοφρέ κουρτίνες
σε κουτί με χαλκομανίες βρίσκονται ακόμα
κάποια αρχαία δείγματα)
Στης αυλής τη γούρνα
τα χρυσόψαρα –ακόμα τα θυμάμαι-
μεταμορφώθηκαν σε ζωγραφιά
και κανένα έμπειρο μάτι
δεν τα ξεχωρίζει πια.
Ήταν η νύχτα
-είχα κρυφτεί μέσα σου-
άνοιξα το κόρφο μου
κι έβγαλα το αριστερό μου στήθος με τις δύο θηλές
στο φως του αποσπερίτη
Έτρεμαν τα πόδια μου απ’ το φόβο
«Φως ιλαρό» με κύκλωσε
κι η αναπηρία μου
έστειλε κύκλους ανατριχίλας
Η κλαίουσα ιτιά σκούπισε τα μάτια της
και με κοίταξε με οίκτο
«-Ως πότε θα αντέξεις;» έκλαψε,
«ως πότε θα ταΐζεις το θηρίο;»
κι έσκυψε στις ρίζες της.
α.κ. ΕΞΟΔΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου