Ήθελα,
να ταξιδέψω στης φαντασίας τα δένδρα,
ν’ απλώσω το μαβί των ματιών
στων κλώνων
το τρυφερό καλωσόρισμα.
Να μ’ αγκαλιάσουν τα φύλλα τους,
ένα να γίνουν με τη σάρκα του νου.
Δροσιά να με φιλέψουν κι αρώματα,
αγάπης εδέσματα και καρπών γλυκασμούς.
Της καρδιάς το αποτύπωμα ν’ αφήσω
στου κορμού τους το πόνημα
και μια μπούκλα απ’ των μαλλιών μου
το ανέκδοτο ποίημα.
Απαλά θροΐζει
στων κλαδιών τα αίθρια η ανάσα μου,
κι ο ήχος της, ιχνηλάτης
στο δικό σου προσκύνημα.
Κείνα τα εφηβικά μονογράμματα,
ψήλωσαν πολύ.
Ανδρώθηκαν θα ‘λεγα. Αφουγκραζόμενος
ο γέρο-πλάτανος,
γνώρισε τη φωνή μου, το άγγιγμα.
Δάκρυσε θαρρώ…
Έκλαψα δίπλα στη θύμηση.
Κόκκινα τριαντάφυλλα τα χνάρια μου,
ενορχηστρώνουν
το τραγούδι της προσμονής.
23/2/2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου