Πορτρέτο του Τζoν Κητς από τον Γουίλιαμ Χίλτον
Ο Τζoν Κητς (John Keats) (31 Οκτωβρίου 1795 - 23 Φεβρουαρίου 1821) ήταν Άγγλος ρομαντικός λυρικός ποιητής που γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1795 και πέθανε στη Ρώμη το 1821. Αφιέρωσε τη σύντομη ζωή του στην τελειοποίηση μιας ποίησης που χαρακτηρίζεται από δυνατές εικόνες και σχήματα λόγου, τη μεγάλη αισθητική έλξη που ασκεί και την προσπάθεια να εκφράσει μια φιλοσοφική στάση μέσα από τους μύθους της κλασικής αρχαιότητας. Πέθανε στα 25 του χρόνια από φυματίωση στη Ρώμη όπου είχε πάει αναζητώντας θεραπεία.
Ο Τζων Κητς πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια δεδομένου ότι έχασε νωρίς τον πατέρα του (Τόμας Κητς), ενώ η μητέρα του παντρεύτηκε σχεδόν αμέσως για δεύτερη φορά και ξαναχώρισε. Με τον θάνατο του εύπορου παππού του Τζων Τζένιγκς από την πλευρά της μητέρας του, και τους δικαστικούς αγώνες που επακολούθησαν για την κληρονομιά, αποξενώθηκε από την μητέρα του και κατ'ουσίαν μεγάλωσε με την χήρα γιαγιά του και τα δύο του αδέλφια Τομ και Τζωρτζ. Τον Μάρτιο του 1810 πέθανε και η μητέρα του από φυματίωση. Στο σχολείο που φοιτούσε στο Ένφηλντ υπήρχε φιλελεύθερο πνεύμα και εκεί αναπτύχθηκε μια ισχυρή φιλία με τον Τσαρλς Κάουντεν Κλαρκ(Charles Cowden Clarke) τον γιο του διευθυντή του η οποία κράτησε για όλη του τη ζωή. Αργότερα πήγε μαθητευόμενος στον οικογενειακό του γιατρό και έκανε σπουδές στο νοσοκομείο Γκάυ όπου εντέλει απέκτησε την ειδικότητα του βοηθού Χειρουργού καθώς και γνώσεις Φαρμακευτικής. Η ποίηση όμως ήταν το κυρίαρχο ενδιαφέρον του και το πρωτόλειο δείγμα δουλειάς του ήταν το ποίημα Μίμηση του Σπένσερ αποτέλεσμα εν μέρει και της γνωριμίας του με τον Τσαρλς. Δεν άργησε να ανακαλύψει τους σύγχρονους της εποχής του όπως τον Λη Χαντ (James Henry Leigh Hunt) και τον Γουίλλιαμ Γουόρντσγουορθ (William Wordsworth) ενώ την ίδια εποχή έγινε μέλος της Εταιρείας των Φαρμακοποιών. Το πρώτο του σονέτο ήταν Διαβάζοντας για πρώτη φορά τον Όμηρο του Τσάπμαν. Εγινε φίλος με τον Λη Χαντ, γνώρισε τον ζωγράφο ιστορικών θεμάτων Μπένζαμιν Ρόμπερτ Χέυντον (Benjamin Robert Haydon) τον ποιητή Τζων Χάμιλτον Ρέϋνολτς (John Hamilton Reynolds) και αργότερα τον Πέρσι Σέλλεϋ (Shelley). Στα 21 του αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χειρουργική και φαρμακευτική για να ασχοληθεί ολοκληρωτικά με την ποίηση. Ο Τζων ήταν εκπληκτικά όμορφος, με κοκκινόχρυσα μαλλιά, κλασικά χαρακτηριστικά, ζωηρή έκφραση, στητή κορμοστασιά αλλά μικρόσωμος.
Πρώτα μεγάλα έργα
Ο Κητς άφησε το Λονδίνο τον Απρίλιο του 1817 για να αρχίσει την επεξεργασία του ποιήματος στη μοναξιά της εξοχής. Το πρώτο από τα τέσσερα βιβλία των 1000 στίχων που αποτελούν το ποίημα γράφτηκε στο Κάριζμπρουκ (Νήσος Γουάιτ), τοΜάργκεϊτ, το Καντέρμπουρυ και το Χάστινγκτ. Γύρισε στο Χάμστεντ, για να γράψει το Δεύτερο βιβλίο, και εκεί συνδέθηκε με στενή φιλία με δύο γείτονες, τον συλλέκτη αρχαιοτήτων και κριτικό Τσαρλς Γουέντγουερθ Ντιλκ (Charles Wentworth Dilke) και τον ερασιτέχνη λογοτέχνη Τσαρλς Μπράουν (Charles Armitage Brown). Το τρίτο βιβλίο γράφτηκε τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου στην Οξφόρδη, όπου έμεινε μαζί με έναν άλλο καινούργιο του φίλο, τον Μπένζαμιν Μπέιλυ (Benjamin Bailey) φοιτητή της Θεολογίας, με τον οποίο συζητούσε θρησκευτικά και φιλοσοφικά θέματα. Μέρος του τέταρτου βιβλίου γράφτηκε στο Λονδίνο και μέρος στο Μποξ Χιλ, κοντά στο Ντόρκινγκ, και ολοκληρώθηκε τις τελευταίες ημέρες του Νοεμβρίου. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής του ο Κητς μορφοποίησε πολλές ιδέες του σχετικά με τη Φιλοσοφία και τηντέχνη, τις οποίες εκθέτει στα γράμματά του προς τον Μπέιλυ. Τον χειμώνα του 1817-1818 ενώ ο Κητς ζούσε έντονη κοινωνική ζωή γνωρίστηκε με τον Γουίλλιαμ Γουόρντσγουορθ (William Wordsworth) ο οποίος βρισκόταν τότε στο Λονδίνο. Αν και θαύμαζε σχεδόν ανεπιφύλακτα την ποίηση του Γουόρντσγουορθ, απογοητεύτηκε από από τον εγωκεντρισμό του. Επίσης έχασε την εμπιστοσύνη του στον Χαντ και φοβήθηκε την επιθετικότητα ορισμένων κριτικών τους οποίους είχε προσβάλλει ο Χαντ. Τους πρώτους μήνες του 1818 ο Κητς ετοίμασε για έκδοση τον Ενδυμίωνα και άρχισε να γράφει με θέμα τον αρχαίο ελληνικό μύθο του υποσκελισμού του Τιτάνα Υπερίωνα από τον Απόλλωνα τον Θεό του Ήλιου.
Αντιξοότητες
Όταν ο αδελφός του Τομ προσεβλήθη από φυματίωση, μεγάλο βάρος της φροντίδας και περίθαλψης του το ανέλαβε οΤζων. Ο άλλος αδελφός του Τζωρτζ του έδωσε ένα δάνειο 500 λιρών πριν μεταναστεύσει στην Αμερική, το οποίο διεκδίκησε με την επιστροφή του στο Λονδίνο, λόγω οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπισε στη Νέα Γη, παίρνοντας μέρος από την κληρονομιά του Τομ. Τα οικονομικά του δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ανθηρά επιβαρύνονταν δε τόσο από την ασθένεια του αδελφού του, όσο και από την μετέπειτα δική του φυματίωση. Πολλές φορές οι κριτικοί ήταν ιδιαίτερα αυστηροί μαζί του, με αποκορύφωμα την άδικη κριτική που γράφτηκε από την εφημερίδα Blackwood's, για το ποίημα τουΕνδυμίων, στην οποία αναφέρεται : "Καλύτερα και σοφότερα πειναλέος φαρμακοποιός, παρά πειναλέος ποιητής, γύρνα λοιπόν στο σπίτι σου κύριε."
Τα ώριμα έργα του
Τα δύο πρώτα βιβλία τού Υπερίωνα καθώς και η εκπεφρασμένη πεποίθηση του οτι θα μείνει στην ιστορία ως σημαντικός Άγγλος ποιητής και μετά θάνατον ήταν η απάντησή του στις άδικες κριτικές. Η Ισαβέλλα Τζόουνς (Isabella Jones) του έδωσε την ιδέα για την συγγραφή του ποιήματος Η Παραμονή της Αγίας Αγνής ενώ ταυτόχρονα ήταν ερωτευμένος με την Τζέιν Κοξ (Jane Cox) εξαδέλφη τού Τζ.Χ.Ρέινολτς και την μεγάλη του αγάπη Φράνσις (Φάνυ) Μπράουν (Frances (Fanny) Browne). Με τη Φάνυ έζησε και τις καλύτερες στιγμές της ζωής του, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του αδελφού του Τομ, οπότε ήλθαν πολύ κοντά και σχεδόν συμφώνησαν να αρραβωνιαστούν. Αργότερα έγραψε το το ημιτελές Η παραμονή του Αγίου Μάρκου ενώ εγκατέλειψε την συγγραφή του Υπερίωνα στο τρίτο βιβλίο από έντονη ανησυχία και απογοήτευση λόγω του θανάτου του αδελφού του Τομ. Με τη γειτνίαση του με την Φάνυ και τη μητέρα της που εντωμεταξύ μετακόμισαν δίπλα στο σπίτι του, άρχισε μια περίοδος μεγάλης έμπνευσης με έργα όπως Πάνω σε ένα όνειρο (On a dream), το λυρικό ποίημα "Η ωραία χωρίς οίκτο" (La Belle Dame sans Merci) και τα σημαντικότερα έργα του όπως Οι μεγάλες ωδές "Στην ψυχή" (To Psyche), "Για τη μελαγχολία" (On Melancholy), "Σ'ένα αηδόνι" (To a Nightingale) και "Για Μία αρχαία ελληνική Υδρία" (On a Grecian Urn). Τα έργα του όπως το αφηγηματικό ποίημα Λάμια και το Όθων ο Μέγας γράφτηκαν ενόψει οικονομικού αδιεξόδου, λόγω της δυστοκίας του αδελφού του Τζωρτζ στην Αμερική. Έτσι έφυγε από το Λονδίνο και πήγε στο Σάνκλιν (Νήσος του Γουάιτ) και στο Γουίντσεστερ (Winchester) όπου μακριά από την Φάνυ και εν μέσω προβλημάτων στην σχέση τους, μετεσκεύασε τον ημιτελή Υπερίωνα στο Η πτώση του Υπερίωνα: Ένα όνειρο(The fall of Hyperion: A Dream) και έγραψε το γαλήνιο Στο φθινόπωρο (To Autumn). Τον Οκτώβριο του 1819 μετακόμισε και πάλι στο Λονδίνο με προοπτική να γίνει δημοσιογράφος, τελικά ανακάλεσε, και αρραβωνιάστηκε επίσημα τη Φάνυ. Η σκιά της φυματίωσης που πλέον ήταν γεγονός και οι οικονομικές δυσκολίες του Τζωρτζ τον κατέβαλαν κι έτσι εργάστηκε χωρίς μεγάλη πεποίθηση σε ένα σατυρικό ποίημα : Το σκουφί του Τζουτζέ (The Cap and Bells) κλείνοντας έτσι έναν κύκλο υψηλής έμπνευσης
Στις 3 Φεβρουαρίου του 1820 ο Κητς παρουσίασε πνευμονικές αιμορραγίες και όπως κατάλαβε και ο ίδιος αυτό ήταν ο αγγελιαφόρος του θανάτου του. Οι γιατροί του συνέστησαν αμέσως ως τελευταία ελπίδα για την ζωή του ένα ταξίδι στηνΙταλία όπου πήγε τελικά με την οικονομική βοήθεια των εκδοτών του μαζί με έναν νέο καλλιτέχνη τον Τζόζεφ Σέβερν (Joseph Severn). Μετά από συνεχείς αιμορραγίες πέθανε τελικά τον Φεβρουάριο του 1821 στα χέρια του Τζόζεφ. Όπως είχε ζητήσει στον τάφο του χαράχτηκε η φράση:
Εδώ κείται κάποιος που τ' όνομα του ήταν γραμμένο στο νερό.
Τα γνωστότερα ποιήματα του είναι ο Ενδυμίων (Endymion), Η ωραία χωρίς οίκτο (La Belle Dame sans Merci), Ωδή στην μελαγχολία (Ode on melancholy), Ωδή σ´ένα αηδόνι (Ode to a Nightingale), Ωδή σε μια ελληνική Υδρία (Ode to a Grecian Urn), Ωδή στην ψυχή (Ode to Psyche), Η παραμονή της Αγίας Αγνής (The eve of St. Agnes) και ο Υπερίων (Hyperion).
Ερωτικό γράμμα του John Keats στη Fanny Brawne (1819)
"Δεν μπορώ να υπάρξω χωρίς εσένα. Η ζωή μου σταματά στην στιγμή, που θα σε ξαναδώ. Δεν βλέπω πέρα από αυτό. Με έχεις απορροφήσει"
Ωδή σε μια ελληνική υδρία
Ω νύμφη, ακόμη ανέγγιχτη της ησυχίας!και θρέμμα του καιρού που αργοκυλά και της σιωπής,συ που μια λουλουδένιαν ιστορίααπ’ τους δικούς μας στίχους πιο γλυκά την τραγουδείς!Ποιος με τη φουντωτή του φυλλωσιά σε ζώνειθρύλος; Θεοί είναι αυτοί, θνητοί, για και τα δυο;Στης Αρκαδίας μην είναι τα φαράγγια, ή μη στα Τέμπη;Ποιοι νάναι; ποιες παρθένες αντιστέκονται; και ποιοκυνήγημα τρελλό; Τί πάλαιμα για να ξεφύγουν;Τί τύμπανα κι’ αυλοί; Και τί έκσταση άγρια είναι τούτη;
Γλυκές οι μελωδίες που ακούμε, όμως αυτέςοπού δεν ακουστήκαν, πιο γλυκές. Αυλοί απαλοί,παίζετε, αλλά για τις αισθήσεις όχι. Με στροφέςπου αχούν στο νου μας μοναχά, πολύ πιο αγαπητές.Έφηβε ωραίε! Που το τραγούδι δε μπορείς ν’ αφήσειςκάτω απ’ τα δέντρα, ουδέ κι’ αυτά τα φύλλα τους να χάσουν,ποτέ φιλιά δε θα χαρείς, απότολμε εραστή!Αν και σιμά φτασμένος στο σκοπό σου, δε θ’ αγγίξειςτην ευτυχία· μα μη λυπάσαι, δε θα μαραθείποτέ! και πάντα θα την αγαπάς και θάναι ωραία.
Ω σεις, που δε θα χάσετε, καλότυχοι θαλλοί,τα φύλλα, ούτε την άνοιξη θ’ αφήσετε ποτέ!Και που χωρίς αποσταμό, τραγουδιστή,θ’ αυλείς, και το τραγούδι σου αγέραστο θα μένει.Ακόμα εσύ πιο ευτυχισμένη αγάπη, ευτυχισμένη!Πάντα θερμή κι’ άξια χαρές ατέλειωτες να δίνεις,πάντα τρεμάμενη κι αιώνια, δυνατή και νια,απάνω από τ’ ανθρώπινο το πάθος θρονιασμένηπου αφήνει ξέχειλη από θλίψη την καρδιά,κι αποσταμένη, μέτωπο καφτό, γλώσσα στεγνή!
Ποιοι νάναι πούρχονται για τη θυσία; σε ποιο βωμόχλωρό οδηγείς, μυστηριακέ ιερέα, το δαμάλιπου μουγγανίζει ανήσυχα κατά τον ουρανόκι’ άνθια στολίζουνε τα μεταξένια του πλευρά;Ποια μικρή πόλη, σε γιαλό κοντά, είτε σε βουνόσκαρφαλωμένη, με το κάστρο της το ειρηνικό,άδεια απ’ ανθρώπους έμεινε τούτο το ευλαβικόπρωί; Πόλη μικρή, θα μείνουνε παντοτεινάοι δρόμοι σου βουβοί, κι’ ουδέ ψυχήξανά θα στρέψει, το γιατί ερημώθηκες να πει.
Γραμμή αττική! γύροι λαμπροί οπού νησί και κόρεςσαν πλοκαμοί, στο μάρμαρο εργασμένοι τεχνικά,σας τριγυρνούν, με πατημένα χόρτα και κλαδιά,το στοχασμό μας ξεπερνά η σιωπηλή σου γλώσσα,καθώς η αιωνιότητα. Ψυχρή γραφήβουκολική! Τα χιόνια τούτη τη γενιά σα σβύσουν,εσύ θε να σταθείς του ανθρώπου φίλη αληθινή,μέσ’ στις μελλούμενες τις λύπες να του λες:«Η ομορφιά είν’ αλήθεια, η αλήθεια είν’ ομορφιά.»Νά τί ’ναι που έμαθες στον κόσμο, τί χρωστάς να ξέρεις!
μτφρ. Ελπίδα Γκίνηhttp://selidodeiktes.greek-language.gr/
❃ ❃ ❃ ❃
Ωδή σ' ένα αηδόνι
Α, πώς πονά η καρδιά μου! Και μια απόκοσμη ζάληΤυραννά το κορμί μου, σα να 'πια, πριν λίγο, φαρμάκι
Ή λες κι έχω αδείασει μια κούπα μ' αφιόνι,
Κι άξαφνα μες στα δωμάτια της Λήθης χάθηκα.
Όμως, στ΄ αλήθεια, δεν είναι από ζήλια για τη θεϊκή σου μοίρα.
Χαρά είναι, χαρά για την αμέτρητη ευτυχία σου.
Ω σύ των δέντρων η Δρυάδα, με τα διάφανα φτερά,
Μια παναρμόνια μουσική, αγκαλιασμένη με της οξιάς
Το πράσινο, και τις τρεμάμενες σκιές. Σ΄ένα παντοτινό
Τραγουδώντας καλοκαίρι, με το λαιμό σου έτοιμο να σπάσει.
Ω, μα για τούτο τ΄αεράκι που έρχεται απ΄τ΄αμπέλια,
Γι΄αυτή την αιώνια δροσιά που αναδίδει η βαθιά σκαμμένη γη
Για της μηλιάς, της κερασιάς, και της συκιάς τα δώρα,
Για τους χορούς εκείνους, τα λυγερόηχα τραγούδια μέσα στην ευτυχία
Του ήλιου - Και την ψυχή μου ακόμη θα ΄δινα.
Ένα ποτήρι γεμάτο από τη φλόγα του Νοτιά
Γεμάτο απ΄την αληθινή, την ξαναμμένη Ιπποκρήνη
Με χάντρες αφρισμένες κι αστραφτερές, χορεύοντας
Ολόγυρα στα χείλη μου που καιν πορφυρωμένα,
Α, πως λαχτάτησα να πιω, κι ευθύς μαζί σου να πετάξω
Στα πιο βαθύσκιωτα δάση, κι όπου δε φτάνει μάτι ανθρώπου.
Θέλω να διώξω μακριά, να λησμονήσω για πάντα
Όσα ποτέ δε γνώρισες, μέσα στη θαλπωρή των φύλλων:
Την κούραση, τον πυρετό, τον μαύρο πανικό μας,
Εδώ, που οι άνθρωποι οι βαριόμοιροι αδιάκοπα στενάζουν
Και τρέμουνε ολοζωίς, μπροστά στα βάραθρα του χρόνου,
Κι η νιότη, πριν να τη χαρείς, σα φάντασμα περνάει.
Εδώ, που η σκέψη σ' αφορμές κι άγονες εικασίες αιώνια
Πλανιέται, καθώς πέφτει σκοτάδι στα μισόκλειστα βλέφαρα.
Κι η Ομορφιά, για μια στιγμή, θα περάσει από κοντά μας,
Μα τι κρίμα! Κανείς να την κρατήσει δε βρήκε τη δύναμη.
Θέλω να φύγω από δω, κοντά σου θέλω να πετάξω,
Όχι με του Διόνυσου το άρμα και τη συντροφιά,
Αλλά με τ΄ άφαντα φτερά της Ποίησης!
Όσο κι αν απελπίζεται, κι αν μετανιώνει η σκέψη.
Ω, επιτέλους να ΄μαι κοντά σου. Η νύχτα μελωδίες πλημμύρισε.
Ψηλά, η Σελήνη, μια βασίλισσα στο θρόνο της,
Ολόγυρά της έχοντας τις αστρικές Νεράιδες.
Όμως εδώ, το φως τ' αληθινό δε φτάνει.
Μονάχα αυτό το λίγο, που απ' τον Παράδεισο γλίστρησε
Και παράπεσ' ανάμεσα στα μούσκλια και τ΄αχνά μονοπάτια.
Ίσως, να μη μπορώ να διακρίνω τι λογής λουλούδια είναι στα πόδια μου
Και ποιο απαλό θυμίαμα πλαγιάζει πάνω στα κλωνάρια.
Αλλά μες στο μειλίχιο σκοτάδι, μαντεύω κάθε γλύκα,
Που ο μήνας ο καλόκαρδος χαρίζει,
Στη χλόη, στο θυμάρι, στης λεμονιάς τα δέντρα,
Στη σφάκα την αγέρωχη ή στους ονειροπόλους μενεξέδες.
Μα ναι, δεν είναι δύσκολο να ξεχωρίσω του Μάη το πρωτότοκο
Παιδί, εκεί βαθιά στα κατακόκκινα τα ρόδα,
Που μέσα τους φωλιάζει της δροσούλας το κρασί
Και μυριάδες έλυτρα αμέριμνα χορεύουν, τα βράδια του καλοκαιριού.
Της νύχτας ακούω τα βήματα! Και συλλογιέμαι πόσες φορές
Τη γαλήνη του θανάτου δεν έχω ποθήσει!
Με τρυφερά ονόματα τον κάλεσα, με γλυκύτατους ήχους.
Αχ, ας έπαιρνε πια την πνοή μου στον αέρα!
Ναι, απόψε καλύτερα, μου φαίνεται, θα ΄ταν να πεθάνω
Εκεί κοντά στο μεσονύχτι, χωρίς κανένα πόνο,
Ενώ σύ θα σκορπάς τη μαγεία στων οριζόντων
Τα πέρατα, με τέτοια έκσταση - Θεέ μου!
Α, να μπορούσα ν΄ακούω το τραγούδι σου, κι όταν θα ΄χω
Ολότελα χαθεί. Όταν, λύνοντας τις πένθιμες τρίλιες σου,
Ένας σβώλος χώμα, θα ΄μαι εκεί κοντά.
Ω, πλάσμα της χαράς, δεν ήσουν γεννημένο για το θάνατο!
Οι ξαγριεμένες γενιές των ανθρώπων να σ΄αφανίσουν δεν μπόρεσαν.
Το ξέρω, αυτή η φωνή, που ακούω μες στην παράφορη νύχτα,
Σε καιρούς παλαιούς θ΄ακούστηκε μαγεύοντας βασιλιάδες ή παλιάτσους
Κι ίσως το ίδιο αυτό τραγούδι να ΄χε σαν το ροδόσταμο σταλάξει
Στη λυπημένη την καρδιά της Ρουθ, που νοσταλγώντας
Το σπιτικό της, μια μέρα, στάθηκε δακρυσμένη, στο κύμα των σταχυών
Τις άχαρες θωρώντας ομορφιές, του ξένου τόπου.
Κι είναι το ίδιο τραγούδι που, συχνά, το θαύμα
Έφερν΄ως τα παραθύρια, που άνοιγαν ξάφνου, πάνω
Στην άγρια, τρικυμισμένη θάλασσα, πέρα εκεί
Στις μακρινές, τις έρημες χώρες των Νεράιδων...
Να, είπα τη λέξη "ερημιά", κι αμέσως, σήμαντρα
Πλήθος χτυπούν, και πίσω με καλούν βιαστικά στην πικρή μοναξιά μου.
Αντίο λοιπόν! Ούτε κι αυτή η Φαντασία δεν μπορεί
Ώρα πολλή να ξεγελάσει, κι ας λέν΄ πως είν΄μια απατηλή Θεά
Αντίο! Αντίο! Το θλιμμένο τραγούδι σου ολοένα χλωμιάζει,
Περνά, πάνω απ' τα κοντινά λιβάδια, πάνω απ΄τα ήμερα ποτάμια.
Λίγο χαϊδεύει τις πλαγιές των λόφων, κι έπειτα πάει
Να πεθάνει, σ΄ένα χαντάκι της αντικρινής κοιλάδας...
Αλήθεια, ένα όραμα ήταν ή μες στο φως
Ονειρευόμουν; Σβήνει σιγά σιγά κι η μουσική. Δεν ξέρω.
Ξυπνητός είμαι τάχα ή βυθισμένος στον ύπνο;
Μετάφραση : Κώστας Μπουρναζάκης
❃ ❃ ❃ ❃
Ο Τ Α Ν Φ Ο Β Α Μ Α Ι Όταν φοβάμαι πιο πολύ πως θα πεθάνω,
και θα ’ναι ασύναχτο στο νου το γέννημά μου,
τόμους δεν θα ’χω στοιβαγμένους ως επάνω,
σιταποθήκες με την ώριμη σοδειά μου·
όταν σε νύχτα αστερωμένη ατενίζω
πελώρια σύμβολα τα νέφη στον αιθέρα,
και συλλογίζομαι, ποτέ δεν θα ’ρθει μέρα
με μάγο χέρι τις σκιές τους να ιστορήσω·
κι όταν αισθάνομαι πως πια δεν θα σε βλέπω,
ωραίο πλάσμα της στιγμής, σαν παραμύθι
τον έρωτά σου απερίσκεπτα να δρέπω·
τότε, στου κόσμου τη μεγάλη παραλία,
σκέφτομαι μόνος, ώσπου χάνονται στα βύθη
και της αγάπης και της δόξας τα πρωτεία.
Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης
http://popaganda.gr/
❃ ❃ ❃ ❃
Άστρο λαμπρό
Άστρο λαμπρό! έτσι σταθερό θα ’θελα να ’μαι, ως είσαι –
μα όχι να λάμπω απόμερα στη νύχτα κρεμασμένο,
και να φυλάω με ολάνοιχτα τα βλέφαρά μου αιώνια,
σαν ερημίτης άυπνος υπόμονος της φύσης,
το ιερό έργο των νερών που πλένουν τ’ ακρογιάλια
της γης, που ανθρώποι κατοικούν, και τα εξαγνίζουν έτσι,
ή ν’ αγναντεύω του χιονιού την απαλή τη μάσκα
που πέφτει πάνω στα ψηλά βουνά και μες στους βάλτους –
όχι – μα πάντα σταθερό κι ακίνητο ποθούσα,
τ’ ώριμο στήθος της καλής μου να ’χω προσκεφάλι,
και πάντα να το αισθάνομαι το ανωκατέβασμά του,
σε μιαν ανησυχία γλυκιά το αιώνια ξυπνημένο·
και για να νοιώθω την λεπτήν ακόμα αναπνοή της,
κι έτσι να ζω παντοτινά – για κάλλιο να πεθάνω.
Μετάφραση: Γλαύκος Αλιθέρσηςμα όχι να λάμπω απόμερα στη νύχτα κρεμασμένο,
και να φυλάω με ολάνοιχτα τα βλέφαρά μου αιώνια,
σαν ερημίτης άυπνος υπόμονος της φύσης,
το ιερό έργο των νερών που πλένουν τ’ ακρογιάλια
της γης, που ανθρώποι κατοικούν, και τα εξαγνίζουν έτσι,
ή ν’ αγναντεύω του χιονιού την απαλή τη μάσκα
που πέφτει πάνω στα ψηλά βουνά και μες στους βάλτους –
όχι – μα πάντα σταθερό κι ακίνητο ποθούσα,
τ’ ώριμο στήθος της καλής μου να ’χω προσκεφάλι,
και πάντα να το αισθάνομαι το ανωκατέβασμά του,
σε μιαν ανησυχία γλυκιά το αιώνια ξυπνημένο·
και για να νοιώθω την λεπτήν ακόμα αναπνοή της,
κι έτσι να ζω παντοτινά – για κάλλιο να πεθάνω.
https://thepoetoftheuniverse.wordpress.com/
❃ ❃ ❃ ❃
Όταν πρωτοδιάβασα τον Όμηρο του Τσάπμαν*
Πολλές φορές ταξίδεψα μεσ’ στα χρυσά βασίλεια
και πολιτείες εγνώρισα πανέμορφες και τόπους
κι απ’ όλα εκείνα τα νησιά στη δύση έχω περάσει,
που του Απόλλωνα οι πιστοί τραγουδιστές κρατούνε.
Συχνά άκουσα να μου μιλούν για την πλατιά τη χώρα
που ο πυκνοφρύδης Όμηρος την είχε κατοικιά του,
κι όμως ποτέ δε χάρηκα την άκρα της γαλήνη
παρά μονάχα τη φωνή σαν άκουσα του Τσάπμαν,
φωνή γεμάτη δύναμη κι ασύγκριτη σε θάρρος,
κι ένοιωσα κάτι σαν αυτό που ο αστρονόμος νοιώθει
όταν, γεμάτος έκσταση, μέσ’ στο στερέωμα βλέπει
ένας καινούργιος κι άγνωστος πλανήτης ν’ αχνοφέγγει,
ή σαν το άτρομο Κορτές, που, μ’ αετίσιο μάτι,
ορθός εκεί κι αμίλητος, σε μια κορφή του Ντάριεν
του Ειρηνικού αποθαύμαζε το θάμπος, κι οι άνθρωποί του
ο ένας τον άλλο εκοίταζαν με μια άγριαν υποψία.
και πολιτείες εγνώρισα πανέμορφες και τόπους
κι απ’ όλα εκείνα τα νησιά στη δύση έχω περάσει,
που του Απόλλωνα οι πιστοί τραγουδιστές κρατούνε.
Συχνά άκουσα να μου μιλούν για την πλατιά τη χώρα
που ο πυκνοφρύδης Όμηρος την είχε κατοικιά του,
κι όμως ποτέ δε χάρηκα την άκρα της γαλήνη
παρά μονάχα τη φωνή σαν άκουσα του Τσάπμαν,
φωνή γεμάτη δύναμη κι ασύγκριτη σε θάρρος,
κι ένοιωσα κάτι σαν αυτό που ο αστρονόμος νοιώθει
όταν, γεμάτος έκσταση, μέσ’ στο στερέωμα βλέπει
ένας καινούργιος κι άγνωστος πλανήτης ν’ αχνοφέγγει,
ή σαν το άτρομο Κορτές, που, μ’ αετίσιο μάτι,
ορθός εκεί κι αμίλητος, σε μια κορφή του Ντάριεν
του Ειρηνικού αποθαύμαζε το θάμπος, κι οι άνθρωποί του
ο ένας τον άλλο εκοίταζαν με μια άγριαν υποψία.
* George Chapman (1559-1634). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας που έκαμε μια αριστουργηματική μετάφραση του Ομήρου στην αγγλική γλώσσα.
Μετάφραση: Κώστας Α. Παπαδάκηςhttps://thepoetoftheuniverse.wordpress.com/
❃ ❃ ❃ ❃
Η Φήμη
Η Φήμη πεισματάρικη, σεμνή θα μένει κόρη
γι’ αυτούς που τήνε τριγυρνάν με δουλικό το γόνα.
Κι όμως, να, παραδίνεται σ’ ένα άμυαλον αγόρι.
Πιο τρέλαν έχει μια καρδιά που δεν γνωρίζει αγώνα.
Είναι τσιγγάνα. Δε μιλά σ’ όσους δεν έχουν μάθει
μακριά απ’ αυτήν να ’ναι ήσυχοι. Ναζιάρα, δεν αρέσει
σιμά στ’ αυτί της ψίθυρο, θαρρεί κάτι θα πάθει
και σαν μιλάν άλλοι γι’ αυτήν σε σκάνδαλο θα πέσει.
Είναι τσιγγάνα αληθινή, στο Νείλο γεννημένη,
ζηλιάρα σαν την Πετεφρή. Αυτής την καταφρόνια
μ’ άλλη τόση πληρώσετε, ερωτοχτυπημένοι
σεις τροβαδούροι. Αγέραστοι σεις καλλιτέχνες αιώνια
τρελοί μην είστε. Για το ‘έχε γεια’ κομψά απλώστε χέρι
κι αν της αρέσει πίσω σας το βήμα της θα φέρει.
Μετάφραση: Β. Ελεγάςγι’ αυτούς που τήνε τριγυρνάν με δουλικό το γόνα.
Κι όμως, να, παραδίνεται σ’ ένα άμυαλον αγόρι.
Πιο τρέλαν έχει μια καρδιά που δεν γνωρίζει αγώνα.
Είναι τσιγγάνα. Δε μιλά σ’ όσους δεν έχουν μάθει
μακριά απ’ αυτήν να ’ναι ήσυχοι. Ναζιάρα, δεν αρέσει
σιμά στ’ αυτί της ψίθυρο, θαρρεί κάτι θα πάθει
και σαν μιλάν άλλοι γι’ αυτήν σε σκάνδαλο θα πέσει.
Είναι τσιγγάνα αληθινή, στο Νείλο γεννημένη,
ζηλιάρα σαν την Πετεφρή. Αυτής την καταφρόνια
μ’ άλλη τόση πληρώσετε, ερωτοχτυπημένοι
σεις τροβαδούροι. Αγέραστοι σεις καλλιτέχνες αιώνια
τρελοί μην είστε. Για το ‘έχε γεια’ κομψά απλώστε χέρι
κι αν της αρέσει πίσω σας το βήμα της θα φέρει.
https://thepoetoftheuniverse.wordpress.com/
❃ ❃ ❃ ❃
Για τη θάλασσα
Αιώνιο κρατά μουρμουρητό σ’ ακρογιαλιές πανέρμεςκαι σε σφοδρήν αναρροή χιλιάδες και χιλιάδες
σπηλιές μπουκώνει, μέχρι που τα μάγια της Εκάτης
τις παρατάν με τους παλιούς αχούς ίσκιο γεμάτους.
Συχνά έχει τέτοια διάθεση και τέτοιαν ημεράδα,
ώστε και το μικρότερο κοχλίδι δεν σαλεύει
μέρες και μέρες από κει που κάποτε έχει πέσει,
όταν είχαν ξαμοληθή των ουρανών οι ανέμοι.
Ω σεις, που μια τραχιά βουή την ακοή ζαλίζει
ή και παραχορτάσατε από πλήθος μελωδίες,
καθίστε σε καμιάς σπηλιάς το στόμα και ρεμβάστε
ως πού χορός να σας ξαφνιάσει, τάχα, Ωκεανίδων.
Μετάφραση: Β. Ελεγάς
https://thepoetoftheuniverse.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου