Πόσο βαρύναν πάνω μου οι φωνές
οι αναιδείς ματιές του κόσμου και τα έργα
κι όσα ποτέ δεν ήρθαν κι ας καρτέραγα
κι όσα αγάπησα πολύ μα λιγοστέψαν.
Πάλι στου δρόμου τα μισά με το τραγούδι μου
στα χείλη μου μισό λησμονημένο
στέκομαι να κοιτώ τα χρώματα που σκόρπισε
Ο Τρόμος
(Τη νύχτα που τα φώτα έσβησαν στην “Πόλη του Φωτός”...)
Αόρατος, ασώματος σχεδόν, ο Τρόμος έβγαινε
μ`εκείνα τα φρικτά παπούτσια του που τρίζαν
στο κάθε βήμα του στης πόλης τα στενά
στα πεζοδρόμια τ`αδειανά και στις πλατείες.
Σίμωνε τους περαστικούς μ`άγρια χαρά
κάγχαζε που σκυφτοί με τον γιακά τους σηκωμένο,
μήτε που έστρεφαν ποτέ ψηλά τα μάτια τους
όταν τους άγγιζε με χέρια παγωμένα.
Χωνότανε μετά μέσα στα σπίτια τους
σε κάθε σκοτεινή γωνιά, σε κάθε ήχο
μόλυνε το ψωμί τους, να μην τρώγεται
κι έπειτα στο κρεβάτι τους, κρυφά, μες στο σκοτάδι,
όνειρα έφερνε βαριά γεμάτα αίματα
γεμάτα πόνο δάκρυα και θλίψη.
Ασώματος, σαν άνεμος σχεδόν, ο Τρόμος έβγαινε
μ`εκείνα τα φρικτά παπούτσια του που τρίζαν
δεν είχε φίλους ή γονείς, δεν είχε πρόσωπο,
αισθήματα δεν είχε και γελούσε.
Κεντρικό δελτίο
Την ώρα που γλυκιά, κύματα-κύματα
μεθυστική μια ρέμβη σου ποτίζει το κορμί
νωχελικά, κι αφήνεσαι αργά να σε βυθίσει
και πια δε νιώθεις ούτε την ανάσα σου
και με μισόκλειστα τα μάτια ταξιδεύεις,
μες στη μικρή οθόνη χαμηλόφωνα
μετά τα σπορ τα κοσμικά τις διαφημίσεις
για τα καινούρια απορρυπαντικά, ξανά η θάλασσα
άσπρη μαβιά γεμάτη από κραυγές,
γεμάτη χέρια ανοιχτά, γεμάτη μάτια
και τα παιδάκια μπρούμυτα κι ασάλευτα
που πάνε κι έρχονται στα κύματα σαν τόπια,
λες και τα νοιάστηκε ο θάνατος και τ`άφησε,
ανέμελα να παίξουν πριν τα πάρει.
Στην έρημη πλατεία
Σαν πέσει η νύχτα και το σύνθημα δοθεί
πολύχρωμο πολύβουο ποτάμι
σκορπά στις στάσεις του μετρό με τα πανό,
με τις σημαίες και τα λάβαρα στα χέρια.
Και πίσω στην πλατεία που ερήμωσε,
δυο-τρία απορριμματοφόρα
σωροί μπουκάλια πλαστικά, σκυλιά αδέσποτα
και σκόρπιες λασπωμένες προκηρύξεις.
Μα σκύβοντας κανείς πιο χαμηλά,
αν γονατίσει μια στιγμή στα πεζοδρόμια
θα δει να λάμπει ακόμα ο ιδρώτας τους
στο λίγο φως, κι ίσως κρατώντας την ανάσα,
ν`ακούσει το στερνό τραγούδι σα βροντή
σαν καταιγίδα μακρινή, κι ίσως να νιώσει,
μέσα από τους πυκνούς καπνούς, τα χημικά,
μιαν ανεξήγητη οσμή που σε μεθάει,
γιατί η άνοιξη θα`ρθεί, όσο κι αν άργησε,
να λιώσουνε οι πάγοι και τα χιόνια.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ - Leszek Bujnowski photography
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου