Γλυκά απίθωσε τις ακτίνες του ο ήλιος .Τό πορφυρό το στέμμα καταγής. Απαρηγόρητος.Ο νοτιάς στροβίλισε στον αέρα τις ευωδιές των λεμονανθών.Έσκυψε το μικροσκοπικό κεφάλι η βιολέτα και δάκρυσε αντικρίζοντας Εκείνον. Το σταυρωμένο Άνθρωπο.Έκλεισαν τα μάτια από ντροπή οι ειδότες .Κι εκείνοι που ουκ οίδασι τι ποιούσι γέλασαν σαρδόνια παίζοντας στα ζάρια πολύτιμο ντύμα.Οι καταφρονεμένοι της γης κλείναν το γόνυ και δέηση η ψυχή τους ψιθυρίζει.Οι δυνατοί στις χρυσές τους κούπες μεθούν με το κρασί μιας νόθας νίκης.Γυμνός με ένα κουρέλι στα πληγωμένα μέλη στέκει πάνω στο ξύλο.Λυπημένος.Τα μάτια όλο τον κόσμο αγκαλιάζουν. Σαν τον πατέρα που τον άσωτο το γιο αγκαλιάζει που γύρισε χωλός και πεινασμένος από το μάταιο ταξίδι του χαμού του.Για μια στιγμή στα χέρια τα καρφιά κοιτάζει. Το κόκκινο της παπαρούνας αίμα αργοκυλά στα δάκτυλα και τρέχει στο χώμα να ποτίσει την ξεραμένη γη της αμαρτίας.Το κεφάλι γέρνει. Το αγκάθινο στεφάνι από ψέματα πλεγμένο καρφώνει το μέτωπο το φωτεινό, το καθάριο της αλήθειας.Σιωπά.Τι άλλο να μιλήσει; Σε κωφούς πώς η φωνή να φτάσει;Συγχώρεση ικετεύει τον πατέρα γι αυτούς.Στερνή του επιθυμία.Σαρκάζουν οι δειλοί και χωρατεύουν και ξέρουν πως τούτη είναι η ενάτη ώρα.Ξεψύχησε.Κι άστραψε ο κόσμος με ελπίδα το θαύμα να φανεί το πρώτο.Της Ανάστασης του Ανθρώπου τότε, Τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου