ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η Ελένη Λύτρα - Χαραρά γεννήθηκε
στην Αθήνα, μεγάλωσε στις Κονίστρες της Εύβοιας και κατοικεί στην Κηφισιά.
Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα για είκοσι χρόνια σπουδάζοντας παράλληλα Διοίκηση
επιχειρήσεων αρχικά και κατόπιν
Φιλολογία. Παρακολούθησε τέσσερις κύκλους σεμιναρίων Δημιουργικής Γραφής.
Γράφει μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα και ποίηση.
Έργα
της έχουν βραβευθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς στην Ελλάδα και το εξωτερικό
κι έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες.
Eργογραφία
Eργογραφία
ii) Πέταξα μ’ ένα κοπάδι γλάρους ( έξι και μία πτήσεις) εκδόσεις ΧΡΗΣΤΟΣ Ε ΔΑΡΔΑΝΟΣ. 2014
iii) ζ ω ή... ρόδι που έσπασε (μυθιστόρημα- εκδόσεις ΧΡΗΣΤΟΣ Ε ΔΑΡΔΑΝΟΣ. 2013)
iv) Μοίρα μου ...σα ματωμένο παραμύθι. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΗΣΤΟΣ Ε. ΔΑΡΔΑΝΟΣ
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα.
i)Μενεξέδες εφήμερη ομορφιά
ii) Intelligentsia02 ( O κύκλος των ποιητών)
iii) Intelligentsia 01
iv) UNESCO(σύγχρονοι έλληνες ποιητές)
ΒΙΒΛΙΑ
i) Σα σπασμένο ρόδι.. μυθιστόρημα
(εκδόσεις ΚΥΠΡΟΕΠΕΙΑ. 2003)
Σε ποιο χρόνο κινείται η καθημερινή ζωή των ατόμων που είναι στενο-χωρημένα, όταν ο
χώρος στενεύει τα όριά τους κι έτσι, επιχειρώντας να τον μεγαλώσουν, ανα-χωρούν;
Η απάντηση: Mάλλον σε χρόνο Παρακείμενο, σ’ ένα χρόνο, δηλαδή, που κείται παρά του
τώρα και του πριν και που η ηρωϊδα βίωσε από τη νύχτα του Πολυτεχνείου και
εντεύθεν. Τα αιτήματα εκείνης της νύχτας όμως έγιναν ένα οριακό σημείο για την
ίδια, τη σύγχρονη Ελλάδα και για όλον τον Ελληνισμό. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Αποσπάσματα
i) «...Στη γωνία Στουρνάρη και Πατησίων. Ώρα επτά. Ημέρα Παρασκευή, του Νοέμβρη εκείνου, που αντηχούσε τη φωνή τους, συνισταμένη από εκατομμύρια φωνές, σε τρείς λέξεις. ΨΩΜΙ–ΠΑΙΔΕΙΑ–ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Τίποτε άλλο δεν νιώθανε. Ούτε καν τα δακρυγόνα που τους έτσουζαν τα μάτια. Αιωνιότητα.... Κρατημένοι από τα χέρια, αδιαπέραστη αλυσίδα, οι τέσσερις φίλοι και όλη η Αθήνα, κατηφόριζαν παρασυρμένοι από το ρεύμα. Τα χτυπήματα από τα γκλόμπς τους έδιναν φτερά . Μα η αλυσίδα έσπασε. Ανυπεράσπιστες μονάδες τρέχουν δεξιά και αριστερά να σωθούν. Στο ημιυπόγειο μιάς πολυκατοικίας στην οδό Στουρνάρη βρίσκουν καταφύγιο.
- Πρέπει να φύγουμε από δώ, λέει κάποιος. Και ένας άλλος πιο 'κει χτυπημένος στο κεφάλι, αιμοραγούσε, τα πόδια του δεν τον βαστούσαν άλλο. Σωριάζεται. Οι ώρες περνούν.....»
* * * *
ii) «...Οι λέξεις: «πάντα», «αιωνιότητα», δώρα φλεγόμενα, καίνε τα σπλάχνα της από φόβο. Σαν «ύβρη», αντηχούν στ' αυτιά της.
“Και ποιος μας καθορίζει την αιωνιότητα; Και ποιο το δικαίωμά μας στο παντοτινό;”
Την ανατριχιάζει το καύχημα της ευτυχίας.
“Ας νιώσουμε τις στιγμές. Αυτές μόνο μας ανήκουν. Του κύκλου τα γυρίσματα δεν είναι ορατά. Η ελπίδα όμως δεν είναι «ύβρη». Είναι δικαίωμα κι ανάγκη ζωής. Τα όνειρα υφασμένα απ' την ελπίδα κρατούν τα πόδια μας σταθερά στο σήμερα, ανοίγουν στην καρδιά μας τις πύλες του ουρανού. Ένα ακόμα σκαλοπάτι στη γνώση. Ένα ακόμα πέρασμα στην όχθη της αλήθειας. Κι έτσι πορευόμαστε με βλέμμα εξαγνισμένο από τις συμβάσεις που μας περιβάλλουν. Κι έτσι αναπνέουμε την ομορφιά της ζωής.”...».
* * * *
ΚΡΙΤΙΚΗ
Από ΚΏΣΤΑ Π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟ (bar.bar)
ΕΛΕΝΗ ΛΥΤΡΑ-ΧΑΡΑΡΑ Σα
σπασμένο ρόδι Εκδόσεις ΚΥΠΡΟΕΠΕΙΑ Λεμεσός
Ισως από σημειολογική
σύμπτωση, την ηρωϊκή νύχτα του Πολυτεχνείου, της 17ης Νοέμβρη 1973,
έγινε και η επανάσταση της κεντρικής ηρωίδας μας, που δρομολόγησε νέες πορείες ζωής, όχι μόνο
για την ίδια αλλά και για τους άνδρες που γνώρισε και παντρεύτηκε, όπως και για
το συγγενικό της περιβάλον και τα παιδιά της. Η περιπετειώδης περιδίνηση
εκτυλίχθηκε στην Ελλάδα, την Αμερική και την Αυστραλία, που είναι οι πρωταγωνιστικοί
χώροι του μυθιστορήματος. Έτσι λοιπόν, «σα σπασμένο ρόδι» ξεπετάγονται από
μέσα, μαζί με κάθε σπόρο, δεκάδες ιστορίες, που όσο και να πιστεύει κανείς πως
θα χαθεί ανάμεσά τους, αντίθετα τις παρακολουθεί σε κάθε τους λεπτομέρεια, στην
παράλληλη διαδρομή τους.
Η Ελένη Λύτρα-Χαραρά, με
δεξιοτεχνία αξιοθαύμαστη και με μια γλώσσα απλή και ανθρώπινη, πραγματοποιεί
μια αγωνιώδη ξενάγηση στις ιστορίες όλων
των πρωταγωνιστών, αλλά και στις χώρες και στους κόσμους όπου αυτοί κινούνται.
Όλες οι ιστορίες
διαδραματίζονται στο πρόσφατο παρελθόν, πάντα όμως με παράλληλες αναδρομές, που
έχουν αφετηρία την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Στην πορεία της αφήγησης
εμπλέκονται γεγονότα και καταστάσεις από την κοινωνική και οικονομική εξαθλίωση
των ανθρώπων της ελληνικής επαρχίας, που τους οδήγησαν στη μετανάστευση πριν
και μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο.Στο βιβλίο της η Ελένη
Λύτρα-Χαραρά καταγράφει ιστορίες και γεγονότα που διαδραματίζονται στην Ελλάδα,
στην Αμερική και στην Αυστραλία και φέρνει στο φως τα βιώματα από προηγούμενες
γενιές, τις μνήμες από τα κύμματα της μετανάστευσης, το νόστο των ξενιτεμένων, αλλά και τη λαχτάρα εκείνων που περιμένουν να
γυρίσουν, έχοντας γνωρίσει δύο πατρίδες, με τηνκαρδιά τους
χωρισμένη στα δυο, έτσι, σα σπασμένο ρόδι
ii) Πέταξα μ’ ένα κοπάδι γλάρους ( έξι και μία πτήσεις)
εκδόσεις ΧΡΗΣΤΟΣ Ε ΔΑΡΔΑΝΟΣ. 2014
εκδόσεις ΧΡΗΣΤΟΣ Ε ΔΑΡΔΑΝΟΣ. 2014
Πορτρέτα ανθρώπων της
διπλανής πόρτας, που ίσως γνωρίζεις, που ίσως να έμαθες γι αυτούς - για το
φευγιό τους, που σε κοίταξαν κατάματα, σε άγγιξαν, ακόμα και μέσα από διηγήσεις
κι έπειτα χάθηκαν σ' εναλλασσόμενες διαδρομές στα θέλω και τα μη της αγάπης,
στα μακρινά ταξίδια, στις μεγάλες λεωφόρους μεγαλουπόλεων, στις επιταγές των
συνθηκών...
Ένα φιλί ορόσημο για αλλαγές. Η αναβίωση ενός νεανικού έρωτα, προ εκπλήξεων.
Ένας άλλος έρωτας απ' τα παλιά, προ ανατροπών. Η απόπειρα αυτοκτονίας μιας
νεαρής κοπέλας, αφορμή για μια καινούργια ζωή. Ακόμα κι η μοίρα με τα απίστευτα
παιγνίδια της να φέρνει στενούς συγγενείς κοντά, που πριν δε γνώριζαν την
ύπαρξή τους. Άλλους πάλι, με τους αγώνες τους, να ικανοποιήσουν την ανάγκη της
δημιουργικότητας, να κατακτήσουν γνώση, ανθρώπους και τόπους. Τον έρωτα. Μια
καλύτερη ζωή. Ακόμα και την καταγραφή από μνήμες, που χάραξε η ζωή κι έγιναν
ιστορία, μην ξεχαστούν στο πέρασμα του χρόνου.
Κι όλοι είναι άνθρωποι που ο μικρός τόπος της ιδιαίτερης πατρίδας, τους
στενεύει και ζητούν χώρο ν' ανασάνουν. Κι όλοι ταξιδεύουν, με αεροπλάνο ή
πλοίο, "μ' ένα κοπάδι γλάρους" να ακολουθεί. Κάνουν όνειρα, σκέψεις,
κάπου σμίγουν μεταξύ τους, μοιράζονται πόθους, πόνους και συγκινήσεις. Κι όλοι
εκφράζουν, μέσα από τις επτά νουβέλες, είτε σιωπηρά είτε στις συζητήσεις τους,
τον καημό της ξενιτιάς, μα και το "νόστο" για την πατρίδα. (Από την
παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Περιεχόμενα
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
“Πάνω στα φτερά των γλάρων μου φόρτωσα την αθωότητα κι έρριξα άγκυρα!”
ΓΙΑ ΕΝΑ ΦΙΛΙ
“Ένα φιλί... Μια λαμπυρίδα... Κι ο κόσμος μαγικός ξαναγεννιέται...”
Η ΕΚΠΛΗΞΗ
“Μια ξενιτιά η ψυχή κι ο κόσμος ένα όνειρο. Η υπέρβαση; Άλλος τόπος... σα θα
φανεί... έκπληξη θα 'ναι...”
ΑΡΩΜΑ ΓΑΖΙΑΣ
“Στης πίκρας τις ρωγμές είχε φυτέψει ο έρωτας... γαζίες... που 'βγαλαν άνθη κι
ευωδιές στο αύριο και στο χτες”
ΣΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΟΥ ΤΡΕΝΟΥ
“Ματώσανε οι αντοχές κι ο θάνατος... αλλάζει τη ζωή με έρωτα και
"μοίρα"...”
ΕΙΣΑΙ Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΠΛΗΡΩΜΗ!
“Στου κύκλου τα γυρίσματα μια δύναμη αόρατη... που κατευθύνει και σμίγει τ'
αναπάντεχο”
ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΒΑΔΙΣΕΙ ΣΤ' ΑΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ
"Ούτε και εις εμέ φαίνεται ότι άνευ θείας δυνάμεως έγινε ο με κανέναν
θνητόν όμοιος" (Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις)
ΣΤΟ ΠΟΙΟ ΜΑΚΡΥ ΤΑΞΙΔΙ...
Είμαι εγώ; Η αλήθεια μου; Λες... κι αναζητάς το ταξίδι... εκείνο... ίσως... το
πιο μακρύ!
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
“Ίσως αύριο να ξαναγυρίσω! Ίσως... αν... το "ασυνεπές
διάστημα"... καθαγιαστεί”
Αποσπάσματα
i) «....σκεφτόταν, με τους αγκώνες βαριά
αφημένους στην κουμπαστή του πλοίου, ενώ αγνάντευε τον ωκεανό. Ήταν η τρίτη
μέρα του ταξιδιού. Είχε βγει για λίγο να εξομοιωθεί με το υγρό στοιχείο, που
για είκοσι ακόμα μέρες θα ήταν πατρίδα του. Ένα κοπάδι γλάροι πέταξαν σχεδόν
δίπλα του ακολουθώντας την πορεία του πλοίου. Κλωσόρισαν τον συνταξιδευτή τους
τιτιβίζοντας και με ανάλαφρα λικνίσματα πήραν θέση. Τους κυττούσε χαμογελώντας
ο Αλέξανδρος, -πάντα οι γλάροι συμβόλιζαν για κείνον το μακρινό κι ατέρμονο
ταξίδι- όταν μια κοριτσίστικη φωνή σχολίασε το πέταγμα των συντρόφων. Γύρισε
και είδε μια όμορφη κοπέλα. Της συστήθηκε. «Αλέξανδρος». «Ρωξάνη», είπε εκείνη
και γέλασαν κι οι δυο με τη σύμπτωση των ιστορικών ονομάτων. Απ’την ευρύτερη
περιοχή της Μακεδονίας εκείνη, ταξίδευε για να συναντήσει στη Μελβούρνη τους
θείους της, γιατί ορφάνεψε από γονείς. Χάθηκαν σε δυστύχημα
αυτοκινητιστικό κι έμεινε μόνη, είπε,
ενώ τα μάτια της συννεφιάσαν. Μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο. Ήθελε να
σπουδάσει. Η αδελφή της μητέρας της, που είχε πριν αρκετά χρόνια ξενιτευτεί,
την ήθελε κοντά της. Δεν είχε παιδιά. Συναισθηματικά ανασφαλής η Ρωξάνη και
χωρίς πόρους δέχτηκε την πρόταση...»
* * * *
(Απόσπασμα απ’ τη νουβέλα ΉΘΕΛΕ ΝΑ ΒΑΔΙΣΕΙ ΣΤ’ ΑΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ.)
ii ) «...Βρισκόταν
τώρα κοντά στην Ομόνοια, όπου δυο παρέες νεαρών κατηφόριζαν γελώντας προς το
μετρό. Είχαν βγει από ένα ταβερνάκι,
φαίνονταν κεφισμένοι, πειράζονταν μεταξύ τους σε διαφορετικές γλώσσες, άγνωστες
για το Βίκτωρα.Τους είδε να κοντοστέκονται σ’ένα μπουλούκι από ελληνόπουλα που
σχολίαζαν τον ποδοσφαιρικό αγώνα, πούχε πριν λίγο γίνει. Μπήκαν κι αυτοί στο
μπουλούκι παίρνοντας θέση. Έντονη η αντιπαράθεση χωρίς βία όμως. Γέλια, φωνές
και βρισιές ακόμα, διαπέρασαν τ’αυτιά του. Κοντοστάθηκε. Ζάλη ένιωσε για μια
στιγμή από συνειρμό, που τον έφερε πίσω στα πρώτα ερεθίσματα απ’την ανάδοχη
πατρίδα.
“Wogs…wogs…” κι η φωνή να του διαπερνά τα μηνίγγια. Στο νου του γύρισαν ξανά
σκηνές από το παρελθόν. Μπουλούκι από Αυστραλούς να κυνηγούν αυτόν κι άλλους νεαρούς μετανάστες, προκαλώντας βίαιες συμπλοκές,
καυγάδες και τραυματισμούς.
“Wogs…..wogs…”,
Βρισιά για τα ελληνόπουλα εκείνα. Περιθωριοποίηση.
Συνήλθε
λίγο, έδιωξε την άγρια εικόνα απ’το συνειδητό του, παρακαλούθησε τους
αστεϊσμούς των νεαρών μεταναστών με τα ελληνόπουλα, ανάσανε με ανακούφιση πάλι
και χαμογέλασε. Όχι! Οι έλληνες
της μητροπολιτικής πατρίδας σήμερα δεν πρέπει να είναι ρατσιστές,
όπως τους παρουσιάζουν τα ελληνικά
κανάλια στο εξωτερικό, ψιθύρισε κι ένιωσε την ελπίδα με ανακούφιση και φως να
πλημμυρίζει την καρδιά του. Το φως της Ελλάδας...»(Απόσπασμα απ τη νουβέλα ΑΡΩΜΑ ΓΑΖΙΑΣ)
Κριτική από ΔΗΜΗΤΡΗ
ΒΑΡΒΑΡΗΓΟ (συγγραφέα)
ΓΙΑ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΠΕΤΑΞΑ Μ’ ΕΝΑ ΚΟΠΑΔΙ ΓΛΑΡΟΥΣ
ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ
ΛΥΤΡΑ-ΧΑΡΑΡΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ
Ένα υπέροχο βιβλίο γραμμένο από την
Ελένη Λύτρα Χαραρά. Επτά νουβέλες με ήρωες γεμάτους αναζητήσεις, στόχους,
κίνητρα. Άνθρωποι όχι άγνωστοι… μα της διπλανής μας πόρτας που πασχίζουν για
μια θέση στον ήλιο ακόμη κι όταν αυτή η θέση είναι μακριά απ’ την πατρίδα τους…
Ανθρώπινες ανάγκες για συντροφικότητα και για την ανεύρεση μιας νέας ζωής.
Άνθρωποι της διασποράς με το ελληνικό δαιμόνιο πνεύμα να δεσπόζει στη ψυχή
τους… φεύγουν μακριά απ’ τον τόπο τους, μα πάντα παραμένουν πιστοί στις αξίες
και στις προαιώνιες ελληνικές αρετές και καταφέρνουν μέσα στη ξένη γη να
ριζώνουν την Ελλάδα. Να πετυχαίνουν ίσως τους στόχους τους ακόμη και να
μεγαλουργούν, όμως ποτέ να μη βγάζουν από τη ψυχή τους μια βαθιά επιθυμία, την
επιστροφή στην Πατρίδα..
Φυγή, αποχωρισμός, ελπίδες, όνειρα,
σχέσεις, επιστροφή… λέξεις ορόσημα που σημαδεύουν συναισθηματικά τις ζωές τους.
Η αναζήτηση ενός νέου τόπου, μα και η αναζήτηση του Άλλου… η ανάγκη των
ανθρωπίνων αισθήσεων να μοιράζονται την ομορφιά της συνύπαρξης. Και μέσα στο
χρόνο, πόσες στιγμές τους χάρισε ή χάρισαν στον Άλλον… και πόσες χάσανε η
γεύτηκαν οι αισθήσεις ομορφιές;
Για όλα αυτά μιλάει στις νουβέλες
της η ΕΛ και παρ’ όλο που οι ήρωες της έχουν την ίδια διαδρομή κάθε κείμενο
έχει τη δική του ξεχωριστή οντότητα. Χαρακτήρες γεμάτοι από όλα τα συναισθήματα
που δομούν τον άνθρωπο. Γι’ αυτό διαβάζοντας τις νουβέλες ταυτίστηκα και θα
συμβεί σε όσους διαβάσουν το βιβλίο να ταυτιστούν με τους ήρωες καθώς δρουν και
πράττουν με φυσικό και αληθινό τρόπο.
Άψογη η δόμηση του κάθε κειμένου, με
ρέουσα ζωντανή γραφή. Από την πρώτη σελίδα διαφαίνεται η πλούσια εμπειρία που
έχει στον γραπτό λόγο, η συγγραφέας να ενισχύει τη συναισθηματική φόρτιση μεγιστοποιώντας
το στάδιο των επιπτώσεων όταν οι ήρωες διχάζονται μεταξύ των εναλλακτικών
πορειών δράσης που ανοίγονται μπροστά τους. Περιγραφές που προκαλούν
συγκινησιακές αντιδράσεις καθώς υπάρχουν συνηθισμένες λεπτομέρειες τις οποίες
γνωρίζει ο αναγνώστης από τις προσωπικές του εμπειρίες του, αλλά και σπάνιες
λεπτομέρειες που θα τον εκπλήξουν.
Αφυπνίζει ο λόγος της το συναίσθημα του
αναγνώστη, προσελκύει την προσοχή του με αποτελεσματικό τρόπο. Οι στόχοι, οι
συγκρούσεις, τα εμπόδια που παρουσιάζονται στους ήρωες, η συγγραφέας τα
παρουσιάζει με πλήρη ζωντάνια και ένταση. Ως συγγραφέας η ΕΛ έχει μελετήσει
πολύ καλά τον Άνθρωπο και καταφέρνει να χτίζει αληθινούς χαρακτήρες μέσα από
την επαγγελματική τους απασχόληση, τις πεποιθήσεις τους, τη συμπεριφορά τους. Διαλέγει
η συγγραφέας, τις λεπτομέρειες εκείνες που διεγείρουν τα δικά μας συναισθήματα,
τις περιγράφει με ακρίβεια και ζωντάνια ώστε να προβάλει το απαιτούμενο
συναίσθημα με μεγαλύτερη ένταση.
Τι πιο όμορφο σε ένα βιβλίο τα
κείμενα να δημιουργούν εικόνες. Μέσα στα κείμενα αυτά η προβολή των
αισθητηριακών εντυπώσεων είναι απόλυτη και όπως τα εκθέτει η συγγραφέας, ο
αναγνώστης σίγουρα… το βίωσα προσωπικά αυτό
στην ανάγνωση… θα πλάθει νοερά εικόνες ανθρώπων, χώρων, τόπων, κινήσεων
κι έτσι οι ιστορίες γίνονται
πραγματικές...
Αγαπητή Ελένη, δεν έχω να προσθέσω
τίποτα περισσότερο... κανενός ο λόγος δεν θα τους προσδώσει περισσότερη αξία
στα βιβλία σου.. αυτά έχουν τη δύναμη από μόνα τους να σταθούν αναλλοίωτα στο
χρόνο και να αποδείξουν ότι η αληθινή λογοτεχνία δεν χάνεται ποτέ.
iii) ζ ω ή... ρόδι που έσπασε μυθιστόρημα
εκδόσεις ΧΡΗΣΤΟΣ Ε ΔΑΡΔΑΝΟΣ. 2013)
Είναι η
Αγγελική, ένα κορίτσι απ' την ελληνική επαρχία, που ζει σαν φοιτήτρια στην Αθήνα μαζί με τις δυο αγαπημένες φίλες από
παιδιά τη Νεφέλη και τη Ζωή. Οι καταστάσεις κάνουν τη ζωή της να κινείται μέσα σ' έναν
ανεμοστρόβιλο, που την παρασέρνει σε τρεις ηπείρους για είκοσι χρόνια με μια
κόρη χαμένη που θα τη δει για πρώτη φορά στην Αυστραλία, γυναίκα πια. Η
παρουσία της κόρης της εκεί, θα σταθεί κι η αφορμή να κάνουν αυτό το μακρινό
ταξίδι κι οι άλλες δυο φίλες, που κι αυτών η ζωή δεν είναι άμοιρη από
προβλήματα και μοναξιά.
Η συνάντησή τους στην Αυστραλία θα φέρει στην επιφάνεια την ανάγκη και τις
αιτίες της μετανάστευσης. Οι δυο επισκέπτριες θα τα νιώσουν βαθύτερα όλα αυτά,
μέσα από το "νόστο" και τα βιώματα των ελλήνων της διασποράς που θα
συναναστραφούν. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Αποσπάσματα
i) ‘’Μακριά απ’ τ’ όνειρο, η σιωπή. Και
το απροσδόκητο’’; (απόσπασμα)
«....Κι άλλες συμβατικές παρέες μπήκαν στη ζωή
της Νεφέλης.
Παρέες απ' τον επαγγελματικό κύκλο του Αντρέα, συντροφιές από τον κύκλο της
Ζωής, ή από τον προηγούμενο συναδελφικό της χώρο. Αρκετές φορές έβγαινε μαζί τους. Στην κάθε παρέα ήτανε ξεχωριστή. Πολλές φορές περνούσε καλά, χαιρόταν· άλλες
όμως το 'νιωθε λίγο σαν υποχρέωση στο ρόλο της συζύγου, άλλες μόνο και μόνο για
ν' αλλάξει εντυπώσεις και κάτω από την πίεση της Ζωής ή των συναδέλφων κι
εκεί ένιωθε σαν ξένο σώμα και δε μιλούσε
παρά κουνούσε το κεφάλι χαμογελώντας συγκαταβατικά, κοιτάζοντας κρυφά το ρολόγι
της ή πίνοντας το κρασί μονορούφι για να μη νιώθει το «καπέλωμα». Και τότε την έπνιγε η «σύμβαση» η κοινωνική
και μακάριζε τους «αγροίκους» που μιλούν με τη γη και τ' άστρα και η ψυχή τους
γαληνεύει κάτω απ' τον έναστρο ουρανό και πλανιέται σε χώρες μακρινές.. Κι έτσι στο περιβάλλον μέσα το
«περισπούδαστο» να ψάχνει για έν' αστέρι
κι αν τό βρει και της το καρφώσει κάποιος στα μαλλιά, τη λεν τρελή μαζί
κι αυτόν και τους κλείνουνε σ' ένα καλούπι· σ' έναν «κύκλο χαμένων ποιητών» που
γράφουνε αυτά που κι άλλοι γράψανε· όμως η ψυχή κανενός δεν ταυτίζεται με άλλη,
μα κρατά τη μοναδικότητα σφιχτά, κι ας βαραίνει, γιατί «η σύμβαση» δεν το
επιτρέπει...»
ii) ‘’ Φώτα του Μέλμπουρν...’’(απόσπασμα)
«Πόλη απλωμένη η
Μελβούρνη. Δρόμοι αχανείς θάλασσα χωρίς
ορίζοντα. Η λίμνη και τα πάρκα με τα
χιλιάδες ανοιξιάτικα χρώματα μαγεύουν.
Από τον Πύργο η πανοραμική θέα ολοκληρώνει την αίσθηση της
απεραντοσύνης. Ο γύρος του κέντρου της
πόλης με το τραμ σε κάνει να βιώνεις τον καθημερινό της ρυθμό. Είναι η ώρα πια του δειλινού. Τα χρώματα του ήλιου που φεύγει, σιγά-σιγά
προσθέτουν μια παράξενη λάμψη στα πανύψηλα κτίρια και μαγικές αντανακλάσεις στα
νερά του Yarra River. Μ' ένα μικρό
κρουαζιερόπλοιο διασχίζουν το ποτάμι.
Τώρα τα «Φώτα του Melbourne» δειλά-δειλά ανάβουν και «βαρετά κυλάει ο Υarra-Yarra.» Νέο σκηνικό
ντύνεται η πόλη. Η Νεφέλη παρακολουθεί
τη μαγεία της εναλλαγής, η ψυχή της αναστατώνεται από τα χρώματα ανακατεμμένα
με τα συναισθήματα που την κυριεύουν και
σαν ονειροπαρμένη αυθόρμητα σιγοψιθυρίζει τους στίχους του ποιητή και τα μάτια
της βουρκώνουν. .’’... Σκοτώνει, πες μου,
ο χωρισμός; - Ματώνει, δε σκοτώνει..”
Ο Στέφανος που κάθεται δίπλα
της, την ακούει με προσοχή, νιώθει τους
στίχους να τον αγγίζουν βαθειά και κρυφά προσπαθεί να κρύψει δυο δάκρυα που
κύλησαν απ' τα μάτια του.
Μελαγχολική σιωπή τους
τυλίγει όλους...»
ΚΡΙΤΙΚΗ
ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ : γράφει η ποιήτρια
ΤΖΕΝΗ ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΛΑΧΟΥ
Πέταξα μ’ ένα κοπάδι γλάρους και Ζωή ... ρόδι που έσπασε)
Ελένη , σαν βγεις στην άκρη συλλαβών, σε παίρνουν τα ταξίδια, σαν βγεις στους δρόμους της σιωπής , ο έρωτας, της ποίησης, σ’ αδράχνει.
Ελένη, των συνειρμών, των άγραφων σελίδων προσμονή, η πένα σου στα δάχτυλα γραμμή ζωής χαράζει....
κι είναι οι γλάροι στ’ ανοιχτά που φλυαρούν για τη γραφή σου....Αόρατη με βλέφαρα κλειστά, μες στους δικούς μου λογισμούς, ταυτίζεσαι με την αρχετυπική μορφή σου, κι όλο με ταξιδεύεις! Αδέσποτη στα χνάρια των καιρών, μες στη ροή του χρόνου και των μύθων, οπτασία. Χαράζεις μόνη διαδρομές, αλλάζεις τους αιώνες, φορεσιές.
Μια στου Μενέλαου τις άκρες ξαποσταίνεις, άλλοτε πάλι τρέχεις σ’ ένα όνειρο μονάχο, στης Τροίας τα σοκάκια να καταρρίψεις μύθους και σκιές, να αφοπλίσεις μόνη τους πολέμους.
Έξαφνα , στο άλλο ημισφαίριο της γης, σε βρίσκω στους παφλασμούς του Yara-Yara, μια Νεφέλη, να’χει στον κόρφο της αγάπες, προσμονές, ζωές που γράφονται με αγάπη στο χαρτί, να συγκινήσουν, να ξυπνήσουν τις αισθήσεις!
Ύστερα μέσα μου αλλάζει η μορφή σου!
Περνάς, λέει, το Νείλο, αφέντρα μάγισσα των Φαραώ, με τα μαλλιά σου να υπόσχονται οάσεις πλάνες, έχεις κρυμμένες των ερώτων μουσικές, για να έχει ήχους η ερημία των βεδουίνων..
Των ταξιδιών, Ελένη, γιομίζεις, απ’ τη μέθη της ανατολής, Αίολους τη γάστρα του Αιγαίου, να ’χουν πανιά οι εκδοχές των ταξιδιών, να πνέουν οράματα στα ακρόπρωρα των γλάρων, να βρουν τη ρότα τους χαμένοι ναυτικοί, την ποίηση, οι ταξιδευτές του ονείρου!
Κι οδεύεις όρθια με τόσες μαστιγιές από ριπές και καταιγίδες και φτάνεις σώα, γήινη και μυθική να καταθέσεις πως δε φταις εσύ για τους πολέμους, πως οι σφαγές, ο θάνατος που σέρνουν οι αιώνες, δεν είναι γέννημα του Έρωτα...μα γόνος εξουσίας φθονερής, ανίερης, σφοδρής αλαζονείας!
Του Έρωτα, είναι μόνον η ζωή, το φως, η ποίηση στων αστεριών την ησυχία, του σύμπαντος η τόση αρμονία, από τα χέρια ενός ευφάνταστου Θεού! Του έρωτα είναι η γραφή , η ποίηση, η ‘’θεία μανία’’ που κατακλύζει την ψυχή, και γίνεται έμπνευση, καρπός δημιουργίας!
Ελένη φίλη κι αδερφή, σ’ ευχαριστώ για το ταξίδι, από μελάνι και ψυχή, που μου ψιθύρισες ν’ αδράξω!
iv) Μοίρα μου ...σα ματωμένο παραμύθι.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΗΣΤΟΣ Ε. ΔΑΡΔΑΝΟΣ
.
"...Για να ξυπνήσει η μνήμη, μη και χαθούν με
το πέρασμα του χρόνου γεγονότα μικρά και μεγάλα..." Η εκατόχρονη γιαγιά από το Αϊβαλί αναπολεί
κι εξιστορεί στα εγγόνια της την ιστορία της μακράς και πολυτάραχης ζωής της, η
οποία ταυτίζεται με την ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Κυριαρχεί η
εξιστόρηση της ευτυχισμένης ζωής πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά και
μετά, ο ξεριζωμός απ' το γενέθλιο τόπο και η επώδυνη προσπάθεια εγκατάστασης
και προσαρμογής στον ελλαδικό χώρο. Αποτυπώνεται ο πόνος του ξεριζωμού των
προσφύγων του 1922 από την περιοχή της Μ. Ασίας, αλλά και η φιλική και ειρηνική
συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων στην προ της Καταστροφής περίοδο, με λυρική και
νοσταλγική ανάπλαση της καθημερινής ζωής στην "αλησμόνητη πατρίδα".
(Από την επιτροπή του Λ' Λογοτεχνικού διαγωνισμού 2012-Γ βραβείο- του
Φιλολογικού Συλλόγου ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ, από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Αποσπάσματα
Αποσπάσματα
i) «…Τότε η ανάγκη της εκδίκησης φούσκωνε μέσα στα στήθη μου κι έβγαινε πνιχτή από μέσα μου και κατρακυλούσε ως εκεί στην αμμουδιά, εκεί που το κύμα ξεχύνεται και κρυβότανε μες το λευκό αφρό των σκοτεινών κυμάτων, που την επόμενη μέρα θα αρμενίζανε μες το γαλάζιο ενός δίκαιου θεού παρακαλώντας τον. Και μαζί με ένα τραγούδι νοσταλγικό για κείνη την πατρίδα που τα χείλη σιγομουρμουρίζουν, γλυκά – γλυκά να σφαλίζουν κι οι κόρες των ματιών και πάλι να οδηγούν το όνειρο ζωντανό, καθαρό, λες κι είναι η αλήθεια, σ’ όλη εκείνη την ομορφιά που αφήσαμε εξαναγκασμένοι.
Και ξημέρωνε και βράδιαζε και πάλι εγώ εκεί. Η Μαριάνθη μου μεγάλωνε κι άρχισε να με μαλώνει.
-Έμπα μέσα στο σπίτι μάνα, μου έλεγε, θα πλευριτώσεις έξω στον κήπο χειμώνα καιρό….»
ii) «…Η στιγμή που παραμόνευε, ήρθε. Το Τέλος που καιροφυλακτούσε πλησίασε ώριμο πια. Και τώρα ξημερώνει. Μοιράστηκε καφές, κονιάκ, μπισκότα, κέϊκ και κουλουράκια. Είχε φροντίσει η Αθηνά γι αυτά, ακόμα και για τα λουλούδια που γέμισαν το σαλόνι. Τώρα όλοι μιλούν ήρεμα, χαμηλόφωνα, κανείς δε θέλησε να φύγει. Το τέλος έχει αγκαλιάσει όλους, που φαίνονταν σα μια παρουσία. Με δέος η σκέψη τους είναι στραμμένη εκεί, στο τελευταίο ταξίδι που εκείνη περίμενε στωϊκά, τελετουργικά. Ξεπλήρωσε τα ‘’πορθμεία” μέχρι και την τελευταία “δεκάρα”. Το καράβι σιγά-σιγά πλησιάζει τον ορίζοντα του ταξιδιού του, εκεί στην αντίπερα όχθη. Μετά χάνεται κι αφήνει πίσω την ανάμνηση να ταξιδεύει στο πέλαγος, στα σύννεφα και στους αιθέρες κι ύστερα να φωλιάζει στις καρδιές των αγαπημένων και να τις εξαγνίζει. Σαν παρακαταθήκη, σαν εγγύηση ζωής, από τη ζωή εκείνης που ζούσε ανυπόκριτη κι αγνή με την “ηχώ της νοσταλγίας” της, που την κρατούσε πάντα δεμένη με πρόσωπα, με αξίες και παραδόσεις. Όλα όσα πήγαζαν από τη δική της πατρίδα. Μια πατρίδα, η ίδια…»
Για την εισαγωγή του βιβλίου. Γράφει ο συγγραφέας Δημήτρης Βαρβαρήγος:
Από τη Μοίρα προκαθορίζονται οι ζωές των ανθρώπων, από την ίδια Μοίρα και οι ήρωες του βιβλίου της Ελένης Λύτρα-Χαραρά με μια ουσιώδη νατουραλιστική προσέγγιση, τη μιμητική απεικόνιση μιας αλλοτινής πραγματικότητας.
Η συγγραφέας μας παραθέτει με την ώριμη γραφή της θέματα από την καθημερινή ζωή των πρωταγωνιστών της. Ξεκινά από ορισμένη χωροχρονική θέση, το Αϊβαλί, με ήρωες αληθινά μελετημένους στην ηθική συμπεριφορά τους, δείχνοντας ότι ήταν δέσμιοι εξωτερικών, φυσικών και κοινωνικών δυνάμεων και εσωτερικών παρορμήσεων με όσα βίωναν.
Μνήμες… μνήμες ανεξίτηλες που δεν σβήνει ο χρόνος όταν ο ιστός της παράδοσης υπογραμμίζει την πραγματική διάσταση των ιστορικών γεγονότων και των ατομικών δημιουργιών του αφηγητή. Δεν σβήνεται η ομορφιά και το μεγαλείο μιας πόλης αξεπέραστου ελληνισμού με ρίζες βαθιά ριζωμένες.
Πώς να μετρηθεί ο ανθρώπινος πόνος, η απώλεια, ο ξενιτεμός; Η γιαγιά Αθηνά σε μια τελευταία της μνήμη που νιώθει ασφαλής με τους δικούς της, αφηγείται το βίο της και τα δεινά που σκόρπισαν ο ξεριζωμός, οι πόλεμοι, ο εμφύλιος.
Με πυρήνα το σπίτι της εγγονής Θάλειας, η εκατόχρονη γιαγιά Αθηνά εξιστορεί τα γεγονότα της οικογένειάς της. Η συγγραφέας διηγείται με γλαφυρότητα την καθημερινή ζωή των ηρώων, περιγράφει επεισόδια και καταστάσεις βγαλμένες από την σκληρή πραγματικότητα εκείνης της εποχής, τη γεμάτη πόνο, αφανισμό, μαχητικότητα, εξαναγκασμό, κι ελπίδες στηριγμένες στις σταθερές αξίες μιας κοινωνίας που δεν της δόθηκαν περιθώρια επιλογής παρά μόνο το μονοπάτι του αγώνα και της μοναξιάς.
Ο αναγνώστης καλείται να παρακολουθήσει την πορεία μιας γενιάς και να μάθει για τα ιστορικά γεγονότα της εποχής μέσα από τη νατουραλιστική ματιά των ηρώων του βιβλίου. Το βιβλίο αυτό αποτελεί τοιχογραφία μιας εποχής, ενός λαού, του λαού μας. Οι σκληρές συνθήκες επιβίωσης, με αφετηρία το υπέροχο Αϊβαλί στα μονοπάτια της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας.
Η συγγραφέας επικεντρώνει τη γραφή της μέσα από τα ιστορικά γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής στον άνθρωπο που βίωσε στο αίμα του την πίκρα, τον πόνο του θανάτου και τον καημό του ξεριζωμού.
Μια τρυφερή όσο και συγκινητική καταγραφή γεμάτη μνήμες από τα απερίγραπτα δράματα που έζησαν οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος και ο ελληνισμός ολόκληρος.
Η συγγραφέας θέλοντας να κρατήσει ζωντανές τις πικρές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας μας, πριν η απάθεια απλώσει το πέπλο της λήθης να το σκεπάσει ο χρόνος, μας προσφέρει ένα εξαίσιο έργο.
Σπουδαία γραφή, γεννάει εικόνες, και πώς να μην είναι όταν οι καταγραφές προέρχονται από τις αλήθειες και τις αγωνίες της ζωής.
Δυναμικά τρυφερό ύφος που σε παρασύρει, σε δύσκολα γεγονότα, λες και διαβάζεις μια φανταστική ιστορία, ενώ τα έχουν βιώσει αληθινά πρόσωπα… άνθρωποι δικοί μας, άνθρωποι της διπλανής πόρτας.
Ιστορία βασισμένη στα προσωπικά βιώματα των ηρώων της από καταστάσεις που διαμορφώνει η Μοίρα, σε κάθε ακραία της έκφανση.
Η ελληνική Ανατολή παραδομένη στο αίμα και τη φωτιά. Έλληνες που χάνουν τις εστίες τους κι όσοι γλίτωσαν το θάνατο, άλλοι σύρθηκαν στα βάθη της Ασίας κι άλλοι εκπατρίστηκαν με τον εξαναγκασμό να ακολουθήσουν την οδό της προσφυγιάς.
Ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους χύνεται το μελάνι της Ελένης Λύτρα να φωτίσει με γλαφυρό τρόπο έκφρασης τις δραματικές περιπέτειες των ηρώων της, θέλοντας να αφήσει παρακαταθήκη στη μνήμη των γενεών που ακολουθούν, νωπό το δάκρυ της ανθρώπινης συμφοράς και αγριότητας από εκείνους που προσδιορίζουν τις τύχες των λαώνΜια ιστορία του κοντινού παρελθόντος που η συγγραφέας με ευαισθησία και αίσθημα ευθύνης καταγράφει τις αλήθειες της με σκοπό να ζωντανέψει εξιδανικεύοντας τις τσακισμένες μνήμες της πατρίδας μας. ΔΒα
Π ο ι ή μ α τ α
1) Ειρήνη
Αφουγκράσου... ένα ταξίδι στ’ όνειρο
που χάραξαν οι κόρες στους αιώνες
και στήθηκαν μαρμάρινες
για να κρατούν τις ομορφιές
με την κατάδυση στα βάθη μας,
να σβήνουν τις φωτιές κάθε επανάστασης
στα μάτια Αγίων σε Βυζαντινές εικόνες.
Αφουγκράσου... μες στις ρωγμές του έρωτα,
ορίζει τον παλμό της η ζωή
στην απεραντοσύνη της ασύνορα
τα σύνορα σπασμένο συρματόπλεγμα
κομμάτι γης
ανάσα στα παιδιά του κόσμου
κι η ζεστασιά στα παγωμένα χέρια
μιας αγκαλιάς αγάπη, λίγο ψωμί.
Κι η ελπίδα στην καρδιά μια χούφτα αστέρια. ελυ 28/9/16
2) « Στο παραμύθι μου μπήκα ασφαλής απ τον κυκλώνα των πραγμάτων»
Παιδί ταξιδεμένο στ’ όνειρο
σε ξέβρασε η θάλασσα της προσφυγιάς
σ’ άλλη πατρίδα
ν’αναζητάς το παραμύθι μάταια
κι αυτό να έχει ανατραπεί.
Κόρη του λύκου του κακού η κοκκινοσκουφίτσ
να ξεγελάει τη γιαγιά με τα βοτάνια της
και να χαρίζεται αλλού
με λόγια αγάπης
χύνοντας δηλητήριο σ’ άλλες καρδιές.
Τελειώσαν πια τα παραμύθια
μόνο σου μες την ξενιτιά
ποιός να στα πει...
Κι οι μάγισσες κι οι λύκοι και οι κυνηγοί
χαθήκαν μες το δάσος
εκείνο που ονειρεύτηκες να ξαποστάσεις. Ελυ 20/9/16
* * * *
Παιδί ταξιδεμένο στ’ όνειρο
σε ξέβρασε η θάλασσα της προσφυγιάς
σ’ άλλη πατρίδα
ν’αναζητάς το παραμύθι μάταια
κι αυτό να έχει ανατραπεί.
Κόρη του λύκου του κακού η κοκκινοσκουφίτσ
να ξεγελάει τη γιαγιά με τα βοτάνια της
και να χαρίζεται αλλού
με λόγια αγάπης
χύνοντας δηλητήριο σ’ άλλες καρδιές.
Τελειώσαν πια τα παραμύθια
μόνο σου μες την ξενιτιά
ποιός να στα πει...
Κι οι μάγισσες κι οι λύκοι και οι κυνηγοί
χαθήκαν μες το δάσος
εκείνο που ονειρεύτηκες να ξαποστάσεις. Ελυ 20/9/16
3) Μ α ζ ί....
θα έρθει τότε η Μοίρα
ν’ αλλάξει τη γραμμή στην παλάμη
όταν θα έχουν συναινέσει οι καιροί
και το βλέμμα
που τρυπά την αλήθεια κατάστηθα
σα ματωμένο παραμύθι
θα γαληνέψει τα λεκιασμένα φύλλα
του φθινοπώρου
θα σωπάσουν οι λέξεις
μες τη βροχή θα κρατώ το καπέλλο μου
να μαζεύω σταγόνες
να ξεπλύνουν τη νύχτα
κόκκινα θα βάψω τ’ αστέρια...
δε θα μαδήσω πια τη μαργαρίτα
στο μαξιλάρι μου θα την κρατήσω
στο όνειρο
εκεί...νάμαστε μαζί . ελυ 3/3/16
θα έρθει τότε η Μοίρα
ν’ αλλάξει τη γραμμή στην παλάμη
όταν θα έχουν συναινέσει οι καιροί
και το βλέμμα
που τρυπά την αλήθεια κατάστηθα
σα ματωμένο παραμύθι
θα γαληνέψει τα λεκιασμένα φύλλα
του φθινοπώρου
θα σωπάσουν οι λέξεις
μες τη βροχή θα κρατώ το καπέλλο μου
να μαζεύω σταγόνες
να ξεπλύνουν τη νύχτα
κόκκινα θα βάψω τ’ αστέρια...
δε θα μαδήσω πια τη μαργαρίτα
στο μαξιλάρι μου θα την κρατήσω
στο όνειρο
εκεί...νάμαστε μαζί . ελυ 3/3/16
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου