Κυκλοφόρησε από
τις Εκδόσεις ΓΕΡΜΑΝΟΣ το νέο βιβλίο του Ανδρέα Γεωργιάδη με τίτλο «Αισώπειοι
Μύθοι».
Οι
Μύθοι του Αισώπου είναι γνωστοί σε όλους τους
Έλληνες, και είναι ιδιαιτέρως οικείοι στον Ανδρέα Γεωργιάδη, ο οποίος
έχει εντρυφήσει σ’ αυτούς και έχει εκδώσει άλλα δύο «αισωπικά»
βιβλία, το «Αίσωπος εσαεί» (1999) (Βραβείο Jean Monnet) και «Αίσωπος
νυν και αεί» (2009) (Βραβείο Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού Νεανικού Βιβλίου). Ο
Κύπριος συγγραφέας και ποιητής εγκύπτει για τρίτη φορά πάνω από το ανεξάντλητο
έργο του μεγάλου μυθοποιού, και μας παραδίδει το νέο του βιβλίο με τίτλο
«Αισώπειοι Μύθοι». Στις σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης θα απολαύσει 152
μύθους του Αισώπου, δοσμένους με έξυπνο χιούμορ, ο κάθε ένας εκ των οποίων
παρουσιάζεται σε διπλή γλωσσική απόδοση, ήτοι στα Αρχαία Ελληνικά, και σε
έμμετρη στα Νέα Ελληνικά. Με το πρωτότυπο αυτό τέχνασμα ο Ανδρέας Γεωργιάδης
προσφέρει στον αναγνώστη την δυνατότητα να διδαχθεί διπλά από τους μύθους του
Αισώπου με την αρμονική σύζευξη αρχαίου και νεοελληνικού κειμένου και ευφρανθεί
με το ευφυές και τερπνό χιουμοριστικό ύφος
των ποιημάτων.
Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα
Ο Ανδρέας Γεωργιάδης γεννήθηκε
στη Μεσόγη της Πάφου το 1948. Σπούδασε Φυσιογνωσία και Γεωγραφία στην Αθήνα και
μετεκπαιδεύτηκε στον Καναδά. Από το 1978 δίδασκε σε σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης
και το 2005 προήχθη σε Επιθεωρητή Φυσιογνωστικών-Βιολογίας.
Εξέδωσε τα ακόλουθα βιβλία:
«Ακαριαία» (1990), «Αίσωπος εσαεί» (Βραβείο Jean Monnet) (1999), «O tempora,
o mores!» (σάτιρες) (2001),
«Φυσιοδρόμιο» (Βραβείο Jean Monnet)
(2002), «Fisiòdromo» (δίγλωσση έκδοση
ιταλικά-ελληνικά) (2003), «Αίσωπος νυν και αεί» (Βραβείο Κυπριακού Συνδέσμου
Παιδικού Νεανικού Βιβλίου) (2009), «Εκατόν συν (+) μία Σατιρικές Τοξοβολές»
(2011), «Φόνοι και δίκες στην πρώιμη Αγγλοκρατία 1. Νικολής Χατζηαντώνη
Τσιακολής» (2014), «Ελληνική
Μυθολογία εμμέτρως» (2015), «Σατιρικές Τοξοβολές Β΄» (2015).
Ποιήματά του περιλαμβάνονται στις
Ανθολογίες «Σύγχρονοι Ποιητές της Πάφου» (1990), «15 Voix poetiques de Chypre» (1997), «Οργής και
Οδύνης – 100 Φωνές» (2000), 60 Ποιήματα συν ένα, ΠΕΝ Κύπρου (2011), Η Ποίηση
για την Ποίηση, ΠΕΝ Κύπρου (2012).
i) Ο μεσόκοπος και οι φιλενάδες
Ένας ανήρ
μεσόκοπος είχε δυο ερωμένες,
η μία νια, η
άλλη γριά, οι τρισκαταραμένες.
Η γραία που
ντρεπότανε με νέο νά ᾿χει σχέση
τις μαύρες
τρίχες βάλθηκε όλες να τ᾿ αφαιρέσει.
Κι η νέα που
δεν ήθελε με γέρο να γυρίζει
τις άσπρες
τρίχες τού ᾿βγαζε για νέος να μυρίζει.
Και βγάλε
βγάλε του φτωχού, δεν εύρισκε μιαν άκρα
ώσπου στο
τέλος έμεινε μόνο με τη φαλάκρα!
i) Ἀνὴρ
Μεσαιπόλιος καὶ Ἑταῖραι
Ἀνὴρ
μεσαιπόλιος δύο ἐρωμένας εἶχεν, ὧν
ἡ
μὲν
νέα, ἡ
δὲ πρεσβῦτις. Καὶ ἡ
μὲν προβεβηκυῖα αἰδουμένη
νεωτέρῳ
αὑτῆς
πλησιάζειν, διετέλει, εἴ ποτε πρὸς
αὐτὴν
παρεγένετο, τὰς
μελαίνας αὐτοῦ τρίχας περιαιρουμένη·
ἡ
δὲ νεωτέρα ὑποστελλομένη γέροντα ἐραστήν
ἔχειν
τὰς
πολιὰς αὐτοῦ
ἀπέσπα.
Καὶ οὕτω συνέβη ὑπὸ
ἀμφοτέρων
αὐτὸν
περιτιλλόμενον φαλακρὸν γενέσθαι.
ii) Aστρονόμος
Είς αστρονόμος
έβγαινε καθ᾿ όλας τας εσπέρας
και ανυψών
τους οφθαλμούς κοίταζε τους αστέρας.
Κοιτάζοντας
τον ουρανό μια νύκτα με σκοτάδι
δεν πρόσεξε ο
δύστυχος κι έπεσε σε πηγάδι.
Ενώ ᾿κει
μέσα ευρίσκετο πραγματικός σακάτης,
αφού έμαθε τι
έγινε, του λέει ένας διαβάτης:
«Εσύ δεν
δύνασαι να δεις τι βρίσκεται μπροστά σου
και τ᾿
άστρα ψάχνεις να ιδείς χιλιόμετρα μακριά σου;»
ii) Ἀστρολόγος
Ἀστρολόγος
ἐξιὼν
ἑκάστοτε
ἑσπέρας
ἔθος
εἶχε
τοὺς
ἀστέρας
ἐπισκοπῆσαι·
καὶ δή ποτέ περιιὼν εἰς
τὸ
προάστειον καὶ
τὸν
νοῦν ὅλον ἔχων
ἐν
τῷ
οὐρανῷ
ἔλαθε
καταπεσὼν
εἰς
φρέαρ. Ὀδυρομένου δὲ αὐτοῦ
καὶ βοῶντος,
παριών τις ὡς
ἤκουσε
τῶν
στεναγμῶν, προσελθὼν και
μαθὼν
τὰ συμβεβηκότα, ἔφη πρὸς αὐτόν:
«Ὦ
οὗτος,
σὺ
τὰ
ἐν οὐρανῷ
βλέπειν πειρώμενος τὰ ἐπὶ
τῆς
γῆς
οὐχ
ὁρᾷς;»
iii) Ο Γέρος και ο Χάρος
Ένας γέρος
ξυλοκόπος για πολύ επερπατούσε
και στην πλάτη
το φορτίο το βαρύ εκουβαλούσε.
Μη αντέχοντάς
το άλλο καταγής το παρατάει
και τον Χάρο
κάπως έτσι τον θερμοπαρακαλάει:
«Δεν αντέχω
άλλο πλέον, έλα, Χάρε, να με πάρεις»
και σαν φάνηκε
ο Χάρος «ίνα το φορτίον άρεις».
iii) Γέρων καὶ Θάνατος
Γέρων ποτὲ
ξύλα κόψας [καὶ] ταῦτα φέρων πολλὴν
ὁδὸν
ἐβάδιζε.
Διὰ τὸν κόπον τῆς ὁδοῦ
ἀποθέμενος
τὸ
φορ-
τίον τὸν
Θάνατον ἐπεκαλεῖτο. Τοῦ
δὲ Θανάτου φανέντος
καὶ
πυθομένου, δι᾿ ἥν αἰτίαν
αὐτὸν
παρακαλεῖται, ὁ γέ-
ρων ἔφη: «ἵνα
τὸ
φορτίον ἄρῃς.» [θανεῖν
δὲ οὐ θέλω.]
* * * *
iv) Η γριά και ο γιατρός
Τους οφθαλμούς
επόνεσε μία γυνή πρεσβύτις·
δεν είχε
διόλου συγγενείς, εζούσε μοναχή της.
Συμφώνησε με
τον γιατρό το φως της να της δώσει
κι άμα την
κάμει όπως πριν, τότε να τον πληρώσει.
Ο ιατρός τής
έβαζε τις αλοιφές στα μάτια
κι όσο εκείνη
τά ᾿κλεινε, έκλεβε την πραμάτεια.
Κι ως η γριά
απέκτησε οξείαν πλέον όραση
τίποτε δεν της
άφησε, ούτε καν τηλεόραση.
Αρνείτο τότε η
γριά το χρέος να πληρώσει
κι εκείνος εις
τη φυλακή θέλησε να τη χώσει.
Έσυρε τότε τη
γριά ίσια στο δικαστήριο
γιατί δεν του
επλήρωσε ούτε καν το κολλύριο.
«Τι να
πληρώσω, κύριοι», τους δικαστές ερώτα,
«που μ᾿
έκανε χειρότερη απ᾿ ό,τι ήμουν πρώτα;
΄Εβλεπα πρώτα
ευκρινώς τα πράματά μου όλα·
τώρα δεν βλέπω
τίποτε μέσα στην ερμαρόλα».
iv) Γραῦς καὶ
Ἰατρὸς
Γυνὴ
πρεσβῦτις τοὺς ὀφθαλμοὺς
νοσοῦσα ἰατρὸν
ἐπὶ
μισθῷ παρεκάλεσεν· ὁ δὲ εἰσιών,
ὁπότε
αὐτὴν
ἔχριε,
διετέλει ἐκείνης
συμμυούσης καθ᾿ ἕν ἕκαστον
τῶν
σκευῶν
ὑφαιρούμενος.
Ἐπεὶ
δὲ πάντα ἐκφορήσας κἀκείνην ἐθερά-
πευσεν, ἀπῄτει
τὸν
συνταχθέντα μισθὸν. Μὴ βουλομένης
δ᾿
αὐτῆς
ἐπιδοῦναι
ἤγαγεν
αὐτὴν
ἐπὶ
τοὺς ἄρχοντας. Ἡ
δ᾿
ἔλεγε
τὸν
μὲν μισθὸν ὑπισχνεῖσθαι,
ἐὰν θεραπεύσῃ
αὐτῆς
τὰς ὁράσεις·
νῦν
δὲ χεῖρον διατεθῆναι· «τότε μὲν γὰρ ἔβλε-
πον» ἔφη
«πάντα τὰ ἐπὶ τῆς
οἰκίας
μου σκεύη, νῦν δὲ οὐδὲν
ἰδεῖν δύναμαι.»
v) Πατέρας και κόρες
΄Ενας πατήρ
διέθετε δύο μονάχα κόρες
κι αμφότερες
τις πάντρεψε με τις καλές τις ώρες.
Τη μία την
επάντρεψε μ᾿ έναν περιβολάρη
και κεραμέα η
δεύτερη κατάφερε να πάρει.
Μετά παρέλευση
καιρού αρπάζει το ταγάρι
και πρώτην
επισκέφθηκε την του περιβολάρη.
«Πώς τα
περνάτε, κόρη μου, πώς πάει το περιβόλι;»
«Δόξα να έχει
ο θεός και οι αγίοι όλοι»,
απάντησεν η
κόρη του και εσταυροκοπήθη
και για να
βρέξει σύντομα πρωτίστως εδεήθη,
να ποτισθούν
τα λάχανα, να ποτισθούν οι κήποι,
να κρατηθούν
πάντα μακρά ο πόνος και η λύπη.
Αργότερα
επισκέφθηκε και την του κεραμέως
και ρώτησε πώς
τα περνά, ως είθισται, βεβαίως.
Κι εκείνη του
απάντησε: «Πολύ καλά, πατέρα.
Να συνεχίσει
εύχομαι νά ᾿χει αιθρία μέρα
για να ψηθούνε
άριστα τούβλα και κεραμίδια
και θά ᾿μαστε
εμείς εντός, εκτός κι επί τα ίδια».
Και ο πατήρ
εσκέφθηκε ξύνοντας τας μασχάλας
και ούτω πως
απάντησε, τι νά ᾿λεγε ο τάλας:
«Εσύ ευδίαν
προτιμάς, η αδελφή χειμώνα.
Για ποίαν να προσευχηθώ; Να παίξω ζυγά μόνα;»
v) Πατήρ καὶ Θυγατέρες
Ἔχων
τις δύο θυγατέρας τὴν μὲν κηπωρῷ
ἐξέδω-
κε πρὸς
γάμον, τὴν δὲ ἑτέραν κεραμεῖ.
Χρόνου δὲ προ-
ελθόντος ἧκε
πρὸς τὴν τοῦ
κηπωροῦ καὶ ταύτην ἠρώτα,
πῶς
ἔχοι
καὶ ἐν τίνι αὐτοῖς
εἴη
τὰ πράγματα. Τῆς δὲ εἰπού-
σης πάντα μὲν
αὐτοῖς
παρεῖναι, ἕν δὲ τοῦτο
εὔχεσθαι
τοῖς
θεοῖς,
ὅπως
χειμὼν γένοιται καὶ ὄμβρος,
ἵνα
τὰ λάχανα
ἀρδευθῇ.
Μετ᾽ οὐ πολὺ
παρεγένετο καὶ πρὸς τὴν
τοῦ κε-
ραμέως καὶ
ὡσαύτως
ἐπυνθάνετο,
πῶς
ἔχοι.
Τῆς
δὲ τὰ μὲν
ἄλλα
μὴ
ἐνδεῖσθαι
εἰπούσης,
τοῦτο δὲ μόνον εὔχεσθαι,
ὅπως
αἰθρία
τε λαμπρὰ ἐπιμείνῃ καὶ
λαμπρὸς ἥλιος, ἵνα
ξηρανθῇ
ὁ
κέραμος, εἶπε πρὸς αὐτήν:
«Ἐὰν σὺ
μὲν εὐδίαν
ἐπιζητῇς,
ἡ
δὲ ἀδελφή σου χειμῶνα, ποτέρᾳ
ὑμῶν
συνεύ-
ξωμαι;»
* * * *
vi) Λύχνος
Ένας λύχνος
εκαυχάτο ότι υπέρ τον ήλιο λάμπει.
Εκατάφερε στο
σπίτι μια ριπή ανέμου νά μπει
και ο λύχνος
τότε πάει και ο λύχνος τότε σβήνει.
Κάποιος τότε
τον ανάβει στο σκοτάδι να μη μείνει
και σιγά του
ψιθυρίζει: «Πάψε λύχνε να κομπάζεις·
φέγγε μόνο και
σιώπα, με τα άστρα μην τα βάζεις».
vi) Λύχνος
Μεθύων λύχνος
[ἐν]
ἐλαίῳ
καὶ φέγγων ἐκαυχᾶτο
ὡς
ὑπὲρ
ἥλιον
πλέον λάμπει. Ἀνέμου δὲ πνοῆς συρισά-
σης εὐθὺς
ἐσβέσθη.
Ἐκ
δευτέρου δὲ ἅπτων τις εἶπεν αὐτῷ:
«Φαῖνε,
λύχνε, καὶ σίγα· τῶν ἀστέρων
τὸ
φέγγος οὔποτε
ἐκλείπει.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου