πηγή φωτογραφίας |
Απ’ την κοιλιά τής μάνας της άκουγε όσα γίνονταν στο χωριό της. Τα πουλιά ξυπνούσαν την φύση, τα ζωντανά τα ξυπνούσε ο ήλιος κι η φωνή της μάνας της. Καθένα το φώναζε μ’ άλλο όνομα, πρρρρ ωρή, κόοκο κόοκο, ψιψιψιψίνα, είχε για καθένα τους άλλη φωνή, άλλο πρόσταγμα. Άκουγε τους τροχούς των κάρων ν’ ασθμαίνουν απ’ το βάρος στο καντούνι, τις οπλές των αλόγων να ροβολάν για το λιβάδι, τα φαλτσοτράγουδα του μεθυσμένου γέρο-Πίπη, τα παιδικά βήματα, καθώς έτρεχαν άτσαλα και πήδαγαν μαζί με το σχοινάκι τους, το γάργαρο νερό να βουτά με ορμή στη ρόδα του μύλου και να γλιστρά στο ρυάκι δίπλα στο στάβλο τους. Άκουγε τις καντάδες των ερωτοχτυπημένων και τα παραθυρόφυλλα που ανοιγόκλειναν από αγωνία, για να δουν τα πρόσωπα των κα-νταδόρων, από θυμό, γιατί ξυπνούσαν ξεχασμένους πόθους κι αναμνήσεις. Άκουγε τους ψιθύρους του αέρα στην καμπάνα της εκκλησίας του Αι Νικόλα, τους τσακωμούς τους, όταν αφηνιασμένος την κτυπούσε αλύπητα όλη νύχτα. Και μια φωνή βαριά, σκληρή, παγερή, χωρίς καμιά συμπόνια, να λέει στον ίδιο τόνο πάντα, στη μάνα της «πάψε ωρή γυναίκα, μην μιλείς, εσύ δεν λογάς»
Και έτσι σιωπούσε η μάνα της κι έμαθε κι εκείνη μέσα απ’ την κοιλιά της ακόμα, τη σιωπή και την αναμονή.
Άμα είδε το φως της ζωής, ακούστηκε μόνο η δική της φωνή, γιατί ακόμα και τότε, η μάνα της δεν τόλμησε να φωνάξει τον πόνο της. Νανούρισμα είχε τ’ αμέτρητα φιλιά και τα χάδια της στα κόκκινα σγουρά μαλλιά της κι όχι κανένα νανούρισμα σαν το «νάνι νάνι το μωρό μου.»
«Ήσυχο, Λόπη, το κορίτσι σου, στόμα έχει μα μιλιά δεν έχει», της είπε ο παπάς σαν σαράντισε.
Την βάφτισαν ταπεινά, χωρίς μεγαλεία και τότε πάλι της είπε, «Ήσυχο Λόπη το κορίτσι σου, στόμα έχει μα μιλιά δεν έχει.»
Από παιδιά μαζί ο παπά-Στέλιος κι η μάνα της. Έκανε οικογένεια αυτός κι ήταν όλο καμάρι για το γιό του. Η Λόπη προικιά πολλά δεν είχε μόνο ένα μπουτσούνι χωράφι έξω απ’ το χωριό, μ’ είκοσι ρίζες ελιές. Την πήρε γυναίκα του ο Τζάνης γιατί είχε καλό όνομα, προκομμένης. Απ’ τα χέρια της περνούσαν όλα, και τα χωράφια και το σπιτικό του.
Μεγάλωνε η Λυγερή δίπλα της, στο σπίτι, στα χωράφια, στα ζωντανά, άχνα δεν έβγαζε, μόνο κάτι λέξεις ξεστόμιζε «Ναι μάνα» «Όχι μάνα» «Έρχομαι μάνα» «Αμέσως μάνα», έτσι για ν’ ακούει πως έχει φωνή το παιδί της. «Μα τον Αι Σπυρίδωνα, ζωντανή είσαι ωρή Λυγερή;» έλεγε εκείνη και χαιρόταν η έρημη.
Στην κατοχή γλύτωσε απ’ τούς Ιταλούς ο Τζάνης αλλά όχι απ’ τους Γερμανούς. Κι έχασε η μάνα τον άνδρα της, η Λυγερή τον πατέρα της κι ο παπάς τον γιο του.
«Κι έλεγα να γενούμε συμπέθεροι ωρή Λόπη» της έλεγε ο παπάς άμα σκέπαζε με το πετραχήλι του την εξομολόγησή της, πλημυρισμένη πίκρα για την αδιαφορία του χωριό, πνιγμένη στο βογγητό της ψυχής της.
«Κι έλεγα, την Λυγερή θα κάνω κόρη μου, αλλά ο Θεός ήθελε δικό του τον γιό μου ωρή Λόπη». Πόναγε ο παπάς, η Λόπη και μαζί τους η Λυγερή.
Απ’ το παράθυρο της αποθήκης άκουγε τις φωνές, τα τραγούδια της ζωής στην πόλη, τις κουβέντες των περαστικών, τ’ αλυχτίσματα του κυνηγόσκυλου, τα καναρίνια του γείτονα στ’ απέναντι μπαλκόνι. Χρόνος δεν έμενε να ζήσει κάνοντας τα δικά της. Έτρεχε συνεχών για να κάνει των άλλων. Έπλενε, σιδέρωνε, έγνεθε, έπλεκε, κεντούσε, μαγείρευε, ζύμωνε, έστρωνε τραπέζι και κρεβάτια αρχοντικά, πότιζε, κέρωνε τα σανίδια κι άστραφτε τα μάρμαρα των αφεντικών της.
Απ’ την μάνα της κληρονόμησε αξιοσύνη κι ευχή, μα δεν πρόλαβε ούτε να την κλάψει. Έπρεπε να σταθεί στα πόδια της για να παλέψει μόνη της. Εκεί την έβαλε μια θεία της, να δουλέψει τάχα «για να μαζώξει προίκα» μια και δεν είχε μείνει τίποτα στα χέρια της μετά τον πόλεμο. Τους τα πήραν όλα για δυο μπουκούνια ψωμί οι αγιογδύτες οι έμποροι.
Στην αποθήκη είχε κάμαρη, πλυσταριό και κρυμμένα όνειρα. Η κυρά της ήταν πλούσια, μοναχοκόρη, καλομαθημένη, άσχημη στην ψυχή και στους τρόπους. Κουβέντα δεν έκανε με κανέναν, παρά μόνο σαν κατέβαινε στην πόλη για ψώνια, με τον Αι Σπυρίδωνα, ανάβοντας του κερί. Τα βράδια, σαν πλάγιαζε το κορμί της που βογκούσε από την ταλαιπωρία της ημέρας, έψελνε όλα τα τροπάρια και τους ύμνους που της είχε μάθει ο παπάς, όταν ερχόταν να δει τι κάνει το ορφανό. Θυμόταν πως την έπαιρνε σ’ αγιασμούς, ευχέλαια, σ’ όλες τις λειτουργίες. Μικροκαμωμένη, με το σγουρό κεφάλι της, την μπέρδευαν μ’ αγόρι και μόνο από την φωνή της καταλάβαινε κανείς πως είναι η Λυγερή, το ορφανό της Λόπης.
«Κοπέλα έχεις να ψέλνει βλοημένε παπά;» τον ρωτούσαν.
«Όχι ωρέ βουρλισμένοι, καστράτο έχω βρει με χάρισμα στο λαρύγγι του», τους έλεγε μ’ ένοχη φωνή.
Τότε ησύχαζαν όλοι, ακολουθούσαν την Λυγερή και την αγγελική φωνή της στα ουράνια, άφηναν στην πόρτα του Κυρίου, τα «Κύριε ελέησαν και τα Δόξα συ» και πάλι κατέβαιναν στα στασίδια τους γαληνεμένοι.
«Πατέρα μου παπά, δεν αντέχω άλλο. Ακούω την μάνα μου να φωνάζει, πως κάτι πρέπει να κάνω για την ζωή μου, ακούω φωνές να λένε κάτσε εδώ, δεν έχει τίποτα παραέξω για σένα, μιαν άλλη μοχθηρή και λάγνα να ζητά ν’ αφήσω τ’ αφεντικό να με κάνει μετρέσα του, άλλες να μου λένε να φύγω μακριά απ’ εδώ στον παράδεισο. Τους δούλεψα πολύ καλά, μα τον κόπο μου δεν τον δίνουν, τον έχουν κρυμμένο σε λίρες για πάρτι τους. Με λένε ασύμφορη, πως κοστίζει το φαγητό κι ο ύπνος μου εδώ. Βοήθα με να φύγω παπά μου και θα στο χρωστάω» του είπε μια μέρα, βαλαντωμένη απ’ το κλάμα.
«Θες να με κάμεις ν’ αμαρτήσω βλοημένη, να βάλω χέρι στο παγκάρι; Που να ’βρω τόσα χρήματα ωρή για να πας στην Αθήνα και στην ξενιτιά; Μόνο έναν παπά ξέρω στον Πειραιά, τίποτις άλλο κι αυτός έναν άλλο στην Αμερική!»
Δεν τον άφησε ν’ αμαρτήσει. Τον ήθελε συνήγορο για να συγχωρεθεί το δικό της κρίμα. Μια νύχτα αφέγγαρη, πήρε δύο σκουτιά κι όσες λίρες άξιζαν τη δουλειά που ’χε κάνει, τίποτα παραπάνω, έδωκε ένα γράμμα για τον παπά, καλή αμοιβή στον βαρκάρη που την πέρασε απ’ το λιμάνι να πάρει το βαπόρι για τον Πειραιά. Ρώτησε κι έμαθε, πλήρωσε και βρήκε την άκρη, έφθασε όσο πιο μακριά γινόταν. Μαθημένη στα δύσκολα, πάλεψε, τα κατάφερε.
Χρόνια μετά ο γέρος παπά-Στέλιος, τυφλός, με συντροφιά την μοναξιά του, άκουγε την λειτουργία απ’ το ραδιόφωνο, δώρο της Λυγερής, σοπράνο της Μετροπόλιταν Όπερας της Νέας Υόρκης πια. Αμέσως μετά ακούγοντας το πρώτο τραγούδι έβαλε τις φωνές, ο καψερός.
«Αυτή είναι, η βλοημένη, αυτή τραγουδάει, η φωνή της είναι, μόνο η δική της φωνή φθάνει τόσο ψηλά»
«Καλά σου το λέγανε οι φωνές που άκουγες ωρή κοπέλα, να σκωθείς να φύγεις,» είπε και χτύπησε τα χέρια του στα γόνατα. «Στόμα κι άγια φωνή είχες βλοημένη, μουρμούρισε δακρυσμένος. Σχώρνα με Θεέ μου, το είχα παρεξηγήσει το άμοιρο ορφανό, πως τσι φωνές π’ άκουγε ήτονε από την τρέλα που το’ χε αγκαλιάσει, το καψερό. Άκου την τώρα! Τα κατάφερε σε ξένη χώρα είναι κι από τόσο μακριά ακόμα μπορεί με την φωνή της να με στέλνει στα ουράνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου