Έβλεπα το χάραμα της μέρας και ανακουφιζόμουνα. Οι πρώτες ηλιαχτίδες μου έγλειφαν το πρόσωπο και ο ιδρώτας από το μέτωπο άρχιζε σιγά σιγά να στεγνώνει. Ήταν ώρα να ηρεμήσω και να ανασάνω με τον σωστό ρυθμό. Η καρδιά μου πήγε στη κανονική της θέση. Το τοπίο άρχιζε να ξεκαθαρίζει. Η ομίχλη αραίωνε και έφευγε σαν αργό παλιρροιακό κύμα. Πάει και αυτό το βράδυ. Καιρός ήταν να ξεκολλήσω και από το παράθυρο.
Ναι, τώρα θα πάρω τα μάτια μου από το Πουθενά. Ναι,τώρα μπορώ να τα κλείσω.
Κάθε βράδυ ζούσα το ίδιο μοτίβο, την ίδια ιστορία, τον ίδιο πανικό. Μόνο την ημέρα ένιωθα την ασφάλεια, που μπορούν να σου προσφέρουν οι τέσσερεις τοίχοι. Το βράδυ δεν ήμουν ασφαλής. Η επίσκεψη της ομίχλης σηματοδοτούσε τον επερχόμενο κίνδυνο. Εάν έκλεινα τα μάτια μου, θα με περικύκλωνε και θα με έπνιγε στο πυκνό της πέπλο. Θα με έπαιρνε μακριά εκεί που δε θέλει να πάει κανείς. Στο Πουθενά.
Στο Πουθενά;
Tι ήταν το Πουθενά και το φοβόμουν τόσο; «Συνώνυμο του Τίποτα».
Αυτά μου έλεγε ο ψυχαναλυτής προσπαθώντας να με ηρεμήσει και με διάφορα ψυχαναλιστικά τρικ νόμιζε ότι θα με ξεγελούσε. Πόσα λεφτά πήγαν τσάμπα. Θα ήταν ευχής έργον να αποδεικνυόταν η θεωρία του, να ήταν όλα αποκύημα της φαντασίας μου. Αυτό που ζούσα κάθε βράδυ δεν μπορούσε να εξηγηθεί, δεν μπορούσε να αναλυθεί δεν υπήρχαν δεδομένα επεξεργασίας, δεν υπήρχαν στοιχεία τεκμηρίωσης - όλες κοινότυπες επιστημονικές φράσεις του ψυχαναλυτή μου. Σε κάθε συνεδρία όμως τελικά κατάφερνα να επηρεάζω τον ψυχισμό του ανθρώπου, που καθόταν σιωπηλά απέναντι μου. Το καταλάβαινα αμέσως, διότι άρχιζε μετά από δέκα λεπτά να κουνά νευρικά το στυλό του. Αυτά που ξεστόμιζα ακούγονταν σαν άρρωστη εξιστόρηση δαιμονισμένου. Σίγουρα άρχιζε να αμφιβάλει για αυτά, που χρόνια είχε σπουδάσει και προσπαθούσε να φυτέψει στο δικό μου το μυαλό, φροϋδικές αμφισβητούμενες θεωρίες του αέρα. Μετά από κάποιο διάστημα, όχι πολύ μεγάλο, κανένα τρίμηνο, ο φόβος μου σαν μεταδοτική ασθένεια καρφιτσώθηκε στον ψυχαναλυτή μου. Άρχισε να αποφεύγει τα ραντεβού μας ,να σκαρφίζεται γελοίες δικαιολογίες, να αποφεύγει να με κοιτά στα μάτια κ.α. Έμαθα από τα κουτσομπολιά ότι επισκέπτεται και αυτός ψυχαναλυτή και μάλιστα κατέληξε στον ανταγωνιστή του. Τόση ζημία του έκανα! Από τότε σταμάτησα να μιλάω, να το συζητώ και να προσπαθώ εκλογικέψω την τρομερή κατάσταση που κάθε βράδυ ζούσα. Είχα αποδεχτεί το γεγονός και είχα βαφτίσει τον εαυτό μου νυχτερίδα. Απαίσιο πλάσμα της νύχτας αλλά με χαρισματικές ικανότητες. Άντεχε το ξενύχτι και είχε δυνατή όσφρηση. Επίσης έχει και ένα είδος εσωτερικού ραντάρ, μια έκτη αίσθηση που του δίνει την δυνατότητα να αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο. Με ανακούφιζε η σκέψη ότι είχα και εγώ αυτή την ικανότητα. Με τέτοια ικανότητα εντόπιζα τον κίνδυνο του Πουθενά. Δεν χρειαζόταν όμως να τον εντοπίσω. Ό,τι και να έκανα όπου και να βρισκόμουν η ομίχλη δε με ξεχνούσε, μόλις σκοτείνιαζε σουρνόταν σιγά σιγά και απλωνόταν καλύπτοντας τον περίγυρο του σπιτιού μου. Μόνο του δικού μου του σπιτιού. Τα διπλανά σπίτια δεν τα κύκλωνε, δεν την τραβούσε το τίποτα. Πήγαινα επίσκεψη σε σπίτι και ξαφνικά το σπίτι το τύλιγε η ομίχλη. Δεν ήταν το σπίτι, ήμουν, εγώ. Όλοι με θεωρούσαν καταραμένο, όλοι προσπαθούσαν να με αποφύγουν. Ακόμα και στην εκκλησία δε βρήκα σωτηρία. Η ομίχλη με ακολουθούσε παντού. Σε όποιο μέρος και αν πήγαινα, έπρεπε να επιστρέψω στο σπίτι μου, πριν νυχτώσει.
Τι έχω και με κυνηγάει;
Δε θέλω πάω στο πουθενά; Θέλω να μείνω εδώ στα επίγεια.
Τι και αν δε με θέλει κανείς;
Τι και εάν κανένας δεν αναζητά την παρέα μου; Η μοναξιά μερικές φορές είναι καλύτερη! Σκέψεις νυχτερινές μίζερες, ήθελα να δικαιολογήσω την αφύσικη, εξωπραγματική εμπειρία μου. Όλο το βράδυ κακοπαθιόμουν.
Γιατί εμένα;
Κάθε βράδυ τα μάτια μου είναι καρφωμένα έξω από το παράθυρο, καρφωμένα στην ομίχλη. Διακρίνω διαφορές μορφές, περίεργες, άλλες να χορεύουν άλλες να με αγριοκοιτάνε, άλλες πάλι να πετάνε. Φαντάσματα, αυτά είναι. Είναι τα φαντάσματα του πουθενά. Αχνοφαίνονται μέσα στη πυκνή ομίχλη. Είναι ψυχές που δεν έχουν κάνει τίποτα στη ζωή τους και δεν τους θυμάται κανένας. Σαν και μένα. Τους τραβάει το Τίποτα το δικό μου. Όσο δεν έχω κάνει τίποτα τόσο θα με κινάγανε και θα με πάνε στο Πουθενά. Δεν έχω την δύναμη να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά. Κάθε βράδυ μειώνετε η αντοχή μου στην αϋπνία. Μέχρι και χάπια, πολλά χάπια καταπίνω για να μην κοιμηθώ. Κάποιο βράδυ ίσως δεν αντέξω και θα ταξιδέψω στο παλάτι του Μορφέα. Δεν θέλω να φανταστώ τι θα πάθω. Ή ίσως είναι καλύτερα να μην φανταστώ για να φοβηθώ ακόμα πιο πολύ, έτσι δε θα κοιμηθώ. Το χειρότερο όμως είναι τα μάτια, που φαίνονται μέσα στην ομίχλη Εκείνα τα λαμπερά διαβολικά, κατακόκκινα μάτια. Δεν μπορώ να διακρίνω τον κάτοχό τους. Με καρφώνουν και με ζαλίζουν, με υπνωτίζουν. Πρέπει να είναι αρχηγός. Πρέπει να είναι ο δαίμονας που διαφεντεύει την ομίχλη του πουθενά. Σίγουρα αυτό είναι η αιτία του κακού.
Άλλο ένα βράδυ. Σήμερα όμως είναι διαφορετικά. Ο φόβος μου προκαλεί ρίγη και τα δόντια μου κροταλίζουν. Κάτι έχει αλλάξει. Το ένστικτο της νυχτερίδας είναι πολύ πιο έντονο. Τα μάτια δεν είναι μέσα στην ομίχλη. Τρέμω και προσπαθώ να τα εντοπίσω. Τώρα έχω και ηχητική υπόκρουση. Ακούω φωνές, φωνές πολλές να με καλούν. Γιατί τόση κινητικότητα. Η ομίχλη έχει πλησιάσει ακόμα πιο πολύ το παράθυρό μου. Ξαφνικά ακούω άλλους περίεργους ήχους. Κάποιος ξύνει ρυθμικά τη πόρτα μου. Πρέπει να είναι τα μάτια, δεν τα εντόπισα και αναρωτήθηκα για την απουσία τους. Δεν ξέρω που να στραφώ Στο παράθυρο ή στην πόρτα. Καθώς πλησιάζει η ομίχλη οι θόρυβοι δυναμώνουν ανατριχιαστικά και οι απόκοσμες φωνές συνεχίζουν να με καλούν. Ήρθε το τέλος μου. Δεν μπορεί να με βοηθήσει κάνεις. Εάν δεν ξημερώσει θα γίνω και εγώ φάντασμα, θα μπω στην παρέα τους. «Ω θεέ μου, κάνε το θαύμα σου σώσε με!» Άρχισα να λέω και τα πάτερ ημά μου και ό,τι προσευχή θυμόμουν. Τα δάκρυα και ιδρώτας γίνανε ένα και άρχισα να αισθάνομαι ότι άδειαζα. Τα μάτια έκλεισαν και είχα την αίσθηση ότι έπεφτα από ύψος αλλά σε αργή κίνηση. Δεν κατάλαβα την προσγείωση.
Ένας δυνατός πόνος στο κεφάλι μου με ξύπνησε και τα ξυσίματα στην πόρτα. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και κοίταξα στο παράθυρο Ήταν ακόμα νύχτα. Πού είναι η ομίχλη του Πουθενά; Τι συμβαίνει; Που είναι τα διαβολικά κόκκινα μάτια; Ξέχασα˙ είναι έξω από την πόρτα. Εκείνα προκαλούν τους ανατριχιαστικούς θορύβους. Τι να κάνω Πρέπει να βάλω τέλος σε όλα αυτά πρέπει να αναζητήσω το λόγο. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό. Μαρτύριο η ζωή τώρα, ας είναι μαρτύριο και μετά. Τι θα αλλάξει; Βουτάω με φόρα το χερούλι και ανοίγω την πόρτα ξαφνικά Δεν καταλαβαίνω που βρήκα τόσο θάρρος. Μάλλον αγανάκτησα. Μάλλον τρελάθηκα.
Ο μαλλιαρός επισκέπτης μου ξαφνιάστηκε και αναπήδησε από φόβο στο κατώφλι μου. Χωρίς όμως να χάσει πολύ χρόνο τρίφτηκε τρυφερά στα πόδια μου γουργουρίζοντας. Ξαφνικά αντιλήφθηκα τι συμβαίνει. Όλο το μυστήριο ξετυλίχτηκε, και η ψυχή μου βρήκε την ανακούφιση που έψαχνε. Ποτέ δεν αγάπησα περισσότερο κάποιον. Ποτέ άλλοτε δε χάρηκα για την παρουσία κάποιου. Άγνωστος ήταν, αλλά αυτόματα στη καρδιά μου ο φόβος αντικαταστάθηκε αμέσως με αγάπη. Η διψασμένη μου καρδιά γέμισε σαν ποτήρι που γέμιζε με νερό με αργό ρυθμό, όπως στις διαφημίσεις. Πήρα το γλυκό πλάσμα στην αγκαλιά μου. Το χάιδεψα και άνοιξα το ψυγείο μου να το φιλέψω λίγο γάλα.
Τι εφιάλτης! Τι συναισθηματικός κυκεώνας! Έπρεπε να το περάσω για να αντιληφθώ ότι τώρα που βρήκα κάποιον να με αγαπάει, δε θα με επισκεφτεί ποτέ η ομίχλη του Πουθενά. Είμαι κάποιος και υπάρχω. Δεν έχω πάνω μου το Τίποτα. Δεν θα φύγω χωρίς αγάπη. Κάποιος θα με θυμάται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου