Πάνω στις ράγες των τρένων ξεγλίστρησε
Η σορός του Έρωτα
Και σύρθηκε, όσο τα λιώματα αχνάρια της
Να σβήσουν
Ως τις τροχιές των αεροπλάνων εκτινάχτηκε
Νεκρός ο Φτερωτός
Και διαχύθηκε, όσο η υποψία υπόστασής του
Να εξατμιστεί
Θάλασσας είμαι θυγατέρα
Με γέννησε η πολύμορφη
Στην ακρογιαλιά κατέφυγα
Να πενθήσω τον χαμό του
Στην αγκαλιά της να γείρω
Άφτιαχτη με μαύρο ρούχο
“Φόρεσε χρώματα, επίορκη”, κραύγασε η μάνα,
“που τολμάς να αντιστέκεσαι σ’ αυτό που είσαι”.
“Γιατί δε βάφηκες και τα στολίδια σου πέταξες;”
“Πενθώ του Έρωτα τον θάνατο”, ψιθύρισα εγώ,
“και απόκαμα πια να θηρεύω πεθαμένους θεούς”.
“ Έρωτας είναι ν’ ανασαίνεις ”, τυφλή της Άτης,
“Ιδού η Ύβρις, ακολουθούν η Nέμεσις κι η Tίσις”.
“Διώκουν”, κραύγασε, “αν δεν τον αναγνωρίσεις”.
Κάτω από την επιδερμίδα της θάλασσας
Και βαθύτερα ως τις θολές κατωφέρειες
Κάτω από τις κοίλες καρίνες των πλοίων
Χωρατατζής ο Έρωτας δοκίμαζε τα όρια
Ένα αστείο παιδιάτικο μου σκηνοθέτησε
Καιροφυλακτούσε και κρυφτούλι έπαιζε
Με φόβιζε και φώναζε
Πως τάχα έχει πεθάνει
Και να τον ζωντανέψω
ν.σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου