Το τηλέφωνο χτύπησε εφτά φορές, εκείνος θα ήταν, το κάθαρμα με τη ριγέ γραβάτα. Έτσι τον είχαν βαπτίσει οι φίλες της κι εκείνη είχε μια διαφωνία μόνο προς τη γραβάτα. Όχι πως δεν σήκωνε το τηλέφωνο από κάποιο πείσμα παιδικό - αν και την είχε πληγώσει - μα είχε αποφασίσει να τον ξεκόψει, να τον βγάλει απ’ τη ζωή της. Ο άνθρωπος ήταν επικίνδυνος και σε αντίθεση με τα σχέδιά της, εξόφθαλμα όλα αυτά, τώρα ακόμα και για εκείνη.
Αντιτάχθηκε σ’ αυτή την πρώτη του εντύπωση για έναν περίπου χρόνο, περιμένοντας να διαφανεί η καλή του πλευρά. Ως που ο ίδιος ο χρόνος την υποχρέωσε να παραδεχθεί πως καλή πλευρά δεν είχε. Ήταν αυτός: η πρώτη του εντύπωση . Γιατί δεν είχε φύγει νωρίτερα; ένας χαμένος χρόνος.
Ίσως όμως όχι και τόσο χαμένος. Είχε μάθει πολλά, είχε μάθει να διακρίνει, να καταλαβαίνει, να ξεχωρίζει, να αισθάνεται τις προθέσεις. Είχε ωριμάσει, μερικές φορές ένιωθε να του χρωστά ευγνωμοσύνη για όλη ετούτη την παράφορη διδασκαλία. Κοντά του έτεινε να πιστέψει πως δεν υπάρχει έρωτας, ένα καπρίτσιο μόνο των σωμάτων ήταν και των διαθέσεων.
Άλλωστε είχε υπάρξει ρομαντική κι αυτός ήταν όμορφος σαν μυθιστόρημα. Πάντα συσχέτιζε την ομορφιά με την καλοσύνη και την ασχήμια με την κακία. Είχε δυσκολία να διακρίνει σε ένα αγγελικό πρόσωπο τα συστατικά του ερέβους.
Όμως εκείνος δεν είχε περάσει το τεστ, είχε κοπεί στις εξετάσεις. Την είχε προδώσει ο πιο δικός της άνθρωπος. Εκείνος που του χάριζε το κορμί της, που είχε ακούσει τις σιγανές ομολογίες της, που είχε εξομολογηθεί στα χέρια του σε μεγαλύτερο βάθος απ’ ότι στον ιερέα. Που είχε κλάψει στον ώμο του. Είχε κάνει το μέγιστο λάθος να προσβάλει την ανθρωπιά της. Τίποτα δεν εκτίμησε, ήταν ένα άδειο σκεύος που το γέμιζε η ηδονή και ξεχείλιζε. Ικανός μόνο να παίρνει.
Την κόλαζε. Την έφερνε στα ζοφερά νερά του. Είχε συνειδητοποιήσει τον εαυτό της να κάνει ακατονόμαστα πράγματα στο σεξ, για εκείνη και την ιδιοσυγκρασία της ακατονόμαστα. Την είχε ξεγυμνώσει απ’ ολάκερη την ένδυση της ντροπής, κάποτε τα μάγουλά της κοκκίνιζαν, τώρα μόνο φλέγονταν από πόθο. Κάποτε είχε μια ηθική που θεωρούσε πως την ξεχώριζε απ’ τα ζώα. Εκείνος την είχε πυρπολήσει· δεν είχε που να κρυφτεί. Την είχε ξεγυμνώσει. Όλες οι ιδέες της ήταν στον αέρα και γνώριζε πως ποτέ δεν θα ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος.
Το τηλέφωνο έπαψε να χτυπά· το κοίταξε με παράπονο. Θα έπαιρνε άραγε ξανά ή θα την παρατούσε; Να φύγει, ναι, αλλά που να πάει; Η παλιά ζωή έμοιαζε απειλητική· πολλά σε εκείνη ήταν πράγματι λάθος.
Αντιλήψεις για το ένα ή το άλλο που είχαν χάσει το άρωμά τους από καιρό. Κι είχε εμφανιστεί εκείνος, φύσηξε την ύπαρξη της με την δύναμή του και την ξεσκέπασε. Τώρα ήταν γυμνή και μόνη κι η αγκαλιά του γεμάτη καρφιά.
Έπρεπε να τα καταφέρει μόνη. Τα λόγια των φιλενάδων της έμοιαζαν κοινά και με περίσσια απλότητα. Να φύγει, να βρει ένα καλό παιδί, να παντρευτεί, να… να… Όλα αυτά δεν υπόσχονταν τίποτα για το μέλλον· είχε καταφέρει από μια χαραγματιά του μυαλού της να το δει.
Όλα όσα της πρότειναν ήταν ένας ωραίος ομαδικός τάφος και καμιά φορά με κάποια εμπάθεια το έκαναν, σαν να είχαν καταλάβει πως ήταν ένα από εκείνα τα πλάσματα που γύρευε να γλιτώσει. Να γλιτώσει από τη μία μοίρα αλλά όχι για μία άλλη χειρότερη.
Το κάθαρμα με την ριγέ γραβάτα δεν υπόσχονταν τίποτα, μόνο απολαύσεις . Προσκόμιζε το δικό του μοντέλο ζωής, ένα μοντέλο σεξπηρικό με τραγωδίες απ’ τη μια και γελοιότητες απ’ την άλλη. Όμως αυτό δεν ήταν δρόμος, δεν έβγαζε πουθενά να ζεις μέσα σε έναν ηδυπαθή κύκλο· τουλάχιστον δεν είχε κανένα σκοπό.
Το τηλέφωνο χτύπησε ξανά, ο πειρασμός ήταν μεγάλος να το σηκώσει. Το σώμα της κινήθηκε δίχως την έγκρισή της και βάδιζε προς το ακουστικό. Το κοίταξε λυπημένα και το άφησε να χτυπά. Σε κάθε χτύπο έμοιαζε ο ήχος να εξαντλείται, να σβήνει.
Αδύναμη να σταθεί αποφασιστική γύρισε και κοίταξε την πολυθρόνα. Είχε δύο επιλογές: ή θα σήκωνε το τηλέφωνο και θα περνούσε μαζί του μια νύχτα έρωτα… που μετά θα την μετάνιωνε… ή θα έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής να κουρνιάσει στην αγκαλιά εκείνης της γριάς πολυθρόνας.
Ένα αχνό χαμόγελο εμφανίστηκε στην μορφή της. Σκέφτηκε πως πολλοί άνθρωποι θα είχαν στην ζωή τους ένα ανάλογο δίλημμα: να περάσουν μια ονειρεμένη νύχτα που προμήνυε μετάνοια… ή να γυρίσουν πίσω στην αγκαλιά της γριάς πολυθρόνας. Εκείνης που ακούει όλα τα μυστικά, που το ύφασμά της είναι ποτισμένο με δάκρυα και τα μπράτσα της είναι φτιαγμένα από λογισμούς και ζάρια. Που αν καθίσεις μέσα της πέφτεις στα χέρια του παρελθόντος κι όταν φεύγεις μακριά της δεν φεύγεις πάντα.
Αυτές οι πολυθρόνες που είναι σαν τα σπίτια, σαν τις γάτες, σαν τα σκυλιά, σαν την αυγή, σαν τα καράβια, σαν τα τρένα, σαν όλα τα πλάσματα αυτού του κόσμου που περιμένουν.
Η σοφή-γριά πολυθρόνα την κέρδισε. Καμιά φορά όλα το κέρδος της ζωής το κρατάει αυτή. Έσφιξε την καρδιά της και προχώρησε, έβαλε δύο δάχτυλα ουίσκι κι έριξε ένα κούτσουρο στα τζάκι. Έξω μαίνονταν με λύσσα μια νυχτερινή καταιγίδα, της άρεσε αυτός ο καιρός, ταίριαζε στην διάθεσή της, δεν θα ήθελε να είναι διαφορετικός.
Αν βέβαια ήταν εκείνος εκεί θα κυλιόνταν σύντομα γυμνοί στην παχιά φλοκάτη. Το κάθαρμα με την ριγέ γραβάτα δεν είχε χαρακτήρα. Μα πως γίνεται ένας άνθρωπος να μην έχει χαρακτήρα; Αναλογίστηκε. Κι όμως δεν είχε χαρακτήρα. Μια φορά τον είχε κοιτάξει στα μάτια και τον είχε ρωτήσει: ποιος είσαι; Κι εκείνος είχε απαντήσει: κανένας.
Τώρα το έβρισκε φυσικό, ήταν κι αυτή μια στάση, μια άμυνα απέναντι στο ανελέητο του κόσμου. Δεν είχε καμιά αμφιβολία πως μέσα του υπέφερε και πως είχε σκεπάσει τις ευαισθησίες του. Ίσως να είχε καταστρέψει τον εαυτό του και τη ζωή του ακόμα, άσχετα αν το γλεντούσε.
Όμως ήταν επιλογή του, ζύγισμά του κι εκείνη είχε παραστρατήσει για λίγο κι είχε πέσει στα νερά του. Όμως είχε μια άλλη καρδιά κι εκείνος την είχε αφήσει ακάλυπτη, αυτό ήταν το λάθος του.
Καταλάβαινε τώρα πως με τον καιρό είχαν επαναστατήσει μέσα της τα πιο αθώα στοιχεία, εκείνα που κανείς τα θεωρεί αδύνατον να σηκώσουν ανάστημα και να χτυπήσουν την απόφαση. Η τρυφερότητα, η στοργή, η καλοσύνη, δεν είχαν ακουμπήσει ποτέ σ’ αυτόν, ήταν ανίκανος να τα δεχτεί, να τα απορροφήσει.
Είχε καλύψει βέβαια ένα κομμάτι της βαθύ και σκοτεινό, μα σύντομα είχε νιώσει μισός άνθρωπος. Αν είχε ένα παιδί; Να έπαιρνε απ’ αυτό πίσω όλη την ομορφιά της ψυχής της; Και σε εκείνον ας χάριζε την κόλασή της, το κορμί της το λαίμαργο, το φλογισμένο.
Ο Στάθης βέβαια ήταν στο άλλο άκρο. Πολύ καλό παιδί, πολύ εντάξει και σεμνό. Βγήκε μια φορά κρυφά μαζί του για να αποκολληθεί απ’ το κάθαρμα με την ριγέ γραβάτα. Όμως με τον τρόπο που είχε τον μεμψίμοιρο, είχε καταφέρει να την κάνει να τον θέλει περισσότερο και να της λείπει. Πάντα είχε το φόβο πως δεν θα βρεθεί κάποιος ικανός να την τραβήξει απ’ το κάθαρμα.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αυτή την τρέλα του κόσμου: για να έχει έναν άντρα ολοκληρωμένο έπρεπε να πάρει στοιχεία από τέσσερις και να τα συγκολλήσει. Όμως να έχει τέσσερις και να τους αλλάζει ήταν αδύνατον κι υπήρχε περίπτωση τέσσερις πάλι να μην κάνουν έναν.
Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει. Χτύπησε το κουδούνι, εκείνος ήταν κι ήξερε πως ήταν σπίτι, είχε δει αναμμένο το φως. Θα ήταν μικροπρέπεια να μην του ανοίξει· ένδειξη ήττας. Του άνοιξε προσπαθώντας να φανερώσει καλή διάθεση κι απαλλαγμένη από σκέψεις.
Το κάθαρμα με την ριγέ γραβάτα είχε μέθοδο. Όταν κινδύνευε να χάσει έβαζε τα δυνατά του. Απόψε ήταν άκρως γοητευτικός, είχε εκμεταλλευτεί ακόμα και τη βροχή που είχε πέσει στα μαλλιά του. Έμοιαζε σαν ένα σπουργίτι που το είχε βρει η καταιγίδα, άξιο να το περιθάλψεις, άξιο να σε συγκινήσει και να το λυπηθείς. Μα αν το έκανες γεράκια καραδοκούσαν στο βλέμμα του.
Προσπάθησε να μείνει ανεπηρέαστη απ’ το ξεκούμπωτο πουκάμισό του και το στήθος του που πρόβαλε, όσο κι αν σπάραζε μέσα της η μοναξιά. Χίλιες φωνές ξεπήδησαν και τις αποσιώπησε όλες. Το κάθαρμα είπε με την μελωδική φωνή του: «έπαιρνα τηλέφωνο και δεν το σήκωνες».
«Ήθελα να μείνω λίγο μόνη, να σκεφτώ».
«… και που κατέληξες;»
«Θέλω να χωρίσουμε».
Το κάθαρμα αναδιπλώθηκε. Στην μορφή του φανερώθηκε ειρωνεία. Έμοιαζε με σκορπιό έτοιμο να τσιμπήσει. Σε όλη την καριέρα του - ως κάθαρμα - έφευγε πρώτος, τώρα είχε πέσει έξω στους υπολογισμούς του. Θα την εγκατέλειπε αλλά σε μερικούς μήνες. Είχε κάτι αυτό το θηλυκό που αναπτέρωνε διαρκώς το ερωτικό του ενδιαφέρον, δεν την είχε ακόμα χορτάσει, δεν την είχε βαρεθεί.
Ήταν σε δύσκολη θέση· το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς. Όλα για αυτόν ήταν μάχη· δεν είχε χάσει ούτε μία. Άφηνε πίσω του διαρκώς απογοήτευση, συντρίμμια και διαμελισμένο χρόνο. Μετά πήγαινε σε μια κρυφή γωνιά και κάγχαζε. Άνθρωπος πληγωμένος κι αγιάτρευτος, κρυμμένος πίσω από μια μάσκα χαράς.
Τον ενοχλούσε να βρίσκει εκείνη τη δύναμη, έβλεπε στα μάτια της την μαγεία του να εξασθενεί. Άρχισε να κλονίζεται, να χάνει την πίστη στον εαυτό του. Ένιωσε μικρός, ανήμπορος, με θέληση να προστατευτεί. Εκείνη μεγάλωνε, σαν σχήμα, είχε ξεφύγει απ’ τον έλεγχό του, δεν μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις της.
Είχε αποχτήσει μια στερεότητα, μια βάση, είχε αποφασίσει να θέλει το καλό για τον εαυτό της. Είχε σταθεί χρήσιμος ο πόνος κι είχε πάρει το μάθημά του. Ο περισσότερος θα ήταν ανοησία. Είχε αποχτήσει με τον καιρό επιρροή στο συναίσθημά της, υπάκουε στην λογική της, το κάθαρμα ήταν στα μάτια της ένα μικρό αδηφάγο τέρας που ροκάνιζε το χρόνο και τρέφονταν με αναμονή.
Ένιωσε την παρόρμηση να του φωνάξει, να τον μαλώσει, μα βρήκε την αυτοκυριαρχία και την ευγένειά της κι είπε σιγανά: φύγε κάθαρμα απ’ τη ζωή μου.
Εκείνος σάστισε στα λόγια της, τα εξέλαβε ως παιγνίδι, ήξερε πως τον έλεγαν χαϊδευτικά κάθαρμα, όμως η μορφή της παρέμεινε σοβαρή για να αστειεύεται. Περίμενε να σπάσει, να λυγίσει, να αστειευτεί, να γελάσει και να αρχίσει να την γδύνει, να την γυρίσει μπρούμυτα – όπως το συνήθιζε – και να εισβάλει μέσα της με όλη την ορμή του να την υποτάξει.
Όμως ο χρόνος που του έδωσε το μυαλό του κύλησε κι εκείνη δεν έπεσε σε αντιφάσεις. Το κάθαρμα ένιωσε σαν πέτρινο χαστούκι την διάθεσή της, δεν ήταν μαθημένο να του ανατρέπουν τα σχέδια.
Είχε έρθει ως εδώ καυλωμένος να γαμήσει, και τώρα όχι μόνο δεν γαμούσε αλλά έπαιρνε και μια πρώτης τάξης ιδέα απ’ το τι συμβαίνει όταν ξυπνούν οι σκλάβοι.
Ποτέ δεν την είχε θεωρήσει ικανή να επαναστατήσει, την κρατούσε υποχείριό του με την μυστική του μέθοδο. Όμως τώρα μπροστά του υψώνονταν μια οπτασία που ανέβαινε ελεύθερη ως το ταβάνι κι ήταν ανίκανος να προσκυνήσει. Καμιά ευλάβεια, κανένα δέος, μπροστά σε έναν άνθρωπο που ξυπνά. Μπροστά στο μεγαλείο του.
Εκείνη τον κοίταξε γλυκά, αθώα, ένιωθε τη μάχη μου γίνεται μέσα του, όμως δεν ήθελε να τον κάνει να αισθανθεί πιο άσχημα κι ούτε το είχε ανάγκη. Ήθελε μόνο να τελειώνει και να βγάλει έξω τη ζωή της, απ’ τις σπηλιές που την είχε καταβυθίσει. Ο ήλιος άνοιγε την κουρτίνες σαν σχίσμα κι έμπαινε λαίμαργα το φως. Το κάθαρμα πριν φύγει είχε γίνει παρελθόν. Το κατάλαβε κι αποχώρησε.
Τον επόμενο καιρό μαζεύτηκε στον εαυτό και σκέφτηκε τη ζωή του. Αναθεώρησε πολλές απ’ τις συμπεριφορές του αλλά τελικά κατέληξε ρεμάλι. Όσα μέσα του ήταν τα έφερε ο καιρός κι έγινε.
Εκείνη έφτιαξε μια όμορφη ζωή και ζει μέσα της. Θυμάται καμιά φορά το κάθαρμα κι η μορφή της φανερώνει ένα αχνό χαμόγελο. Δεν της έλειψε ούτε μια φορά ο έρωτάς του.
Ο περίφημος έρωτάς του που σ’ αυτόν είχε στηρίξει ολάκερη την αξία του το κάθαρμα, ήταν πάντα για αυτήν μόνο μια καλά σκεπασμένη θεωρία. Κι ήταν το δύσκολο όχι να φύγει απ’ τον έρωτά του, αλλά να διαγράψει όλα όσα είχε ελπίσει.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://triala.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου