άβυσσο, που μες την άβυσσο των μύχιων διαδρομών του ανθρώπου
διεισδύουν. Διαβάζουν νιώθουν αφουγκράζονται τα σωθικά κι έτσι σε δένουν δέσμιο ή λεύτερο σε χρίζουν στους
αιώνες. Τότε πήρε να τρέμει πάνωθέ του σάλεμα, ύπουλη σύσπαση στεφάνωσε την αύρα του πηχτά κι
ανάρια. Τα δένδρα ολόγυρά του, παναπεί οι σκελετοί που σκηνοθετικά παρίσταναν τα
δένδρα, είχαν σχέδια. Αργά υποκλίνονταν, καμπύλωναν, κυκλώναν. Αργά του στέλναν μιαν αγκάλη πνιγηρή, τον ραίναν με τη σκοτεινή πνοή τους, του γνέφαν κύκλους απειλές. Αργά αργά προσπέλαζαν, στο τέλος θα τον πνίγαν. Ταχιά ταχιά αφυπνίσθηκε κι είδε: βρισκόταν πάνω στων σκιών του τις πλαγιές, βάδιζε σε ασύνειδους υπόγειούς του δρόμους. Άνδρας αρχέγονος, θα' φηνε από τον ίδιο του τον εαυτό να
συνθλιβεί, σαν το σκουλήκι που αποσάθρωσαν κι έκαναν λιώμα; Φως απ' το φως του δώρισε στις σκιές, τις γέμισε ικμάδα απ' την αλκή του. Εκείνες χόρτασαν και άλλαξαν μορφή κι από Ερινύες γίναν Ευμενίδες. Ο άνδρας άπλωσε τα χέρια του ακτινωτά κι οι όμορφες χαμογέλασαν κι άνοιξαν απλωσιά, για να
περάσει. ν.σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου