Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

ΣΥΝΑΔΙΝΟΥ ΝΕΛΛΑ -TOY ΛΥΚΟΥ ΤΟ ΦΩΣ


Και με το Φως του Λύκου λίγο στάθηκε. Αίφνης, μια απορία ανάβρυσε σαν μνήμη αστοχημένη, σαν μια εικόνα παλαιική, που απ' του χρόνου την τριβή άκουε ξεθωριασμένη. Άκουε με το βλέμμα της ψυχής, έβλεπε παλμικά τους ήχους. Υψώνονταν ολούθε φυλλωσιές δένδρων πυκνές, τόσο αδιαπέραστες, που ήσαν βαμμένες σούρουπο αλήθεια; Ή το λυκόφως έκαιγε μισόφωτα και δυσμικά, κι έκλαιγε μέσα από γδυμνούς κορμούς και κλώνους άκανθους αλήθεια; Πίσω του η σβέση, μπρος του η νύχτα. Μα το' νιωσε πως τούτα είναι μύχια πλάσματα απ' την
άβυσσο, που μες την άβυσσο των μύχιων διαδρομών του ανθρώπου 
διεισδύουν. Διαβάζουν νιώθουν αφουγκράζονται τα σωθικά κι έτσι σε δένουν δέσμιο ή λεύτερο σε χρίζουν στους 
αιώνες. Τότε πήρε να τρέμει πάνωθέ του σάλεμα, ύπουλη σύσπαση στεφάνωσε την αύρα του πηχτά κι 
ανάρια. Τα δένδρα ολόγυρά του, παναπεί οι σκελετοί που σκηνοθετικά παρίσταναν τα
δένδρα, είχαν σχέδια. Αργά υποκλίνονταν, καμπύλωναν, κυκλώναν. Αργά του στέλναν μιαν αγκάλη πνιγηρή, τον ραίναν με τη σκοτεινή πνοή τους, του γνέφαν κύκλους απειλές. Αργά αργά προσπέλαζαν, στο τέλος θα τον πνίγαν. Ταχιά ταχιά αφυπνίσθηκε κι είδε: βρισκόταν πάνω στων σκιών του τις πλαγιές, βάδιζε σε ασύνειδους υπόγειούς του δρόμους. Άνδρας αρχέγονος, θα' φηνε από τον ίδιο του τον εαυτό να
συνθλιβεί, σαν το σκουλήκι που αποσάθρωσαν κι έκαναν λιώμα; Φως απ' το φως του δώρισε στις σκιές, τις γέμισε ικμάδα απ' την αλκή του. Εκείνες χόρτασαν και άλλαξαν μορφή κι από Ερινύες γίναν Ευμενίδες. Ο άνδρας άπλωσε τα χέρια του ακτινωτά κι οι όμορφες χαμογέλασαν κι άνοιξαν απλωσιά, για να
περάσει. ν.σ.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου