Ευχαριστώ πολύ κύριε, αλλά δεν είναι ανάγκη να με βοηθήσετε… Τα καταφέρνω και μόνος μου»
«Μα, σας παρακαλώ, δε μου κάνει κόπο», απάντησε ο νεαρός με τα διαπεραστικά μάτια και τα κατάξανθα μαλλιά.
«Ευχαριστώ αλλά σας είπα, τα καταφέρνω και μόνος μου» απάντησε απότομα ο κυρ Μανώλης αφήνοντας το νεαρό να τον κοιτάζει με απορία. Πιάστηκε όπως όπως από το κολωνάκι που ήταν δίπλα του και κατάφερε σιγά σιγά να σηκωθεί. «Ευτυχώς δε χτύπησα», ψιθύρισε μέσα από τα δόντια του καθαρίζοντας την καπαρντίνα του από τις σκόνες που κόλλησαν πάνω της από την πτώση. «Παραπάτησα, αυτό το αναθεματισμένο το πλακάκι στο πεζοδρόμιο είναι χαλασμένο και δεν το πρόσεξα. Αλλά είμαι εντάξει.» είπε κορδώνοντας το κορμί του. Ο Θανάσης και ο Δημήτρης, οι καλύτεροί του φίλοι είχαν μείνει σύξυλοι από τη σκηνή της πτώσης του κυρ Μανώλη κι απλώς κοίταζαν παγωμένοι χωρίς να κάνουν την παραμικρή κίνηση. Ήξεραν άλλωστε ότι ο φίλος τους ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί βοήθεια. Ταξίαρχος εν αποστρατεία, είχε μάθει στη ζωή του να είναι αυτάρκης και δε δεχόταν εύκολα να παραδεχτεί ότι δεν μπορούσε να ανταπεξέρθει στις καταστάσεις. Ακόμα και τώρα, στα εξήντα έξι του χρόνια, ένιωθε ότι ανήκε στις ειδικές δυνάμεις που τόσο λάτρεψε όταν τις υπηρετούσε. Τον αποστράτευσαν νωρίς όμως και δεν είδε ποτέ τον εαυτό του με πολλά αδαμάντινα αστέρια κι αυτό του είχε στοιχίσει.
Ο ξανθός νεαρός τους χαιρέτισε με ένα πλατύ κι ευγενικό χαμόγελο κι απομακρύνθηκε με αργά βήματα έχοντας ενώσει τα δυο του χέρια πίσω στη μέση του. Ο κυρ Μανώλης έφτιαξε την καπαρντίνα του και τους έκανε νόημα με τα μάτια. «Ελάτε, δε θα χάσουμε το καφεδάκι μας σήμερα επειδή γκρεμίστηκα! Πάμε» τους είπε και γυρίζοντας απότομα το περήφανο κορμί του πήρε το δρόμο για το καφενείο που περνούσαν τα απογεύματά τους. Λίγα λεπτά αργότερα είχαν στρογγυλοκαθίσει, στις ίδιες πάντα θέσεις και περίμεναν τον καφέ τους. Το καφενείο το είχε επιλέξει ο Θανάσης, όχι επειδή είχε κάτι το ιδιαίτερο, αλλά γιατί απέναντι έμενε μια όμορφη κυρία που του είχε γυαλίσει! Περασμένα εβδομήντα ο Θανάσης, γλυκοκοιτούσε τη σαραντάρα που έμενε στην μονοκατοικία στην άλλη πλευρά του δρόμου. Χυμώδης, ψηλή και με εκρηκτικό ταπεραμέντο, τον είχε ξετρελάνει παρόλο που ούτε καν το όνομά της δεν ήξερε. Γι’ αυτό καθόταν πάντα με την πλάτη του στο καφενείο και το βλέμμα του στραμμένο στην αυλή απέναντι!
«Βρε Θανάση, καθηγητής Μαθηματικός στο Πανεπιστήμιο ήσουνα, άνθρωπος της επιστήμης, πρακτικός, γιατί την κοιτάς την κυρία, αφού ξέρεις ότι δεν έχεις καμία ελπίδα!» του είπε ο κυρ Μανώλης κοιτώντας τον αυστηρά στα μάτια.
«Άκου να σου πω Στρατηγέ μου..», του είπε θέλοντας να τον πικάρει με την προσφώνηση, «… εσύ κοίτα τη δουλειά σου κι εγώ τη δική μου, εντάξει; Να δεις που κάποια μέρα θα την καταφέρω τη μικρούλα!».
«Καλά μωρέ, τα εννοείς αυτά ή τα λες έτσι για να περνάει η ώρα;» του απάντησε ο κυρ Μανώλης.
«Βεβαίως και τα εννοώ. Και μάλιστα σκέφτομαι όταν τη γνωρίσω να της προτείνω να παντρευτούμε» έκανε με νόημα κουνώντας το κεφάλι του και φουσκώνοντας το στήθος του σε μια προσπάθεια να δείξει ότι ακόμα διατηρούσε ίχνη της χαμένης του γοητείας.
«Μια ζωή πίσω από τις γυναίκες έτρεχε, τώρα θα αλλάξει Μανώλη;» επενέβη ο Δημήτρης για να εκτονώσει την κατάσταση που έμοιαζε έτοιμη για εκτραχυνθεί.
«Μήπως δεν το ξέρω; Τόσα χρόνια στο Πανεπιστήμιο ποιος ξέρει τι είχε κάνει με τις φοιτήτριες…»
«Α, όλα κι όλα. Με τις φοιτήτριες δεν είχα κάνει ποτέ μα ποτέ τίποτα. Τις σεβόμουν και τις έβλεπα πάντοτε σαν τα παιδιά που δεν απέκτησα ποτέ. Δεν είμαι εγώ σαν το Δημητράκη που κοίταζε τις μαθήτριές του στο Λύκειο! Και ήταν και Θεολόγος, τρομάρα του!»
«Άκου να σου πω Θανασάκη. Μια φορά έτυχε να χάσω τα μυαλά μου με μαθήτριά μου, αλλά εγώ είμαι τίμιος άνθρωπος, την παντρεύτηκα και σταμάτησε εκεί το πράγμα. Άλλωστε τότε ήμουν νέος, μόλις είχα πρωτοδιοριστεί και δεν είχαμε δα και καμιά διαφορά ηλικίας μεγάλη», του απάντησε οργισμένα ο Δημήτρης.
«Καλά, καλά… ξέρουμε…», είπε με μια δόση ειρωνείας ο Θανάσης σταματώντας τη συζήτηση μιας και είχε καταφτάσει το γκαρσόνι με τους καφέδες.
«Ορίστε τα καφεδάκια σας κύριοι. Τρεις ελληνικοί, ένας βαρύς γλυκός για τον ταξίαρχό μας και δυο μέτριοι για τους καθηγητές μας» τους είπε με χαμόγελο σερβίροντάς τους επιδέξια και σβέλτα.
«Να είσαι καλά αγόρι μου» του απάντησε ο Θανάσης και συνέχισε «Και που είσαι, σήμερα κερνάει ο Στρατηγός. Μετά από τόσα χρόνια που πήρε σύνταξη από τις ειδικές δυνάμεις, σήμερα έκανε ξανά ελεύθερη πτώση!»
Εκείνος και ο Δημήτρης ξεκαρδίστηκαν στα γέλια ενώ ο κυρ Μανώλης είχε κοκκινίσει από τα νεύρα του, όχι επειδή τον πείραξαν αλλά επειδή ένιωσε ότι τον αιφνιδίασαν και δεν ήταν έτοιμος να ανταποδώσει τα “πυρά”. Λίγο αργότερα όμως δεν άντεξε ούτε εκείνος κι άρχισε να γελάει με όλη του την καρδιά. Η παρέα συνέχισε την κουβέντα, μίλησαν για όλα εκτός από τη σαραντάρα γειτόνισσα που κάποια στιγμή φάνηκε από τη γωνία κρατώντας μερικές σακούλες με ψώνια. Τη συνόδευε εκείνος ο γεροδεμένος νεαρός που νωρίτερα είχε προσφερθεί να βοηθήσει τον κυρ Μανώλη. Ο Θανάσης πάγωσε.
«Κοιτάξτε, αυτός δεν ήταν που πήγε να σε σηκώσει πριν όταν έπεσες;» ρώτησε το φίλο του.
«Αυτός πρέπει να είναι» απάντησε εκείνος.
«Λες να την κουτουπώνει;» ρώτησε σχεδόν αφελέστατα ο Δημήτρης.
«Τι λες βρε αθεόφοβε, αυτός είναι μικρός. Τι να τον κάνει αυτή;» φώναξε ο Θανάσης που είχε γεμίσει ζήλια μέχρι το τελευταίο του κύτταρο.
«Καλά ντε, μη φωνάζεις, έτσι ρώτησα!»
Ο κυρ Μανώλης άφησε ένα μειδίαμα να του ξεφύγει χωρίς να το αντιληφθεί ο Θανάσης. Η υπόλοιπη ώρα μέχρι να αποχωρήσουν κύλισε με τον καθηγητή των Μαθηματικών να μη συμμετέχει στην κουβέντα. Το μυαλό του είχε μείνει κολλημένο στο νεαρό με τα μακριά ξανθά μαλλιά, φτιάχνοντας διαρκώς σενάρια που οδηγούσαν τη λογική του στα άκρα. Συνειδητοποίησε ότι ζήλεψε, ήθελε να βρεθεί στη θέση του δίπλα στην κυρία των ονείρων του.
Την επόμενη μέρα ο Δημήτρης ξύπνησε από νωρίς. Πήγε στην τράπεζα για να πληρώσει το ενοίκιο του σπιτιού, μετά τακτοποίησε τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού και του νερού και λίγο αργότερα βρέθηκε στο φαρμακείο της Λίτσας για να πάρει τα φάρμακα για τη γυναίκα του. Η Λίτσα ήταν γόνος μεγάλης οικογένειας, είχε σπουδάσει στο εξωτερικό και το φαρμακείο της ήταν από τα πιο παλιά στην πόλη. Με το Δημήτρη γνωρίστηκε όταν εκείνος είχε στο σχολείο τη μοναχοκόρη της μαθήτρια. Οι δυο τους κουβαλούσαν ένα ένοχο μυστικό που τους βάραινε την ψυχή και δεν μπορούσαν να το ξεπεράσουν. Αρκετά χρόνια πριν, έτυχε να βρεθούν στο ίδιο τραίνο ταξιδεύοντας ο καθένας για διαφορετικό σκοπό. Εκείνη πήγαινε ως εκπρόσωπος σε ένα συνέδριο κι εκείνος για να επισκεφτεί έναν ξάδερφό του που είχε έρθει για διακοπές στην πατρίδα μετά από πολύ καιρό και είχε να τον δει χρόνια. Στο ταξίδι αισθάνθηκαν οικεία ο ένας με τον άλλο και το ίδιο βράδυ κατέληξαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείο που έμενε η Λίτσα. Ποτέ δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν τι ήταν εκείνο που τους οδήγησε στην παρόρμηση εκείνης της στιγμής. Ο καθένας είχε τους δικούς τους λόγους αλλά και οι δύο είχαν ανάγκη ένα ξένο κορμί για να διοχετεύσουν το συσσωρευμένο βάρος της καθημερινότητάς τους. Κι εκείνη η στιγμή ήταν η καταλληλότερη, η λανθάνουσα αλλά αμοιβαία έλξη που ένιωθαν από τότε που γνωρίστηκαν στο σχολείο του Δημήτρη βρήκε πρόσφορο έδαφος και βγήκε από το λήθαργο συμπαρασύροντας μαζί της και το πάθος των εραστών της πρώτης φοράς. Όταν συνειδητοποίησαν ότι η ξαφνική ορμή τους είχε οδηγήσει σε ένα μεγάλο λάθος ήταν πλέον αργά. Ο Δημήτρης για τους επόμενους μήνες ήταν συντετριμμένος, ένιωθε την ανάγκη να εξομολογηθεί, αλλά δείλιασε. Εκείνη είχε κλειστεί στον εαυτό της κι απλώς προσποιούταν ότι δεν είχε συμβεί τίποτα.
Οι δυο τους είχαν κάνει μια συμφωνία με τα μάτια, χωρίς ποτέ να τολμήσουν να το πουν με λόγια. Δε θα το συζητούσαν ποτέ, θα το ξεχνούσαν, θα το διέγραφαν από τη μνήμη τους αυτό που συνέβη εκείνη τη νύχτα. Αλλά, παρά την λογική που τους επέβαλε τη λήθη, μέσα τους σιγόκαιγε η άνομη επιθυμία. Κάθε φορά που συναντιόντουσαν δεν κοιτούσε ποτέ ο ένας στα μάτια τον άλλο. Η ενοχή αλλά και η άσβεστη επιθυμία τραβούσαν το βλέμμα στο πάτωμα, εκεί που κατακάθεται η σκόνη και η απελπισία, αυτή ήταν θαρρείς η τιμωρία τους. Εκείνο το πρωινό όμως, μέσα στο φαρμακείο βρισκόταν και ο ξανθός νεαρός που είχε συναντήσει χθες με την παρέα του. Αγόρασε μια οδοντόκρεμα και γυρίζοντας να φύγει τον χαιρέτισε.
«Καλημέρα σας κύριε. Πως είναι ο φίλος σας; Ελπίζω εντάξει.»
«Μια χαρά είναι» απάντησε σαστισμένα κοιτάζοντάς τον να του χαμογελάει καθώς άνοιγε την πόρτα για να φύγει. «Καλημέρα» συνέχισε σχεδόν ξεψυχισμένα αλλά ο νεαρός δεν τον άκουσε, είχε ήδη κλείσει την πόρτα πίσω του βιαστικά.
Γύρισε κι ασυναίσθητα κοίταξε τη Λίτσα στα μάτια. Ούτε θυμόταν πόσα χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία φορά που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους. Η καρδιά του σκίρτησε, τα πόδια του με το ζόρι τον κρατούσαν κι ένιωσε μια έντονη ζέστη να γεμίζει τα σωθικά του. Η Λίτσα έμεινε να τον κοιτάζει κι εκείνη άφωνη, θαρρείς πως μια αόρατη δύναμη κρατούσε τα μάτια τους σε έναν νοητό δεσμό που ήταν αδύνατο να σπάσει. Τα δευτερόλεπτα κύλησαν αργά, τίποτα δεν μπορούσε να χαλάσει τη στιγμή. Όταν ο Δημήτρης κατάφερε να βάλει μπρος ξανά τη λογική του γύρισε το κεφάλι του με μια απότομη κίνηση προς τα δεξιά, στο ράφι με τις παιδικές τροφές.
«Τον ξέρεις αυτόν το νεαρό;»
«Μπα, πρώτη φορά τον βλέπω» του απάντησε.
«Περίεργο», σκέφτηκε φωναχτά εκείνος, «πολύ περίεργο…»
«Τι εννοείς;»
«Τίποτα, τίποτα» είπε βιαστικά κι αμέσως του ήρθαν στο μυαλό τα μελαγχολικά μάτια της Λίτσας ενώ συνέχιζε να κοιτάζει τις παιδικές τροφές. «Ήρθα για τα φάρμακα της γυναίκας μου».
«Τα έχω έτοιμα» του είπε τραβώντας μια σακούλα πίσω από τον πάγκο. «Πως πάει;»
«Καλύτερα είναι, σηκώνεται τώρα από το κρεβάτι και η εγχείρηση δεν την πονάει»
«Ωραία» του είπε και κάρφωσε τα μάτια της πάνω του. Το ίδιο έκανε κι ο Δημήτρης. Αν δεν άνοιγε η πόρτα πίσω του ήταν ικανός να μείνει εκεί για πάντα αλλά ο άγνωστος που μπήκε μέσα διέκοψε απότομα τη σκηνή. Έβγαλε το πορτοφόλι του και της έδωσε επίτηδες ένα μεγάλο χαρτονόμισμα για να περιμένει τα ρέστα, ήθελε να παρατείνει όσο το δυνατόν περισσότερο την παραμονή του εκεί. Όταν ακούμπησε το χέρι της παίρνοντας τα ψιλά με την απόδειξη ταράχτηκε σύγκορμος. Έκανε απότομα μεταβολή και χωρίς να πει κουβέντα έφυγε αφήνοντας πίσω του πολλές προσδοκίες και μια υπόσχεση στον εαυτό του. Θα πήγαινε ξανά σύντομα στο φαρμακείο, ήθελε να την κοιτάξει πάλι στα μάτια, να την χορτάσει.
Το απόγευμα, στις πέντε η ώρα, μαζεύτηκαν ξανά με την παρέα στο στέκι τους. Ο αχνιστός καφές τους χάιδευε τα ρουθούνια, όλα ήταν όπως τις άλλες φορές αλλά εκείνο το απόγευμα μια περίεργη ησυχία είχε απλωθεί στο τραπέζι. Ο Θανάσης είχε όπως πάντα καρφωμένο το βλέμμα απέναντι, ο Δημήτρης είχε σηκωμένο το κεφάλι στον ουρανό κι έμοιαζε να είναι χαμένος στους συλλογισμούς του ενώ ο κυρ Μανώλης χτυπούσε διαρκώς το δάχτυλό του στο κεφάλι. Έμοιαζε σκεφτικός, σαν να τον βασάνιζε κάτι που ήθελε να το βγάλει από μέσα του αλλά κανένας από τους φίλους του δεν του έδινε σημασία. Ήταν η πρώτη φορά που η σιωπή τους συνόδευε στον απογευματινό τους καφέ. Ρούφηξαν δυο τρεις γουλιές καφέ ο καθένας αλλά καμία λέξη δε βγήκε από το στόμα τους, ο καθένας ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του.
«Θέλω να σας πω κάτι» είπε σπάζοντας τη σιωπή ο Θανάσης.
«Κι εγώ θέλω να σας πω κάτι» πετάχτηκε ο κυρ Μανώλης.
«Εντάξει, αλλά πρώτα εγώ» έκανε αποφασιστικά ο Θανάσης και συνέχισε «Λοιπόν, η κυρία απέναντι λέγεται Παναγιώτα. Συναντηθήκαμε σήμερα στην παιδική χαρά εδώ πιο κάτω.»
«Πως τα κατάφερες ρε μπαγάσα;» ρώτησε ο Δημήτρης που είχε επανέλθει στην πραγματικότητα.
«Αυτό είναι το περίεργο, ακούστε να δείτε τι έγινε. Πηγαίνοντας το πρωί να πάρω γάλα είδα εκείνο το νεαρό με τα ξανθά μαλλιά που την είχε αγκαζέ χτες, εκείνον που πήγε να σε βοηθήσει να σηκωθείς ρε Μανώλη, θυμάσαι;»
«Θυμάμαι» είπε εκείνος. «Τον είδα κι εγώ σήμερα το πρωί στο φούρνο που πήγα για ψωμί, γι’ αυτό ήθελα να σας μιλήσω. Περίεργο ε;»
Για μια στιγμή κοιτάχτηκαν και οι τρεις έχοντας τα μάτια τους διάπλατα ανοιχτά, στολισμένα με μια γερή δόση απορίας.
«Μπα, το πιο περίεργο είναι ότι τον είδα κι εγώ σήμερα νωρίς το πρωί στο φαρμακείο της Λίτσας» είπε ο Δημήτρης σηκώνοντας τα φρύδια του.
«Λοιπόν, θα με αφήσετε να σας πω ή όχι;» φώναξε ο Θανάσης. «Τον είδα λοιπόν και είπα να τον πάρω από πίσω να δω που μένει. Είχε στα χέρια του μια σακούλα, από το φούρνο στην πλατεία και υπέθεσα ότι θα είχε ψωμί και θα το πήγαινε στο σπίτι του. Αλλά εκείνος πήγε στην παιδική χαρά». Σταμάτησε και ήπιε μια γουλιά νερό για να δροσίσει τον οισοφάγο του.
«Και μετά τι έγινε;» ρώτησε ο Δημήτρης.
«Μετά πήγε σε κάτι παιδάκια που έπαιζαν και κάτι τους είπε. Εγώ κάθισα στο παγκάκι απέναντι κι εκεί που τον κοιτούσα ήρθε κι έκατσε δίπλα μου. Καλημέρα μου λέει, καλημέρα του λέω. Πως είστε σήμερα μου λέει, καλά του λέω. Σταματήσαμε να μιλάμε και κοιτάζαμε τα παιδάκια που έπαιζαν. Εκεί που ήμουν έτοιμος να φύγω ήρθε εκείνη.»
«Ποια;» ρώτησαν οι φίλοι του με μια φωνή.
«Η Παναγιώτα βρε, τι σας λέω τόση ώρα;»
«Και τι έκανε εκεί;» ρώτησε ο κυρ Μανώλης.
«Τα δυο από τα παιδάκια που έπαιζαν ήταν της αδερφής της. Ανίψια της. Έκατσε δίπλα του κι άρχισαν να μιλάνε. Εγώ πάγωσα. Έμεινα εκεί, τα πόδια μου δεν μπορούσαν ούτε να κουνηθούν. Μετά από λίγο εκείνος σηκώθηκε, έβγαλε από τη σακούλα κάτι κουλούρια που είχε μέσα και τα μοίρασε στα παιδιά. Έμεινα μόνος στο ίδιο παγκάκι μαζί της! Το πιστεύετε; Μαζί της. Συστηθήκαμε και πιάσαμε την κουβέντα. Έτσι έμαθα ότι τη λένε Παναγιώτα. Ωραίο όνομα ε;»
«Βρε γεροξεκούτη, έχετε τριάντα χρόνια διαφορά, το έχεις καταλάβει;» του είπε ο κυρ Μανώλης.
«Βρε δε με παρατάς; Στρατηγέ της δεκάρας! Εμένα το λένε τα κότσια μου ακόμα!»
«Και τι έγινε μετά;» πετάχτηκε ο Δημήτρης θέλοντας να ηρεμήσει λίγο τα πνεύματα.
«Τίποτα. Μιλήσαμε, είπαμε περί ανέμων και υδάτων και μετά από λίγο σηκώθηκε, πήρε τα ανίψια της και έφυγε. Εγώ έμεινα λίγο παραπάνω και χάζευα τα άλλα παιδάκια που έπαιζαν. Ο ξανθός είχε εξαφανιστεί, δεν τον ξαναείδα. Μετά γύρισα στο σπίτι και είχα ξεχάσει να πάρω και γάλα! Έμαθα όμως πως τη λένε και ποιος ξέρει μπορεί να την ξαναδώ στην παιδική χαρά!» είπε και το πρόσωπό του είχε γεμίσει χαμόγελο.
«Ρε παιδιά, κάτι περίεργο συμβαίνει εδώ.» είπε ο κυρ Μανώλης.
«Τι περίεργο και χαζομάρες μας λες» του απάντησε ο Θανάσης νομίζοντας ότι θα αναφερθεί πάλι σε εκείνον.
«Σταμάτα μωρέ μυγιάγγιχτε, σταμάτα. Σε βαρέθηκα πια. Άλλο πράγμα θέλω να πω.»
«Μπα, και ποιο είναι αυτό Στρατηγέ μου;»
«Το πρωί πήγα στο φούρνο για ψωμί. Γινόταν εκεί μέσα το έλα να δεις από κόσμο. Μπροστά διέκρινα το νεαρό με τα ξανθά μαλλιά να παίρνει μια σακούλα, σαν να μου φαίνεται ότι πήρε κάτι κουλούρια. Τώρα που είπες κι εσύ ότι έδωσε κουλούρια στα παιδάκια, μάλλον είναι σίγουρο ότι πρέπει να είχε πάρει κουλούρια. Ναι, ναι, σίγουρα κουλούρια ήταν» είπε απευθυνόμενος κυρίως στον εαυτό του λες κι ήταν μόνος του εκεί! Οι φίλοι του δεν μίλησαν παρά μονάχα περίμεναν να συνεχίσει. «Κι εκεί που πήγαινε να φύγει έγινε μια μικρή αναστάτωση. Ένας υπάλληλος έφερε ένα ταψί με φρεσκοψημένες τυρόπιττες για να τις βάλει στην προθήκη κι ένας πελάτης όπως γύρισε ξαφνικά έκαψε το χέρι του πάνω στο ζεστό ταψί. Κάηκε! Πρέπει να πόνεσε πολύ, είχε αναψοκοκκινήσει ολόκληρος… ο καημένος!». Σταμάτησε να πάρει μια ανάσα και ήπιε μια γουλιά καφέ.
«Και τι έγινε μετά; Μίλησες με τον ξανθό;» του είπε ο Δημήτρης.
«Μίλησα. Ήταν δίπλα μου εκείνη τη στιγμή και είδε κι αυτός το ατύχημα. Έβγαλε από μια μικρότερη τσάντα που κρατούσε μια οδοντόκρεμα και μου την έδωσε. Βάλε στο χέρι του για να πάρει το έγκαυμα, εγώ βιάζομαι, μου είπε και εξαφανίστηκε. Έβγαλα κι εγώ την οδοντόκρεμα και του άλειψα λίγη στο χέρι. Εκείνος ανακουφίστηκε αμέσως, με κοίταξε στα μάτια κι άρχισε να με ευχαριστεί. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πως ένιωσα!»
«Εγώ μπορώ» του είπε ο Θανάσης. «Σα Στρατηγός που σώζει το στράτευμα»
Ο κυρ Μανώλης αντί να αντιδράσει όπως θα περίμενε ο Θανάσης, γύρισε πολύ ήρεμα και του απάντησε: «Ακριβώς. Εκείνος ο άνθρωπος ήταν ένας έφεδρος αξιωματικός που είχε την τιμή να υπηρετήσει υπό τις εντολές μου. Άργησα βεβαίως να τον θυμηθώ, αλλά τελικά τον θυμήθηκα. Και το καλύτερο ξέρετε ποιο είναι;»
«Θα σε κάνουν Αρχιστράτηγο;» του είπε ο Θανάσης χαμογελώντας.
«Το καλύτερο γεροξεκούτη Θανάση είναι ότι το παλικάρι αυτό είναι πρόεδρος της ένωσης έφεδρων αξιωματικών των ειδικών δυνάμεων και την άλλη Κυριακή έχουν εκδήλωση στην οποία με κάλεσε όχι μόνο να παραβρεθώ αλλά και να μιλήσω κιόλας. Και όλοι κάποια στιγμή θα φορέσουν τις στολές τους γιατί θέλουν να βγάλουν μερικές φωτογραφίες για τις ανάγκες ενός περιοδικού που θέλει να τους κάνει αφιέρωμα. Το ίδιο βεβαίως κι εγώ! Θα φορέσω ξανά τη στολή μου!». Είχε να κομπάσει έτσι από την τελευταία φορά που βρέθηκε σε παράταξη, αλλά κατάλαβε ότι την τελευταία του πρόταση δεν έπρεπε να την εκστομίσει. Ήταν σίγουρο ότι θα γινόταν στόχος για να τον πειράξουν, αλλά για κάποιο παράξενο λόγο ήταν σαν να μην τον είχαν ακούσει οι φίλοι του που συνέχισαν την κουβέντα χωρίς να σχολιάσουν τίποτα.
«Για περίμενε λίγο ξιπασμένε Στρατηγέ» πετάχτηκε ο Θανάσης. «Δηλαδή ο ξανθός πριν τον συναντήσω εγώ τον συνάντησες εσύ! Ήταν στο φούρνο και πήρε τα κουλουράκια για τα παιδιά, έτσι δεν είναι;»
«Έτσι φαίνεται» απάντησε πικραμένα ο κυρ Μανώλης που τον διέκοψε απότομα τη στιγμή που μέσα στο μυαλό του είχε αρχίσει να φαντασιώνεται το παρελθόν και της στιγμές της δόξας! «Αλλά κι έτσι να έγινε, που το βλέπεις το περίεργο; Σύμπτωση είναι»
Ο Θανάσης έμεινε σκεφτικός, ενώ ο Δημήτρης δεν έλεγε κουβέντα κρυμμένος στην ενοχή του. Ο φίλος του όμως τον κοίταξε γεμάτος περιέργεια για τη σιωπή του, κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά. Τον ρώτησε γιατί δε μιλάει. Εκείνος εξακολούθησε να παραμένει σιωπηλός μέχρι που ξεπρόβαλε ο ξανθός νεαρός δίπλα τους. Ο κυρ Μανώλης μόλις τον είδε πετάχτηκε πάνω και τον έπιασε από το μπράτσο.
«Συγγνώμη νεαρέ, θα μπορούσες να καθίσεις για λίγο στην παρέα μας; Θέλουμε να σε ρωτήσουμε κάτι» του είπε.
«Πολύ ευχαρίστως» απάντησε εκείνος κι αμέσως έκατσε στην άδεια καρέκλα που πάντα περίσσευε στο τραπέζι τους χωρίς να δείχνει κανένα ίχνος έκπληξης!
«Πως σε λένε λεβέντη μου;» είπε ο ταξίαρχος.
«Έχει σημασία;» απάντησε.
«Περίεργος είσαι νεαρέ» του είπε ο κυρ Μανώλης και συνέχισε «Βεβαίως και έχει σημασία. Δεν έχεις όνομα; Πως θα σε φωνάζουμε;»
«Άγγελε» είπε ξερά.
«Είδες Άγγελε, δεν ήταν και τόσο δύσκολο! Λοιπόν, έχουμε μια απορία. Το πρωί εσύ δεν ήσουν που μου έδωσες την οδοντόκρεμα μέσα στο φούρνο;»
«Ναι»
«Και πήρες κουλουράκια και τα πήγες στην παιδική χαρά και τα έδωσες στα παιδάκια;»
«Ναι»
«Και όλο αυτό ήταν τυχαίο, έτσι δεν είναι; Εννοώ που πρώτα συνάντησες εμένα και μετά το Θανάση»
«Όχι»
«Όχι;»
«Όχι» είπε και τους κοίταξε με τα γαλανά μάτια του.
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ ότι δεν ήταν τυχαίο που σας συνάντησα.»
«Δεν μπορώ να το καταλάβω, το είχες προσχεδιάσει δηλαδή;»
«Μπορείτε να το πείτε κι έτσι»
«Και πως ήξερες ότι εγώ θα πάω εκείνη την ώρα στο φούρνο για να με συναντήσεις πρώτο;»
«Μα δε συνάντησα εσάς πρώτο»
«Θα μας τρελάνεις; Ποιόν συνάντησες πρώτο;»
«Τον κύριο Δημήτρη στο φαρμακείο της κυρίας Λίτσας!»
Τα μάτια όλων καρφώθηκαν στο Δημήτρη. Εκείνος είχε χαμηλώσει το βλέμμα του και η ντροπή τον έκανε να μην μπορεί να τους αντικρίσει. Μερικά δευτερόλεπτα αμηχανίας γέμισαν το τραπέζι μαζί με ένα ποτήρι νερό που έφερε το γκαρσόνι στον Άγγελο.
«Τι θα πάρετε;»
«Έναν ελληνικό καφέ σκέτο»
Το γκαρσόν έφυγε κι ο Θανάσης έσπασε την παγωμάρα. «Αλήθεια λέει Δημήτρη;»
«Αλήθεια. Τον συνάντησα στο φαρμακείο το πρωί.»
«Και μετά συνάντησε το Στρατηγό και μετά εμένα. Περίεργο δεν είναι Άγγελε;» είπε ο Θανάσης γεμάτος καχυποψία.
«Δεν είναι καθόλου περίεργο κύριε Θανάση. Πήγα στο φαρμακείο το πρωί για να πάρω μια οδοντόκρεμα.»
«Αλήθεια λέει, πήρε μια οδοντόκρεμα από τη Λίτσα» συμπλήρωσε ο Δημήτρης.
«Την οδοντόκρεμα που έδωσες σε μένα;» ρώτησε ο κυρ Μανώλης.
«Μάλιστα».
«Και όλο αυτό πως το κατάφερες και το σχεδίασες;» ξαναρώτησε ο ταξίαρχος.
«Ας μη σταθούμε στο πως το σχεδίασα αλλά ότι το έκανα γιατί θέλησα να σας βοηθήσω.»
«Εμένα;»
«Όχι μόνο εσάς αλλά και τους τρεις σας!»
«Να μας βοηθήσεις; Πως δηλαδή; Με ποιο τρόπο;» ρώτησε πάλι για τρίτη φορά ο κυρ Μανώλης.
«Δε χρειάζεται να σας απαντήσω, την ξέρετε την απάντηση ήδη»
«Δε σε καταλαβαίνω» είπε ο Δημήτρης, «ξεκαθάρισε τα λόγια σου»
«Μα κύριε Δημήτρη, εγώ δε στάθηκα η αφορμή να κοιτάξετε στα μάτια τη Λίτσα μετά από τόσα χρόνια; Που αφήσατε τον εαυτό σας να νιώσει ξανά όσα αισθήματα καταπιέζατε μέσα σας όλα αυτά τα χρόνια;»
«Τι λέει;» τον ρώτησε ο κυρ Μανώλης που μόνο ερωτήσεις έκανε όλη εκείνη την ώρα προσπαθώντας να ξεδιαλύνει την κατάσταση.
Ο Δημήτρης δεν άντεξε να κρατάει άλλο το μυστικό που έκρυβε στην καρδιά του τόσα χρόνια. Τους τα είπε όλα χωρίς περιστροφές. Οι άλλοι τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι, δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ήταν ικανός για τέτοιου είδους περιπέτειες ο καρδιακός τους φίλος. Δεν είπαν τίποτα όμως, γιατί άρχισαν να σκέφτονται τις δικές τους μύχιες σκέψεις που δεν τολμούσαν να ξεστομίσουν.
Ο Άγγελος όμως φρόντισε να συνεχίσει την κουβέντα. «Κι εσάς κυρ Μανώλη, δε σας έδωσα την ευκαιρία να φορέσετε ξανά τη στολή σας και να ηγηθείτε των έφεδρων αξιωματικών; Αυτό δε φαντασιώνεστε κάθε βράδυ λίγο πριν κλείσετε τα μάτια σας;»
Κάτι προσπάθησε να ψελλίσει ο ταξίαρχος αλλά πριν πει οτιδήποτε ήξερε ότι εκείνος ο άγνωστος νέος έλεγε την αλήθεια. Κοίταξε τους άλλους στα μάτια κι απλώς επιβεβαίωσε με το βλέμμα του τα λόγια του Άγγελου.
«Εσείς κύριε Θανάση με πήρατε από πίσω για να με παρακολουθήσετε, έτσι δεν είναι; Θέλατε να μάθετε για μένα επειδή βοήθησα χτες την κυρία Παναγιώτα, νομίσατε ότι κάτι τρέχει μεταξύ μας. Τόσο καιρό προσπαθούσατε να τη γνωρίσετε και δεν τα καταφέρατε ή κάνω λάθος; Εξαιτίας μου όμως τη γνωρίσατε και μιλήσατε μαζί της. Τώρα ο δρόμος είναι ανοιχτός! Αυτή είναι η βοήθεια που πρόσφερα και στους τρεις σας» είπε κι έμεινε ακίνητος να τους κοιτάζει.
Πέρασαν μερικά λεπτά απόλυτης ησυχίας. Μόνο το γκαρσόνι που έφερε τον καφέ διέκοψε τη σιωπή.
«Και γιατί μας βοήθησες» ρώτησε ο Δημήτρης που το του μυαλό δεν μπορούσε να τα συλλάβει όλα αυτά, ήταν έξω από κάθε τι λογικό.
«Γιατί, όπως σας είπα είμαι άγγελος κι απλώς ήθελα να σας βοηθήσω»
«Τι εννοείς απλώς ήθελες να μας βοηθήσεις;» είπε ο Δημήτρης που ανέλαβε να εκπροσωπήσει και τους τρεις.
«Εμείς οι άγγελοι έτσι κάνουμε»
«Ποιοι άγγελοι, τι εννοείς βρε παιδί μου;»
«Μα σας το είπα. Είμαι άγγελος και θέλω να σας βοηθήσω»
«Άγγελος;»
«Άγγελος»
«Όπως λέμε φύλακας άγγελος; Ή άγγελος του Θεού;»
«Άγγελος αλλά όχι του Θεού!»
«Τίνος τότε;»
«Σας είπα, όχι του Θεού»
Ο Δημήτρης πετάχτηκε πάνω σαν να τον είχε χτυπήσει ρεύμα. Το ίδιο και ο κυρ Μανώλης, ο Θανάσης που ήταν πρακτικό μυαλό έμεινε ατάραχος. «Καθίστε κάτω βρε ανόητοι, σας κάνει πλάκα ο Άγγελος!» τους είπε.
«Ποτέ δεν κάνω πλάκα ούτε λέω ψέματα» απάντησε εκείνος και η παγερή ματιά του τους διαπέρασε τα κόκκαλα. Έδειξε με το δάχτυλό του τον καφέ του. Το φλιτζάνι άδειασε λες και τρύπησε ξαφνικά! Οι τρεις φίλοι έμειναν άναυδοι. «Νομίζω ότι πρέπει να καθίσετε για να συνεχίσουμε την κουβέντα μας» τους είπε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο.
«Ποτέ» είπε ο κυρ Μανώλης.
«Καθίστε κυρ Μανώλη. Γιατί ταραχτήκατε; Δυο κουβέντες θα πούμε ακόμα κι εγώ μετά θα φύγω και δε θα με ξαναδείτε ποτέ. Καθίστε σας παρακαλώ.»
Ο κυρ Μανώλης έκατσε όχι γιατί το ήθελε αλλά γιατί μια αόρατη δύναμη τον έσπρωξε να καθίσει ή τουλάχιστον αυτή τη δικαιολογία βρήκε για να πείσει τον εαυτό του να υπακούσει.
«Κύριοι, γιατί αναστατωθήκατε όταν ακούσατε ότι είμαι άγγελος αλλά όχι του Θεού; Εγώ σας πρόσφερα τη βοήθειά μου μόνο, δε σας έκανα κακό»
«Κακό μας έκανες. Ο δαίμονας ποτέ δεν κάνει καλό» πετάχτηκε ο Δημήτρης που θυμήθηκε τις σπουδές του.
«Μα γιατί; Δε σας βοήθησα να αντικρίσετε ξανά τα μάτια της Λίτσας που τα είχατε σχεδόν ξεχάσει κύριε Δημήτρη;»
«Κακώς. Ξέρεις ότι αυτό δεν είναι σωστό. Είναι αμαρτία.»
«Κι όταν βρεθήκατε στο ξενοδοχείο μαζί της δεν ήταν αμαρτία;»
«Αμαρτία ήταν. Έχω ζητήσει συγχώρεση γι’ αυτό.»
«Συγχώρεση θα είχατε ζητήσει μόνο αν είχατε αποβάλλει από μέσα σας κάθε σκέψη για εκείνη, κάτι το οποίο δεν κάνατε αλλά ούτε θελήσατε να κάνετε. Αντιθέτως, το μυαλό σας γύριζε διαρκώς σε εκείνη. Έτσι δεν είναι;»
«Όχι δεν είναι έτσι. Κάνεις λάθος και σε παρακαλώ να σηκωθείς να φύγεις και να μας αφήσεις ήσυχους.»
«Μην ανησυχείτε, σε λίγο θα φύγω.»
«Νομίζω ότι θα συμφωνήσω με το φίλο μου το Δημήτρη. Πρέπει να φύγετε τώρα, αρκετά μας ταράξατε νεαρέ με τα καμώματά σας» είπε ο κυρ Μανώλης που είχε να νιώσει τόση έξαψη από την τελευταία φορά που συμμετείχε σε στρατιωτική άσκηση!
«Εσείς κύριε Θανάση δε λέτε τίποτα, δε θέλετε να φύγω;» τον ρώτησε ο Άγγελος κοιτώντας τον κατευθείαν στα μάτια.
«Δεν ξέρω… Προσπαθώ να αιτιολογήσω τη συμπεριφορά σου, να κατανοήσω το κίνητρό σου και να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς συμβαίνει. Πάντως το τρυκ με τον καφέ ήταν εντυπωσιακό. Μπορείς να το ξανακάνεις;» του απάντησε εκείνος.
«Δεν ήταν τρυκ! Αλλά δε θα το επαναλάβω, το έκανα απλώς και μόνο για να σας κεντρίσω το ενδιαφέρον.»
«Να φύγετε κύριε μου» του είπε ξανά ο κυρ Μανώλης που είχε σηκωθεί όρθιος ξανά και του έδειχνε με το δάχτυλο το δρόμο.
«Καθίστε κάτω σας παρακαλώ» απάντησε ήρεμα ο Άγγελος, «σας είπα ότι σε λίγο θα φύγω και δεν πρόκειται να με ξαναδείτε. Μην είστε όλοι σας τόσο εχθρικοί απέναντί μου, προσπαθήστε να δείτε τα πράγματα ήρεμα όπως ο κύριος Θανάσης. Άλλωστε τίποτα κακό δεν έχει γίνει, τίποτα μη αναστρέψιμο. Όλα μπορούν να συνεχίσουν να υπάρχουν όπως ήταν και πριν το σημερινό πρωινό, έτσι δεν είναι;»
«Ακριβώς» απάντησε ο Θανάσης, «αφήστε τον να δούμε τι έχει να μας πει»
«Ωραία» είπε εκείνος. «Μου επιτίθεστε μόνο και μόνο επειδή είστε προκατειλημμένοι, επειδή σας είπα ότι δεν είμαι άγγελος του Θεού. Και θεωρείτε ότι είμαι η προσωποποίηση του κακού και χωρίς δεύτερη κουβέντα θέλετε να φύγω μακριά σας! Χωρίς καν να σκεφτείτε ότι μπορεί να έχετε άδικο. Αλλά ας δεχτούμε ότι έχετε δίκιο και ότι εγώ είμαι ο κακός σ’ αυτό το τραπέζι. Μπορεί λέτε το καλό να υπάρξει ξέχωρα από το κακό; Άμα κύριοι το κακό δεν υπήρχε τι αξία θα είχε το καλό; Κι αν όλα ήταν άσπρα χωρίς να υπάρχει το μαύρο, πως θα μπορούσε κάποιος να ξεκινήσει από ένα σημείο του γκρι για να κατακτήσει το λευκό; Ποιο θα ήταν το κριτήριο για να αξιολογηθεί;»
«Δεν έχει άδικο», συμπλήρωσε πάλι ο Θανάσης ενώ οι άλλοι δυο παρέμεναν σιωπηλοί καθώς προσπαθούσαν να σκεφτούν επιχειρήματα για να τον αντικρούσουν.
«Κάθε τι σε ολόκληρη την πλάση έχει δυο όψεις που η μια ισορροπεί την άλλη. Άσπρο και μαύρο, κρύο και ζεστό, ευτυχία και δυστυχία, καλό και κακό. Έτσι δεν είναι;» ρώτησε περιμένοντας μάταια να του απαντήσουν. Μετά από λίγες στιγμές συνέχισε «Όσο απαραίτητο είναι το καλό άλλο τόσο είναι και το κακό. Αλλιώς ούτε το καλό θα ήταν καλό αλλά κάτι απροσδιόριστο. Άμα υπήρχε μόνο το καλό δε θα είχε κριτήριο ο άνθρωπος για να ενεργήσει, δε θα είχε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης ούτε θα ήταν πραγματικά ελεύθερος να ενεργήσει αυτόβουλα. Ο δρόμος του θα ήταν καθορισμένος μονοσήμαντα, θα πορευόταν στη ζωή όπως το τρένο πάνω στις γραμμές χωρίς ποτέ να μπορεί να ξεφύγει.»
«Καλύτερα πάνω στις γραμμές παρά στο κακό» φώναξε ο κυρ Μανώλης.
«Δε διαφωνώ κύριε Μανώλη, αλλά σκεφτείτε μόνο ότι τότε θα υπήρχαν μόνο οι γραμμές ενώ τώρα υπάρχει κι όλος εκείνος ο χώρος δεξιά κι αριστερά από αυτές. Και όχι μόνο μπορείτε να επιλέξετε που θέλετε να πάτε αλλά στο τέλος θα κριθείτε και για την πορεία σας αυτή. Κι άμα το κακό δεν υπήρχε δε θα μπορούσατε να κριθείτε, θα είχατε απλώς την ίδια αξία με όλους! Και ξέρετε ποια θα ήταν αυτή η αξία; Το μηδέν! Δε θα αξίζατε απολύτως τίποτα γιατί όσοι κινούνται πάνω στις γραμμές δεν αξίζουν τίποτα αφού δεν κουμαντάρουν τις αποφάσεις τους οι ίδιοι αλλά ο οδηγός της αμαξοστοιχίας.»
«Αυτά είναι σοφιστείες, προσπαθείς να μας κάνεις να παραδεχτούμε ότι ο δαίμονας είναι απαραίτητος! Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια, ξέρουμε ότι θες να μας παραπλανήσεις γι’ αυτό θέλω να σε παρακαλέσω για ακόμα μια φορά να φύγεις, να εξαφανιστείς, μ’ ακούς;» του φώναξε ο Δημήτρης. «Φύγε, δε θέλω ούτε να σε βλέπω, ούτε να σε ακούω»
«Υπομονή κύριε Δημήτρη, θα φύγω. Ας πούμε ότι έχετε δίκιο και προσπαθώ να σας παραπλανήσω και ότι το κακό δεν έπρεπε να υπάρχει. Δε μου λέτε, τι σας εμποδίζει εσάς να το εξαφανίσετε;»
«Ποιο;» ρώτησε εκείνος ξερά αποφεύγοντας να τον κοιτάξει.
«Το κακό»
«Μπορώ μωρέ να διώξω εγώ το κακό; Τι είμαι; Ο Θεός είμαι;»
«Μπορείτε κύριε Δημήτρη να το διώξετε, τουλάχιστον από μέσα σας. Κανείς δεν είπε να το εξαφανίσετε από παντού, άλλωστε για να υπάρχει το κακό πρέπει να έχει γίνει για κάποιο λόγο, έτσι δεν είναι;»
«Πάλι μιλάς με σοφιστείες, μην περιμένεις να σου απαντήσω»
«Μα δεν περιμένω να μου απαντήσετε, να το σκεφτείτε απλώς κύριε Δημήτρη. Το κακό δεν υπάρχει κάπου στον αέρα και στα σύννεφα. Υπάρχει μέσα μας κι αν ο καθένας το βγάλει από μέσα του και το εξαφανίσει, τότε αυτό θα εξαφανιστεί από ολόκληρη την πλάση. Φορέας του κακού είναι η συνείδηση και όχι το λουλούδι ή η πέτρα που τη χτυπάει ο αέρας πάνω στο βράχο. Κάνω λάθος μήπως;»
«Όχι, σ’ αυτό έχεις δίκιο» είπε ο Θανάσης σπάζοντας το μονόλογο του Άγγελου με το θεολόγο φίλο του που απέφυγε να απαντήσει.
«Οπότε, εκεί που φωλιάζει το καλό εκεί δίπλα βρίσκεται και το κακό. Το ζήτημα είναι τι θα επιλέξετε, ποιον δρόμο θα πάρετε, έτσι δεν είναι;»
«Έτσι είναι» απάντησε ο Θανάσης, αλλά ο Δημήτρης έσπευσε να τον διακόψει.
«Μην τον ακούς, προσπαθεί να σε παραπλανήσει. Κλείσε τα μάτια σου και τα αυτιά σου και μην ακούς τίποτα, κακό θα πάθεις, καλό αποκλείεται, πίστεψέ με.»
«Κύριε Δημήτρη, σας παρακαλώ, ακούστε με αυτή τη φορά και μετά κάντε όπως νομίζετε. Το καλό και το κακό βρίσκεται μέσα σας, εσείς είστε οι φορείς και των δυο και όχι κάτι άλλο, άυλο κι απροσδιόριστο. Αν επιλέξετε να κάνετε κάτι καλό, τότε ενισχύετε το καλό, αν πάλι επιλέξετε να κάνετε κάτι κακό, τότε γίνεται το ανάποδο. Εσείς και μόνο εσείς είστε οι υπεύθυνοι για κάθε τι που κάνετε. Ο Θεός έφτιαξε το καλό αλλά είχε τη σοφία να φτιάξει και το κακό για να μπορεί να σας δώσει πλήρη ελευθερία. Μην κατηγορείτε λοιπόν τη σκοτεινή πλευρά της δημιουργίας, αλλά για τον ίδιο σας τον εαυτό για το δρόμο που κάθε φορά ακολουθείτε. Το καλό ή το κακό δεν έχουν καμία αξία αφ’ εαυτού τους. Αντίθετα αποκτούν αξία κάθε φορά που ο καθένας από εσάς κάνει το τάδε και όχι το δείνα. Την αξία την προσθέτετε εσείς και μόνο εσείς. Κι αν η ζυγαριά γέρνει πότε από εδώ και πότε από εκεί αυτό συμβαίνει γιατί περισσότεροι άνθρωποι πότε επιλέγουν να κάνουν καλά και πότε κακά πράγματα.»
«Μα τι είναι αυτά που λες;» πετάχτηκε ο Δημήτρης και στο πρόσωπό του μπορούσε κανείς εύκολα να διακρίνει τις φλέβες που κόντευαν να σκίσουν το δέρμα. «Άμα δεν υπήρχες εσύ και όλα όσα πρεσβεύεις ο κόσμος θα ήταν πολύ καλύτερος.»
«Ίσως, αλλά δε θα είχε την ελευθερία της επιλογής» απάντησε.
«Μη με διακόπτεις σε παρακαλώ» φώναξε σφίγγοντας τις γροθιές του. «Όσο δεν υπήρχατε εσείς δεν υπήρχε ο πόνος, οι αρρώστιες, το μίσος. Ούτε ο θάνατος υπήρχε. Και μετά ήρθατε εσείς και οι όμοιοί σου και σπείρατε το φθόνο, τον πόνο και το μίσος. Φτιάξατε τις αρρώστιες, τον πόλεμο και την καταστροφή και κάνατε τον άνθρωπο θνητό, φτιάξατε το θάνατο. Πριν όλα ήταν αγνά, τίποτα από αυτά δεν υπήρχε. Αυτά που λες τώρα εσύ τα ακούω βερεσέ. Κι αν έχεις έστω κι ένα μικρό ίχνος καλοσύνης μέσα σου σε παρακαλώ, ειλικρινά σε παρακαλώ, σήκω και φύγε από δω τώρα, αυτή τη στιγμή.»
«Αγνό είναι μόνο το μικρό παιδί, αυτό που μέσα του δεν ξέρει τι είναι καλό και τι κακό, που δεν ξέρει τι σημαίνει πονηράδα και διπλωματία. Άλλωστε, ο κόσμος αν ήταν φτιαγμένος μόνο με το καλό τότε πες μου σε παρακαλώ, ποιο θα ήταν το νόημα της ζωής των ανθρώπων; Θα έκαναν μόνο το καλό και μη γνωρίζοντας το κακό δε θα είχαν μέτρο σύγκρισης αλλά και συνείδηση του καλού που θα έκαναν. Το ίδιο βέβαια θα γινόταν αν ο κόσμος ήταν φτιαγμένος μόνο με το κακό. Σε κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις όμως ένας τέτοιος κόσμος θα ήταν αφύσικος, κανείς δεν θα τον ήθελε, ούτε ο Θεός ακόμα. Όπως δεν μπορεί να υπάρξει μέρα χωρίς νύχτα, έτσι δεν μπορεί να υπάρξει καλό χωρίς κακό και ζωή χωρίς θάνατο.»
«Μπορεί να υπάρξει, αν εσύ δεν έσπερνες μέσα στους ανθρώπους όλα αυτά τα μιαρά αισθήματα και τις ανίερες σκέψεις.» του απάντησε ο Δημήτρης.
«Ακριβώς, τώρα είπατε τη μαγική λέξη. Είπατε “μέσα στους ανθρώπους”. Ότι έλεγα κι εγώ πριν και διαφωνούσατε. Το καλό και το κακό δεν υπάρχει σε κάποιο αφηρημένο τόπο παρά μέσα στον άνθρωπο. Και είναι στο χέρι του ανθρώπου να επιλέξει τι θα ακολουθήσει, αυτή είναι η πραγματική του ελευθερία και γι’ αυτό κρίνεται πρώτα απ’ όλα από τον ίδιο του τον εαυτό.»
«Ωραία, ας πούμε ότι έχεις δίκιο, πες μας λοιπόν που θέλεις να καταλήξεις» του είπε ο κυρ Μανώλης κοιτάζοντας αυστηρά το Δημήτρη σαν να του έλεγε να σωπάσει.
«Να η ερώτηση που περίμενα! Λοιπόν θα σας απαντήσω ειλικρινά. Έχω μια μεγάλη απορία την οποία όσο κι αν προσπαθώ με τη λογική να την απαντήσω δεν μπορώ. Εσείς όμως μπορείτε. Ενώ ξέρετε πολύ καλά ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό, συνήθως εσείς οι άνθρωποι είστε επιρρεπείς στο δεύτερο.»
«Νομίζω πως κάνεις λάθος αγόρι μου» του είπε φορώντας το σοβαρότερο ύφος του ο ταξίαρχος τεντώνοντας το κορμί του σε μια επίδειξη ανδρισμού.
«Μα τι λέτε; Αφού εδώ μπροστά μου έχω το ζωντανό παράδειγμα. Εσείς κύριε Μανώλη γνωρίζετε ότι οι “ένδοξες” ημέρες σας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί κι όμως έχετε ακόμα τη ματαιοδοξία να φορέσετε στους όμως τα διαμαντένια αστέρια σας και να αρχίσετε να δίνετε διαταγές. Φυλάτε τη στολή σας λες και είναι ότι πιο πολύτιμο έχετε, ευχαρίστως θα αφήνατε το σπίτι σας να καεί αλλά θα πηδούσατε μέσα στις φλόγες για να σώσετε τη στολή σας. Έχετε θεοποιήσει ότι η στολή συμβολίζει και όποια δύναμη αυτή μπορεί να σας χαρίσει. Δίπλα σας, ο κύριος Δημήτρης που τόσα χρόνια δίδασκε στα παιδιά στο σχολείο την αγνότητα, την αγάπη, την αλήθεια κι όλα τα άλλα ιδανικά που πρέπει να κυριαρχήσουν σ’ ολόκληρη την πλάση, ο ίδιος έπεσε στην αμαρτία. Παντρεμένος κι όμως μοίχευσε! Και το χειρότερο είναι ότι ο πόθος δεν έσβησε μέσα του ποτέ, ίσα ίσα που τον κυρίευε κάθε μέρα της ζωής του, ακόμα και τώρα που λέει μέσα του προσευχές για να εξορκίσει το κακό. Δίδαξε την προσευχή αλλά ποτέ δεν προσευχήθηκε, ακόμα και τώρα δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι προσευχή σημαίνει όχι προσποιητή πιστή αλλά πλήρη, αληθινή κι άνευ όρων υποταγή στο Θείο θέλημα! Κι από την άλλη μεριά βρίσκεται ο κύριος Θανάσης, ο πιο ψύχραιμος από όλους σας, αυτό του το αναγνωρίζω! Προσπαθεί να εξηγήσει τι γίνεται, αλλά τα μαθηματικά δεν τον βοηθούν, πώς να εξηγήσεις άλλωστε τι είναι ψυχή και τι συνείδηση και πως αυτή είναι ικανή να αντιλαμβάνεται τον κόσμο και να λαμβάνει αποφάσεις, πότε έχοντας το καλό για οδηγό και πότε όχι; Δεν υπάρχουν εξισώσεις γι’ αυτά τα προβλήματα κύριε Θανάση! Μόνο επιλογή, ελεύθερη επιλογή, δοσμένη από τη διττή μορφή της φύσης και των πραγμάτων. Του καλού και του κακού. Κι όμως, ο κύριος Θανάσης φαντασιώνεται το λάγνο κορμί της Παναγιώτας, δεν την ποθεί με τον ιδανικό τρόπο που ο Δημήτρης ποθεί τη Λίτσα, αλλά τελείως ψυχρά, σαρκικά. Διψάει και μόνο το κορμί της μπορεί να τον ξεδιψάσει, δεν τον ενδιαφέρει τίποτα άλλο, δεν τον ενδιαφέρει η Παναγιώτα. Ίσα ίσα που θα την προτιμούσε αμίλητη, παθητικό δέκτη των ορέξεών του. Κι όλα αυτά χωρίς να υπολογίζει την ηλικία του!»
Σταμάτησε και τους κοίταξε στα μάτια. Έναν έναν. Κανένας από τους τρεις φίλους δεν είπε τίποτα, δεν τολμούσε. Ο κόσμος γύρω έμοιαζε σταματημένος και βουβός. Έκλεισαν τα μάτια τους και όλοι έκαναν την ίδια σκέψη: «Έχει δίκιο που να πάρει…»
Λίγες στιγμές μετά ο Άγγελος συνέχισε. «Αυτή λοιπόν είναι η απορία μου. Γιατί ενώ ξέρετε ότι οι σκέψεις που κρύβετε μέσα σας είναι λανθασμένες συνεχίζετε και τις κάνετε αντί να τις διαγράψετε και να συνεχίσετε τη ζωή σας συνετά. Γιατί ενώ είστε καλοί άνθρωποι σας τραβάει το κακό και το απαγορευμένο σα μαγνήτης; Είναι παράλογο και δύσκολο να εξηγηθεί. Είναι η ανθρώπινη φύση έτσι ή μήπως έχετε έμφυτη τη ροπή προς το κακό; Μήπως τελικά πρέπει να υπάρχει και το κακό μαζί με το καλό χάριν της ισορροπίας μέσα σας;»
«Άκου να δεις παιδί μου» του είπε ο κυρ Μανώλης, «το ένα δεν αποκλείει το άλλο ούτε το ένα προϋποθέτει το άλλο. Ο άνθρωπος, όπως είπες κι εσύ, είναι ελεύθερος να επιλέξει, άρα είναι σίγουρο ότι κάποιες φορές δε θα επιλέξει το καλό, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε και το γεγονός ότι το καλό για κάποιον δεν είναι απαραίτητα και καλό για κάποιον άλλο, οπότε αυτός ο άλλος προκειμένου να διαφυλάξει τα συμφέροντά του και νιώθοντας αποδέκτης όχι καλών πραγμάτων μπορεί να επιλέξει να αντιδράσει με τρόπο που εκείνος νομίζει καλό αλλά αυτόματα είναι κακός για τον πρώτο. Είναι μπλεγμένη η κατάσταση όπως και να το δεις το πράγμα.»
«Ακριβώς» είπε ο Δημήτρης «γι’ αυτό το καλύτερο πράγμα είναι να μην υπάρχει το κακό. Έτσι τα πράγματα είναι απλά και δεν υπάρχει περίπτωση να κάνει κανείς κακό!»
«Ούτε καλό μπορεί να κάνει όμως,» του απάντησε ο κυρ Μανώλης «γιατί τότε ή δε θα υπάρχει ούτε το καλό αφού δε θα υπάρχει το κακό ή το καλό δε θα έχει την αξία που εμείς του δίνουμε σήμερα»
«Για να μην πω ότι θα ήταν και φοβερά ανιαρά» συμπλήρωσε ο Θανάσης χαμογελώντας.
«Δηλαδή λες ότι είναι απαραίτητη η ύπαρξη του κακού» ρώτησε αυστηρά τον κυρ Μανώλη ο Δημήτρης. «Χωρίς το κακό δεν έχει αξία το καλό! Ας γελάσω… Μα τι κουβέντες είναι αυτές που λες; Σε έπεισε ο Άγγελος. Είδες; Αυτό είναι που σου λέω ότι αυτός είναι ύπουλος και θα προσπαθήσει να σε πάρει με το μέρος του.»
Ο κυρ Μανώλης αναρωτήθηκε αν είχε δίκιο ο φίλος του και έμεινε σκεφτικός. Τη στιγμή άδραξε ο μαθηματικός της παρέας κάνοντας μια σημαντική παρατήρηση: «Αν έχει δίκιο ο Δημήτρης, τότε ο Άγγελος προσπαθεί να μας κάνει κακό. Αν δεν έχει δίκιο ο Δημήτρης, τότε πρέπει να δεχτούμε ότι η λογική σκέψη και τα επιχειρήματα του Άγγελου μας οδηγούν σε συμπεράσματα τα οποία αν και αληθοφανή πρέπει να τα θεωρήσουμε ότι είναι πέρα για πέρα λανθασμένα και να τα απορρίψουμε. Εν ολίγοις με τη λογική δεν πρόκειται να βγάλουμε άκρη οπότε πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το συναίσθημα. Και τι μας λέει το συναίσθημα; Ότι ο Άγγελος και τα επιχειρήματά του είναι εξ’ ορισμού λανθασμένα μιας και δεν είναι άγγελος του Θεού, δηλαδή τα απορρίπτουμε. Δεχόμαστε λοιπόν ότι το κακό δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει προκειμένου να υπάρξει το καλό. Καλά μέχρι εδώ, αλλά πώς να αντικρούσεις αυτό που ισχυρίζεται ότι το καλό και το κακό είναι μέσα μας; Τουλάχιστον στον κόσμο των αισθήσεων ξέρουμε πως είναι αυτές οι δύο έννοιες, ενώ γύρω μας, σε ότι τα μάτια μας βλέπουν δεν υπάρχουν κάπου ευδιάκριτα όρια μεταξύ τους. Είναι και κάτι ακόμα. Πως τον Άγγελο τον απορρίπτουμε αμέσως και χωρίς να το σκεφτούμε επειδή είναι φορέας του κακού, αλλά τις σκέψεις μας τις άσχημες δεν μπορούμε και δε θέλουμε να τις αποχωριστούμε; Γιατί μέσα στο κεφάλι μου η Παναγιώτα έχει ριζώσει και δεν μπορώ να τη βγάλω με τίποτα παρόλο που ξέρω ότι είναι αφύσικο να είμαι εγώ μαζί της; Όταν την κοιτάζω δε βλέπω πουθενά γύρω της, ούτε δεξιά της ούτε αριστερά της, ούτε πάνω ούτε κάτω το καλό ή το κακό, αυτό μόνο μέσα μου το νιώθω.»
«Μη συνεχίζεις» τον διέκοψε ο Δημήτρης. «Έχει σπείρει και σε σένα το σπόρο της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης. Προσπάθησε να αδειάσεις το μυαλό σου και κάνε την προσευχή σου»
«Δημήτρη, άσ’ τον αυτόν. Κοίτα μέσα σου κι αναλογίσου τις ευθύνες σου. Ξέρεις ότι είναι αμαρτία η σκέψη σου και μόνο για τη Λίτσα κι όμως δε λέει να σε αφήσει να ησυχάσεις γιατί εσύ ο ίδιος δίνεις το δικαίωμα αυτό. Η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά εσένα όπως κι εμένα που η Παναγιώτα έχει γίνει έμμονη ιδέα. Κι αν όλα αυτά ήταν μέσα μας κοιμισμένα, ο Άγγελος φρόντισε να τα βγάλει στην επιφάνεια, μας έφερε μπροστά στον καθρέφτη και πρέπει τώρα να δούμε αυτά που τόσο καιρό αποφεύγαμε να κοιτάξουμε. Μόλις τώρα εξομολογηθήκαμε τις κρυφές μας σκέψεις, έστω κι αν το κάναμε άθελά μας, και τώρα πρέπει να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να διαλέξουμε ο καθένας το δρόμο που πρέπει να πάρει. Δε μας πιέζει ο Άγγελος να πάμε από εδώ ή από εκεί. Μόνοι μας θα διαλέξουμε. Θα πάω ξανά στο πάρκο να βρω την Παναγιώτα ή όχι; Εσύ θα πας στη Λίτσα ή όχι; Κι ο Στρατηγός τι θα κάνει; Έχει δίκιο ο Άγγελος, ο Θεός μας έβγαλε από τη γραμμή του τρένου δίνοντάς μας ότι υπάρχει δεξιά κι αριστερά από αυτή, δίνοντάς μας την ελευθερία. Το ζήτημα λοιπόν είναι τι θα διαλέξουμε εμείς να κάνουμε. Και πως θα κρίνουμε τον εαυτό μας το βράδυ που θα πέσουμε για ύπνο.»
Η παρέα σταμάτησε να μιλάει. Όλοι κοιτούσαν τους περαστικούς αλλά το βλέμμα τους ήταν στραμμένο στα εσώψυχά τους. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ο Θανάσης είχε δίκιο. Η πρώτη σκέψη όλων ήταν να απαρνηθούν τις ανίερες σκέψεις τους, αλλά οι άτιμες ήταν τόσο γλυκές σαν τη γεύση της σοκολάτας που λιώνει στο στόμα και πλημυρίζει τις αισθήσεις με ευφορία. Ο Άγγελος τους κοιτούσε προσεκτικά χωρίς να πει κουβέντα. Παρατηρούσε τις αμυδρές εκφράσεις των προσώπων τους που κάνοντας διάλογο με τον εαυτό τους πότε συμφωνούσαν και πότε όχι, πότε θύμωναν και πότε απελπίζονταν. Ήταν τόσο γερά γαντζωμένοι μέσα τους οι κρυφοί τους πόθοι που τους φάνηκε αδιανόητο να τους απαρνηθούν. Ήταν απλώς αδύνατο!
Ο Άγγελος μετά από αρκετή ώρα πήρε το λόγο. «Ξέρω ότι όλο αυτό ήταν αναπάντεχο για σας. Και είναι πραγματικά εκπληκτική η αντίδρασή σας, είχα την εντύπωση ότι όταν μαθαίνατε την αλήθεια για μένα θα φεύγατε μακριά μου τρέχοντας. Όμως καθίσατε και με ακούσατε και μου μιλήσατε. Γι’ αυτό λοιπόν έχω να σας πω δυο πράγματα ακόμα και μετά θα φύγω. Πρώτα απ’ όλα θέλω να σας κάνω μια ερώτηση: Είστε σίγουροι ότι τελικά δεν είμαι άγγελος του Θεού; Σκεφτείτε πως αν σας το έλεγα αυτό από την αρχή τότε δε θα είχατε αυτή την επιθετική στάση απέναντί μου αλλά αντίθετα θα σας έπνιγαν οι ενοχές και θα πέφτατε κάτω για να ζητήσετε συγγνώμη. Δηλαδή δε θα βάζατε το μυαλό σας να σκεφτεί αλλά ενδεχομένως θα κλαίγατε σα μικρά παιδιά, έτσι δεν είναι;»
Οι τρεις φίλοι τον κοίταξαν απορημένοι. Άλλο πάλι και τούτο σκέφτηκαν. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν αν έπαιζε μαζί τους ή τους μιλούσε σοβαρά. Εκείνος συνέχισε.
«Λέω λοιπόν ότι τελικά μπορεί να είμαι άγγελος του καλού κι απλώς θέλησα να σας φέρω στον ίσιο δρόμο γιατί ξεστρατίσατε. Μπορεί όμως να μην είναι έτσι τα πράγματα και πραγματικά να είμαι άγγελος του κακού και να σας έχω ρίξει το δόλωμα της αμαρτίας περιμένοντας να το αρπάξετε. Ποιος ξέρει λοιπόν τι είμαι; … Σας βλέπω να απορείτε. Γιατί απορείτε; Η απάντηση είναι μέσα σας, αρκεί να ανοίξετε τα μάτια σας για να τη δείτε. Και τώρα θα περάσω στο τελευταίο που θέλω να σας πω. Ξέρω ότι όλα αυτά που έγιναν, όλα αυτά που σας είπα είναι πολύ δύσκολο να τα συλλάβει το μυαλό σας. Έτσι θα γίνει το εξής: Θα καθίσετε με την ησυχία σας να σκεφτείτε ότι έγινε ήρεμα και ψύχραιμα αλλά δε θα πάρετε καμία απόφαση. Κι αύριο, όταν έρθετε εδώ τότε θα αποφασίσετε. Αν παραγγείλετε τον καφέ σας όπως τον πίνατε μέχρι σήμερα, τότε δε θα αλλάξει τίποτα και θα είστε ελεύθεροι να διαλέξετε το δρόμο που θα πάρετε για το μέλλον. Αν όμως παραγγείλετε καφέ σκέτο, τότε με την πρώτη γουλιά θα ξεχάσετε όλα όσα έγιναν. Εσείς κύριε Δημήτρη δε ρίξατε το βλέμμα σας στη Λίτσα, εσείς κύριε Θανάση δε γνωρίσατε την Παναγιώτα στο πάρκο κι εσείς κύριε Μανώλη δε συναντήσατε τον έφεδρο αξιωματικό και δε θα πάτε ποτέ στη συνάντηση με τη στολή σας. Έχετε μια ολόκληρη μέρα μπροστά σας για να αποφασίσετε. Εμένα τώρα να με συγχωρείτε». Αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις. Σηκώθηκε ήσυχα, τους κοίταξε για μια τελευταία φορά χαμογελώντας κι άρχισε να απομακρύνετε αργά αργά προς τη γωνία του δρόμου έχοντας ενώσει τα δυο του χέρια πίσω στη μέση του! Οι τρεις τους έμειναν ασάλευτοι να τον κοιτάζουν μέχρι που χάθηκε από τα μάτια τους. Ένα ξαφνικό αεράκι τους χάιδεψε τα μάγουλα, ήταν σαν να τους ξύπνησε. Στο τραπέζι βρισκόταν τρία άδεια φλιτζάνια και τρία μισογεμάτα ποτήρια νερό. Δε μίλησαν, ο καθένας είχε κλειστεί στις σκέψεις του. Πλήρωσαν και σηκώθηκαν μηχανικά και χωρίς να ανταλλάξουν καμία κουβέντα κατευθύνθηκαν στα σπίτια τους. Εκείνο το βράδυ ο ύπνος ήταν τόσο απαραίτητος αλλά και τόσο μακρινός συνάμα.
Ο κυρ Μανώλης δεν έκανε καν τον κόπο να πέσει στο κρεβάτι, το παραχώρησε ολόκληρο στη σύζυγό του που κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει αλλά δεν τον ρώτησε. Ήξερε πως πρώτα έπρεπε μόνος του να ξεκαθαρίσει τα πράγματα μέσα του και μετά θα της έλεγε ότι ήταν να της πει. Έτσι ήταν πάντα, από τότε που τον γνώρισε. Για όλες τις υποθέσεις έφτιαχνε στο μυαλό του ένα χάρτη και βάσει αυτού προγραμμάτιζε όλες του τις κινήσεις. Δεν ήξερε ότι ετούτη τη φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο ταξίαρχος κάθισε στην βεράντα παρέα με το αγαπημένο του λικέρ. Στον κήπο μπροστά του όλα ήταν τακτοποιημένα, λες κι ήταν έτοιμα να δεχτούν επιθεώρηση, ούτε ένα κλαδάκι δεν ήταν πεσμένο! Μέσα του όμως όλα ήταν ανακατεμένα. Για πρώτη φορά τον είχαν κατηγορήσει ανοιχτά και δημόσια για ματαιοδοξία κι εκείνος ούτε καν έκανε τον κόπο να δικαιολογηθεί. Για πρώτη φορά το παραδέχτηκε κι ο ίδιος. Στο τραπέζι είχε ακουμπισμένο το μπερέ του με το αστραφτερό εθνόσημο, το κοιτούσε και τα αισθήματά του ξεκαθάρισαν ως δια μαγείας. Συνειδητοποίησε πως ο Άγγελος είχε δίκιο, ότι το σημαντικότερο πράγμα για εκείνον ήταν η στολή του, ο λόχος του, το υπέροχο εκείνο αίσθημα που τον πλημμύριζε κάθε φορά που έδινε διαταγές. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό αλλά κάτι περισσότερο, ήταν η εξουσία που διψούσε, η πρώτη θέση ανάμεσα στους πολλούς. Ήθελε να φαίνεται, να δείχνει τη δύναμή του, να είναι ο ισχυρός, η αρχή! Όλα τούτα ήταν συνυφασμένα με την προσωπικότητά του, πως θα μπορούσε να τα διώξει από μέσα του, αναρωτήθηκε. Ήξερε, ήταν σίγουρος πως η φύση τον είχε προικίσει με τις ηγετικές του ικανότητες, οι άλλοι ήταν λιγότερο σημαντικοί, μερικοί δε ασήμαντοι. Πως θα μπορούσε να γίνει ίδιος μ’ αυτούς; Πως θα ήταν δυνατόν να χαθεί μέσα στο πλήθος, να γίνει ανώνυμος και να μην ξεχωρίζει; Να μη διατάσσει κανέναν;
Τρία τετράγωνα πιο πέρα, ο Δημήτρης στριφογύριζε στο κρεβάτι της κόρης του που είχε φύγει εδώ και πολλά χρόνια από το σπίτι, όταν παντρεύτηκε τον καπετάν Κώστα και ζούσαν πια στο εξωτερικό. Άλλωστε τον τελευταίο καιρό, από τότε που η γυναίκα του έκανε την επέμβαση την άφηνε να κοιμάται μόνη της στο κρεβάτι τους για να μην την ενοχλεί. Μέσα του γινόταν πόλεμος ισάξιος σε μέγεθος με την μάχη των τιτάνων! Ήξερε ότι ο δαίμονας έφερε στο δρόμο του τον άγγελό του και τον είχε βάλει σε μεγάλο πειρασμό. Έκανε τη μία προσευχή μετά την άλλη, αλλά οι κουβέντες του ξανθού νεαρού δεν μπορούσαν να φύγουν από το μυαλό του. Ήξερε ότι κατά βάθος είχε δίκιο εκείνος ο άγνωστος αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Στο μπλεγμένο και θολό συνονθύλευμα των σκέψεών του εμφανίζονταν διαρκώς και πεισματικά η μορφή της Λίτσας. Θεέ μου κάνε με να την ξεχάσω, κι αυτήν και όλα όσα έγιναν σήμερα, προστάτεψέ με από τον άγγελο του κακού, σε παρακαλώ Θεέ μου, έλεγε και ξαναέλεγε, αλλά η Λίτσα και ο ξανθός νεαρός ήταν καρφωμένοι σε κάποιο αδιόρατο σημείο πίσω από τους αμφιβληστροειδείς του και έβλεπε τις φιγούρες τους ζωντανές και φωτεινές μέσα στο σκοτάδι. Ο πονοκέφαλος πρόσθεσε μια δυνατή πινελιά στη δυστυχία που βίωνε εκείνες τις στιγμές κι άρχισε να καταριέται εκείνο το βράδυ που πέρασε με τη Λίτσα.
Οι ώρες κύλησαν αργά και βασανιστικά για τους δύο φίλους. Ο Θανάσης όμως κοιμήθηκε από νωρίς. Είχε μονάχα ένα μικρό διάλογο με τον εαυτό του στο άδειο του σπιτικό λίγο πριν κλείσει τα μάτια του.
«Έχει δίκιο ο Άγγελος. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι η σάρκα και όχι ο άνθρωπος. Έτσι ήμουν πάντα γι’ αυτό έμεινα μαγκούφης. Ποτέ δεν κοίταξα καμιά γυναίκα σαν να είναι άνθρωπος παρά μονάχα για να τις απολαύσω και μετά τις έδιωχνα. Έτσι απλά κι απάνθρωπα. Οπότε αυτή τη φορά δε θα το κάνω πάλι το ίδιο πράγμα. Καλέ μου εαυτέ είσαι απαράδεκτος κι έπρεπε να γίνεις εβδομήντα δυό χρονών για να το παραδεχτείς! Άντε κοιμήσου τώρα, αύριο θα δούμε τι θα γίνει…» είπε και το ρολόι δεν πρόλαβε να κάνει πολλές στροφές πριν παραδοθεί στον ύπνο.
Το απόγευμα εκείνο ήταν συννεφιασμένο και μουντό. Οι τρεις φίλοι κάθισαν στις γνωστές τους θέσεις αμίλητοι. Δίσταζαν να πάρουν το λόγο, δεν ήξεραν τι να πουν. Το γκαρσόνι με το γνωστό του χαμογελαστό πρόσωπο τους χαιρέτισε.
«Ένα βαρύ γλυκό και δυο μέτρια, έτσι;» τους ρώτησε.
«Περίμενε, μη φέρεις τίποτα, θα σε φωνάξουμε εμείς σε λίγο» του απάντησε ο Θανάσης. Εκείνος τους κοίταξε απορημένος αλλά δεν είπε τίποτα. Κάνοντας ένα νεύμα με το κεφάλι του έφυγε χαμογελαστός όπως είχε έρθει.
«Λοιπόν κύριοι;» ρώτησε ο Θανάσης που διέκρινε στα πρόσωπα των φίλων του την κούραση και την αϋπνία. «Ταλαιπωρημένοι φαίνεστε» συμπλήρωσε χωρίς να δώσει συνέχεια.
Κανείς από τους άλλους δυο δεν απάντησε, είχαν τα μάτια γυρισμένα στο άπειρο, στο πουθενά, η μάχη μέσα τους δεν είχε λήξει ακόμα. Ο Θανάσης ξαναρώτησε για ακόμα μια φορά. «Τι καφέ θα παραγγείλουμε κύριοι; Η γνώμη μου είναι να παραγγείλουμε τον κανονικό, ότι παραγγέλνουμε κάθε φορά…»
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του και ο Δημήτρης, ο θεολόγος της παρέας, έσπευσε να τον διακόψει. «Όχι, σήμερα θα πιούμε σκέτο. Πρέπει να γίνουν τα πράγματα όπως παλιά, πριν μας αναστατώσει ο δαίμονας. Δεν πρέπει να υποκύψουμε στον πειρασμό.»
«Για μια στιγμή» του είπε ο Θανάσης, «δεν έχεις δίκιο. Αν πιούμε σκέτο τον καφέ και ξεχάσουμε τι έγινε, τότε αυτομάτως θα ξεχάσουμε και τα λάθη μας, ενώ τώρα μας δίνεται η ευκαιρία να τα διορθώσουμε. Ίσως αυτό να ήθελε κατά βάθος να μας πει ο Άγγελος και τελικά να μην ήταν άγγελος του κακού. Ξέρω ότι θα αντιδράσεις, αλλά σκέψου το λίγο πριν μου απαντήσεις. Εγώ τώρα που έχω γνώση του τι συνέβη, απλώς θα σταματήσω να κοιτάζω την Παναγιώτα αλλά ακόμα κι αν την κοιτάω θα τη βλέπω σαν άνθρωπο και όχι σαν κάτι απρόσωπο που μπορεί να μου προσφέρει ηδονή.»
«Είσαι με τα καλά σου Θανάση; Δεν το βλέπεις ότι όλο αυτό είναι μια καλοστημένη παγίδα που μας περιμένει να πέσουμε μέσα; Το σωστό είναι να πάρουμε καφέ σκέτο και όλα αυτά να τα ξεχάσουμε, να διαγραφούν.» του είπε ο Δημήτρης.
«Μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά άμα τα ξεχάσουμε όλα δε θα μπορούμε να διορθώσουμε τίποτα από τις σκέψεις που κάνουμε και που όλοι ξέρουμε τώρα πια πως είναι λανθασμένες. Μας δίνεται η ευκαιρία να διορθώσουμε τον εαυτό μας και εμείς έτσι απλά θα την πετάξουμε; Σε πόσους ανθρώπους Δημήτρη δίνονται αντίστοιχες ευκαιρίες;»
«Άκου να σου πω Θανάση. Η δικιά μας λογική δεν μπορεί να αντιληφθεί το Θείο θέλημα. Να είσαι σίγουρος ότι κάτι κρύβεται πίσω από όλο αυτό, οπότε το φρονιμότερο είναι να πιούμε τον καφέ μας σκέτο σήμερα» επέμενε ο Δημήτρης.
«Η αλήθεια είναι πως έχεις κάποιο δίκιο, το μυαλό μας είναι μικρό για μερικά πράγματα. Δεν ξέρω τι να πω. Εσύ Μανώλη τι λες;»
Ο ταξίαρχος που μέχρι εκείνη την ώρα ήταν σκεφτικός κι αμίλητος γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. «Είναι φανερό πως ότι είναι να γίνει θα γίνει το ίδιο από όλους μας. Δεν μπορεί ο ένας να πιεί σκέτο καφέ κι ο άλλος όχι. Συμφωνούμε σ’ αυτό;»
Οι άλλοι με ένα νεύμα του κεφαλιού τους συμφώνησαν κι εκείνος συνέχισε. «Κατά την άποψή μου ότι συνέβη δεν ήταν φυσικό και είναι πάνω από την αντίληψή μας. Μπορεί να λες Θανάση ότι μας δίνεται η ευκαιρία να διορθώσουμε ότι είναι στραβό, αλλά μετά τη χτεσινή μας περιπέτεια νομίζω ότι δεν είμαστε πια οι ίδιοι άνθρωποι με προχτές, οπότε ίσως ακόμα και η ευκαιρία αυτή που λες να μην είναι σύμφωνη με το σωστό, να μην πρέπει να την αξιοποιήσουμε. Ο Δημήτρης έχει δίκιο, κάποια πράγματα είναι πέρα από τη δυνατότητα του εγκεφάλου μας να τα αντιληφθεί. Για να μην τα πολυλογώ, εγώ συμφωνώ με το Δημήτρη και λέω πως πρέπει ο καφές να είναι πικρός.»
«Κι εγώ πικρό καφέ θα παραγγείλω» πρόσθεσε ο Δημήτρης και μαζί με τον κυρ Μανώλη γύρισαν προς το μέρος του Θανάση. Ο μαθηματικός δε μίλησε παρά σήκωσε το χέρι του προς το νεαρό που τους σέρβιρε τους καφέδες. Εκείνος έφτασε πριν προλάβει καλά καλά να κατεβάσει το χέρι του. «Τρεις πικρούς» είπε κι έφερε τα δυο του χέρια στο πρόσωπο. «Ελπίζω να έχετε δίκιο» τους είπε και δεν ξαναμίλησε μέχρι τη στιγμή που έφτασαν οι καφέδες.
Δίστασαν να πιούν, δεν ήθελαν να ξεχάσουν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Κάποια στιγμή ο Θανάσης έπιασε το φλιτζάνι και τους κοίταξε αυστηρά. «Θα περιμένω πολύ;» ρώτησε αυστηρά. Οι άλλοι θέλοντας και μη έφεραν τα φλιτζάνια τους στα χείλη. Όλοι μαζί ρούφηξαν τον πικρό καφέ και οι μύες των προσώπων τους συσπάστηκαν ακούσια. Ακούμπησαν τα φλιτζάνια κάτω και περίμεναν. Πέρασε ένα λεπτό, τίποτα δε συνέβη. Πέρασε κι άλλο ένα, πάλι δεν έγινε τίποτα. Ο ένας κοίταξε τον άλλο με απορία. Θυμόντουσαν τα πάντα. «Πιείτε τον όλο» τους προέτρεψε ο Δημήτρης κοιτάζοντας το φλιτζάνι του. Όλοι μαζί άδειασαν τα φλιτζάνια και περίμεναν. Μάταια όμως, τίποτα δεν ξέχασαν.
«Περίεργο» είπε χαμηλόφωνα και με μια υποψία ενοχής ο Δημήτρης, «ακόμα θυμάμαι…»
«Το ίδιο κι εγώ» είπε ο Θανάσης. Ο κυρ Μανώλης κούνησε καταφατικά το κεφάλι του για να επιβεβαιώσει ότι θυμόταν τα πάντα κι εκείνος.
«Δεν είπε ότι αν πιούμε καφέ σκέτο θα ξεχάσουμε τα πάντα;» ρώτησε εξαγριωμένος ο Δημήτρης. «Γιατί λοιπόν θυμάμαι τα πάντα; Μας κορόιδεψε ο σατανάς…»
«Εσύ τι λες Μανώλη» ρώτησε ο Θανάσης.
«Δεν ξέρω, για πρώτη φορά έχω χάσει τον έλεγχο.» είπε σαστισμένος ο ταξίαρχος. Παρόλα αυτά, τόσο εκείνος όσο και ο Δημήτρης ένιωθαν στο πίσω μέρος της καρδιάς τους μια μικρή ανακούφιση. Ίσως κατά βάθος να μην ήθελαν να ξεχάσουν.
«Κι εγώ δεν ξέρω τι μπορεί να συμβαίνει» έκανε ο Θανάσης. Έμειναν όλοι σιωπηλοί κοιτάζοντας το κατακάθι του καφέ. Πρέπει να πέρασε αρκετή ώρα μέχρι τη στιγμή που μίλησε πάλι ο Θανάσης. «Ρε παιδιά, είναι δυνατόν να ξεχάσουμε τα πάντα με έναν καφέ; Δεν ξέρω τι ήταν ο Άγγελος, πάντως σε κάτι που είπε είχε δίκιο. Το καλό και το κακό είναι μέσα μας. Είμαστε ελεύθεροι να επιλέξουμε και τώρα που έχουμε τη γνώση μπορούμε να διαλέξουμε μόνοι μας τι πρέπει να κάνουμε. Αν θέλουμε να το ξεχάσουμε, θα το ξεχάσουμε μόνοι μας χωρίς κανένα θαυματουργό καφέ. Αν θέλουμε να διορθώσουμε τα λάθη μας, μόνοι μας θα τα διορθώσουμε. Ξέρω ότι είναι βαριά η γνώση, είναι πραγματική ευθύνη αλλά είναι και ελευθερία. Ας κοιτάξουμε λοιπόν να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Πάντως νιώθω, ανάλαφρος τώρα πια, σαν να εξομολογήθηκα…»
Δεκαπέντε λεπτά αργότερα περπατούσαν σιωπηλοί αλλά ανακουφισμένοι προς τη γωνιά του δρόμου. Δε γύρισαν προς το τραπέζι τους που τώρα πια καθόταν ένας ξανθός νεαρός κι έπινε καφέ χαμογελώντας κοιτάζοντάς τους να ξεμακραίνουν. Άλλωστε ποτέ δε θα πήγαιναν ξανά στο ίδιο καφενείο, το συμφώνησαν χωρίς καν να το συζητήσουν.
Η ιστορία σε pdf: Ο Άγγελος
και σε epub: Ο Άγγελος
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://nthermo.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου