Σιγά σιγά θα τα πω.Οι κούκλες ναι οι παιδικές μου κούκλες καμμιά φορά παραμιλούσαν.Τότε έστηνα το αυτί μου και άκουγα παράξενες ιστορίες..Λέγανε πως με τα χέρια φτιάχνουν ακρωτήρια και φουρτούνα και πως τα πλοία που περνάνε από εκεί βυθίζουν και κρατάνε τους ναυαγούς και τους φοράνε χρυσή μάσκα κι έπειτα τους γεμίζουν φιλιά.Εκείνοι δεν αντιστέκονταν γιατί από πάντα τους άρεσε η απλότητα του παιχνιδιού μα εγώ έκλαιγα με αυτές τις ιστορίες γιατί λυπόμουν να είναι θαλασσινοί στο χώμα κι έμενα πιστή στα δικά μου αθώα παιχνίδια μα καμμιά φορά ζήλευα κιόλας που δεν είχα και εγώ μια χρυσή μάσκα κι όλα τα έβλεπα δίχως να λάμπουν.
Μια μέρα η κούκλα από το πιο ψηλό ράφι,πρέπει από καιρό να με παρατηρούσε μου έκανε ένα δώρο.Μου χάρισε το δικό της παιχνίδι για δέκα λεπτά με έναν όρο όμως :
εκείνα τα λεπτά να γίνονταν αθάνατα.Αμήχανη δε μπορούσα να σκεφτώ πως μπορώ να το κάνω αυτό και η αλήθεια βαριεστημένη από τη δυσκολία και αφού σκέφτηκα για λίγο την ξανάβαλα στη θέση της.Πικρόγλυκα μου χαμόγελασε δε ξέρω πως μα δεν έχει και σημασία μια στιγμούλα ήταν στο χρόνο και συνέχισε να χαρίζει χαρά στους ναυτικούς.
Νομίζω τότε σταμάτησα να είμαι παιδί όταν κατάλαβα πως και τα παιχνίδια έχουν κανόνες.Ανοησίες πολλά πολλά χρόνια ξέρω πως έχασα και δεν ήθελα να το παραδεχτώ.Κοιτάζοντας βιτρίνες με παιχνίδια έμαθα πως να κρατάς δέκα λεπτά στην αιωνιότητα μα ήταν αργά η κούκλα δεν έμαθε ποτέ.
Υ.Γ. Την κρατάω ακόμα σε κουτί στο πατάρι.Ίσως μια μέρα τη κατεβάσω μα ξέρω πως πρέπει να είμαι έτοιμη για απαντήσεις.
Η φωτογραφία από http://www.flickr.com/photos/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου