Όταν θα περπατήσω και πάλι σ’αυτήν την παραλία, το κύμα θα’χει σβήσει τα χνάρια μου, δεν θα’χει μείνει τίποτα παρά μόνο αφρός. Τις νύχτες ξυπνούσαμε ποθώντας τη φυγή, γεμίζοντας το σύμπαν. Θυμάσαι; Τώρα μιλώ μόνη μου στον ουρανό λες και μ’ακούει, λες και μ’ακούν τα μάτια σου! Τι ειρωνεία! Μόνο ο άνεμος που φυσά μ’ακούει μα δεν τον νοιάζει! Τα κύματα είναι γαλάζια, βελάζουν στ’αστέρια, ο ορίζοντας μ’ακολουθεί όταν γελάω κι όταν κλαίω κι εσύ δεν μ’ονειρεύεσαι στον ηδονικό σου ύπνο. Μέσα από τα κύματα μπορεί η αγάπη μας ν’ανθίσει; Να μάθουμε τον έρωτα που’χαμε λησμονήσει; Ας ανασάνει ο ουρανός γιατί η δική μου αναπνοή κόβεται.
Ιφιγένεια
Στην αρχή αγάπησα το γέλιο σου, έτσι όπως αντηχούσε ζωή, έπειτα τα μάτια σου που έσταζαν παραβίαση και πειρασμό, το στιβαρό σου σώμα το ποτισμένο από φευγαλέες επιθυμίες, τα χέρια σου που στέκονταν πάνω μου και φτεροκοπούσα ολόκληρη. Τώρα βυθίζεσαι σε άκαμπτο λήθαργο κι εγώ προσπαθώ να σε κάνω να με ακούσεις, μα κάθε σκέψη καταλήγει σε κλαψούρισμα.
Οι λυγμοί της φωνής μου ουρλιάζουν στο κεφάλι κιακούγονται όπως το σύρσιμο του ανέμου μέσα από τα βράχια. Θα’θελα μια ελπίδα, έστω και δανεική, να μου ζεστάνει λίγο το όνειρο. Από τα χείλη ρέει το πικρό σάλιο των αναμνήσεων και με δηλητηριάζει με τα δάκρυά του.
Καθώς ατενίζω το μοναδικό παράθυρο στο δωμάτιο, σκέφτομαι πως δεν είναι παράθυρο αυτό αλλά η ίδια η ζωή κι εγώ πρέπει να σε σπρώξω προς τα κει για να μη σε χάσω.
Πού είσαι; Πού γυρνάς ανεμοσκορπισμένε μου; Άσε με να μαζέψω τους κόκκους σου έναν έναν και να τους ακουμπήσω πάνω στο σώμα σου, σ’ένα κρεβάτι, σ’ένα τάφο.
Ιφιγένεια
Αυτή η βροχή που γέννησε η χθεσινή μπόρα έγνεψε μέσα μου μι’αλλιώτικη αίσθηση. Τα μάτια μου περιπλανιούνται στο πρόσωπό σου, συναντούν τα μάτια σου κι ύστερα τέλος, τα ράβω. Εδώ και καιρό έπαψα να ζω σαν το κοτσύφι, σαν το γάργαρο νερό του ποταμού ή τον ιστό που έπλεξε μια συνετή αράχνη. Οι σκέψεις μου μοιάζουν με σκόνη που συντρίβεις φροντίζοντας παρόλ’αυτά να παραμένει ανώθευτη κι απείραχτη. Αν αυτή η καρδιά που χτυπά δίπλα μου δεν είναι πια, κι αν δεν μπορώ να περιπλανηθώ ευτυχισμένη στις μυστικές αμμουδιές του μυαλού σου, τότε πες μου μονάχα αυτό. Είναι η λογική μου που αρχίζει κι εγκλωβίζεται σε αδειανούς δρόμους ή μήπως είναι η αγάπη μας; Για το Θεό! Μην επιτρέψεις να χαθούν όσα έχουμε κερδίσει…!
Ιφιγένεια
Κοιτώντας μέσα από την κλειδαρότρυπα μένω ασάλευτη. Η κούρμπα που άφησες από το ομοίωμά σου στο ντιβάνι έχει παραμείνει αναλλοίωτη και με χλευάζει. Πρέπει να κάνω ησυχία! Μπορεί να με ακούσεις και δεν θέλω. Κι αν δεν με ακούσεις; Αυτό το τρέμω περισσότερο! Το δωμάτιο είναι γεμάτο από τις δικές σου σφραγίδες. Τα ρούχα σου, πεταμένα στην καρέκλα, έχουν κρατήσει ακόμη τη ζεστασιά του σώματός σου. Το θυμάμαι το σώμα σου, όμως μια θύμηση δεν είναι το ίδιο σώμα! Ο φόβος μεγάλωσε και μ’έκρυψε και η λησμονιά γέμισε με φιλιά το στόμα. Ψάχνω να’βρω ένα πολύχρωμο παράθυρο να σταθώ στην άκρη του, μια χαραμάδα φως τώρα που κλείσαν οι πόρτες…
Ιφιγένεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου