Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ( 31 Οκτωβρίου 1888 – 8 Ιανουαρίου 1944 )
ήταν Έλληνας ποιητής του μεσοπολέμου.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, τη νύχτα προς τα ξημερώματα της 31ης
Οκτωβρίου 1888 σε ένα σπίτι της πλατείας Αγίων Θεοδώρων. Ο πατέρας του, Λεωνίδας Λαπαθιώτης (1854-1942),
κυπριακής καταγωγής, ήταν μαθηματικός και
ανώτατος στρατιωτικός, που διετέλεσε βουλευτής το 1903-1905 και έγινε υπουργός
των στρατιωτικών το 1909. Η μητέρα του, Βασιλική Παπαδοπούλου, ήταν ανιψιά
του Χαρίλαου Τρικούπη.
Άρχισε να γράφει ποιήματα από παιδί. Ένα πρωτόλειο έμμετρο δράμα του εκδόθηκε
με φροντίδα του πατέρα του. Στα γράμματα εμφανίστηκε επίσημα το 1905, στο
περιοδικό Νουμάς. Το 1907 μαζί με άλλους εννιά νεαρούς λογοτέχνες ίδρυσαν
το περιοδικό Ηγησώ.
Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου
και το 1909 πήρε δίπλωμα νομικής, αλλά ποτέ δεν
άσκησε το επάγγελμα. Το φθινόπωρο του 1916, μαζί με τον πατέρα του,
εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη και προσχώρησαν στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας.
Το πρώτο εξάμηνο του 1917, ο Λαπαθιώτης συνόδεψε τον πατέρα του στην Αίγυπτο
για την στρατολόγηση εθελοντών για τον στρατό του κράτους της Θεσσαλονίκης.
Στην Αίγυπτο γνώρισε τον Κ. Καβάφη. Κατατάχτηκε στον στρατό ως
ανθυπολοχαγός-διερμηνέας, θέση που διατήρησε ως το 1921.
Εκτός από ποιήματα, έγραψε επίσης πάνω από 100
πεζογραφήματα, πολλές δεκάδες διηγήματα, καθώς και επιφυλλίδες και κριτικά και
αισθητικά κείμενα. Το έργο του βρίσκεται σκορπισμένο σε περιοδικά και
εφημερίδες. Η μοναδική του ποιητική συλλογή δημοσιεύτηκε το 1939, ενώ μετά τον
θάνατό του, ο Άρης Δικταίος εξέδωσε, το 1964, τα ποιήματά του.
Το 1937 πεθαίνει η μητέρα του. Βυθίζεται στη θλίψη. Το 1939 τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή, ενώ αρχίζει να έχει έντονα οικονομικά προβλήματα. Το 1940, ο πόλεμος τον βρίσκει οικονομικά και ψυχικά εξαθλιωμένο. Είναι βυθισμένος στη φτώχεια και εξουθενωμένος από τη μακροχρόνια χρήση ναρκωτικών. Για να επιβιώσει αρχίζει να πουλά την πλούσια βιβλιοθήκη του και προσωπικά του αντικείμενα. Το 1943 ετοιμάζεται να εκδώσει τη δεύτερη ποιητική του συλλογή και ενώ είχαν γίνει οι ετοιμασίες και είχε υπογραφεί το συμβόλαιο, την τελευταία στιγμή, η έκδοση ματαιώθηκε για άγνωστους λόγους. ΄Εχει αρχίσει να ανακοινώνει στους φίλους του την πρόθεσή του να αυτοκτονήσει. Αποκτά σύνδεσμο με τον αντάρτικο στρατό του Ε.ΛΑ.Σ. και καλεί μία ομάδα ελασσιτών στο σπίτι του, όπου τους παραδίδει τα όπλα του πατέρα του. Στις 7 Γενάρη του 1944 δίνει τέλος στη ζωή του με περίστροφο. Σύμφωνα με δική του επιθυμία, έμεινε άταφος περίπου τρεις ημέρες, για το φόβο της νεκροφάνειας. Τα έξοδα της κηδείας καλύφθηκαν από έρανο μεταξύ των φίλων του λογοτεχνών…
Το κινηματογραφικό έργο Μετέωρο
και σκιά (1985) βασίζεται στην ζωή του.
Άλλες απόψεις για τα αίτια της αυτοκτονίας
Αυτοκτόνησε στο σπίτι του με το πιστόλι του πατέρα του,
στρατιωτικού, ο οποίος πέθανε στις αρχές της γερμανικής Κατοχής, περίπου
τέσσερα χρόνια ύστερα από τη μητέρα του ποιητή, αφήνοντάς τον ορφανό, ηθικά και
οικονομικά απροστάτευτο. Γιατί παρά τον ελευθεριάζοντα τρόπο διαβίωσής του και
την ευφυΐα του, το ταλέντο του, τις σπουδές και τη γλωσσομάθειά του, «ο
Λαπαθιώτης δεν κατάφερε ποτέ να ανεξαρτητοποιηθεί από τους γονείς του.» Ο
ίδιος φιλοξενούσε στο σπίτι του, κατά τα φαινόμενα εν γνώσει του πατέρα του,
νεαρούς άντρες του υποκόσμου. «Ο ίδιος θεωρούσε την ομοφυλοφιλία ως μια
φυσιολογική, αν όχι ανώτερη, πιο εξελιγμένη μορφή σεξουαλικότητας.» Όπως
λέει ο Άρης Δικταίος,
«...αυτό που κυρίως στάθηκε σαν ο μέγιστος συντελεστής της καταστροφής του ήταν
τ΄ότι δεν τον απασχολούσαν οι βιοτικές μέριμνες. Ελεύθερος να ζήσει τη ζωή του
όπως ήθελε, άρχισε να κυκλοφορεί μόνο τη νύχτα, εγκαταλειπόμενος με ηδονή στις
οποιεσδήποτε, φανερές ή μύχιες τάσεις του, χωρίς την παραμικρή αυτοπειθαρχία.»
Ο χαρακτήρας της
ποίησής του
Στα πρώτα του ποιήματα είναι επηρεασμένος από τον αισθητισμό και
τον αισθησιασμό που κυριαρχεί στις αρχές του εικοστού αιώνα, και τους Ουώλτερ Χορέισο Πέιτερ (Walter Horatio Pater, 1839
- 1894 και Όσκαρ Ουάιλντ,
ενώ στα τελευταία του καταλήγει σε «τόνους απελπισμένους και μελαγχολικούς,
όπου κυριαρχεί το αίσθημα του χαμένου ιδανικού και της νοσταλγίας»
Η φωτογραφία είναι από |
Έργα
«Οι Περιπέτειες του
Κονστάν Λαβρέτ» ημιτελές μυθιστόρημα (πρωτόλειο)
«Νέρων ο Τύραννος», 1901 θεατρικό
παιδικό έργο, που το τύπωσε ο πατέρας του
«ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ», άρθρο στο Νουμά 1916
«Η Ζωή μου», ημιτελής αυτοβιογραφία (φτάνει έως το 1917) που
δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Μπουκέτο το 1940.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης με κείμενο του την Πρώτη Μαΐου του 1927 προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ζητάει τη διαγραφή του από το θρησκευτικό ποίμνιο.
Απόσπασμα από την επιστολή ΑΠΟ http://www.sarantakos.com/
|
Ποιητής
τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμα,
σ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖο,
τοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖο!
Μέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξεις,
πῶς, πρέπει, μεταξύ των, νὰ τὶς πλέξεις
καὶ πῶς, μαζί, νὰ σμίξεις κάποιους ἤχους,
ὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχους!
Πόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνία,
νὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία
καὶ νὰ τὴ πλάσεις μ᾿ ὅλους σου τοὺς τρόπους,
γιὰ νὰ τὴ ξαναδώσεις στοὺς ἀνθρώπους!
Μήτε κι ἀληθινὰ ποὺ ξέρω πρᾶμα
πιὸ θλιβερό, ἀπ᾿ τοῦ πόνου σου τὸ δρᾶμα,
τοῦ Πόνου αὐτοῦ, ποὺ στέργει γιὰ κλουβί του,
τὸ χῶρο ἑνὸς ἀνθρώπινου ἀλφαβήτου!
Κι ἀφοῦ, σὰ τὰ μικρὰ παιδάκια, παίξεις,
τόσο καιρό, μὲ ρίμες καὶ μὲ λέξεις
κι ὅλες σου τὶς ἐλπίδες ἀφανίσεις,
χαμένος, ὅλος, μέσ᾿ στὶς ἀναμνήσεις,
μόλις φανοῦν οἱ πρῶτες μαῦρες τύψεις
κι ἔρθ᾿ ἡ στιγμὴ νὰ σκύψεις, νὰ μὴ σκύψεις,
μὰ παίρνοντας μαζὶ τὸ θησαυρό σου,
τὸ Γολγοθᾶ σου ἀνέβα καὶ σταυρώσου!
Μυστικό...
Εἶναι ψυχὲς
πλασμένες ἀπὸ μάρμαρο
κι ἄλλες ἀπὸ χαμόγελο, εἴτε πόνο.
Εἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ τριαντάφυλλα,
ὅμως ἐκείνη δὲ τὴ φανερώνω!
Πόσο ἡ καρδιά μου θά ῾τρεμε, ἂν τὴν ἔλεγα!
Βάνω μία κλειδαριὰ γερὴ στὸ στόμα!
Τόσοι σοφοὶ ποὺ βρίσκονται τριγύρω μου
καὶ δὲ τὴ μάντεψε κανεὶς ἀκόμα;
Εἶναι ψυχὲς
πλασμένες ἀπὸ κρύσταλλο
κι ἄλλες ψυχὲς μὲ κλάματα ἔχουν
γίνει.
Εἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ ροδόσταμο,
μὰ δὲ θὰ σᾶς τὴ ῾πῶ ποτέ μου ῾κείνη!
Ὅρκο ἔβαλα νὰ μὴ τὴ ῾πῶ, ὡς τὸ τάφο μου,
μὰ πάλι... ποιὸς
ξέρει... καμμιὰν ὥρα...
Κάτι μοῦ καίει τὰ χείλη μου!
Καλύτερα
νὰ κλείσω τὸ τραγούδι
μ᾿ ἀπὸ τώρα...
Ἡ χαρά
Πάντα κάτι μὲ κρατεῖ
καὶ μὲ φέρνει πίσω,
στὸ καιρὸ ποὺ κάθε τί
μοῦ ῾λεγε νὰ ζήσω.
Ποὺ ὅλα, σκέψεις μου κρυφὲς
κι ὅτι ζεῖ στὴ πλάση,
δὲ μοῦ θύμιζε μορφές,
ποὺ τὶς ἔχω χάσει.
Κι ὅλα τ᾿ ἄκουγα νὰ λέν,
μ᾿ ἕνα τρόπο πλάνο,
πὼς τ᾿ ἀγάπησα καὶ δὲν
πρέπει νὰ πεθάνω...
Τώρα ποὺ ὅλα τὰ φτερὰ
σκόρπισαν, τῆς πλάνης,
μοῦ τὸ λένε καθαρά:
Πρέπει νὰ πεθάνεις!
Κι ὅσο πιὸ βαθιὰ κοιτῶ
κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη,
τόσο πιὸ καλὰ καὶ τὸ
μάτι μου τὸ βλέπει.
Κι ἂν τυχαίνει κι ὁ νοῦς νὰ
κάνει σκέψην ἄλλη,
δὲ κρατεῖ πολὺ καὶ νὰ
πάλι αὐτὴ προβάλλει...
...Μὰ ὅσο καὶ στοὺς οὐρανοὺς
νά ῾ναι ἡ μέρα
μαύρη
κι ὅσα θέλησεν ὁ νοῦς,
νὰ μὴ μπόρει νά ῾βρει
κι ὅσο ἂν εἴμαστε πικρὰ
τώρα στερημένοι,
κάπου ὑπάρχει μιὰ Χαρὰ
καὶ μᾶς περιμένει...
Συντριβή
Ἔτσι μὲ σύντριψε τὸ Φῶς, γιατὶ εἶδα πρὸς τὸ Φῶς
καὶ γιατὶ μέθυσ᾿ ἀπὸ Ζωή, μ᾿ ἔχει συντρίψει ἡ Ζωή.
Ἐπειδὴ στράφηκα κι ἐγώ, μ᾿ ὅλη μου τὴ πνοὴ
στὴ Μελῳδία, μὲ σύντριψε ἡ Μελῳδία: Κουφός!
Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά, μὲ σύντριψε ἡ Χαρὰ
κι οὔτ᾿ ἕνα τί κι οὔτ᾿ ἕνας ποιὸς καὶ δὲ μὲ θέν᾿ τὰ Ὕψη!
Γιατὶ μιλῶ πλατιά, σὰ Θεός, μὲ φθόνεσε καὶ ὁ Θεός.
Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά, μὲ σύντριψε κι ἡ Θλίψη...
✤✤✤✤
Ἀποχαιρετισμός
Μόνος ᾖρθα, κάποιο βράδυ, κι ἦσαν ὅλοι, γύρω, μόνοι,
κι ὅλοι ξένοι, τραγουδᾶμε, μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει.
Κι ὅσο ζῶ, κι ὅσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, ἀλλοίμονό μου,
τὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου.
Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου, καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μου,
μόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου...
Μόνος ᾖρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα γιὰ λίγο,
μόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω.
Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους, ὁ χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου;
- κι ὅπως ᾖρθα, καὶ θὰ φύγω, μόνος μὲς στὸ θάνατό μου...
✤✤✤✤
ΒΑΟ, ΓΑΟ , ΔΑΟ
Σε ένα ποιητικό παιχνίδι του, το 1938, έγραψε το "ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ" ένα ποίημα απρόσμενο για την εποχή του, αλλά και το προσωπικό ποιητικό του ύφος (όχι ίσως για την προσωπικότητά του). Προλαβαίνει έτσι, ο Λαπαθιώτης, το Λεττρισμό (Lettrisme), που ως κίνημα εμφανίζεται γύρω στο 1945. Το κίνημα του Λεττρισμού είναι ένα "αντιλεξικό" κίνημα, πρεσβεύει μια ποίηση που θα βασίζεται στη δύναμη του φθόγγου – στη δύναμη της ήχησης, κι όχι στο νόημα των λέξεων. Ο ποιητής φτιάχνει δικές του λέξεις, καινοφανείς, με αυθαίρετους φθογγικούς συνδυασμούς, που ανοίγουν, ωστόσο, το πεδίο στον αναγνώστη, να τις φορτίσει με νόημα, κάτι που και ο ίδιος ο υπερλεξιστής ποιητής ίσως έχει ήδη κάνει, υπομειδιώντας...ΠΗΓΗ http://literatureattack.blogspot.gr/
Ζινώντας παβίδονο σαβίνι,
Κι απονιβώντας ερομιδαλιό
Κουμάνισα το βίρο του λαβίνι
Με σάβανο γιδένι του Θαλιό.
Κι ανέδοντας έν΄άκονο λαβίνι
Που ραδαγοσαλιούσε τον αλιό
Σινέρωσα τον άβο του ραβίνι
Σ΄ένα άφαρο δαμένικο ραλιό!
Σουβέροδα στ΄αλίκοπα σουνέκια
Μες΄στ΄ άλινα που δεν εσιβονεί
Βαρίλωσα τα΄ακίμορα κουνέκια
Και λαδαμποσαλώντας την ονή
Καράμπωσα το βούλινο διράνι
Σαν άλιφο τουρένι που κιράνει
✤✤✤✤
✤✤✤✤
Κουμάνισα το βίρο του λαβίνι
Με σάβανο γιδένι του Θαλιό.
Κι ανέδοντας έν΄άκονο λαβίνι
Που ραδαγοσαλιούσε τον αλιό
Σινέρωσα τον άβο του ραβίνι
Σ΄ένα άφαρο δαμένικο ραλιό!
Σουβέροδα στ΄αλίκοπα σουνέκια
Μες΄στ΄ άλινα που δεν εσιβονεί
Βαρίλωσα τα΄ακίμορα κουνέκια
Και λαδαμποσαλώντας την ονή
Καράμπωσα το βούλινο διράνι
Σαν άλιφο τουρένι που κιράνει
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ
Ακούς, ακούς; ζυγώνουν οι ξυπόλυτοι -ζητιάνοι της χαράς και της αγάπης- οι καταφρονεμένοι, με τα χοντρά, τα ροζιασμένα δάχτυλα και την αδέξια την περπατησιά, για να σου στρίψουν το άσπρο σου λαιμάκι -και για να σ’ αφανίσουν, μια για πάντα, μεταξωτή μυγιάγγιχτη κουκλίτσα, καμαρωτή μικρούλα τιγριδούλα, κοκώνα με τη σάπια την ψυχή!...
Φτάνουν απ’ τα πέρατα του κόσμου, μ’ αξίνες, με σφυριά και με δρεπάνια, για να σου δόσουν τώρα, μια για πάντα, το μεγάλο μάθημα τ’ αξέχαστο, της πρώτης και στερνής δικαιοσύνης, καθώς την πήραν απ’ τα χέρια της ζωής -με τα θαμπά και τ’ άξεστα μυαλά τους πυρπολημένα από την αγανάκτηση...
Ξεμπουκάρουν απ’ όλες τις μεριές -και φτάνουν, όλο φτάνουν, όλο φτάνουν - σέρνοντας τις θολές τους τις καρδιές, με την ακατάλυτη στοργή, και με τ’ ανεξερεύνητα τα μίση- για να σε μάθουν πράματα μεγάλα-πράματα μεγάλα κι’ αλησμόνητα, που θα τ’ ακούσεις μια φορά για πάντα, που θα τα νιώσεις μια φορά για πάντα, και πια δε θα μπορείς να τα ξεχάσεις..
Έρχονται τώρα, με σφιγμένα δόντια και μ’ ανταριασμένα τα μαλλιά, να σε πατήσουν με τ’ αγροίκα πόδια τους, να σε ποδοκυλήσουν αδυσώπητα, μέσ’ στο χρυσό σου τραγικό παλάτι -να σπάσουν τη φαρμακερή καρδιά σου, με το θυμό που σπάνε τ’ αποστήματα -να σ’ αφανίσουν τώρα, μια για πάντα- να σβήσεις απ’ τη μνήμη των ανθρώπων, για το κρίμα που τους έχεις κάνει, να τους αναθρέψεις με το μίσος, και με το μαύρο βόγγο στην ψυχή...
Φτάνουν οι γυμνοί κι αδικημένοι -κι οι ταπεινοί κι οι καταφρονεμένοι- που μέρα νύχτα τους κεντούσες με τα σίδερα, για να σου γλύφουν δουλικά τη φτέρνα- πλακώνουν τώρα, κύμα μανιασμένο, να τραγανίσουν τη ζεστή καρδιά σου, για το μεγάλο κρίμα που τους έκανες, να τους σκοτώνεις αναμεταξύ τους, για να ρουφάς τα δόλια τους μεδούλια, και να χορταίνεις, μέσ’ στην ξενοιασιά σου, καλοθρεμμένο τέρας αστικό...
Ξυπνούν οι σκλάβοι απ’ όλες τις μεριές, να σε ξεσκίσουν με τα μαύρα νύχια τους, γιατί πεινούσαν και διψούσανε γι’ αγάπη - και συ τους πότιζες, δεν ξέρω πόσα χρόνια, τους πότιζες με ξύδι και χολή...
Γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, το πράμα αυτό πού κράζουν ουρανό, θα ξαναγίνει πάλι γαλανό??? γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, θα τραγουδήσουν πάλι τα πουλιά, και θα μοσκοβολήσουν τα ρόδα??? γιατί τότε μόνο θ’ ακουστεί το καθαρό τραγούδι του αηδονιού, και τ’ άστρα, που είναι σκόρπια στο διάστημα, θα ξαναβρούνε την παλιά τους όψη! Τότε κι’ η Στοργή θα κατεβεί, να φιλήσει στα χείλη τους ανθρώπους...
Γιατί μόνο τότε, μόνο τότε, μόλις χαθείς αγύριστα, για πάντα, και τα κλαμένα βλέφαρα στεγνώσουν, και γίνουν ιλαρά τα μάτια πάλι- τότε μονάχα θα ξανακουστεί, μεσ’ απ’ τα μαύρα βάθη της αβύσσου, χαρμόσυνη, λαμπρή κι’ αγγελική, μια φοβερή κι απέραντη φωνή - φωνή της μακρυνής κι’ ακατανόητης, τώρα, Σοφίας της Δημιουργίας...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=739412
Α. Μεταφερόμαστε στο 1916. Ο μεγάλος ευρωπαϊκός πόλεμος, που σήμερα τον λέμε πρώτο παγκόσμιο, μαίνεται από τον Αύγουστο του 1914 και η Ελλάδα, αν και ουδέτερη, συμμετέχει θέλοντας και μη στον πόλεμο αφού αγγλογάλλοι έχουν αποβιβαστεί στη Θεσσαλονίκη και γερμανοβούλγαροι έχουν κυριέψει ελληνικά εδάφη στην ανατολική Μακεδονία. Ο Λαπαθιώτης με τον πατέρα του, απόστρατο ανώτατο αξιωματικό, έχουν ταχθεί αναφανδόν με το μέρος της Αντάντ, γαλουχημένοι καθώς είναι στη γαλλική κουλτούρα. Στις 17 Αυγούστου 1916 εκδηλώνεται στη Θεσσαλονίκη το κίνημα της Εθνικής Άμυνας. Τρεις μέρες αργότερα, στις 20 Αυγούστου 1916, ο Λαπαθιώτης δημοσιεύει στον Νουμά το ποίημά του «Κραυγή», ένα απροκάλυπτα γαλλόφιλο σονέτο:
ΚΡΑΥΓΗ
… Γαλλία, Γαλλία -χαρά της Οικουμένης,
που ασάλευτα και πράα, σα λυχνοστάτης,
στης Ευρώπης τις μπόρες ορθή μένεις,
κι ας κυλιέσαι πικρά μες στα αίματα της,
τώρα σ’ εμάς, που, κνώδαλα, μπροστά της,
και σα δεμένοι μες στο θείον αγώνα,
βυθάμε μες στις λάσπες, κι ως το γόνα,
- Ψυχή των Γάλλων, ω, έλα μας προστάτης!
Έλα, γιατί μας έπνιξαν οι Πρώσσοι
- κι ακαρτεράμε, πάγκαλο, ένα φως,
εμάς, τους πράους, να ρθει να μας λυτρώσει!
Λούσε μας την αυγή! Κι αν είν’ και κάποιοι,
κι άλλος θαμπά σοφός, κι άλλος κουφός,
- πνίχ’ τους όλους, στο φως και στην Αγάπη.
Πολιτικόν δελτίον
… Η χώρα μας την κρίσιμον περίοδον διέρχεται•
η λίρα καθημερινώς και σταθερώς ανέρχεται•
το γόητρόν μας διαρκώς μειούται και κατέρχεται•
εις νέαν φάσιν ο αγών περίπλοκον εισέρχεται•
ο τόπος εις αφόρητον σημείον περιέρχεται,
πλην της μωράς του στάσεως το Κράτος δεν εξέρχεται•
η «Ηνωμένη» της Αρχής καθόλου δεν απέρχεται•
ο Γούναρης πολιτικά τεχνάσματα μετέρχεται•
ραγδαίως η καταστροφή και τραγικώς επέρχεται•
ο πρώτος ενθουσιασμός των νικητών παρέρχεται•
το πλήθος εις τας τελετάς έπαυσε να προσέρχεται•
όλοι γνωρίζουν το κακόν πλέον πόθεν προέρχεται•
από την πλάνην ο λαός αρχίζει και συνέρχεται…
– Ο Βενιζέλος έρχεται… ο Βενιζέλος έρχεται…
✤✤✤✤
ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ
(Δημοσιεύτηκε στον "Νουμά" τεύχος 524, 1914)
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Τα μαραμένα μάτια
Ό,τι είχε γυρίσει ο Λόχος από το γυμνάσιο…
Mέσ’ στο μουντό και βαρύ σπίτι, που προσωρινά ήταν κανωμένο στρατώνας, καθώς έπεφταν τα ήμερα σκοτάδια του χινοπωριάτικου εκείνου δειλινού, ανακατωμένα σουρσίματα ποδιών, φτυσιές, φαντάροι, όπλα και βλαστήμια, «το σταυρό σου», και πού και πού, μιαν αυστηρή τραχιά φωνή του επιλοχία, ένα «Σιωπή!» που να μη δέχεται αντιρρήσεις ή ένα «Σκασμός!» σαν είδος μουγκρητού.
Απ’ το πρωί, πηχτά σύγνεφα σκόνης, είχαν σκωθεί μπροστά από το Πολύγωνο, χορεύοντας τρελούς χορούς. Τα βλέπαμε να σεργιανούν, πελώρια και μουγγά, να κατεβαίνουν πέρα, απ’ τα Mεσόγεια, κύριος οίδε από ποιους κάμπους αττικούς, και να κρύβουν το νωθρό το ηλιοβασίλεμα με τις κιτρινάδες τους…
Τα μάτια στραβωνόντουσαν, τα δόντια τώρα τρίζαν όλο χώματα.
Ήμαστε κλεισμένοι μέσ’ στο λόχο –θαρρώ επιφυλακή– και πηγαινοερχόμαστε, βαριεστισμένοι κι άλαλοι, από θάλαμο σε θάλαμο, ένα κοπάδι τραγικό φυλακισμένοι, χωρίς αιτία και χωρίς οργή, βαρύθυμοι μαζί και υποταγμένοι.
O λοχαγός, σκυμμένος σ’ ένα σωρό αναφορές, υπόγραφε και κείνος σιωπηλά, στο σκοτεινό γραφείο του σιτιστή, ακουμπισμένος στο πεζούλι του παραθυριού· καμιά φορά, έριχνε ένα παρατεταμένο βλέμμα, κι επισκοπούσεν έξω, αφηρημένα, τη θαμπήν εκείνη ανεμοζάλη.
Οι φαντάροι, μέσα στους θαλάμους, μασούσανε μια φέτα κουραμάνα, κουβαριασμένοι απάνω στις κουβέρτες, είτε όρθιοι στις γωνιές, σα συνωμότες, είτε πεσμένοι ανάσκελα, σαν αποβλακωμένοι.
Έκοβα βόλτες μέσα στο διάδρομο, κι άκουγα και γω, θανατερά, το γοερό το ούρλιαγμα του ανέμου, κουκουλωμένος μέσα στη μαντύα μου.
Ένας μικρούλης δεκανέας ήρθε σιμά μου, ψόφιος για κουβέντα· είχε κι αυτός κάτι βαρύ μέσ’ στην ψυχή του, τα μάτια του ήταν ικετευτικά.
Λοιπόν, συνάδελφε, θα τελειώσουν πια τα βάσανά μας; θα ιδούμε θεού πρόσωπο και μεις;…
Ήταν ένα κοντό, μελαγχρινό παιδί, μ’ ένα σημάδι στο δεξί το μάγουλο· ήταν κληρωτός απ’ τη Σμύρνη· όταν χαμογελούσε, φέγγανε τα δόντια του, άσπρα και πλατιά, σαν κομπολόι από μαργαριτάρια· είχε δεμένο το ’να χέρι, μ’ ένα στριμμένο κόκκινο μαντήλι.
Αλλάξαμε δυο-τρεις κουβέντες, κι ύστερα τον άφησα, και πήγα κι έκατσα και γω σιμά στην πόρτα, και κοίταζα και γω στα σκοτεινά.
…………………………………………………………………………………………
Και τότε –τα είδα.
ΤΑ ΕΙΔΑ!
Ω ναι, ναι! δυο βήματα από μένα, ξαφνικά, εκεί, ανάμεσ’ απ’ τον τρίτο θάλαμο, και το μεσαίο, τον κεντρικό διάδρομο, γυρισμένα ακίνητα στη σκάλα.
Τα μαραμένα μάτια…
Κοιτάζανε μακριά κι αφηρημένα, ολάνοιχτα ανοιγμένα σα νεκρά, σαν όταν ένα λαμπερό αντικείμενο μας τα καρφώνει κάποτε πελώρια, σε μιαν υπνωτικιάν ακινησία…
Κοίταζαν τάχα τα μεγάλα σύννεφα ή μην ένα σπιτάκι αγαπημένο, σε κάποιο χωριουδάκι μακρινό, ή μην ένα χεράκι που κεντούσε, καν ύφαινε, σε κάποιον αργαλειό;
Τώρα βαριές οι σκιές οι βραδινές, σαν πηχτά κομμάτια μελανά, πλακώναν πέρα ώς πέρα τη στρατώνα. Ανάψανε μια λάμπα στο γραφείο, κι αρχίσαν το ψιλό κουβεντολόι. O δεκανέας της εβδομάδας, ζωσμένος τις μπαλάσκες, υποστήριζε, πως αν η Αγγλία, μαζί με τη Γαλλία… (και κείνα ήταν λυπημένα, λυπημένα, μήτε ακούγαν τίποτε απ’ αυτά, μόνο ήταν λυπημένα, λυπημένα…).
Tότε ο λοχαγός του αντέτεινε, και του ’λεγε πως δεν υπήρχε λόγος να υποστηρίζει τώρα τέτοιαν άποψη, αν όμως εξετάσουμε στο βάθος, τα εθνικά συμφέροντα απαιτούσαν… O δεκανέας όμως πάλι επέμεινε, και του ’φερνε κάποια άλλα επιχειρήματα, κι ο λοχαγός βρισκόταν μπερδεμένος· για να μην υποχωρήσει μολαταύτα, ξερομασούσε πάλι, αυστηρά, το μοναδικό του επιχείρημα, πως η Bουλγαρία και τα λοιπά. Σ’ αυτό το τελευταίο συμφωνούσε κι ο επιλοχίας, κουνώντας το κεφάλι του με τρόπο σοβαρό, και παίζοντας τα δάχτυλα απάνω στο τραπέζι…
(…και κείνα είναι λυπημένα, λυπημένα, και κοίταζαν μακριά, αποκανωμένα, κοίταζαν πάντα παραπονεμένα, σα να τους είχε λείψει η ζωή, σα να ήταν η ζωή τους πεθαμένη, σα να ’ταν μέσα τους ένα άσπρο κοιμητήριο, σα να ήταν η ψυχή του φθινοπώρου, η θλιβερή ψυχή του φθινοπώρου…
Κι έλεγαν:
«Είμαστε μεις τα Μαραμένα Μάτια, είμαστε μεις τα μάτια της Οδύνης, κι είμαστε λυπημένα, λυπημένα. Εμείς δεν ξέρουμε από τέτοια πράματα… Θυμόμαστε μονάχα μια μανούλα, ένα έρημο σπιτάκι αγαπημένο, μιαν αδελφούλα που είναι στη γωνιά, και τον καλό το γέρο μας πατέρα… Κι είμαστε σαν παιδάκια λυπημένα, παιδάκια αδικοτιμωρημένα…
Κι είμαστε φοβισμένα, φοβισμένα…»
Αυτά λέγανε τα Μαραμένα Μάτια –τα μάτια του μικρού του σαλπιχτή, του μελαψού και μελαγχολικού, του μελαγχολικού παλληκαριού, που ήταν ακουμπισμένο και κοιτούσε…)
………………………………………………………………………………………..
Ξαφνικά σημαίνει προσκλητήριο.
Ακούγεται η φωνή του επιλοχία, βραχνή, βαριά, πνιγμένη, ζοφερή:
— Άνδρεεες! Κλίνατ’ επί δεεε-ξιά! Eμπρόοος! Αρς!…
***
Δε βλέπω πια τα μάτια. Είναι σκοτάδι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Ν. ΛΑΠΑΘΙΩΤΗ
ΣΚΙΤΣΑ
Ο Ναπόλεων Λαπαθιώτης εκφραζόταν και με τη σκιτσογραφία.ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΚΙΤΣΑ
http://www.sarantakos.com/kibwtos/komnas/lapskitsa.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου