Η Ευρώπη είναι ένα μεγάλο κοιμητήριο.
Η Ευρώπη δεν έχει Αγάπη
και δεν πιστεύει στην Ανάσταση.
Γιώργος Σαραντάρης στον Γιάννη Τσαρούχη
|
Ο Γιώργος Σαραντάρης (Κωνσταντινούπολη, 20 Απριλίου 1908 - Αθήνα, 25 Φεβρουαρίου 1941)
ήταν Έλληνας ποιητής,
φιλόσοφος και δοκιμιογράφος της Γενιάς
του '30.
Γόνος οικογένειας Ελλήνων εμπόρων με καταγωγή από το Λεωνίδιο Αρκαδίας
που διέμεναν στην Ιταλία, είχε την
ευκαιρία να ανατραφεί σε ένα αστικό και σχετικά προοδευτικό, σε σχέση με τα
ελληνικά δεδομένα, περιβάλλον. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια στην Ιταλία, όπου έζησε από
το 1910 έως το 1931.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ωστόσο, τον κέρδισε η ποίηση. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο, ο Γιώργος Σαραντάρης εμφορούμενος από συναισθήματα
φιλοπατρίας συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό
Πόλεμο στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου,
όπου αρρώστησε από τύφο. Πέθανε ύστερα από την επιστροφή του
στην Αθήνα το 1941.
Το έργο του
Η ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη υπήρξε αρκετά πρωτοποριακή
για τα δεδομένα των ιδεών που επικρατούσαν την εποχή του Μεσοπολέμου στους
αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους. Υπήρξε λάτρης της λεγόμενης "καθαρής
ποίησης". Έχοντας γνώση των ευρωπαϊκών διανοητικών κι αισθητικών ρευμάτων,
χρησιμοποίησε στα ποιήματά του τον ελεύθερο στίχο, ενώ στις αναζητήσεις του
περιέλαβε προβληματισμούς που έλκουν την επιρροή τους από την ιταλική ποίηση,
το έργο τουΝτοστογιέφσκι,
από τις φιλοσοφικές ιδέες του Νίτσε, του Σαίρεν Κίρκεγκωρ αλλά
και από τον υπαρξισμό. Το έργο
του δεν συνάντησε ευρεία αποδοχή στην εποχή του, επηρέασε ωστόσο την ελληνική
ποίηση βαθιά και ουσιαστικά. Η συμβολή του αναγνωρίστηκε από τον Οδυσσέα Ελύτη,
ο οποίος επηρεάστηκε σαφώς από συμβολικές εικόνες που κυριαρχούν στο έργο του
Σαραντάρη: γυναίκα, θάλασσα, μοναξιά, ουρανός, πουλιά. Για τον λόγο αυτό, ο
νομπελίστας Ελύτης, πέραν του ότι έχει αφιερώσει στον ποιητή το ποίημα Γιώργος
Σαραντάρης κάνει ειδική μνεία γι' αυτόν στο έργο του Ανοιχτά Χαρτιά (Ίκαρος
1974) όπου αναφέρει για τον πρόωρο χαμό του ποιητή, αλλά και για την σχέση του
με τα λογοτεχνικά σαλόνια της εποχής τα εξής: "Ήταν η μόνη και πιο άδικη
απώλεια [...] Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που
επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα
γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών
ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και
ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του,
που όμως είχε προφθάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη
σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της".
Ποιητικές συλλογές
Οι αγάπες του χρόνου, Αθήνα, χ.ε. 1934
Τα ουράνια, Αθήνα, χ.ε. 1934
Αστέρια, Αθήνα, χ.ε. 1935
Στους φίλους μιας άλλης χαράς, Αθήνα, Νεοελληνική Λογοτεχνία
1940
Δοκίμια
Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης, Αθήνα, χ.ε. 1937
Η παρουσία του ανθρώπου, Αθήνα, Κύκλος 1938
Δοκίμια λογικής σα θεωρία του απολύτου και μη απολύτου,
Αθήνα, Αντωνόπουλος 1939
Πεζά
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ Γ. ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ
" Θέλω αυτή τη στιγμή απροκάλυπτα να καταγγείλω το
επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω
πώς, κατάφερε να κρατήσει όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών
ζαχαροπλαστείων στα Γραφεία και στις Επιμελητείες και να ξαποστείλει στην πρώτη
γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο
που μόλις στεκότανε στα πόδια του, που όμως είχε προφτάσει να κάνει τις πιο
πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της. Ήταν
σχεδόν μια δολοφονία. Διπλωματούχος ιταλικού πανεπιστημίου - ο μόνος ίσως σε
ολόκληρο το στράτευμα-, θα μπορούσε να ΄ναι περιζήτητος σε οποιαδήποτε από τις
Υπηρεσίες που είχαν αναλάβει την αντικατασκοπεία, ή την ανάκριση των
αιχμαλώτων. Αλλά όχι. Έπρεπε να φορτωθεί το γυλιό και τον οπλισμό των τριάντα
οκάδων, για να χαθεί παραπατώντας μες στα χιονισμένα φαράγγια ένας ακόμη
ποιητής, ένας ακόμη αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου".
Και συνεχίζει ο Ελύτης:
" Φαίνεται ότι (ο Σαραντάρης) πέρασε φρικτές ώρες. Τα
χοντρά μυωπικά του γυαλιά, που χωρίς αυτά δεν μπορούσε να κάνει βήμα, τά 'χασε
μέσα στην παραζάλη. Φώναζε <βοήθεια> στους άλλους φαντάρους , αυτός ο
Χριστιανός φώναζε <αδέλφια> και τ' <αδέλφια> τον κοροϊδεύανε, τα
πιο αδίστακτα βαλθήκανε κιόλας να του κλέβουνε κουβέρτες, μάλλινα, οτιδήποτε
χρήσιμο μπορούσε ο δόλιος να κουβαλεί. Απόμεινε σαν το κατατρεγμένο πουλί μέσα
στην παγωνιά. Χωρίς να βαρυγκομήσει. Χωρίς να ξεστομίσει έναν πικρό λόγο.
Περήφανος, μ' ένα σώμα ελάχιστο και μια μεγάλη ψυχή, που τον κράτησε όσο που να
τραγουδήσει ακόμη λίγο:
«Εγώ που οδοιπόρησα με τους ποιμένες της Πρεμετής»
κι ύστερα ν' ανεβεί <στους τόπους που αγγέλλουν τον
ουρανό και συνομιλούν με τον ήλιο>.
Έτσι πέθανε ένας Έλληνας ποιητής, όταν οι συνάδελφοί του στη
Δύση βλαστημούσανε το Θεό κι εμπιστεύονταν στη μαριχουάνα. Έπρεπε να το
διαφυλάξουμε αυτό, να το κάνουμε σύμβολό μας και κουράγιο μας, τώρα που άρχιζαν
άλλα δεινά, η πείνα, η κλούβα, οι εκτελέσεις στον τοίχο". "Ανοιχτά χαρτιά"
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ξανθό κορίτσι είσαι
Ξανθό κορίτσι εἶσαι
ἡ κουβέντα σου μετάξινη
σχεδόν σαν τα μαλλιά σου.
Γοητεία ἡ γυναίκα
φίλησε το στόμα της
ν' ἀναπαυθεῖ κάθε ἀδυναμία...
Ἡ ὁμίχλη
Ἡ ὁμίχλη βρίθει
Ἀπό ἀνεμῶνες
Κοίτα τα κλαριά
Τί λίμνη
Τί ἀνυπόμονη καρδιά
Βλέπε μέσα
Στη σωστή σταγόνα
Ποια φόρα
Παίρνει το παιδί
Ποια νάρκη
Ἡ γυναῖκα
Ἔχω δεῖ τον οὐρανό...
Ἔχω δεῖ τον οὐρανό με τα μάτια μου
Με τα μάτια μου ἄνοιξα τα μάτια του
Με τη γλῶσσα μου μίλησε
Γίναμε ἀδελφοί και κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι και δειπνήσαμε
Σαν να ἦταν ὁ καιρός ὅλος μπροστά μας
Και θυμᾶμαι τον ἥλιο που γελοῦσε
Πού γελοῦσε και δάκρυζε θυμᾶμαι
Ἡ ὁμίχλη βρίθει
Ἀπό ἀνεμῶνες
Κοίτα τα κλαριά
Τί λίμνη
Τί ἀνυπόμονη καρδιά
Βλέπε μέσα
Στη σωστή σταγόνα
Ποια φόρα
Παίρνει το παιδί
Ποια νάρκη
Ἡ γυναῖκα
Ἔχω δεῖ τον οὐρανό...
Ἔχω δεῖ τον οὐρανό με τα μάτια μου
Με τα μάτια μου ἄνοιξα τα μάτια του
Με τη γλῶσσα μου μίλησε
Γίναμε ἀδελφοί και κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι και δειπνήσαμε
Σαν να ἦταν ὁ καιρός ὅλος μπροστά μας
Και θυμᾶμαι τον ἥλιο που γελοῦσε
Πού γελοῦσε και δάκρυζε θυμᾶμαι
Ἄλλοτε η θάλασσα...
Ἄλλοτε ἡ θάλασσα μᾶς εἶχε σηκώσει στα φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στον ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τα πουλιά στον ἀγέρα
Τις ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στις φωνές και τα χρώματα
Τα βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ᾿ τα δέντρα και τα σύννεφα
Τις νύχτες ξυπνούσαμε για να τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρός τρικυμία χαλασμός κόσμου
Και μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλά ἐμεῖς πηγαίναμε χωρίς να μᾶς ἐμποδίζει κανείς
Να σκορπᾶμε και να παίρνουμε χαρά
Ἀπό τους βράχους ὡς τα βουνά μᾶς ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντά ὁ Θεός
(Πρόλογος)
Δε μπορῶ να βρῶ πιά, τί θέλει να πεῖ ποίηση.
Μοῦ διαφεύγει. Το ἤξερα, ἀλλά τώρα μοῦ διαφεύγει.
Ἂν κάποιος μοῦ ρωτήσει αὐτή τη στιγμή, θὰ ντροπιαστῶ.
Γιατί ἐξακολουθῶ να εἶμαι ἐνδόμυχα βέβαιος
πως ἡ ποίηση εἶναι μια οὐσία, ἀπαράλλαχτα ὅπως και ἡ ζωή.
Κατι κρύβω, κρύβομαι, κάτι κρύβω, ἀπό κάποιον κρύβομαι.
Σα ν᾿ ἀρχίζω να γίνομαι τρελός, και νὰ ντρέπομαι.
Ἀλλά ἡ ποίηση; Κάποιος θα σταθεῖ ἱκανός να πεῖ στους ἄλλους
Ἀλλά ἡ ποίηση; Κάποιος θα σταθεῖ ἱκανός να πεῖ στους ἄλλους
ὄχι σ᾿ ἐμένα ποὺ ἂν και το ξέρω φεύγω, τί εἶναι ποίηση!
Ι
Μοῦ φαίνεται, πὼς ἡ ἄνοιξη
Σὰν κελαηδᾶ μὲ τρέμει
Μὴν τῆς ζητήσω ἕνα σκοπὸ
Νὰ δώσει τοῦ ἔρωτά μου
Μὴν τῆς ζητήσω ἕνα φιλὶ
Νὰ σοῦ φιλήσω τὴν καρδιὰ
Νὰ σοῦ χαρίσω δυὸ φτερὰ
Καὶ νὰ σὲ δῶ δικιά μου
ΙΙ
Ἔλα νὰ δεῖς τὴν ἄνοιξη ποὺ περπατάει
Ποὺ μὲ τὰ σύννεφα ἀγκαλιὰ μᾶς χαιρετάει
Ἔλα νὰ δεῖς τὴν κόρη μου πῶς ἔγινε μεγάλη
Καὶ τραγουδάει μὲ μιὰ φωνὴ ποὺ δὲν ἦταν δικιά της
Καὶ τραγουδάει μ᾿ ἕνα παλμὸ ποὺ εἶναι τοῦ κόσμου ὅλου
Σὰν νὰ βρέχει τὰ χείλια της στὴ βρύση τ᾿ οὐρανοῦ
Σὰν νὰ πετάει ἡ καρδούλα της μὲ κάθε χελιδόνι
Καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ ἄνοιξη ἂν εἶν᾿ δικιά της κόρη!
Ἦταν γυναίκα, ἦταν όνειρο...
«J'i cueilli ce brin de bruyère»
G. Apollinaire
Ἦταν γυναῖκα ἦταν ὄνειρο ἤτανε καὶ τὰ δυὸ
Ὁ ὕπνος μ᾿ ἐμπόδιζε νὰ τὴ δῶ στὰ μάτια
Ἀλλὰ τῆς φιλοῦσα τὸ στόμα τὴν κράταγα
Σὰν νὰ ἦταν ἄνεμος καὶ νὰ ἦταν σάρκα
Μοῦ ῾λεγε πὼς μ᾿ ἀγαποῦσε ἀλλὰ δὲν τὸ ἄκουγα καθαρὰ
Μοῦ ῾λεγε πὼς πονοῦσε νὰ μὴ ζεῖ μαζί μου
Ἦταν ὠχρὴ καὶ κάποτε ἔτρεμα γιὰ τὸ χρῶμα της
Κάποτε ἀποροῦσα νιώθοντας τὴν ὑγεία της σὰν δική μου ὑγεία
Ὅταν χωρίζαμε ἤτανε πάντοτε νύχτα
Τ᾿ ἀηδόνια σκέπαζαν τὸ περπάτημά της
ἔφευγε καὶ ξεχνοῦσα πάντοτε τὸν τρόπο τῆς φυγῆς της
Ἡ καινούρια μέρα ἄναβε μέσα μου προτοῦ ξημερώσει
Ἦταν ἥλιος ἦταν πρωὶ ὅταν τραγουδοῦσα
Ὅταν μόνος μου ἔσκαβα ἕνα δικό μου χῶμα
Καὶ δὲν τὴ σκεφτόμουνα πιὰ ἐκείνη
Εἶναι μία γυναῖκα καὶ τραγουδᾷ
Θὰ γίνω σὰν τὴ θάλασσα ποὺ βρέχει τὴ ζωή μας
Θὰ γίνω περιστέρι
Θὰ γίνω σὰν τὴ θάλασσα ποὺ εἶναι πάντα μπροστά μου
Καὶ μ᾿ ἀκλουθᾷ ὅταν περπατῶ
Καὶ μ᾿ ἀκλουθᾷ ὅταν κλαίω
Καὶ μὲ παρηγορεῖ τὴν ὥρα ποὺ δὲν φταίω
Τὴν ὥρα ποὺ τὴν πατρίδα μου νείρομαι
Τὸν ἔρωτα ἢ τὴ χαμένη ἀγάπη.
Τοῦ χρόνου ἀνάγλυφη εἰκόνα
Δὲν ὀνειρεύτηκα ποτὲ τὸ χρόνο
Καὶ τὴ συντροφιά του
Μήτε τὴν ἀπουσία τοῦ ὀσφράνθηκα ποτὲ
Σὲ κάποιο ἐλάχιστο ἡδονικό μου ὕπνο
Νύφη
Νύφη μας ἔρχεται ἡ χαρὰ
Τὸ πρωτοβρόχι ἀνθίζει
Στήνουν χορὸ στὴ γειτονιὰ τ᾿ ἀηδόνια
Φέρνουν τραγούδια οἱ κομψὲς νεράιδες τοῦ νεροῦ
Μάλαμα γίνονται οἱ στοχασμοὶ
Μάλαμα οἱ κουβέντες
Ἀποστηθίζουν τὰ φιλιὰ
Οἱ ποιητὲς κι οἱ κοπέλες
Λαχανιασμένα κάποιος φτάνει στὴ γιορτὴ
Καὶ εἶναι ὁ χρόνος μὲ αὐλό
Ἀκόμα δὲν μπόρεσα...
Ἀκόμα δὲν μπόρεσα νὰ χύσω ἕνα δάκρυ
πάνω στὴν καταστροφὴ
δὲν κοίταξα ἀκόμα καλὰ τοὺς πεθαμένους,
δὲν πρόφτασα νὰ δῶ πὼς λείπουνε
ἀπὸ τὴ συντροφιά μου,
πὼς ἔχασαν τὸν ἀέρα ποὺ ἐγὼ ἀναπνέω
καὶ πὼς ἡ μουσικὴ τῶν λουλουδιῶν,
ὁ βόμβος τῶν ὀνομάτων ποὺ ἔχουνε τὰ πράγματα
δὲν ἔρχεται στ᾿ αὐτιά τους·
ἀκόμα δὲν χλιμίντρισαν τ᾿ ἄλογα
ποὺ θὰ μὲ φέρουν πλάι τους.
Νὰ τοὺς μιλήσω,
νὰ κλάψω μαζί τους
καὶ ὕστερα νὰ τοὺς σηκώσω ὄρθιους·
ὅλοι νὰ σηκωθοῦμε σὰν ἕνας ἄνθρωπος,
σὰν τίποτα νὰ μὴν εἶχε γίνει
σὰν ἡ μάχη νὰ μὴν εἶχε περάσει πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας.
Πάλι...
Πάλι ὁ οὐρανὸς ἀνοίγει ἐδῶ τὴν πύλη
Πάλι σηκώνει τὴ σημαία
Ἐμεῖς μπαίνουμε χωρὶς φόβο
Τὰ μάτια τὰ πουλιὰ μαζί μας μπαίνουν
Ἀστράφτει ἡ πολιτεία ἀστράφτει ὁ νοῦς μας
Ἡ φαντασία τοὺς κήπους πλημμυράει
Εἶναι παιδιὰ ποὺ στέκονται στὶς βρύσες
Κορυδαλλοὶ στοὺς ὄρθρους ἀκουμπᾶνε
Στὶς λεμονιὲς ἄγγελοι χορτάτοι
Εἶναι ἀηδόνια ποὺ παντοῦ ξυπνᾶνε
Φλογέρες παίζουν ἔντομα βουίζουν
Εἶναι τραγούδια ἡ στάχτη τῶν νεκρῶν
Κι οἱ νεκροὶ κάπου ἀναγεννιοῦνται πάλι
Ὁλοῦθε μᾶς μαζεύει ὁ Θεὸς
Ἔχουμε χέρια καθαρὰ καὶ πᾶμε
Ἡ καρδιά μας
Ἡ καρδιά μας εἶναι ἕνα κῦμα
ποὺ δὲν σπάει στὴν ἀκρογιαλιά.
Ποιὸς μαντεύει τὴ θάλασσα,
ἀπ᾿ ὅπου βγαίνει ἡ καρδιά μας;
Ἀλλὰ εἶναι ἡ καρδιά μας ἕνα κῦμα μυστικό,
χωρὶς ἀφρό. Βουβὰ πιάνει μία στεριά.
Καὶ ἀθόρυβα σκαλίζει τὸ ἀνάγλυφο ἑνὸς πόθου,
ποὺ δὲν ξέρει ἀπογοήτευση καὶ ἀγνοεῖ τὴν ἡσυχία.
Μιλῶ...
Μιλῶ γιατί ὑπάρχει ἕνας ουρανός που με ἀκούει
Μιλῶ γιατί μιλοῦν τα μάτια σου
Και δεν ὑπάρχει θάλασσα δεν ὑπάρχει χώρα
Ὅπου τα μάτια σου δε μιλοῦν
Τα μάτια σου μιλοῦν ἐγώ χορεύω
Λίγη δροσιά μιλοῦν κι ἐγώ χορεύω
Λίγη χλόη πατοῦν τα πόδια μου
Ὁ ἄνεμος φυσᾶ πού μᾶς ἀκούει
Μιλῶ...
Μιλῶ γιατί ὑπάρχει ἕνας ουρανός που με ἀκούει
Μιλῶ γιατί μιλοῦν τα μάτια σου
Και δεν ὑπάρχει θάλασσα δεν ὑπάρχει χώρα
Ὅπου τα μάτια σου δε μιλοῦν
Τα μάτια σου μιλοῦν ἐγώ χορεύω
Λίγη δροσιά μιλοῦν κι ἐγώ χορεύω
Λίγη χλόη πατοῦν τα πόδια μου
Ὁ ἄνεμος φυσᾶ πού μᾶς ἀκούει
ΒΙΒΛΙΟ - Ο λησμονημένος Γ. Σαραντάρης
Δικαίωση του - μακρόχρονα και «σκανδαλωδώς δυσανάλογα προς
το μέγεθος της αξίας του» - αγνοημένου από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας μας,
ποιητή Γιώργου Σαραντάρη, συνιστά ο τόμος «Γιώργος Σαραντάρης "Γιατί
τον είχαμε λησμονήσει..."»(εκδόσεις «τυπωθήτω», στη σειρά
«παραφερνάλια»). Πρόκειται για ανθολόγηση (από το σύνολο του έργου του ποιητή),
την οποία έκανε ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου ΑθηνώνΜιχάλης Γ.
Μερακλής, βασιζόμενος στην πεντάτομη έκδοση των «Απάντων» του Σαραντάρη από τον
Γιώργο Μαρινάκη (1987, εκδόσεις «Γκούτενμπεργκ»). Ο Μ. Μερακλής δεν είναι
νεόκοπος θαυμαστής και μελετητής της ποίησης του - χαμένου στα τριάντα δύο του
χρόνια, από τις κακουχίες του πολέμου - Σαραντάρη (1908-1941). Πολλές φορές
έκφρασε το θαυμασμό του για τον Σαραντάρη. Πρώτη φορά, το 1962, μετά την έκδοση
ενός τόμου ποιημάτων του Σαραντάρη, από τον Γ. Μαρινάκη, ο Μ. Μερακλής
συνέκρινε το Σαραντάρη με το Σολωμό, γράφοντας για τις «εντυπωσιακές ομοιότητές
τους» (βίου, χαρακτήρα, έργου). Στη δεκαετία του '60, στη διάρκεια διδακτορικών
σπουδών του στη Γερμανία, ο Μ. Μερακλής, διαβάζοντας τα ποιήματα του Σαραντάρη,
γέμισε τρία τετράδια με σημειώσεις.
Στην παρούσα έκδοση, ο Μ. Μερακλής παραθέτει χαρακτηριστικά
αποσπάσματα των παλιών του σημειώσεων, επανελέγχοντας, όμως, την αρχική του
άποψη για τις ομοιότητες Σαραντάρη-Σολωμού. Ο Μ. Μερακλής πιστεύει, πια, ότι «ο
Κάλβος είναι η ενδιάμεση "φάση", ανάμεσα στο Σολωμό και το Σαραντάρη,
συγκερασμού υποκειμενικότητας και συλλογικότητας». Εξάλλου, ο «ελεύθερος
πολιορκημένος» Σαραντάρης είχε εκφράσει την αγάπη του για τον ποιητή των
επαναστατικών «Ωδών», καθώς στην ψυχή του κυριαρχούσε το «εμείς» κι όχι το
«εγώ». Απόδειξη οι στίχοι του: «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε/ Σημαίνει
εγκαταλείπουμε τον αγώνα/(...)Σημαίνει πως φοβόμαστε/ Και η ζωή μας έγινε ξένη/
Ο θάνατος βραχνάς». Ο φτωχός, μοναχικός, υπεραισθαντικός, ανεξίκακος,
ιδεαλιστής, υπέροχα λυρικός Σαραντάρης, ο «Παπαδιαμάντης» της ποίησής μας θα
λέγαμε, «πίστευε στην κοινωνική αποστολή της ποίησης». Και ήταν «απ' τους ειλικρινέστερους
ανθρωπιστές της ποίησής μας, από τους ευγενέστερους και βαθύτερους κοινωνικούς
ποιητές», όπως πιστεύει, και αποδεικνύει με τα ανθολογούμενα ποιήματα, ο Μ.
Μερακλής. Ιδού ένα ελάχιστο δείγμα τους: «Ακόμα δεν μπόρεσα να χύσω ένα δάκρυ/
Πάνω στην καταστροφή/ Δεν κοίταξα ακόμα καλά τους πεθαμένους/ δεν πρόφτασα να
δω πως λείπουνε/ από τη συντροφιά μου/ Πως έχασαν τον αγέρα που εγώ αναπνέω/
Και πως η μουσική των λουλουδιών/ Δεν έρχεται στ' αυτιά τους».
Αρ. ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ
ΠΗΓΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου