Λίγα λόγια για το βιβλίο
Με μια ποίηση ευγένειας μας συστήνεται η Έλυα Βερυκίου καταθέτοντας τα πρώτα ποιητικά της διαπιστευτήρια. Ποιήματα με λόγο απλό, ανεπιτήδευτο που αρθρώνεται με μιαν αγνότητα προσθέσεως, όπως ίσως θα ήταν ο λόγος, είτε ως φθόγγος είτε ως νεύμα, είτε ως έκφραση, των πρωτόπλαστων πριν την πτώση.
Ποίηση ερωτικής εξομολόγησης σε πρώτο, συνήθως, πρόσωπο, λόγος λαγαρός, τονισμένος μουσικά, με ένα υπόρρητο παράπονο, κάτω από τις φλέβες των λέξεων. Ήρεμος λόγος, ήμερος τρόπος.
Ένα ποιητικό adagio είναι ολόκληρη η συλλογή. Η ποιήτρια δημιουργεί, συνήθως, έναν σκηνικό χώρο στο φυσικό περιβάλλον, τον περιγράφει, κι εκεί αναπτύσσει την αφηγηματική δράση.
Το ερωτικό υποκείμενο είναι παρόν μέσα στην απουσία του. Η ποιητική της Έλυας Βερυκίου είναι η αναζήτηση ενός τρόπου προκειμένου να ντυθεί με όρους τέχνης η μοναξιά και η εγκατάλειψη. Ένας τρόπος κατανίκησης του θανάτου μέσα από τις μικρές στιγμές αιωνιότητας, που θα πει αθανασίας, οι οποίες δωρίζονται στην ανθρώπινη θνητότητα μέσω του έρωτα.
Η ποιήτρια, στην πρώτη της εμφάνιση, φαίνεται ότι ελέγχει σε ικανοποιητικό βαθμό τα εκφραστικά της μέσα. Οι καταληκτικοί στίχοι θεμελιώνουν γερά τα ποιήματα. Δείχνει να γνωρίζει καλά την τεχνική της μεταφοράς. Ποίηση σαν κρυστάλλινη σιωπή, μέσα από την οποία διαθλάται ένας λόγος ερωτικού σπαραγμού, εκφρασμένος με αξιοθαύμαστη ευγένεια και αξιοπρέπεια.Γιώργος Χ. Θεοχάρης
Η Έλυα Βερυκίου γεννήθηκε το 1972, κατάγεται από τη Λευκάδα και ζει μόνιμα στην Αθήνα. Απόφοιτος του τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, έχει εργασθεί επί σειρά ετών στον χώρο της εκπαίδευσης, ενώ σήμερα είναι στέλεχος του ΔΕΔΔΗΕ με ειδικότητα στα θέματα Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού. Ποιήματά της καθώς και μεταφράσεις της ιταλών και γάλλων ποιητών έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, καθώς και στο προσωπικό της ιστολόγιο http://elyaverykioupnoespoihshs.blogspot.gr Το παρόν βιβλίο με τίτλο «Σιωπή Κρυστάλλινη» αποτελεί την πρώτη της ποιητική συλλογή.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
Αφή
Στο βάθος του δρόμου
αισθάνομαι τη γαλάζια σου απουσία την υγρή.
Ο αέρας που χαϊδεύει τα χείλη,
να αναδεύει τη θάλασσα της μνήμης σου.
Kι όταν έρχεται εκείνη η ώρα η ζοφερή,
που φωλιάζει η αγωνία μες στο βλέμμα,
μόνη μου έγνοια να ακουμπώ στο στήθος σου,
όπως ο ήλιος πάνω στο βουνό τη χαραυγή.
Έτσι να λιώνει η θλίψη μου,
σαν μία νιφάδα χιόνι μες στα χέρια σου.
Είναι η αγκαλιά σου έκταση αχανής
από τον ουρανό στη γη,
που πόθησε εκείνο το λευκό πουλί της λήθης να διασχίσει.
Κι όπως συμφύρονται οι αισθήσεις μου,
μια σπίθα μόνο,
και η μνήμη και η όραση να γίνονται αφή.
Το φέγγος σου το θεϊκό,
βελούδο πορφυρό, σκεπάζει την πληγή.
Αγκάλιασέ με,
στο βάθος του δρόμου, στην άκρη της ζωής,
κάθε φορά που αγαπιόμαστε,
ο θάνατος δεν βρίσκει στον καθρέφτη πια μορφή
κι εμείς από τον πόνο λυτρωνόμαστε.
Εκεί στα σκοτεινά,
η μνήμη μία θάλασσα δίχως τέλος και αρχή.
Και μένουμε δύο άστρα φωτεινά,
ψυχές που απαλά αγγιζόμαστε.
Απόψε όλα ανασαίνουν την αγάπη σου.
Το φως κι ο αέρας.
Τα χέρια σου μετάξι και μνήμη.
Ακόμη κι όταν της θλίψης το χιόνι
σκέπαζε τον ανθισμένο σου κήπο,
έμενα πάντα το μαβί σου κυκλάμινο,
να τρυφερεύω αθόρυβα πλάι στην καρδιά σου.
Κι ίσως, αν δεν σου έγραφα απόψε,
ίσως, να μην ξεχυνόταν απ’ το χαρτί μου
αυτό το ποτάμι το ασύνορο
να σ’ αγκαλιάσει, όπως ποτέ δεν σ’ αγκάλιασαν.
Μην απορείς.
Τις νύχτες οι λέξεις μένουν στον ουρανό,
πορφυρές φωταψίες, βελούδινες,
να ιριδίζουν αισθήματα.
Κι είναι τα χάδια τους άυλα, διάφανα,
σαν των πουλιών το φτερούγισμα.
Τώρα που ο Θεός ανάβει στον κόσμο τ’ αστέρια,
θα μείνω δίπλα σου.
Θα προσπαθήσω για χάρη σου να ξεγελάσω τον θάνατο.
Μ’ ένα ποίημα να σε αγγίξω, όπως ποτέ δεν σε άγγιξαν.
Τα βράδια τα χέρια μου μέσα στα χέρια σου,
Μνήμη.
Ένα φως αχνορόδινο.
Κι εκείνο το φλογισμένο δειλινό
που μ’ αγκάλιαζες σφιχτά με τη σιωπή σου.
Απ’ τη δροσιά κυλούσαν δάκρυα στα δέντρα,
κι εγώ να πλάθω σε σχήματα τη μοναξιά
προσπαθώντας να διώξω μακριά τη θλίψη.
Ο θάνατος ένα γυάλινο λουλούδι,
τα δάχτυλά μου τώρα
που σφίγγουν το μολύβι κι αγγίζουν το χαρτί,
σκορπούν μακριά τη γύρη του.
Το ξέρω,
μπορεί να είναι δύσκολο να πορεύεσαι με μία άγρυπνη ψυχή,
ο πόνος είναι πιο βαθύς
και τα αισθήματα, φύλλα ωχρά,
που σκορπά η βροχή στους δρόμους.
Η αγάπη σου όμως απόψε
μοιάζει μ’ ευλογία στην ουράνια διαφάνεια της νύχτας.
Μπορείς να λάμψεις το γαλάζιο σου,
να γίνεις ανάσα, να γίνεις μουσική,
να ξεχυθείς σαν άνεμος εσπερινός μες στα μαλλιά μου.
Ίσως να καταλάβω πώς ψιθυρίζουν τα άστρα
και πώς η ευτυχία βρίσκει τη θέση της στο όνειρο.
Μόνο να μην ξεχάσεις
να μ’ αγκαλιάσεις σφιχτά μ’ εκείνη τη σιωπή.
Κι όσο κι αν η ζωή μου μοιάζει κάποτε με δάσος δακρυσμένο,
πάντα πλάι στους στίχους μου θα μένει μια πνοή,
κι ο θάνατος λουλούδι ραγισμένο.
Η θλίψη άναψε πάλι το κρυφό της άστρο στον ουρανό.
Μία ησυχία υγρή και απαλή. Μόνο ο ήχος της βροχής,
δάκρυα αργυρά πάνω στα φύλλα.
Θα ήθελα να μη ματώνω,
να βαδίζω χωρίς φόβο
μες στην κατάφωτη νύχτα σου.
Το πρόσωπό σου ένα θολό φεγγάρι,
λεπτή λεπίδα από φως που με σημαδεύει.
Όλες μου οι αισθήσεις
παραδομένες στη διάφανη μουσική σου.
Αντανακλάς ολόκληρος το απέραντο.
Κρυφή οπτασία είσαι, ένα κύμα μυστικό,
κι εγώ να προσδοκώ το θαύμα σου στην αναδίπλωσή του.
Μη με κοιτάς.
Παλεύω πάλι τώρα που βραδιάζει, ίσως τρέμω.
Είναι κι αυτή η βροχή,
ένας αδιόρατος σπαραγμός,
καθώς το σώμα απ’ την ψυχή χωρίζει.
Κι αν γράφω ποιήματα,
είναι γιατί μέσα μου εκείνο το μικρό παιδί,
ακόμα και στην πιο βαθιά χαρά του,
Νύχτα.
Σιωπή κρυστάλλινη.
Πάνω στις στέγες ύφαινε τα αργυρά της νήματα η σελήνη.
Στο πέρασμά σου το θρόισμα των άστρων.
Όλος ο κόσμος ένα βιβλίο γεμάτο φώτα κι όνειρα.
Ένα βιβλίο, που όλο θέλαμε, αλλά διστάζαμε να ξεφυλλίσουμε,
γιατί φοβόμασταν το τέλος.
Και οι προσδοκίες, οι ματαιώσεις, τα ερωτήματα, που δεν
απαντήθηκαν, όλα κλεισμένα εκεί.
Μαζί κι εκείνα τα μικρά άψυχα πράγματα,
που μας συντρόφευαν μιλώντας μας για την ομορφιά
με την άγνωστη και διάφανη ψυχή τους.
Δεν χάθηκες.
Μόνο ένα θρόισμα, καθώς ο Θεός αφήνει ένα άστρο.
Έρχεσαι δίπλα μου.
Ανοίγεις εκείνο το βιβλίο.
Το χέρι σου χαϊδεύει τα γράμματα.
Έχει φεγγάρι απόψε, δεν το αισθάνεσαι;
Στις σελίδες τρεμίζουν οι ανταύγειες του λευκού και του
γαλάζιου.
Τολμάμε να διαβάσουμε.
Στον επίλογο ένα κρυμμένο όνειρο.
Εκεί κλεισμένη όλη η ζωή μας.
Όλα εκεί, στο τέλος,
εκεί που σμίλεψε το φως σε λόγο την κρυστάλλινη σιωπή μας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου