Willem Van Mieris Leiden - Aeneas carrying his father Anchises |
Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Ο πατέρας
Ο πατέρας μου ήταν μηχανοδηγός
Κάρβουνο μύριζαν τα πέτσινα ρούχα του
Κάτω απ' τη μαύρη του τραγιάσκα
Άρχιζαν τα καπνισμένα μάτια του
Ο πατέρας μου δε μιλούσε πολύ
Μόνο χαμογελούσε κάπου κάπου
Με τα ηλιοψημένα χείλια του
Προπάντων όταν έπινε τσίπουρο
Κάτω απ' την κληματαριά τής αυλής
Αψηλός και δυνατός ήταν
Κι όταν με σήκωνε αψηλά
Με τ' ατσαλένια μπράτσα του
Δε φοβόμουν καθόλου
Όπως κι εκείνος δε φοβόταν
Ούτε τη ζωή του
Ούτε το θάνατό του:
Περνούσε με το τρένο του
Σφυρίζοντας
Μες απ' τις σκοτεινές
Τις στοιχειωμένες σήραγγες
Και τις νικούσε
Ben Shahn - Father and Son |
Γκαμπριέλ Αρέστι -ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ
Θα υπερασπιστώ
το σπίτι του πατέρα μου
Ενάντια στους λύκους,
ενάντια στην ξηρασία,
ενάντια στην
τοκογλυφία,
ενάντια στη δικαιοσύνη,
θα υπερασπιστώ
το σπίτι
του πατέρα μου.
Θα χάσω
τα ζωντανά,
τα περιβόλια,
τα πευκοδάση·
θα χάσω
τους τόκους,
τα εισοδήματα,
τα μερίσματα,
αλλά θα υπερασπιστώ το
σπίτι του πατέρα μου.
Τα όπλα θα μου
αφαιρέσουν,
και με γυμνά τα χέρια
θα υπερασπιστώ
το σπίτι του πατέρα
μου·
τα χέρια θα μου κόψουν,
και με τα μπράτσα μου
θα υπερασπιστώ
το σπίτι του πατέρα
μου·
χωρίς μπράτσα,
χωρίς ώμους,
χωρίς στήθος
θα με αφήσουν,
και με την ψυχή μου θα
υπερασπιστώ
το σπίτι του πατέρα
μου.
Θα πεθάνω,
η ψυχή μου θα χαθεί,
η φάρα μου θα χαθεί,
αλλά το σπίτι του
πατέρα μου
θα μείνει
όρθιο.
Christine M. McCoy
Ελένη Βακαλό - Το μάτι του πατέρα μου
O πατέρας μου είχε ένα γυάλινο μάτι.
Τις Κυριακές που καθότανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του
κι άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του
και φώναζε τη μητέρα μου να διαλέξει. Η μητέρα μου γελούσε.
Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος.
Έπαιζε το μάτι
στη φούχτα του πριν το φορέση και έλεγε πως είναι ένα καλό
μάτι.
Όμως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω.
Έρριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους μου
τάχα πως κρυώνω κι ήταν για να παραμονέψω. Στο τέλος τον είδα μια μέρα να
κλαίει. Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι.
Αυτό το ποίημα δεν είναι για να το διαβάσουν
όσοι δεν μ’ αγαπούνε ακόμη
κι από κείνους που δεν θα με ξέρουν
αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα
σαν και κείνους.
Ύστερα από την ιστορία με τον πατέρα μου,
υποψιαζόμουνα και όσους είχαν αληθινά μάτια
Γιάννης Βαρβέρης, «Ο πατέρας δεν πίνει στους
ουρανούς»
Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο.
Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί.
– Είσαι καλά; Του λέω.
- Καλά, καλά, και μου ‘πιασε το χέρι.
– Άντε, στην υγειά σου, είπε. Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε
πάνω στο τραπέζι.
– Δεν πίνεις; Ρώτησα.
– Εσύ να πιεις,απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω
Karl Wilhelm Friedrich Bauerle |
Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ - Παλαιοί μόνιμοι
κάτοικοι
Εδώ περιφέρονται κ' οι σκιές των
προγόνων μου.
Κάποτε μάλιστα θαρρώ πως ανοίγει
του μεγάλου, ακατοίκητου παλιού μας
σπιτιού το παράθυρο ο πατέρας μου.
Πως βγάζει σιγά-σιγά το κεφάλι,
βγάζει
το χέρι. Με το μεγάλο του δάχτυλο
μου δείχνει στο βάθος κάτι
σαν όνειρο, κάτι σαν ένα περι-
πλανώμενο, άπιαστο, ουράνιο τόξο.
Τον ρωτώ
αν αυτό που βλέπω μπορεί να είναι
η ειρήνη. Με ακούει και αθόρυβα,
χωρίς ν' απαντήσει, κλείνει σιγά-σιγά
το παράθυρο πάλι ο πατέρας.
Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΣ - ΕΠΙ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΜΟΥ
1873
Ἰανουαρίου 14.
Ξύπνα, πατέρα! χαραυγὴ
τὸν οὐρανὸ
χρυσώνει,
κι᾿ ὅλη ξυπνᾶ
ἡ μαύρη γῆ.
Ξύπνα καὶ σὺ μὲ
τὴν Αὐγή,
ν᾿ ἀκούσουμε τ᾿ ἀηδόνι
σὲ κάθε τέτοιαν ὥρα
πετούσατε στὴν προσευχή.
Τὸ σήμαντρό μας ἀντηχεῖ.
Γιατί κοιμᾶσαι τώρα;
Εἶναι τὸ ὄνειρο μακρὸ
῾ποὺ βλέπεις αὐτοῦ πέρα;
Κοιμήθηκες, κι᾿ ἤμουν μικρό,
κι᾿ ὡς νὰ τελείωση τὸ πικρό,
ἐτράνεψα, πατέρα!
Ξύπνα νὰ ἰδῆς. Χλωμή, γρηά,
ἡ δόλια μας μητέρα!
Καὶ τὴ φτωχή μας τὴ γιαγιὰ
᾿Κει κάτου, στὴ χλωρὴ βαϊά...
τὴν θάψαμε μιὰ ᾿μέρα!
Πές μου, πατέρα, τὸ χωριὸ
ποὺ πᾶν οἱ πεθαμένοι
᾿μπορῶ νὰ ᾿πάγω νὰ τὸ διῶ;
Δυὸ λουλουδάκια μόνο, δυό,
νὰ πάρω στὴν καϋμένη!
Μὲ εἴπαν - εἶναι ζοφερὴ
ἡ νύχτα πώχουν σκέπη -
Μὰ ᾿γώ τῆς ἔβαλα κερὶ
Στὴ δεξιὰ τὴν κρυερή.
Τ᾿ ἀνάφτει καὶ μὲ βλέπει·
Θυμᾶσαι; Μ᾿ ἔκλεψες φιλὶ
μιὰ ᾿μέρα παιχνιδιάρη,
καὶ μ᾿ εἴπες - Ἀφτερο πουλί,
χρειάζεσαι καιρὸ πολὺ
νὰ γένης παλλικάρι. -
Ἦρθ᾿ ὁ καιρός. Νἆμαι τρανό!
Διέ με, καλὲ πατέρα,
Σοῦ ᾿τράνεψα· μά... ὀρφανό!
Στὸ δρόμο, ᾿πού συχνὰ περνῶ,
μὲ εἴπανε μιὰ ᾿μέρα.
Περνᾶ τὸ δόλιο τ᾿ ὀρφανό!
Δὲ γνώρισε πατέρα!
Τὸν ἔχασε τριῶ χρονῶ!
- Μοιάζει σὰν ἔρημο πτηνό! -
Ἂς τὸ χαρῆ ἡ μητέρα!
Πές μου, πατέρα, τὴν αὐγή,
᾿πού καίει τὸ λιβάνι
ἡ μάνα καὶ μυρολογεῖ,
Ἡ μυρωδιὰ περνᾶ τὴ γῆ; ᾿
Μπορεῖ νὰ σὲ ζεστάνη;
Τὸ βράδυ πώρχομαι γοργὸ
κι᾿ ἀνάφτω τὸ κανδύλι
τὸ ξέρεις ποὺ τ᾿ ἀνάφτω ᾿γώ;
Ξύπνα, πατέρα!
θὰ καγῶ, σὰ λυχναριοῦ φυτήλι!
Μὲ ᾿φώναζες νὰ κοιμηθῶ
στὸ σπλαχνικὸ πλευρό σου.
- Ἔλα, μικρό, νὰ ζεσταθῶ. -
Κι᾿ ἐγὼ πετοῦσα νὰ χωθῶ
στὸν κόρφο τὸ γλυκό σου.
Τώρα, πατέρα, στὴν πικρὴ
τὴ γῆ τὴ χιονισμένη,
στὴν κρύα κλίνη τὴ μικρή,
σ᾿ αὐτὴ τὴ νύχτα τὴ μακρή,
πές μου ποιὸς σὲ ζεσταίνει;...
Θέλεις ἐγὼ ν᾿ ἀποκριθῶ;
Κανείς, καμιὰν ἡμέρα!
Μὰ ἦρθα ᾿γώ πιὰ νὰ χωθῶ
Στὸν κόρφο σου νὰ κοιμηθῶ,
νἆσαι ζεστός, πατέρα.
Linda Connell Father And Son At The Beach
|
Μιχάλης
Γκανάς, Χριστουγεννιάτικη ιστορία
(απόσπασμα)
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.
«Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, πάρε και τον πατέρα...
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, πάρε και τον πατέρα·
απ' τις μασχάλες πιάσ' τονε σα να 'ταν λαβωμένος.
Όπου πηγαίνεις τα παιδιά εκεί περπάτησέ τον,
με το βαρύ αμπέχωνο στις πλάτες του ν' αχνίζει.
Δώσ' του κι ένα καλό σκυλί και τους παλιούς του φίλους,
και ρίξε χιόνι ύστερα, άσπρο σαν κάθε χρόνο.
Να βγαίνει η μάνα να κοιτά από το παραθύρι,
την έγνοια της να βλέπουμε στα γαλανά της μάτια
κι όλοι να της το κρύβουμε πως είναι πεθαμένη.
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, πάρε κι εμάς μαζί σου,
με τους ανήλικους γονείς, παιδάκια των παιδιών μας.
Σε στρωματσάδα ρίξε μας μια νύχτα του χειμώνα,
πίσω απ' τα ματοτσίνορα ν' ακούμε τους μεγάλους,
να βήχουν, να σωπαίνουνε, να βλαστημούν το χιόνι.
Κι εμείς να τους λυπόμαστε που γίνανε μεγάλοι
και να βιαζόμαστε πολύ να μοιάσουμε σ' εκείνους,
να δουν πως μεγαλώσαμε να παρηγορηθούνε».
Από τη συλλογή Γυάλινα Γιάννενα (1989)
Father And Son by John Keaton |
Alfonso Gatto - Στον Πατέρα μου
(μτφρ.: Σωτήρης Παστάκας)
Αν γύριζες απόψε κοντά μου
στον δρόμο με τους κυανούς ίσκιους
λες κι ήταν πάλι άνοιξη,
θα σου ‘λεγα πόσο μαύρος
είναι ο κόσμος και πως φωτίζεται
απ’ τα όνειρά μας και τις ελπίδες μας
για ελευθερία για μας τους φτωχούληδες
των ουρανών, θα ξανάβρισκα
το παιδικό μου κλάμα
και δυο χαμογελαστά μάτια , μαύρα
μαύρα σαν γλαρόνια.
Θα μου αρκούσε να ήσουν ζωντανός,
θα ‘ταν όνειρο ένας ζωντανός άντρας
με τη δική σου καρδιά. Τώρα σαν σκιά
πάνω στη γη η θύμηση της φωνής σου
που έλεγε σε μας τα παιδιά: “Πόσο όμορφη
είναι η νύχτα και που αγαπιόμαστε με τον αέρα
να τρυπώνει στον ύπνο μας'. Εσύ έβλεπες
τον κόσμο να ξεπροβάλει νύχτα με πανσέληνο
τους ανθρώπους να παν να συναντήσουν την αυγή.
Κ. ΚΑΒΑΦΗΣ Ιερεύς του
Σεραπίου
Τον γέροντα καλόν πατέρα μου,
τον αγαπώντα με το ίδιο πάντα·
τον γέροντα καλόν πατέρα μου θρηνώ
που πέθανε προχθές, ολίγο πριν χαράξει.
Ιησού Χριστέ, τα παραγγέλματα
της ιεροτάτης εκκλησίας σου να τηρώ
εις κάθε πράξιν μου, εις κάθε λόγον,
εις κάθε σκέψι είν’ η προσπάθεια μου
η καθημερινή. Κι όσους σε αρνούνται
τους αποστρέφομαι.— Aλλά τώρα θρηνώ·
οδύρομαι, Χριστέ, για τον πατέρα μου
μ’ όλο που ήτανε —φρικτόν ειπείν—
στο επικατάρατον Σεράπιον ιερεύς.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ Ὁ πατέρας με τη φυσαρμόνικα
Ἀκούσατε μία παράδοξη παράξενη ἱστορία
γιὰ τὸν πατέρα μὲ τὴ φυσαρμόνικα.
Τελάληδες, κοντραμπασίδες καὶ τῆς μηχανῆς τοῦ
τσεβελέκου σπαΐδες
ὅσοι τοῦ πατρὸς ζητᾶτε τὴ γνώση, ἀκαμάτηδες καὶ διακοναρέοι,
ὡραῖοι νέοι καὶ τοῦ δεκάξι Φαρισαῖοι.
Τῆς Σμύρνης μὲ τὴ Γαλλικὴ σχολὴ σπουδαῖοι
ὅσοι ἀκοῦτε μὲ παλιὲς παρέες, ὅλοι ἐσεῖς ποὺ θέλετε γνώση
τοῦ πατέρα τὴν ἱστορία, ὅσοι γιὰ πατρίδες νύχτες μιλᾶτε τόσοι ἀνθρῶποι,
γυναῖκες παιδιὰ μία ἱστορία λυρικὴ παλιά, γιὰ φυσαρμόνικα καὶ κάποιο πατέρα
γιὰ νύχτα καὶ μέρα ἀκούσατε τὴν ἱστορία στὸν ἀέρα.
Στὴν ἀρχὴ ἦταν οἱ τρεῖς χαλύβδινοι αἰῶνες
στοῦ Μπαρτζελιώτη μὲ καρεκλάκι οἱ Παρθενῶνες
καὶ μετὰ ἦρθε ἡ θάλασσα καὶ μεσόγειος νησιά,
ὁ δρόμος μὲ τὴ βρύση πέτρινη παλιά, παλιῶσαν ὅλα μέσα σὲ μιὰ νυχτιά.
Γέρασε ἡ Ἑλένη γιὰ μία νυχτιὰ καὶ τὸ ῾23 ἤτανε αὐτὸ ποὺ λὲς 1910, ἀποκοτιά!
Πηγάδια ὑπόγεια ποταμοί, μὲ τοῦ νέγρου τὸ μωρὸ στὴ φυλακὴ
οἱ ἀταμάνοι οἱ Κοζάκοι οἱ παλιοί.
Μετὰ δυὸ τροχοὶ ἀλέθαν σιτάρι βροχὴ
μὲ τὴ σιδερολαβὴ τοῦ πυρπολητῆ Κανάρη, ἔλειπε ἡ σιδερένια γροθιά.
Τοῦ πατέρα τὸ σπίτι πάνω σὲ καρφιά, δὲν ἔκλαψε, δὲν ἔκλαψε,
τοῦ Πόντου Ἄρη καθὼς φεύγαν τὰ πουλιά.
Χόρεψε, χόρεψε, χόρεψε μόνος γιὰ πρώτη φορά,
δὲ γύρισε δὲν ἤτανε πατέρας πια.
Σεβαστή Κωνσταντινίδου - Όνειρο
Είδα ένα όνειρο,
πως ήταν πρωί, λέει,
κι από τις γρίλιες μέσα
γλιστρούσαν οι πρώτες ηλιαχτίδες
επάνω στην κουρτίνα
κάτι τιτιβίσματα, λέει, έξω απ’ την αυλή
εισέβαλαν στο σπίτι
κι ο σκύλος, λέει, στης πόρτας το χαλί ξάπλωνε ακόμη
Και συ
λέει, έπαιρνες στο χέρι τα κλειδιά
και λίγο, μια στιγμή θαρρείς,
λίγο πριν το πρόσωπό σου αγγίξει τον καθαρό αέρα
εσύ
έμπαινες, λέει, ήλιος πρωινός στην κάμαρα του ύπνου
με σκέπαζες με το ριγμένο παιδικό σεντόνι
κι άφηνες, λέει, εκεί στην άκρη των ματιών μου
ένα δροσερό φιλί,
λέει.
Marc Fishert - FATHER AND DAUGHTER PLAYING |
ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΤΑΣΟΣ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
I) Καθὼς μένω στὸ δωμάτιό μου,
μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινὲς ἰδέες
,Φοράω τὸ σακάκι τοῦ πατέρα
κι ἔτσι εἴμαστε δύο
κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν νὰ γαβγίζω
ἦταν γιὰ νὰ δώσω
ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στὸ δωμάτιο
μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινὲς ἰδέες
,Φοράω τὸ σακάκι τοῦ πατέρα
κι ἔτσι εἴμαστε δύο
κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν νὰ γαβγίζω
ἦταν γιὰ νὰ δώσω
ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στὸ δωμάτιο
II) ……Ἀπ᾿ τὸν πατέρα μου κληρονόμησα αὐτὸ τὸ δυστυχισμένο χέρι κι ἀπ᾿ τὴ μητέρα μου ἕνα μεγάλο φτερό, ἀπὸ κεῖνα ποὺ ἔβγαζε ἀπ᾿ τὴν ψυχή της καὶ τὰ κάρφωνε στὸ ἀστεῖο καπέλο τῆς — εἶναι ἀπὸ τότε ποὺ τὶς νύχτες ἡ παλιὰ ντουλάπα ἀνοίγει μόνη της καὶ βγαίνει ἡ λαιμητόμος, ἐγὼ παλεύω μαζί της, παίρνω τὸν μπαλντὰ καὶ τὴν κάνω κομμάτια, ὕστερα καταπίνω τὶς σανίδες γιὰ νὰ μὴν τὶς βροῦν, πολλοὶ ναυαγοὶ σώθηκαν ἔτσι.
III) Το θεϊκό δικαίωμα των φτωχών πάνω στα υπάρχοντα των άλλων, τα μοναχικά βήματα του περαστικού που σου θυμίζουν όλη τη ζωή σου κι ο πατέρας μου πεθαμένος εδώ και τόσα χρόνια έρχεται κάθε βράδυ και με συμβουλεύει στον ύπνο μου... μα πατέρα του λέω, ξεχνάς ότι τώρα είμαστε συνομήλικοι;
The Love Of The Father by Ilse Kleyn |
Τάσος Μάντζιος -ΠΑΡΕ ΜΕ
Ανασηκώθηκε άξαφνα, απ΄το κρεβάτι ο πατέρας, κοιτώντας το ταβάνι επίμονα -ένα συγκεκριμένο σημείο του ταβανιού- πάρε με,είπε κι ύστερα, πάρε με,ξαναείπε, πάρε με και ξανάπεσε κι άλλο,δεν είπε τίποτα κι ανίσχυρα αμίλητοι εμείς, μονάχα αυτή η επίμονη αυθάδεια του ψυγείου να γουργουρίζει. Κι ήτανε Άνοιξη κι ο αέρας τραμπάλιζε απαλά το μπουγαδόσκοινο, ξεκούρδιστη του καιρού χορδή, ανόητη ταλάντωση, μπροστά στο αμετάκλητο κι ένα δωμάτιο φτωχικό, φριχτό αντηχείο, ν΄αναπαράγουν χρόνια τώρα οι τοίχοι την απόγνωση κι όλο να λένε πάρε με, πάρε με κι άλλο,τίποτα να μη λένε, μόνο, πάρε με.
Από τα "Οξέα του ποιήματος"
Νίκος Εγγονόπουλος, Σύνθεση με τον πατέρα
ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ
- Στη μνήμη τοῦ πατέρα μου
Ὅταν κοιτὰζω τὰ παιδάκια κάθε μὲρα
στοὺς δρόμους, τὸ πρωί, μὲ τοῦ σχολείου τὴν τσάντα
φτωχοντυμὲνη μιὰ μικροῦλα βλέπω πάντα,
μὲ τὴν παλιά της σάκκα, δίπλα στὸν πατέρα.
Ἀπ’ τὸ χεράκι μὲ στοργή τηνε κρατάει –
τὸσο κ’ οἱ δυό εἰναι εὐτυχισμένοι, καθὼς πᾶνε…
Μὲ πόση ἀθώα σοβαρότητα μιλᾶνε!
Τὸ κοριτσάκι ὁλοένα τὸν ρωτὰει,
καὶ κεῖνος,
σοβαρά, τῆς λέει, τῆς διηγᾶται…
(Πόσο σοφός εἴν’ ὁ πατέρας! Πόσα ξέρει!
Πόσην ἀσφάλεια νιώθει στὸ μεγάλο χέρι!
Τίποτε, ἄν τὸ κρατῇ, στὸν κόσμο δέ φοβᾶται!..)
Ξάφνου, τοῦ λέει ἐκεῖνο:
« – Σάν θὰ μεγαλώσω…»
« – Τὸτε ἐγὼ πιά ἕνας
φτωχός γερᾶκος θἄμαι…
Δέ θὰ μπορῶ στὰ χέρια μου νὰ σὲ
σηκώσω,
καὶ θὰ
μοῦ λές: ἀκούμπα
πάνω μου νὰ πᾶμε…
Σὰν θἄρχωνται
γιὰ νὰ
σὲ παίρνουν ἔξω οἱ ξένοι,
μόνος στὴ σκοτεινὴ γωνίτσα μου θὰ
μὲνω…»
« – Ἐγώ στὴν ἅμαξά μου πάντα θὰ σὲ
παίρνω!»
λέει, ἕτοιμη ἡ μικρὴ νὰ κλάψη, κ’ ἐπιμὲνει…
Νιώθει μιὰ τέτοια ἀνυπομονησία, σκάει,
θέλει μεγάλη, τώρα, γρήγορα νὰ γίνῃ,
ἄςνεἰναι
δυνατόν τὴν ὥρα ἀμέσως κείνη,
γιὰ νὰ
τοῦ δείξη πόσο θὰ τὸν ἀγαπάῃ!..
Κι ὅπως θερμά τὸν σφίγγῃ τὸ λιγνό χεράκι
ὁ κουρασμὲνος
νιώθει τόση ἐμπιστοσύνη!..
(Ἔγινε ἐκεῖνος τώρα τὸ
μικρό παιδάκι,
και ὁ προστατευτικός πατέρας εἶναι ἐκείνη…)
Katie m. Berggren - father daughter |
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΕΤΣΙΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Ο πατέρας μου κρύβει όλο το μυστήριο του σύμπαντος.
Να προλάβω να κρατηθώ από τα χέρια του.
Το στόμα του σκοτεινή νύχτα, άναστρη και αντρειωμένη.
Να προλάβω να κοινωνήσω το φως για να αναγνωρίσω την
αλήθεια.
Την αλήθεια αυτή που με οδηγεί αιώνες τώρα,
μέσα από τους λαβύρινθους στα χρωματιστά μου
γλειφιτζούρια.
Σε νύχτες παλιές, καθόλου σκοτεινές.
Χαραμάδες, γλυκιές αγκαλιές στα δυό ζεστά μου σώματα
ανάμεσα.
Ολόκληρη η ύπαρξη με όνομα και χάρη.
Δεν φοβόμουν αλήθεια εκεί ξεχασμένη.
Να ξεχάσω να αλλάξω καταφύγιο για μια φορά ακόμη.
Δυο σχισμές τα μάτια του.
Ανατολές και δειλινά εξίσου.
Να προλάβω να δω τα δάκρυα του.
Σαν το χιόνι που τον νανούριζε να προλάβω παντού να
απλωθώ.
Ο πατέρας μου θα αγγίξει όλο το μυστήριο του σύμπαντος.
Πώς να ψηλαφίσει κανείς τον εαυτό του?
Να ακούσω εκλιπαρώ το τελευταίο του αντίο.
Να προλάβει να με βρει πριν χαθώ για πάντα
σε μονοπάτια αθώα κι ανύποπτα.
Να προλάβει να με βρει εκλιπαρώ.
Mary Cassatt - Portrait of Alexander J. Cassatt and His Son, Robert Kelso Cassatt
ΛΕΟ ΜΠΟΥΣΚΑΛΙΑ Το παιδί στον πατέρα του
Όταν σου ζητώ να μ' ακούσεις
κι εσύ αρχίζεις να δίνεις συμβουλές
δεν έκανες αυτό που σου ζήτησα.
Όταν σου ζητώ να μ' ακούσεις
κι εσύ αρχίζεις να μου λες γιατί
δε νοιώθω και τόσο ωραία.
Ποδοπατείς τα αισθήματα μου.
Όταν σου ζητώ να μ' ακούσεις
και νοιώθεις υποχρεωμένος να κάνεις κάτι
για να λύσεις τα προβλήματα μου,
δεν με κατάλαβες, όσο κι αν φαίνεται παράξενο.
Ίσως γι' αυτό η προσευχή
αποδίδει σε μερικούς ανθρώπους
επειδή ο Θεός είναι βουβός και δεν προσφέρει συμβουλές
και δεν προσπαθεί να τακτοποιήσει πράγματα.
Ο Θεός ακούει μόνο κι εμπιστεύεται εσένα
να τα βγάλεις πέρα με τον εαυτό σου.
Γι' αυτό, σε παρακαλώ,
πρόσεξέ με κι άκουσέ με.
Κι αν θέλεις να μιλήσεις
περίμενε μια στιγμή,
θα 'ρθει η σειρά σου.
Σου
υπόσχομαι να σ' ακούσω κι εγώ προσεκτικά
Franz Kruger , Πατέρας και γιος , κόβοντας ένα δέντρο στο δάσος |
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ - ΠΑΤΕΡΕΣ
που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις
να μη το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά
και φράξε το πιο στέρεα
και πλούτισε τη χλώρη του
και πλάτυνε τη γή του.
Κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται
να το βεργολογήσεις.
Κι αν αγαπάς τ' ανθρώπινα
και όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε
τα ξωτικά να φύγουν.
Και τη ζωντάνια σπείρε του
μ’ όσα γερά, δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.
Κι αν είναι κι έρθουν χρόνια δίσεχτα,
πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιαγμένα,
κι όσα δέντρα για τίποτ’ άλλο δέ φελάν
παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό.
Φωτιά! Τσεκούρι!
Τράβα, ξεσπέρμεψέ το,
χέρσωσε το περιβόλι κόφ’ το,
και χτίσε κάστρο απάνω του
και ταμπουρώσου μέσα,
για πόλεμο, για μάτωμα,
για την καινούγια γένα,
π’ όλο την περιμένουμε,
κι όλο κινάει για να ‘ρθει,
κι όλο συντρίμι χάνεται
στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια Ιδέα να στο πει,
μια Ιδέα να στο προστάξει,
κορώνα Ιδέα, Ιδέα Σπαθί,
που θα είν’ απάνου απ’ όλα.
ΠΑΠΑΧΡΟΝΗΣ ΙΩΑΚΕΙΜ - Eternal
(Στους γιους μου)
Στην ανακομιδή των οστών μου
θα κυματίσουνε ανάκουστα
τα ονόματα σας μέσα από τις γνάθους
που θα ‘χουνε πετρώσει ανοιχτές
όπως σιγήσανε
προφέροντας τα με έκσταση
για ύστατη φορά
Από τις νεκρικές μου κόγχες
θα ανέβει ο βόγγος του βυθού
Θα πνεύσουν μελωδίες
από τα χείλη των οστών μου
με τη ροή της δύναμης
που θα κυλήσει στους αυλούς
Της δύναμης της θέλησης
να εγερθώ
να σας σφιχταγγαλιάσω
για μια στιγμή και πάλι
Barbara Rosenzweig art |
ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΑΚΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΕΝΥΠΝΙΟΝ ΄88
Ηρθε ο πατέρας μου τη νύχτα
και με φώναξε
μαθαίνω πράγματα, μου λέει,
και φοβούμαι,
να πληρώνεις το νοίκι σου και τα κοινόχρηστα
και τα άλλα,
όπως συμφώνησες.
Μα πατέρα, του λέω,
εδώ δεν είναι το σπίτι μου, είναι η φυλακή,
δεν το βλέπεις;
κι αυτή δεν είναι η βρύση που στάζει,
είναι η ζωή μου
που στραγγίζει σταγόνα - σταγόνα..
Το ξέρω, μου λέει,
αλλά και συ το ήξερες και υπόγραψες
και τώρα οφείλεις να πληρώσεις,
όπως όλοι μας.
Trudy R. Gomez: "Father's Love" |
ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ
Ιερή μνήμη
Πατέρα μου αγρότη
πώς τα ήξερες όλα.
Ν' ανασταίνεις
παιδιά
να φυτεύεις να σπέρνεις
να ποτίζεις τη γή
να μιλάς με τ'
αρνια και τα δέντρα
ν' ακούς την ανάσα του χόρτου
να γυρνάς
φορτωμένος τα βράδια στο σπίτι
να σκορπάς τη χαρά
και το γέλιο.
Δεν έγραψες
στίχους εσύ.
Και ποτέ μου δε θ'
άλλαζα εγώ
με τ' αλέτρι την πέννα.
Μ' απ' τους δυό
μας πατέρα
ποιητής μόνο εσύ
'σουν !
Julia Swartz. "Morning Hug" |
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΗΣ -ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ
Απ' όλες τις χαρές μου η πιο βαθύτερη,
κι απ' το γλυκότερό μου ακόμα πόθο,
κάτι που μου χαρίζει τον Παράδεισο,
και κάτι που βαθιά στα σπλάχνα νιώθω,
είναι ν' ακούω το γέρο τον πατέρα μου
να λέει πως αγαπούσαν οι παλιοί,
και -τι ντροπή- πως έδωσε στη μάνα μου,
πριν παντρευτούνε ακόμα, ένα φιλί.
Κ' ενώ γελάμε γύρω με τη μάνα μας,
που ακόμα κι ως τώρα κοκκινίζει,
στα σωθικά μου μέσα ξάφνου αισθάνομαι
κάτι που με κεντάει και φτερουγίζει,
σαν κάποιου μακρινού πουλιού κελάηδημα,
που μες στο δάσος,νύχτα, αντιλαλεί.
Μην είσαι συ, ψυχή μου, σπίθα που άναψες
από το πρώτο εκείνο τους φιλί;
Lewis A. Ramsey -father and son |
ΤΖΙΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Πατρός του Αγίου
Στην αγκαλιά του
Ήφαιστου μεγάλωσες.
Το αμόνι και το σίδερο, οι παιδικοί σου φίλοι.
Σφυρί, καλέμι και
φωτιά, τα πρώτα σου παιχνίδια.
Δούλεψε παραγιέ
δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.
Στα υπόγεια
φαρνατζίδικα, έδεσε το κορμί σου.
Στράντζα και
κύλινδρος ρουφήξανε το εφηβικό σου αίμα.
Μουντζούρα,
ιδρώτας, βάσανα, της νιότης σου η εικόνα.
Δούλεψε βλαστάρι δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό
σου.
Στο παγωμένο
μέταλλο ξέσπασε η οργή σου.
Η τέχνη των
μαστόρων σου γαλήνεψε το νου σου.
Στα ροζιασμένα
χέρια σου εφώλιασεν η γνώση.
Δούλεψε άνθρωπε
δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.
Μπέσα, αντριλίκι
και καρδιά, μοίρασες στους δικούς σου.
Τεχνίτης, μάστορας μαζί, έγραψαν στο όνομα
σου.
Της λαμαρίνας
γητευτής η εικόνα στα όνειρα μας.
Δούλεψε μάστορα
δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.
Μάστορα, φίλε,
αδερφέ, της εργατιάς καμάρι.
Του Προμηθέα είσαι απόγονος, της ανθρωπιάς
πατέρας.
Η γειτονιά μας κάστρο σου, το σπίτι μας
απάγκιο.
Δούλεψες μάστορα
δούλεψες, μας έπλασες ανθρώπους.
γιώργος θ. τζιας
από τη συλλογή «…του αστεριού ο τοκετός»
Jacob Gerritsz. - portrait of a father and son |
ΧΡΥΣΑΥΓΗ ΤΟΥΜΠΑ "Ο πατέρας μου"
Ο πατέρας μου
χλωμός μέσα στο βαθύ βιολετί του θανάτου
πήγαινε προς τη δύση
μοναχικός, πελώριος και παντέρημος.
Πήγαινε σκυφτός, με ένα τσιγάρο στο στόμα
κι ήταν κάτισχνος, ένα παιδί που επιστρέφει από το σχολείο,
με σηκωμένο το γιακά, αν και ήταν καλοκαίρι
κι ένα καπέλο τσακισμένο από το βάρος της βροχής.
Μου φάνηκε πως έγερνε από την δεξιά πλευρά
παρόλο που ήταν χωρίς αποσκευές.
Σιωπηλή, τρομακτική φιγούρα
που σχεδόν δεν διακρινόταν από την ίδια της τη σκιά.
Μου γέλασε, σαν το μοναδικό σημάδι στοργής στον κόσμο,
κάπως σαν ν' ανθίζουν οι μενεξέδες μέσα στην παγωνιά.
Σταμάτησε λίγο να ξελαχανιάσει, κάρφωσε τα μάτια του στα δικά μου
κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή,
καθώς οι κόρες των ματιών του προσαρμόζονταν στο λυκόφως,
διάβασα μέσα τους ονόματα πολλά που συνωστίζονταν να βγουν,
λες κι ένιωθαν πιεστική την ανάγκη να ξαναζήσουν,
να ανασάνουν λίγο καθαρό αέρα
Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ τον καθαρό αέρα.
Τον ρουφούσε μαζί με το θειάφι και τον χαλκό κάθε μέρα.
Ο Πατέρας μου: ένα ποίημα του ποιητή Γουάντι Σααντέ από
Λίβανο –
Πριν το πρόσωπό του γίνει σαν δάσος,
είχε φροντίσει για χιλιάδες δέντρα.
Φαινόνταν σαν τα μονοπάτια
που ατένιζε όταν ήταν σκαρφαλωμένος στην σκάλα του.
Έμοιαζε σαν τις πέτρες του σπιτιού του
που φάνταζαν σαν να γέρνουν.
Ήταν ήπιος και πράος, όπως το χορτάρι.
Ήταν σαν τα μεταναστευτικά γεράκια.
Δεν είπε τίποτα πριν το πρόσωπό του
γίνει σαν δάσος.
Μερικά δέντρα άσπρισαν
σαν το χιόνι που λιώνει στο βουνό.
Μερικά δέντρα ξάπλωσαν τις ρίζες τους
και θάμνοι φύτρωσαν από το χώμα του.
Γουάντι Σααντέ - Μετάφραση NOCTOC
giovanni battista moroni - father and son |
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
1) Πατέρα μου μ' ανάθρεψες
σαν κλήμα στην αυλή σου.
Σήμερα στεφανώνομαι
και δώς μου την ευχή σου.
Την ευχή μου να 'χεις παιδάκι μου,
να ζήσεις να προκόψεις.
**************
2)Αχ, σήκω πατέρα από τη Γη
και δως μου την ευχή σου.
Αχ, σήμερα στεφανώνεται
το πρώτο το παιδί σου.
Αχ, σήκω, πατέρα. να χαρείς,
και συ αυτήν την μέρα.
Να δεις το γιο σου σταυραητό,
τη νύφη περιστέρα.
Father and Son by Robin Weiss |
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα - απόσπασμα
Στο σπίτι δύο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονέ μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατά της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κ' ένα μυξάρικο να τσιρίζει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι· όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της.
Η αλήθεια είναι πως και το γέρο μου τον σέβονταν ο κόσμος, γιατί κρατούσε λόγο, ήταν τίμιος στο αλισβερίσι, φιλόξενος και προκομμένος. Τόνε σήκωνε πολύ κ' η αρχοντοκαμωσιά του, ψηλόλιγνος καθώς ήτανε και σγουρομάλλης, με βαθιά γαλάζια μάτια και στρωτά γερά δόντια, που τα πήρε ατόφια στον τάφο του. Για τούτο και καμάρωνα όταν οι γειτόνισσες λέγανε στη μάνα μου: «Ο γιος σου, ο Μανώλης, είναι φτυστός ο μπάρμπα Δημητρός».
Νύχτα, με τ' άστρα σηκωνόταν ο πατέρας απ' το γιατάκι του. Πρωτόβαζε τη φέσα του κι απέ την τσόχινη βράκα του, τα τουζλούκια και τα ποδήματά του. (Κάλτσες δε φορούσε· έλεγε πως τον στενοχωρούσανε και τον βλάφτανε στην υγειά του). Νιβόταν με θόρυβο. Έκανε το σταυρό του μπρος στα κονίσματα. Καψάλιζε λίγο σταρένιο ψωμί στη θράκα, το βουτούσε στο μπρούσκο και το 'κανε κρασοψυχιά, έτρωγε και καμιάν ελιά, φτούσε το κουκούτσι και λίγες βρισιές μαζί για το γούρι και ξεκινούσε στητός κι ανάλαφρος για τα χτήματα.
Δούλευε δεκάξη με δεκαοχτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει. Σήκωνε μοναχός του γομάρια εξήντα εβδομήντα οκάδες, μα ποτέ δεν τον άκουγες να βαρυγκομήσει. Η τσάπα και τ' αλέτρι γίνονταν υπάκουα στο χέρι του. Τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσανε συνάμα, γιατί τα φρόντιζε περσότερο απ' όσο φρόντιζε εμάς.
Με το σούρουπο γύριζε στο σπίτι δίχως να σταθεί σε καφενέ. Έπιανε το μπουκάλι το ρακί, κατέβαζε κάμποσες γερές ρουφηξιές, έτρωγε το φαΐ που του φύλαγε η μάνα. Κατά την περίσταση έδερνε δυο τρεις από μας κ' έπεφτε μπαϊλντισμένος στον ύπνο, να ρουχαλίζει και να τρέμει ο τόπος.
Κουβέντα δεν τού 'παιρνες ούδε Κυριακή ούδε χρονιάρα μέρα. Κανένας μας δεν τολμούσε να μιλήσει μπροστά του· είχαμε μάθει να τα λέμε όλα με τα μάτια, τους θυμούς, το παράπονο, τις πονηριές ή τις χαρές μας. Μόνο σαν τύχαινε να βρίσκεται στα κέφια του, Κυριακή, που καθόμαστε ολόκληρη η φαμελιά σε τραπέζι, τότες τ' άρεζε να σηκώνει εμένα που μ' έβλεπε πάντα σαν τον γραμματιζούμενο του σπιτιού, να λέω το «Πάτερ ημών».
Veronese_Iseppo da porto |
Νίκος Καζαντζάκης, [Πρώτη μέρα στο σχολείο
με τον πατέρα]
Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο,
γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό, μ’ έναν κόκκινο μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και
τσαρουχάκια με κόκκινες φούντες στα πόδια, ένα πρωί κίνησα για το σχολείο, μισό
χαρούμενος, μισό αλαφιασμένος, και με κρατούσε ο πατέρας μου από το χέρι. Η
μητέρα μου είχε δώσει ένα κλωνί βασιλικό, να τον μυρίζομαι, λέει, να παίρνω
κουράγιο, και μου κρέμασε το χρυσό σταυρουλάκι της βάφτισής μου στο λαιμό.
- Με την ευχή του Θεού και με την ευχή
μου…μουρμούρισε και με κοίταξε με καμάρι.
Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι
κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο, μα το χέρι μου ήταν βαθιά σφηνωμένο στη
χούφτα του πατέρα μου κι αντρειευόμουν. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά
σοκάκια, φτάσαμε στην εκκλησιά του Αϊ- Μηνά, στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό
χτίρι, με μια φαρδιά αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές κι ένα
κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα, το χέρι μου άρχισε να
τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή χούφτα.
Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά
μου, με χάιδεψε. Τινάχτηκα, ποτέ δε θυμόμουν να μ’ είχε χαϊδέψει. Σήκωσα τα
μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:
- Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις
άνθρωπος. Κάμε το σταυρό σου.
Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι, κρατούσε
μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια
μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί
φορούσε καπέλο.
- Ετούτος είναι ο γιος μου, του ‘πε ο
πατέρας μου.
Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη χούφτα του και
με παράδωσε στο δάσκαλο.
- Το κρέας δικό σου, του ‘πε, τα κόκαλα δικά
μου, μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.
- Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη, έχω εδώ το
εργαλείο σου που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.
Μια μέρα που κάναμε Ιερά Ιστορία φτάσαμε
στον Ησαύ που πούλησε στον Ιακώβ τα πρωτοτόκια του για ένα πιάτο φακή. Το
μεσημέρι, γυρίζοντας στο σπίτι, ρώτησα τον πατέρα μου τι θα πει πρωτοτόκια.
Έβηξε, έξυσε το κεφάλι.
- Πήγαινε να φωνάξεις το θείο σου το
Νικολάκη.
Είχε βγάλει το Δημοτικό ο θείος μου αυτός,
ήταν ο πιο γραμματισμένος της οικογένειας, αδερφός της μητέρας μου.
Κοντορεβιθούλης, φαλακρός, με μεγάλα μάτια φοβισμένα, με τεράστια χέρια, όλο
τρίχες.
- Έλα εδώ, του’ πε ο πατέρας μου ως τον
είδε, του λόγου σου που σπούδασες, εξήγα!
Έσκυψαν κι οι δυο τους απάνω στο
βιβλίο, έκαμαν συμβούλιο.
- Πρωτοτόκια θα πει κυνηγετική στολή, είπε
ύστερα από πολλή σκέψη ο πατέρας μου.
Ο θείος κούνησε το κεφάλι:
- Θαρρώ θα πει τουφέκι, αντιμίλησε μα η
φωνή του έτρεμε.
- Κυνηγετική στολή, βρουχήθηκε ο πατέρας
μου.
Μάζεψε τα φρύδια του, κι ο θείος μου λούφαξε.
Την άλλη μέρα ο δάσκαλος ρωτάει:
- Τι θα πει πρωτοτόκια;
Πετάχτηκα:
- Κυνηγετική στολή!
- Τι ανοησίες είναι αυτές; Ποιος
αγράμματος σου τις είπε;
- Ο πατέρας μου!
Ο δάσκαλος ζάρωσε, τον φοβόταν κι
αυτός τον πατέρα μου. Πού να του φέρει αντίρρηση!
(απόσπασμα από το Αναφορά στο Γκρέκο)
Kitchen Waltz by Robert Casilla |
Δημήτρης
Κάββουρας, Το συρτάρι
Ενα συρτάρι, που ο πατέρας κρατούσε πάντα κλειδωμένο,
ξεχάστηκε μια μέρα ανοιχτό. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος· κυρίως γιατί ακόμα κι ο
πατέρας σπάνια άνοιγε αυτό το συρτάρι και δεν μπορούσες να μαντέψεις τι γύρευε
ή τι έβαζε εκεί μέσα. Αν και δεν είχα άλλο στο νου μου από του να ικανοποιήσω
την περιέργειά μου, άνοιξα με φόβο ενόχου εκείνο το συρτάρι. Να λοιπόν· τίποτα,
κατά την εκτίμησή μου εκείνης της στιγμής, δεν υπήρχε που άξιζε τον κόπο.
Χαρτιά και μόνο χαρτιά. Τα χαρτιά, σαν αντικείμενο, δεν ήταν κάτι που θα
μπορούσε να δώσει κανείς σημασία. Σ΄ ό,τι κι αν αφορούσαν. Για μένα σημασία
είχε το αντικείμενο καθ΄εαυτό. Το είδος. Ωστόσο εγώ έπραξα το καθήκον μου κι
ερεύνησα το περιεχόμενο του συρταριού. Σκαλίζοντας, ξετρύπωσα ανάμεσα από τα
χαρτιά μια φωτογραφία, που μου αποκάλυπτε κάτι εντελώς άγνωστο: ο πατέρας είχε κάποτε την ίδια ηλικία μ΄εμένα.
Φραντς Κάφκα, Γράμμα
στον πατέρα (απόσπασμα)
Αγαπημένε μου πατέρα
......................................................................................................
Έβλεπες τα πράγματα περίπου έτσι: Σε όλη σου την ζωή δούλεψες σκληρά, θυσιάζοντας τα πάντα για τα παιδιά σου, κυρίως δε για μένα. Συνεπώς, έκανα "τη μεγάλη ζωή", ήμουν απολύτως ελεύθερος ν' ασχολούμαι με ό,τι μου άρεσε, χωρίς ν' αντιμετωπίσω ποτέ βιοτικό πρόβλημα και γενικά δεν είχα έγνοιες. Εσύ δεν απαίτησες καμία ευγνωμοσύνη για όλα αυτά, επειδή γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει "ευγνωμοσύνη από τα παιδιά", αλλά περίμενες τουλάχιστον έναν καλό λόγο, κάποιο δείγμα συμπάθειας.
......................................................................................................
Έβλεπες τα πράγματα περίπου έτσι: Σε όλη σου την ζωή δούλεψες σκληρά, θυσιάζοντας τα πάντα για τα παιδιά σου, κυρίως δε για μένα. Συνεπώς, έκανα "τη μεγάλη ζωή", ήμουν απολύτως ελεύθερος ν' ασχολούμαι με ό,τι μου άρεσε, χωρίς ν' αντιμετωπίσω ποτέ βιοτικό πρόβλημα και γενικά δεν είχα έγνοιες. Εσύ δεν απαίτησες καμία ευγνωμοσύνη για όλα αυτά, επειδή γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει "ευγνωμοσύνη από τα παιδιά", αλλά περίμενες τουλάχιστον έναν καλό λόγο, κάποιο δείγμα συμπάθειας.
Εγώ, αντί ν' ανταποκριθώ σ' αυτή την προσμονή σου, σε απέφευγα διαρκώς,
κρυβόμουν στο δωμάτιό μου μαζί με τα βιβλία μου, έκανα παρέα με φίλους
ελαφρόμυαλους και καλλιεργούσα παράδοξες ιδέες.
[...]
Θα ήμουν πιο ευτυχής να σε είχα φίλο, αφεντικό, θείο, παππού,
ακόμη (αν και το λέω με κάποιο δισταγμό), πεθερό μου. Αλλά σαν πατέρας ήσουν
πολύ δυνατός για μένα και η δύναμή σου γινόταν εντονότερη επειδή οι αδελφοί μου
πέθαναν σε μικρή ηλικία και οι αδερφές μου γεννήθηκαν πολύ αργότερα.[...]
Πάντως εμείς οι δύο είμαστε τόσο διαφορετικοί και εξαιτίας αυτής της διαφοράς
τόσο επικίνδυνοι ο ένας για τον άλλο, ώστε εάν ήθελε κανείς να προβλέψει με
ποιο τρόπο, εγώ, ένα παιδί που εξελισσόταν αργά και εσύ, ο ώριμος άντρας, θα
μπορούσε να συμπεριφερόμαστε ο ένας προς τον άλλο, θα μπορούσε να συμπεράνει
ότι θα με συνέθλιβες, αφανίζοντας ολοκληρωτικά την προσωπικότητά μου. Αυτό
βέβαια δε συνέβη, διότι η ζωντανή πραγματικότητα είναι αδύνατον να υπολογισθεί
εκ των προτέρων, έχει όμως συμβεί κάτι χειρότερο.
Pompeo Batoni - The Return of the Prodigal Son |
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ
(Λουκ. ιε’ 11-32)
11 Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. 12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος
αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν
αὐτοῖς τὸν βίον. 13 καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς
ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.
14 δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην,
καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. 15 καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς
χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. 16 καὶ
ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ
οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. 17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου
περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! 18 ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν
πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. 19
οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. 20 καὶ
ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ
πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ
κατεφίλησεν αὐτόν. 21 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ
ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. 22 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς
τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ
δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, 23 καὶ
ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 24 ὅτι
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο
εὐφραίνεσθαι. 25 Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς
ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, 26 καὶ προσκαλεσάμενος
ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 27 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου
ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν
ἀπέλαβεν. 28 ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν
παρεκάλει αὐτόν. 29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι
καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν
φίλων μου εὐφρανθῶ· 30 ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ
πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. 31 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον,
σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· 32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ
χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν
καὶ εὑρέθη.
Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης
Μουσική: Παντελής Θαλασσινός
Στα χέρια της μητέρας μου, κοιμόταν ο πατέρας μου
Και η ζωή ξημερώνει στα παιδικά μου μάτια
Και το πρωί που έφευγε, μια ακτίνα του ήλιου ξέφευγε
Και χόρευε στο βήμα του αργά στα σκαλοπάτια
Ρεφρέν:
Στο μεσιανό του δάκτυλο μια φαγωμένη βέρα
Κι ανάμεσα στα χείλη του μια ήσυχη γραμμή
Δε μίλαγε μα δάκρυζε, στην πρώτη καλημέρα
Λογια είναι τα δάκρυα, κρυμμένα στα κορμί
Τους δρόμους που περπάταγε, ασίκικα τους πάταγε
Κι ας ήταν ο πατέρας μου σκαρί συνηθισμένο
Στους ουρανούς αρμένισε και το σακάκι ανέμισε
Καιρός πάει που έφυγε μα εγώ τον περιμένω.
Και η ζωή ξημερώνει στα παιδικά μου μάτια
Και το πρωί που έφευγε, μια ακτίνα του ήλιου ξέφευγε
Και χόρευε στο βήμα του αργά στα σκαλοπάτια
Ρεφρέν:
Στο μεσιανό του δάκτυλο μια φαγωμένη βέρα
Κι ανάμεσα στα χείλη του μια ήσυχη γραμμή
Δε μίλαγε μα δάκρυζε, στην πρώτη καλημέρα
Λογια είναι τα δάκρυα, κρυμμένα στα κορμί
Τους δρόμους που περπάταγε, ασίκικα τους πάταγε
Κι ας ήταν ο πατέρας μου σκαρί συνηθισμένο
Στους ουρανούς αρμένισε και το σακάκι ανέμισε
Καιρός πάει που έφυγε μα εγώ τον περιμένω.
ΤΡΑΓΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ
H θυσία της Ιφιγένειας (Francis Frontabasso)
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ -ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Οίμοι! Τι να είπω τώρα ο ταλαίπωρος ; Πόθεν
ν’αρχίσω ; Ω, εις ποία μαύρα βάραθρα έπεσα! θεός δυσμενής, αλλά πολύ σοφώτερος,
όλα τα σχέδια μου κατεσύντριψε. Πόσον προτιμότερον να γεννηθή τις εκ γένους
ταπεινού ! Κλαίει ελευθέρως και ανακουφίζεται τουλάχιστον εκφράζων ό,τι
αισθάνεται. Αλλ' εις ημάς τους ευγενούς καταγωγής, ουδέν εκ τούτων επιτρέπεται.
Επαιρόμεθα διά τον όγκον του γένους μας, ενώ ουδέν άλλο είμεθα ειμή δούλοι του
άλλου. Ιδού τώρα εγώ ως βασιλεύς μεν εντρέπομαι να δακρύσω, ως πατήρ δ'
εντρέπομαι να μη δακρύσω υπό την θύελλαν αυτήν των συμφορών. Τι να είπω τώρα
προς την μητέρα της, πώς να την δεχθώ ; Με ποίον βλέμμα θα την ατενίσω, αυτήν,
ήτις απρόσκλητος ελθούσα εδώ συνεπλήρωσε την δυστυχίαν μου; Και όμως τι το
φυσικώτερον να συνοδεύση η μήτηρ την κόρην της ερχομένην εις την χαράν του
γάμου της και να παραδώση φαιδρά και ευτυχής το προσφιλές της τέκνον εις εμέ
τον πατέρα του, τον κακούργον πατέρα ; Και τι θα είπω προς την κόρην μου, την
ταλαίπωρον παρθένον ; Παρθένον είπα ; Αλλά μόλις έλθη εδώ θα την αρπάσει εις
τας αγκάλας του ως σύζυγον ο Αδης. Και αυτή, ικέτις προ εμού, θα μοι είπη:—-
Πατέρα μου, θέλεις λοιπόν να με θανατώσης συ; Αυτός είναι ο γάμος, τον οποίον
μοι ητοίμαζες; Ω! είθε και συ και πας φίλτατός σου τοιούτους γάμους να τελέσητε.
-—Και ο Ορέστης μου παρών θα κλαίη χωρίς να εννοή, νήπιον ακόμη το πτωχόν. Ω,
εις ποίαν φρικώδη συμφοράν μ’έρριψε του Πάριδος ο γάμος !
ΟΔΥΣΣΕΑΣ –ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ
( Συνάντηση - Αναγνώριση )
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
“Ἀλλιώτικος μοῦ φάνηκες, ὦ
ξένε, ἀπὸ
τὰ πρῶτα·
ἄλλα φορεῖς
κι ἡ ὄψη
σου κι αὐτὴ ἀλλαγμένη τώρα.
Ἕνας θένα 'σαι ἀπ' τοὺς θεοὺς ποὺ
κατοικοῦν τὰ οὐράνια.
Ἐλέησέ μας, σοῦ τάζουμε καλόδεχτες θυσίες,
καὶ δῶρα
χρυσοδούλευτα· προσπέφτω σου, λυπήσου”.
Τότες τοῦ ἀπάντησε ὁ τρανός,
πολύπαθος Δυσσέας·
“Θεὸς δὲν
εἶμ' ἐγώ·
γιατὶ μὲ
θεοὺς μὲ
παρομοιάζεις;
παρὰ εἶμ'
ἐγὼ
πατέρας σου, ποὺ ἐσὺ
γι' αὐτὸν
πονώντας
τόσα τραβᾶς ἀπὸ κακοὺς καὶ
δύστροπους ἀνθρώπους.
” Μ' αὐτὰ
τὰ λόγια φίλησε τὸ γιό του, καὶ
τὰ δάκρυα
τοῦ τρέξαν ἀπ' τὰ μάγουλα, ποὺ ὡς
τότες τὰ κρατοῦσε.
.........................................................................................
Εἶπε, καὶ
κάθισε· κι ὁ γιὸς στὴν ἀγκαλιά του πῆρε
τὸ δοξαστὸ
πατέρα του μὲ θρήνους καὶ μὲ
δάκρυα.
Τότες κι οἱ δυὸ ξεβούρκωσαν, καὶ δυνατὰ στριγγλίζαν,
κι ἀπ' ὄρνια
ξεφωνίζοντας πιὸ ἁψὰ
κι ἀπὸ
σπαράχτες
ἀγιοῦπες
ἢ θαλασσαϊτούς, ποὺ πῆραν
τὰ μικρά τους,
ἀκόμα πρὶ
φτερώσουνε, τῆς ἐξοχῆς οἱ ἀργάτες·
τόσο πικρὰ ἀπ' τὰ βλέφαρα τὰ δάκρυα τους χυνόνταν.
( Μετάφραση Δ. Μαρωνίτης)
William
Henry Margetson -
|
ΑΒΡΑΑΜ
Β. ΚΟΡΝΑΡΟΣ - Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ
Η φωτογραφία από http://anemi.lib.uoc.gr/ Stephan Frostad - . Father's Arms |
ΕΙΠΑΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ
*Ο πατέρας μου συνήθιζε να παίζει με τον
αδελφό μου και μένα στον κήπο. Η μάνα μας έβγαινε έξω και φώναζε: “Θα
χαλάσετε το γκαζόν!”. Κι εκείνος της απαντούσε: “Δεν μεγαλώνουμε γκαζόν, αγόρια
μεγαλώνουμε!”- Harmon Killebrew
*Οι καλοί μπαμπάδες δίνουν στα παιδιά τους
ρίζες και φτερά. Ρίζες για να νιώθουν πού είναι το σπίτι τους και φτερά για να
πετάξουν μακριά ελεύθερα - Jonas Salk
*Δεν μπορώ να σκεφτώ καμία άλλη ανάγκη στην παιδική ηλικία,
τόσο δυνατή όσο η ανάγκη της πατρικής προστασίας. Σίγκμουντ Φρόυντ
*Ο πατέρας που δεν μαθαίνει στο γιο του τα καθήκοντά του
είναι σχεδόν εξίσου ένοχος με τον γιο που τα αγνοεί. Κομφούκιος
*Τι καλό έκανες για τον πατέρα σου, ώστε να περιμένεις τόσα
απ' το γιο σου;
Σααντί
Σααντί
*Ενας άντρας καταλαβαίνει πότε αρχίζει να γερνάει: όταν
αρχίζει και μοιάζει με τον πατέρα του. Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
ΠΗΓΕΣ
Γιωργίτσα ..διαμάντια μάζεψες ..
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύτιμα ένα κι ένα ..
Πολύ σε ευχαριστούμε ..και μελέτη έχουμε αξιόλογη στη συνέχεια
Μπράβο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετική δουλειά! συγχαρητήρια!
ΑπάντησηΔιαγραφήεξαιρετικό αφιέρωμα !! πολύ καλή δουλειά Γεωργία !..... λίγα τα αφιερώματα για τον πατέρα και την σπουδαιότητά του στη ζωή των παιδιών και της οικογένειας .... Μπράβο !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικό αφιέρωμα στο δεύτερο σημαντικό πρόσωπο στη ζωή ενός παιδιού. Συγχαρητήρια!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ, πολύ καλό!!! Εξαιρετικό!
ΑπάντησηΔιαγραφήhttps://www.facebook.com/media/set/?set=a.177913712332798.6239.177907839000052&type=3
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχο το αφιέρωμά σου Γεωργία μου !!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικό αφιέρωμα, εύγε Γεωργία!
ΑπάντησηΔιαγραφή