Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

ΑΛΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ - ΓΙΩΤΑΚΟΥ "Έτσι την είδε!'


Έτσι την είδε να ανεβαίνει τις πολυτελείς σκάλες του μεγάρου, τις στρωμένες με τους άλικους βελούδινους διαδρόμους, που πλούσια έριχναν τις αναλαμπές τους στα μαύρα, εβένινα μαλλιά της και τους έδιναν μιαν όψη αλλιώτικη, εξωτική σχεδόν! 
Του άρεσε! Έμεινε να θαυμάζει τα μαλλιά της και τα ωραία χυτά και καλοσχηματισμένα της πόδια , καθώς διαγράφονταν κάτω από το λευκό μεταξωτό φόρεμα της. 
Μια κορμοστασιά θεική πραγματικά! 
Μπήκε στην τεράστια αίθουσα και, ανάμεσα στους παλιούς χρυσούς καθρέφτες και ανάμεσα στους πίνακες μεγάλων ζωγράφων Ελλήνων και ξένων, ένιωσε πως για κείνον ήταν η ώρα του παραμυθιού. 
Σκέφτηκε να την πλησιάσει και να της μιλήσει. 
Δίστασε! Δεν ήξερε τίποτε για κείνην. Ποια ήταν; Από πού ερχόταν; Ποια ήταν η δουλειά της; Ερωτηματικά που σταματούσαν τη διάθεση που τον έκαιγε για να μάθει, για να βρεθεί κοντά της. 
«Θα το παλέψω, θα το παλέψω!» είπε και ξαναείπε μέσα του. Πρέπει να μάθω κάτι για το κορίτσι αυτό που δεν μοιάζει με τα άλλα. Πρέπει να μάθω ποια είναι; Δεν γίνεται να τελειώσει η δεξίωση και γω να μείνω με τα ερωτηματικά μου. 
Για λίγο την έχασε! Έψαξε να τη βρει στη μεγάλη αίθουσα, αλλά απέτυχε. Τον ενοχλούσε τώρα και η μουσική. Νόμιζε πως και κείνη στέκεται εμπόδιο στην προσπάθειά του να την εύρει. 
Τα μάτια του σπινθήρισαν σε μια προσπάθεια , μήπως και τη δει κάπου. Τίποτε! Απελπίστηκε. Κρίμα! «Την έχασα, ίσως και να έφυγε αμέσως, ποιος να το ξέρει;» σκέφτηκε και αναστέναξε με πόνο. 
Αποκαμωμένος, όχι από την κούραση, όσο από την αγωνία, κάθισε σε μια βαθιά πολυθρόνα και έκλεισε για λίγο τα μάτια του. Μέσα του σκιές από το παρόν, σκιές από το παρελθόν, ένας κυματισμός ολόκληρος από θύμησες καλές, κακές, συγκινήσεις και τόσα άλλα προσαρμόστηκαν στην ψυχή του σαν μια μικρή φθορά και συνωστίζονταν ανηλεώς το ένα πάνω στο άλλο. 
Η μουσική εξακολουθούσε να τον ενοχλεί. Τώρα τον ενοχλούσε και η κάθε κυρία που με μια δυναμική άμιλλα προσπαθούσε να είναι καλύτερη από την άλλη. 
Γούνες, φορεσιές, κοσμήματα πανάκριβα, φλυαρίες ατελείωτες και χωρίς λόγο, κάτι σαν τον συνωστισμό μέσα στα λεωφορεία της γραμμής σε ώρα αιχμής. 
Του ήρθε να φωνάξει. «Μη μιλάτε δυνατά, μη μιλάτε δυνατά, κάτι εγώ περιμένω». Γέλασε για λίγο με τη σκέψη αυτή. Μα τι πάω να κάνω; Παραδίνομαι χωρίς συνειδητό «πιστεύω» σε ένα ασύλληπτο όνειρο; Τρελάθηκα λοιπόν;» 
Ξαναέκλεισε τα μάτια του και ξανά οι σκέψεις οι παλιές ήρθαν σαν παγίδες και παγίδεψαν νου και καρδιά. 
Και θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια και θυμήθηκε την όμορφη μητέρα του και τον ψηλό, μα τραχύ πατέρα του, και ύστερα και ύστερα... το χάος. 
Βρέθηκε μόνος με μια γιαγιά να τον προσέχει, γιατί λέει οι γονείς του δεν συμφωνούσαν και χώρισαν. Έτσι απλά! Δεν συμφωνούσαν! 
Και το παιδί ποιος θα το μεγάλωνε; Δεν βαριέσαι! Τι είναι το παιδί και τι καταλαβαίνει στην ηλικία των τριών χρόνων; Ένα τίποτε που θα βρει το δρόμο του στην αγκαλιά μιας γιαγιάς και φυσικά δεν θα του λείψει τίποτε οικονομικά. 
Όλα θα τα έχει. Και τα παιχνίδια του και το καλό του φαγητό και το καλό του ντύσιμο, και μάρκας όλα τα ρούχα του, και ύστερα ένα καλό και ακριβοπληρωμένο παιδικό σταθμό, ένα Αμερικάνικο Δημοτικό και το ίδιο Γυμνάσιο και Λύκειο και όσο για σπουδές ό,τι θέλει. Όλα τα τακτοποίησαν οι γονείς που μεταξύ τους δεν τα πήγαιναν καλά. 
Ξέχασαν όμως το πιο βασικό. Ότι το παιδί για να μεγαλώσει σωστά θέλει αγάπη, πολλή αγάπη, θέλει μητρική και πατρική αγκαλιά, θέλει το νανούρισμα της μάνας, όσο κακόηχο και αν είναι, θέλει να τους δει μαζί αγκαλιασμένους να γελούν και να χαίρονται... 
Ένα τραγούδι που μίλαγε για αγάπη τον ταρακούνησε. Πετάχτηκε, λες και είχε κοιμηθεί και ενεργοποίησε όλες του τις δυνάμεις. 
Το μυαλό του έτρεξε σε κείνη. Άρχισε να βηματίζει στην τεράστια σάλα, ανάμεσα στα γυαλιστερά, ψηλόκορμα φυτά, πήρε βαθιές ανάσες και το μάτι του έπαιξε σαν το μάτι του ζώου που γυρεύει το θήραμά του. 
Η επιθυμία του να τη βρει ήταν τόσο έντονη που έσβησε όλες τις στιγμές της απόγνωσης και της αβεβαιότητας. Γιατί υπάρχουν στιγμές απόγνωσης που φέρνουν την ψυχή κοντά στο τέλος της, αλλά η ψυχή έχει τόση δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες. Συνέχισε να περπατά με το κεφάλι ψηλά και τότε την είδε! Την είδε! 
Την είδε να παίζει με ένα λαμπερό πλατύφυλλο φύλλο και ήταν τόσο ωραία και μαγευτική μέσα στην αθωότητα που πλαισίωνε το πρόσωπό της που για μια ακόμη φορά θαμπώθηκε από τη ζωντάνια και τη χάρη που τη χαρακτήριζε. «Η άνοιξη! είπε. Η άνοιξη! όλο φως, όλο ζωντάνια... Και της μίλησε. 
Της μίλησε απλά και αληθινά. Δεν δίστασε, δεν σκέφτηκε τίποτε! 
«Σ΄αγαπώ, σ’ αγαπώ από πριν, από τώρα και σ’αγαπώ και για το μέλλον, της είπε χωρίς να πάρει ανάσα, χωρίς να σκεφτεί κάτι. Πες μου το «ναι», αν είσαι ελεύθερη και το θέλεις. Πες μου το « ναι» και η αγάπη μου θα είναι η καθημερινή δροσοσταλίδα για σένα!» 
Τον κοίταξε και το βλέμμα της πρόδωσε αυτό που ήθελε ν’ ακούσει. 
Η αγάπη για να πραγματοποιηθεί δεν χρειάζεται ούτε χρόνο, ούτε σκέψη. Μόνη αυτή ξέρει να κατευθύνει τις καρδιές των ανθρώπων που αγαπούν. 
Και εδώ η αγάπη μίλησε, γρήγορα και δυναμικά. 
Και ήταν άνοιξη τότε! Και τα δέντρα φώναξαν άνοιξη, και τα βέλη του θεού Έρωτα φώναξαν άνοιξη και η μουσική έπαιξε τραγούδια της άνοιξης και όλα είπαν άνοιξη και οι δικές τους ψυχές πλημμύρισαν από άνοιξη και έρωτα μαζί και όλα είπαν άνοιξη και όλα γέμισαν από άνοιξη, καθώς δυο ψυχές αφημένες στον έρωτα κατέβαιναν τις πολυτελείς σκάλες του μεγάρου, που ήταν στρωμένες με άλικους, βελούδινους διαδρόμους και έπαιρναν το διάβα για μια ζωή στολισμένη με άνθη και έρωτα και αγάπη από το πριν, από το τώρα, με αγάπη για όλη τους τη ζωή. 
Έτσι την είδε, έτσι την αγάπησε!!!!











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου