Σάββατο 6 Απριλίου 2019

Περικλής Γιαννόπουλος (1869 – 8 Απριλίου 1910)



Ο Περικλής Γιαννόπουλος (Πάτρα 1869 – Αθήνα 8 Απριλίου 1910), λογοτέχνης, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, υπήρξε ελληνολάτρης διανοητής. Ήταν γιος του Ιωάννη και της Ευδοκίας Θεοφράστου Χαιρέτη. Καταγόταν δηλαδή από την αρχοντική κρητική, βυζαντινής καταγωγής, οικογένεια Χαιρέτη, της οποίας μέλη είχαν εγκατασταθεί στην Πάτρα. Γι' αυτό φέρεται ότι επηρεάστηκε ιδιαίτερα από το έργο του θείου του Εμμανουήλ Χαιρέτη.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα και αυτοκτόνησε στον κόλπο του Σκαραμαγκά.
Τελείωσε το Α' Γυμνάσιο Πατρών το 1887  κι έπειτα παρακολούθησε μαθήματα ιατρικής για ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άλλα δύο χρόνια στο Παρίσι. Μετά το θάνατο του πατέρα του, όμως, εγκατέλειψε τις σπουδές του και πήγε για οχτώ μήνες στον αδελφό του στο Λονδίνο, όπου μελέτησε αγγλική και γαλλική λογοτεχνία. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Άρχισε από το 1894 να δημοσιεύει μεταφράσεις ποιημάτων των Ντίκενς, Πόε, Λοτί, Ουάιλντ, Μποντλέρ, Μιρμπό, Τελιέ, καθώς και δικά του "πεζά ποιήματα". Από το 1899 αρθρογραφεί στις εφημερίδες Ακρόπολις, Το Αστυ, Εστία κ.ά. και στα περιοδικά Κριτική, Παναθήναια, Ο Νουμάς κ.ά., χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα όπως Λωτός, Απολλώνιος, Νεοέλλην, Μαίανδρος, Θ. Θάνατος. Με εντελώς προσωπικό ύφος και γλώσσα, και ασυγκράτητο πάθος, εκφράζει τις ελληνοκεντρικές του ιδέες και καταγγέλλει τα κατ' αυτόν αίτια της ελληνικής κακοδαιμονίας - προπαντός την ξενομανία, τον "φραγκοραγιαδισμό" όπως τον ονόμασε ο ίδιος. Το 1906 εκδίδει ως αυτόνομο βιβλίο το "Νέον Πνεύμα", και το 1907 την εκτενέστερη "Έκκλησι προς το Πανελλήνιον Κοινόν" - τα ιδεολογικά του μανιφέστα. Οι "περικλογιαννοπούλειες" ιδέες, σε σύγκρουση με κάθε κατεστημένο, προκαλούν αντιδράσεις στην Αθήνα της εποχής. Από άλλους θεωρείται απλώς ρομαντικός και ωραίος τρελός, από άλλους υβριστής, άλλοι όμως αναγνωρίζουν από την πρώτη στιγμή την πρωτοτυπία του και εμπνέονται από αυτόν. (Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Αριστος Καμπάνης, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Σπύρος Μελάς δημοσιεύουν πολύ εγκωμιαστικές κριτικές. Ο Ίων Δραγούμης γίνεται αδελφικός του φίλος, και μάχεται μετά τον θάνατο του Γιαννόπουλου να κάνει το όραμα του φίλου του πολιτική πράξη. Ο Άγγελος Σικελιανός θα ακολουθήσει δική του, πρωτότυπη ελληνοκεντρική πορεία, θα υμνήσει όμως και αυτός τον Γιαννόπουλο και βεβαίως δεν θα μείνει ανεπηρέαστος από αυτόν.)

Αν και ο Γιαννόπουλος ευτύχησε να είναι πολύ γνωστός και να έχει αφοσιωμένους φίλους στον πνευματικό κόσμο των Αθηνών (τόσο για το πρωτότυπο, ελληνοκεντρικό, παθιασμένο πνεύμα του, αλλά επίσης και για τον "μποέμικο" και άκρως φιλελεύθερο για τα συντηρητικά ήθη της εποχής τρόπο ζωής του - κατά τις μαρτυρίες μάλιστα υπήρξε και ωραιότατος άνδρας ), εν τούτοις δεν ευτύχησε να έχει την ευρύτερη αποδοχή που ποθούσε ως συγγραφέας, πόσο μάλλον να αναμορφώσει κατά το όραμά του την ελληνική κοινωνία.

Δεν ήθελε, αυτός ο λάτρης του ωραίου, να γεράσει (όπως υπέθεσε ο Ίων Δραγούμης); Ένιωσε ότι έφθανε στην εξάντληση της καλλιτεχνικής του δημιουργίας; Ότι δεν είχε άλλο τίποτε πια να προσφέρει πια, ούτε μπορούσε να αναμορφώσει την ελληνική κοινωνία; Απογοήτευση από την μη ευόδωση με γάμο της ερωτικής σχέσης του με την Σοφία Λασκαρίδου, ζωγράφο και χειραφετημένη γυναίκα της εποχής; Ρομαντικός και "ερασιθάνατος" (η λέξη του Ιωάννη Συκουτρή, του επίσης μεγάλου ελληνολάτρη αυτόχειρα); Όλα αυτά μαζί, σημειώνει ο ψυχίατρος και λογοτέχνης Πέτρος Χαρτοκόλλης.

Στις 8 Απριλίου 1910, ο Περικλής Γιαννόπουλος δημιούργησε και εκτέλεσε το τελευταίο έργο του - κατά πολλούς το αποκορύφωμα του έργου του. Όπως είχε προσχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια πολύ καιρό πριν, στεφανωμένος, καβάλησε το άσπρο άλογό του και μπήκε μαζί του στην θάλασσα του Σκαραμαγκά. Με μία σφαίρα στο κεφάλι, ενώθηκε για πάντα με την ελληνική φύση που τόσο είχε αγαπήσει. Προηγουμένως είχε κάψει πολλά ανέκδοτα έργα του (κατά μαρτυρίες μια εργασία περί της αρχιτεκτονικής, καθώς και διηγήματα φαντασίας), σημειώνοντας ότι αφού η Ελληνική Φύση τα ενέπνευσε στον ίδιο, θα τα ενέπνεε και σε άλλους στο μέλλον. Το νεκρό σώμα του το έβγαλαν τα κύματα στην στεριά δέκα μέρες μετά. Πριν ταφεί, δύο άγνωστες κυρίες, σαν νύμφες της Αττικής γης, στόλισαν τον νεκρό με λουλούδια (πιθανότατα η Σοφία Λασκαρίδου).

Ο θάνατος, ο τρόπος μάλιστα του θανάτου του Περικλή Γιαννόπουλου συγκλόνισε την κοινωνία και τον τύπο της εποχής, τόσο που δεν είχε γίνει για τα έργα του όσο ζούσε. Για πολλές ημέρες δημοσιεύονταν λεπτομέρειες για τον τρόπο του θανάτου του, ενώ ποιητές όπως ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Μαλακάσης και η Μυρτιώτισσα του αφιέρωσαν ποιήματα

 ΚΕΙΜΕΝΑ

Αἰγαίου Ἑσπερινός


... Ὁ ἥλιος ἔπεσεν ὄπισθεν της πόλεως Σύρου... Παντοῦ βασιλεύει σιγή, οὐδαμοῦ σείεται αὔρας πνοή: παντοῦ ἁπλώνεται νωχέλεια θερμοτάτη καὶ ἡ θάλασσα πνιγμένη ἀδρανεῖ. Πτερόεντα πλοιάρια ὅπου ἔτυχαν μένουν κολλημένα μὲ διπλωμένα τὰ πτερά, σὰν πτηνὰ ἀναπαυόμενα ἐπάνω εἰς νερά.

... Ὅταν τὸ πολυάνεμον, πολυκύμαντον καὶ πολυθόρυβον ρεῦμα τοῦ Αἰγαίου, τοῦ ὁποίου ἡ διάθεσις διευθύνει τὴν ζωὴν καὶ τὴν ἔκφρασιν ὅλων τῶν νησιωτικῶν ὄντων ἠρεμεῖ, ὅλα λαμβάνουν ὄψιν ἄλλην, ὄψιν νέαν. Τότε ἀπὸ ὅλων τῶν σημείων ἀναφαίνονται ὁλοφάνεροι μεγαλονόμεναι, ὑπερυψούμεναι καὶ πλησιάζουσαι ἐν σιγῇ, αἱ κυλοῦσαι τὸν ὁρίζοντα νῆσοι, σὰν νὰ τελῆται ἱερουργία τις καὶ μέγα τι ἐν τῇ φύσει νὰ συντελῆται.

... Ἀζωγράφιστος, ἀτραγούδιστος, ἀνεκλάλητος εἶναι τότε ὁ χορὸς τῶν Νυμφῶν τοῦ Αἰγαίου, στέφανος ἀνθισμένης ἡδυπάθειας. Ἡ Τῆνος, σωρὸς ἴων θερμοτάτων, μιμουμένη τὸν ἀμίμητον Ὑμηττὸν κατὰ τὰς στιγμὰς τῆς ἐντονωτάτης του ζωῆς, τῶν ὑστάτων θωπειῶν τοῦ Ἡλίου. Μία ἑνωτικὴ γραμμὴ θαλάσσης μελανὴ ἑνώνει τὴν Τῆνον μὲ τὴν Μύκωνον. Ἡ Μύκωνος ἁπαλώτατα ροδίνη, τριαντάφυλλον Ἀπριλίου μαραινόμενον. Ἄλλη ἑνωτικὴ γραμμὴ θαλάσσης ἀνοικτοτέρα καὶ ἔπειτα ἡ Νάξος βελούδινον, βυσσινόχρουν ρόδον διαπύρως ἀκμαῖον. Ἡ ἱερὰ Δῆλος κολυμβῶσα εἰς τὸ σταματημένον ὕδωρ. Ἕνα θαυμάσιον περιδέραιον ἀνθέων κυκλῶνον τὸν οὐρανόν, ἔχον ἄνθος μεσαῖον τὸ νησίδιον τοῦ Φάρου, χρυσοβόλον δέσμην γαζιῶν.

... Τὰ κυκλοῦντα τὸν οὐρανὸν ἰορρόδινα ἄνθη, τὰ περιβρέχει τὸ κυανοσκότεινον ἀργυρολαμπὲς ὕδωρ, σὰν ἄνθη βουτημένα εἰς νερὸν καὶ ἀπὸ τὸν σμαράγδινον οὐρανὸν ἀποκρεμᾶται καταρρέων ἁπαλώτατα στέφανος ἄλλος χρυσοκίτρινος, στεφανώνει καταρρέων χαμηλὰ θάλασσαν καὶ νησιὰ μὲ φωτεινὴν θωπείαν διαβάσεως ἀγγελικῶν ταγμάτων μὲ καναρίνεια πτερά.

... Εἰς τὴν ἀθόρυβον πόλιν τῆς Σύρου, ποὺ λάμπει μὲ τοὺς κυανολεύκους καὶ ροδολεύκους χαρωποὺς οἰκίσκους ποὺ ἀναβαίνουν ὁ ἕνας εἰς τοὺς ὤμους τοῦ ἄλλου, ἕως τὴν κορυφὴν τῶν δύο κωνικῶν της βουνῶν, διὰ νὰ ἰδοῦν μὲ μάτια λάμποντα καὶ πλησίον τοῦ μόλου σχήματα ἀνθρώπων καθισμένα μελανὰ καὶ ἄφωνα, ἔχουν τὸν ἀέρα ἀκολουθούντων νωχελῶς λειτουργίαν ἢ ἀγαθῶν γελαδινῶν ζῴων ἁπλῶς ἠρεμούντων. Εἰς τὸν ἐρυθροκίτρινον κυματοθραύστην βρεφῶν καὶ δουλαρίων σμῆνος σὰν ἔντομα πολύχρωμα.

... Ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ ὁλοὲν καταβαίνουν νέαι φωτεινοὶ θωπεῖαι, ἡδύτατα φιλήματα αἰθεριότητος καὶ διαρκείας ἀσυλλήπτου, ἀλλ᾿ ἐκπληκτικῆς διαυγείας. Χρυσομηλόχρους στέφανος ἁπλώνεται λαμπρότατος, ροδίνη χύνεται σκόνη ζώνουσα ξηρὰ καὶ ὑγρά. Τώρα ἡ Τῆνος βαθύχροα ἴα δροσολουσμένα. Τώρα ἡ Μύκωνος πυρουμένη μιμουμένη τὸν Ὑμηττόν. Τώρα ἡ Πάρος ἴα μαραμένα. Τώρα τὸ Νησίδιον τοϋ Φάρου βαθυχροΐζον. Τώρα ἡ θάλασσα... ἕλκουσα, πίνουσα τὰ χρώματα, φωτιζομένη, λευκαινομένη, γινομένη γάλα πηγνυόμενον, κυλίον εἰς τὴν ἐπιφάνειάν του χρυσούς.

... Τὰ πάντα ζοῦν καὶ δονοῦνται ἐντονώτατα θερμαινόμενα ἢ ψυχόμενα, ἀλλὰ τὰ πάντα ἀενάως μεταμορφούμενα. Ἀνθρώπινον σχῆμα ταχυποροῦν φθάνει εἰς τὴν ἀκτὴν καὶ μόλις ἀντικρύσῃ τὴν θάλασσαν, ἵσταται, ἀποκαλύπτεται, κρατεῖ χαμηλὰ τὸ κάλυμμά του, κάμνει εὐρύτατον σημεῖον σταυροῦ μὲ βαθυτάτην εὐλάβειαν: Σταυροκόπημα καὶ δέησις διευθύνονται πέραν τῆς Σύρου, ἄνωθεν τῶν ὑδάτων, εἰς τὴν ἀντίπεραν Τῆνον -συνήθεια τῶν γειτόνων νησιωτῶν- ἀποστέλλονται εἰς τὸ φαινόμενον κωδωνοστάσιον τῆς Παναγίας της.

... Ἀπὸ τῶν οὐρανίων ἀποκρεμᾶται ζωηρότατος ρόδινος στέφανος ἐφαπτόμενος ξηρῶν καὶ θαλασσῶν, ἄνωθεν ἄλλος ἀκολουθεῖ ἀερωδέστερος, μετεωρίζεται φωτεινοκίτρινος καὶ ὑπεράνωθεν αὐτῶν ὅλων τὸ οὐράνιον κυανοῦν τώρα ἀνοίγει ὁλοὲν ἀτονοῦν ἁβρότατα. Καὶ αἱ Νύμφαι συναλλάζουν καὶ ἀνταλλάζουν τὰ ρόδινα καὶ ἰώδη καὶ ἰορόδινα καὶ χρυσοκίτρινα αἰθέρια ἐνδύματα, ὡσὰν αὐτὴ ἡ συνοδεία τῶν Ἐρώτων καὶ Χαρίτων τῆς Ἀφροδίτης ἀνεκίνει καὶ ἐδοκίμαζεν αἰθερίων πέπλων ἁρμονίας, διὰ τὴν περιβολὴν τῆς ἐκεῖ ποὺ εἰς τὰ βάθη τοῦ Αἰγαίου εὐρισκομένης θεᾶς.

... Κόρη εἰς περιστύλιον, περιφερικὸν παραλιακοῦ ἐξώστου προσθέτει τὴν ποίησιν τοῦ θήλεως, περιφέρει μαλακώτατον ραδινὸν σχῆμα σὰν δονουμένη καὶ κυμαινομένη ὑπὸ τῶν καλλονῶν, τείνουσα μεγάλους ὀφθαλμοὺς νοσταλγοῦ ἄνωθεν μελαγχολικῶν πόθων ἀνθούντων εἰς μειδίαμα χειλέων, σὰν λυπουμένη παρομοίως μὲ τὰς Νύμφας, διότι τὸ φῶς ἀποσύρεται ἀπὸ τὴν μορφὴν ὅλων των καὶ μετ᾿ ὀλίγον δὲν θὰ φαίνωνται πλέον. Καὶ γίνεται αἰσθητὴ ἡ κυμαινομένη κόρη σὰν ἆσμα ναύτου μελαγχολικώτατον, ὡς νυκτωδία τις ἡδυτάτη περιραίνουσα τὸν ἀέρα. Κόρη τῆς ὁποίας τὰ μάτια ἐμεγάλωσαν, ἐμεγάλωσαν καὶ ἔπειτα ἔσβησαν ἀπὸ τὸν ἐπάνω κόσμον.

... Ὤ, τί ἀπίστευτον, τί ἀπερίγραπτον θέαμα πραγματικώτατον καὶ ὅμως ὑπερβαῖνον πᾶν ὄνειρον! Ἀπὸ τῶν μυχιαιτάτων τοῦ ὄντος ὅπου ζῇ ἡ λατρεία, ἀνέρχεται ἡ ζωὴ τηκομένη καὶ καιομένη ὡς πῦρ βωμοῦ καὶ ὡς κυάνεον θυμίαμα διαλύεται εἰς τὰ μαγικὰ χρώματα καὶ ὁράματα τὰ ὁποῖα ὅλα δονοῦντα τὴν διάνοιαν ἐν ἡδονῇ, κάμνουν αἰσθητὴν τὴν εὐδαιμονίαν τοῦ διανοεῖσθαι.

... Ἀθρόαι ἀναδύουν τῆς ψυχῆς καὶ πάλλονται ἐν συγκινήσει ὡς θούρια, αἱ παλαιαὶ εἰκόνες λαμπρῶς φωτιζόμενοι. Τοιαῦτα μόνον οὐράνια χρώματα, τοιοῦτοι μόνον παραδείσιοι οὐρανοὶ δύνανται νὰ γεννήσουν μεταξὺ τῶν ἀνθρωποειδῶν ζῴων τὸν ἄνθρωπον Ἕλληνα. Αὐτοὶ οὗτοι ἦσαν καὶ αὐτοὶ οὗτοι εἶναι οἱ μόνοι γεννῶντες καὶ ἀνατρέφοντες ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρωποειδῶν θηρίων τῆς γῆς, τὸ ἥμερον ἄνθος, τὸν ἄνθρωπον Ἕλληνα.

... Ἐδῶ παντοῦ καὶ πανταχόθεν, ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ Αἰγαίου, ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῶν μαγικῶν αὐτῶν χωμάτων, τῶν τριμμένων ὡς ἑτοίμων διὰ νὰ πλασθοῦν εἰς πολύμορφον καλλονήν, ἀνέδυσεν εἰς τὸ φῶς ἡ φυλὴ τῶν ἀνθρώπων, ὑπὸ τῶν μητρικῶν θωπειῶν τῶν θείων αὐτῶν σκηνωμάτων διεπλάσθη. Ἐδῶ μόνον οὐρανοὶ καὶ γῆ καὶ θάλασσα καὶ ἄνεμοι καὶ χρώματα φιλανθρώπως περιθωπεύοντα τὰς αἰσθήσεις ἀενάως, ὡς ὡραία μήτηρ πολυφίλητον τέκνον, ἀνατρέφουν μὲ στοργὴν τὸν ἐγκέφαλον ὡς ἄνθος φυσικόν, ἄνθος ὑπέρτατον τοῦ ὀρατοῦ ζωϊκοῦ κόσμου τῆς γῆς. Σῶμα καὶ ψυχή, καρδία καὶ νοῦς ἀνοίγουν ὡς ἄνθη ὡραῖα καὶ ὡς δέσμη ἀνθέων ἀποπνέουν ἡδονικὰ ἀρώματα.

... Λίνου καὶ Ἀδώνιδος καὶ Κύπριδος ἅγιοι θρύλλοι· φυσικῶν ἐρώτων ἄσματα γαλήνια· σαρκὸς καὶ οἴνου ἁβρὸν ἀνακρεόντειον μέθυ· σαπφικὸν πῦρ· διάνοιαι φωτεινόταται γηΐνων ἀνθέων κορυφαια ἀριστοτεχνήματα· τραγωδίαι Αἰσχύλειοι· δράματα Σοφόκλεια ἔρωτος ἡδύτερα καὶ θρησκευμάτων θειότερα· Πλάτωνος δρᾶμα ὅπου αἱ ἰδέαι ἱέρειαι ἱερουργοῦσαι ἐν παγκάλλῳ τελετῇ, ἀνέρχονται ἐν ρυθμῷ σεμναὶ καὶ κοσμημέναι δι᾿ ὅλων τῶν γηΐνων ἀθυρμάτων, ὡς ἵνα ἀπὸ τοῦ ναοῦ τῆς Παρθένου ἀνέλθουν πτερούμεναι ὑπὸ τοῦ ἔρωτος πρὸς τὸ παμφαὲς σύμπαν, ἀναζητοῦσαι νὰ εὕρουν καὶ περιφιλήσουν τὸν ἀκατανόητον Δημιουργόν· ὅλα, ἀναδύουν ὡς ἄνθη αὐτοφυῆ καὶ μέχρις αὐτῶν τῶν λίθων μεταμορφουμένων εἰς τελείους τύπους ἀνθρώπων, οὓς ἡ φύσις δὲν κατώρθωσε νὰ δημιουργήσῃ, μέχρι τῶν λίθων αὐτῶν συνδεομένων εἰς ἁρμονίας λιθίνας, δοξαζούσας τὸ θεῖον βαθύτερον, αἰθεριώτερον ὅλων τῶν γηΐνων μουσικῶν, ὅλα αὐτὰ τὰ πιστευόμενα θαύματα ἀναφαίνονται ἄνθη φυσικώτατα.

... Καὶ ὅλα, ἀνεξαιρέτως ὅλα: Στρατοί, πνευματικοὶ ὡπλισμένοι δι᾿ ἐπιστημῶν, γραμμάτων καὶ τεχνῶν, χυνόμενοι εἰς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου, ὄπισθεν τοῦ ἅρματος ἑνὸς ὡραίου μας θεοῦ, ἡμερώνοντας καὶ μαγεύοντες τοὺς λαούς, δουλοῦντες καὶ καταβυθίζοντες τοὺς Ρωμαίους μὲ τὸ φῶς, ἁρπάζοντες γυμνὸν καὶ τετραχηλισμένον τὸν Ναζωραῖον καὶ δημιουργοῦντες θρησκείαν νέαν, νέον κόσμον χιμαιρικόν, κοσμοκράτορες κρατοῦντες τὴν τύχην τῆς γῆς ἡρωϊκῶς ἐπὶ αἰῶνας αἰώνων, ὅλα τὰ περασμένα ἀνεξύμνητα κλέεα κλέη, διότι εἶναι νοητὰ μόνον εἰς τὰ ἡρωϊκὰ καὶ τὰ μεγάλα πνεύματα, ὅλα ἰσοϋψῆ καὶ τρισμέγιστα διερχόμενα ἄνωθεν τῶν ἀνθρωπίνων· ἰσοϋψῆ καὶ τρισμέγιστα ὅπως ὁ δαυλὸς τοῦ Κανάρη, ὅλα ζωντανώτερα τῶν ζωντανωτέρων καὶ ἁπτοτέρων πραγμάτων τῆς ζωῆς, ὅλα τὰ κορυφαιότατα ποιήματα τοϋ πλανήτου αὐτοῦ ἀναφαίνονται ἄνθη φυσικώτατα.

... Ὤ! Τί ὥρα ἀλησμόνητος! Ἐνῷ ὁ νοῦς φλογίζεται ἀπὸ ἐνθουσιασμὸν καὶ ἡ ψυχὴ ἀπὸ ὑπερηφάνειαν, ἐνώπιον τοῦ ἑλληνικοῦ πανοράματος ποὺ ζωγραφίζεται εἰς τὰ βάθη τοῦ Ὄντος, εἰς τὸν ἐξωτερικὸν κόσμον, ὅλα ὁλοὲν ἀλλοιοῦνται ἀνταλλάσσοντα φωτεινὰ φιλήματα, ἐνῷ ὑπὸ τὴν λάμψιν τοῦ θερμοῦ νωχελοῦς ρευστοῦ ἀμαυροῦται τὸ νησίδιον τοῦ Φάρου, ἀβανόχροοι γίνονται οἱ βράχοι τῆς νήσου, ἐνῷ πλοιάρια φαινόμενα καρφωμένα πρὸ τῶν ἀπωτάτων νήσων διαγράφονται μελανώτατα καὶ διαυγέστατα μέχρι τῶν λεπτοτάτων ἐξαρτημάτων καὶ νημάτων, σὰν ἔντομα ὁρώμενα διὰ φακοῦ. Τὰ ἰώδη ἄνθη τῶν νήσων ἐν ἀρρήτῳ ἡδυπαθείᾳ μαραίνονται, ναρκοῦνται, νεκροῦνται καὶ εἶναι λευκοκίτριναι καὶ ἀνθορρόδιναι προβολαὶ ἐρχόμεναι μὲ τὴν γλυκύτητα φιλήματος καὶ ἀφίνουσαι μειδιάματα, ἀποσυρόμεναι καὶ ἀφίνουσαι χροϊκὸν λυγμόν.

... Ὤ! παρομοία θὰ ἦτο ἡ ὥρα καὶ ἡ σκηνογραφία ἡ προπέμψασα ἀπό τῆς ἱερᾶς Δήλου τὴν τριήρη τὴν μεταφέρουσα τοὺς θησαυροὺς εἰς τὰς Ἀθήνας, παρομοίως θὰ ἐπάλλοντο ὅλαι αἱ Νύμφαι τοῦ Αἰγαίου, οὐρανοί, ξηραὶ καὶ θάλασσαι ἐν παρομοίᾳ κατευοδοῦσαι λαμπροφανείᾳ τὸ πτερόεν πλοῖον, προαισθανόμενα ὅλα ὅτι εἶχεν ἔλθη ἡ ὥρα, ἵνα πάντα ταῦτα ἐκδηλωθοῦν εἰς μίαν πρώτην μορφὴν ὑπὸ τοῦ εὐγενεστάτου ἀνθρωπίνου εἴδους ποὺ εἴμεθα ἡμεῖς δι᾿ αἰῶνα τὸν ἅπαντα.

... Καὶ εἶναι ἀκόμη μία στιγμή, καθ᾿ ἣν ἡ θάλασσα σὰν νὰ ἔπεσεν εἰς τὸν πυθμένα της ἥλιος φωτίζων ἔνδοθεν, ὅλη γάλα ἐφ᾿ οὗ ρέει χρυσός, πάλλεται καὶ λάμπει ὡς ὀπτασία, καὶ εἶναι μία στιγμὴ ἀκόμη, στιγμὴ ὑστάτη, καθ᾿ ἣν ὅλη ἡ θάλασσα εἶναι θερμότατον πυρωπὸν ἴον, ἐνῷ τὰ νερὰ εὐωδιάζουν καὶ τὰ πάντα ζοῦν ἐν ἐκτάσει ἐνῷ δρομοῦσα ἡ σελήνη κατακόρυφος διὰ νὰ ἰδῇ, ἀναστέλλει τὰς ἀκτῖνας βαίνουσα μέσα εἰς τὸν ἱστάμενον ἀέρα, πελώριον πρόσωπον ἔκπληκτον ἐτάζον τὴν ἄπειρον ἡδυπάθειαν μὲ φευγαλέον ἀέρα εἰρωνείας.

... Ὦ ὡραῖε Θεὲ τῆς Ἑλλάδος. Μίαν μοναδικὴν φορὰν τὰ χείλη μου ἐκινήθησαν εἰς δέησιν, μίαν μοναδικὴν φορὰν ἐπρόφεραν αἴτησιν, νὰ εἶναι ὥρα παρομοία καὶ παρόμοιον τὸ θέαμα, ἡ ὥρα ποὺ θὰ κλείουν οἱ λατρεύοντες ὀφθαλμοί μου καὶ μία μόνη ἰδέα ἐκφράσεως τῆς ἱερᾶς γοητείας ὑπερισχύει νὰ κύψῃ κανεὶς καὶ νὰ φιλήσῃ τὸ γενέθλιον χῶμα νὰ ἐγερθῇ καὶ νὰ κάμῃ ἐν βαθυτάτῃ εὐλαβείᾳ τὸν σταυρόν του, λατρεύων τὸ χῶμα καὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸ χρῶμα καὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὸν ἀέρα τῆς ἱερᾶς Ἑλλάδος.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Αἰγαίου Ἑσπερινός», ἐντὸς τῆς σειρᾶς ἄρθρων «Ἑλληνικὸν Χρῶμα», ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 5-9-1904)

❀❀❀❀
 
Ἡ ξενομανία

Εἶνε ἀδύνατον νὰ ἀρχίσῃ δημιουργία Ἑλληνικῆς ζωῆς ἐνόσῳ ὅλα τὰ πράγματα τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸ πρῶτον κουρέλι τοῦ λίκνου -καὶ ὅλων τῶν ἰδεῶν- μέχρι τοῦ τελευταίου κουρελίου τοῦ τάφου, εἶναι ξένα.

Τὸ κτύπημα τῆς ξενομανίας εἶνε τὸ πρῶτον κίνημα, ὁ πρῶτος ἀγὼν τῶν ποθούντων νὰ ἀγωνισθοῦν διὰ μίαν ἀρχὴν Ἑλλάδος.

Ἡ ξενομανία εἶνε χωριατιά. Εἶνε προστυχιά. Εἶνε κουταμάρα. Εἶνε ἀφιλοτιμία. Εἶνε ἀφιλοπατρία. Καὶ εἶνε ξυππασιά. Καὶ εἶνε ἀμάθεια.

Αὐτὸς ὁ ἀνώτερος, ὁ πλούσιος, ὁ ἀνεπτυγμένος, ὁ ταξειδευμένος, ὁ παντογνώστης, ὁ παντοκρίτης, ὁ ἰατρός, ὁ δικηγόρος, ὁ πολιτικός, ὁ παππᾶς, ὁ δάσκαλος, ὁ καθηγητής, ὁ τραπεζίτης, ὁ ἔμπορος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ πνεύματος, ποὺ ἐπῆγε εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ ἐγύρισε ξενομανής, εἶνε ἀμαθής. Ἐπῆγε καὶ ἐγύρισε κούτσουρον. Δι᾿ αὐτὸ εἶνε ξενομανής. Ἐπῆγε καὶ ἐγύρισε χωριάτης, δι᾿ αὐτὸ εἶνε ξενομανής. Ὅ,τι εἶδε, ὅ,τι ἔμαθε δὲν τοῦ ἐχρησίμευσεν εἰς τίποτε. Δὲν ἐδιόρθωσε τὸ κεφάλι, τὸ ἐχάλασε. Δὲν ἐφωτίσθη, ἀλλὰ ἐτυφλώθη διὰ πάντα. Δι᾿ αὐτὸ εἶναι ξενομανής.

Κάνει τὸν Εὐρωπαῖον, ἀλλὰ δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν Εὐρωπαῖον, τὸ κεφάλι του κάθε ἄλλο παρὰ νὰ ἔχῃ σχέσιν μὲ τό τωρινὸν Εὐρωπαϊκόν κεφάλι. Ὁ ἰδικός μας Ἐσπεριοειδὴς εἶνε σὰν τὸν ἀράπη ποὺ πηγαίνει εἰς τὸ Παρίσι καὶ φορεῖ Παρισινὰ ροῦχα. Εἶνε ξενομανής, διότι ἅμα τοῦ ἀφαιρέσῃς αὐτό, δὲν μένει τίποτε ἄλλο ἀπὸ αὐτόν. Ἀφαίρεσέ του τὰ ροῦχα, τὰ τέσσαρα ξένα λόγια, τὸ τσάι, τὰ δέκα ὀνόματα ποὺ ἐπαναλαμβάνει, τὰς δέκα ἰδέας ποὺ ἔμαθε καὶ βάλε τον νὰ ἐρασθῇ. Δὲν εἶνε ἰκανὸς νὰ σκεφθῇ νὰ κάμῃ τὸ παραμικρόν. Εἶνε ἕνα μυαλὸ τιποτένιον, ἕνα κεφάλι ἐντελῶς ἄχρηστον διὰ τὸ κάθε τι. Ὅλη του ἡ ζωή, ὅλη του ἡ δύναμις, ὅλη του ἡ σοφία εἶνε νὰ λέγῃ, καὶ ξαναλέγῃ τὰ τέσσαρα πράγματα που ἔμαθε. Θέλετε νὰ τὸ εἰδῆτε καθαρὰ ὅτι δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν Εὐρωπαῖον τὸ ροῦχον; Πάρετε τὸν Τρικούπην, τὸν Δηλιγιάννην, τὸν Θεοτόκην, τὸν Ζαΐμην, ὅλους τοὺς Στρατηγοὺς καὶ ὅλους τοὺς ἐν τέλει τῶν γραμμάτων καὶ τῶν πραγμάτων. Εἰπέτε τους νὰ ἐνδύσουν τὸν στρατὸν μὲ τὰ θαυμάσια Ἑλληνικὰ ὑφάσματα καὶ ἐνδύματα διὰ νὰ μένουν εἰς τὸν τόπον ἑκατομμύρια ἑκατομμυρίων ποὺ φτερουγίζουν τόσα ἔτη τώρα πρὸς τὴν τσέπην τῶν ξένων, διὰ νὰ ἔχουν τὸν ὡραιότερον ζωγραφικώτερον καὶ φθηνότερον στρατὸν τοῦ κόσμου. Ὅλοι θὰ φρίξουν διὰ τὴν βαρβαρότητά σας, διὰ τὴν κουταμάρα σας, διὰ τὴν προστυχιά σας, διὰ τὴν ἀμάθειάν σας. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀνεπτυγμένος, ὁ Ἐσπεροειδὴς Ἕλλην. Φαντασθῆτε τώρα τὶ εἶνε οἱ ἄλλοι ξενομανεῖς, ὅταν τοιοῦτοι εἶνε οἱ πρῶτοι. Καὶ κυττάξετε τὶ εἶνε ὁ Εὐρωπαῖος. Ὁ Εὐρωπαῖος εἰς τὴν Κρήτην ἐννοεῖ καὶ τὴν ἀξίαν καὶ τὴν οἰκονομίαν καὶ κυριώτατα τὴν ὡραιότητα τοῦ Κρητικοῦ ἐνδύματος καὶ αὐτὸς ὁ πραγματικὸς Εὐρωπαῖος ἐνδύει τὸν οτρατιώτην μὲ τὴν Ἑλληνηκήν του στολήν. Καὶ εἴδατε τὶ θαυμασία ζωγραφιὰ εἶνε ὁ Κρητικὸς στρατιώτης. Παρόμοια ἀνεξαιρέτως εἶνε ὅλα τὰ Ἑλληνικὰ πράγματα. Παρομοίας ὡραιότητος. Παρομοίως δυνάμεθα νὰ ἔχωμεν τὰ πάντα Ἑλληνικά. Καὶ παρομοίας προστυχιᾶς, κουταμάρας, ἀκαταληψίας καὰ ἀμαθείας, εἶνε ὅλοι οἱ ξενομανεῖς εἰς ὅλα τὰ ζητήματα. Βγάλετε ἀπὸ τὸν νοῦν σας ὅτι ἀπὸ τοὺς Ἑλληνογάλλους, Ἑλληνοάγγλους, Ἑλληνοϊταλούς, Ἑλληνογερμανοὺς εἶνε δυνατὸν νὰ γεννηθῇ τίποτε σωστόν, τίποτε Ἑλληνικόν. Αὐτοὶ εἶνε φρενοβλαβεῖς. Χθὲς ἐφώναζεν ἡ «Ἀκρόπολις» ὅτι διὰ νὰ στρώσουν τοὺς δρόμους μὲ γρανίτην, ἐσκέφθησαν ἀμέσως νὰ τὸν φέρουν ἀπὸ τὸ ἐξωτερικόν, ἐνῷ ἔχομεν εἰς τὸ Λαύριον. Ὡς καὶ οἱ δασονόμοι ἀκόμη παρεφρόνησαν καὶ διέγραψαν ἀπὸ τὴν φύτευσιν τῶν γυμνῶν τόπων, ἀπὸ τὴν διακόσμησιιν τῶν δρόμων καὶ τῶν δημοσίων κήπων πλατειῶν, τὴν ἐληὰ καὶ τὴν συκιά, κάθε φυτὸν ἰδικόν μας καὶ φέρουν, φέρουν σπόρους φυτὰ ἀπὸ τὰ βάθη τῶν δασῶν τῆς Εὐρώπης, καὶ δὲν πηγαίνουν νὰ πάρουν τὰ θαυμασιώτερα καὶ διακοσμητικώτερα φυτὰ τῶν δασῶν τῆς Ἑλλάδος! Τὸ κυριώτατον χαρακτηριστικὸν τοῦ ξενομανοῦς εἶνε ὅτι ἐνόσῳ δὲν βλέπει ἕνα πρᾶγμα Εὐρωπαϊκόν, μὲ μάρκα Εὐρωπαϊκήν, μὲ ὑπογραφὴν Εὐρωπαϊκήν, δὲν τολμᾷ οὔτε νὰ τὸ ἰδῇ, οὔτε νὰ τὸ πιάσῃ, οὔτε νὰ τὸ ἐξετάσῃ. Διότι τὸ κεφάλι του εἶνε ἄχρηστον. Τὸ περιφρονεῖ διότι δὲν εἶνε ἰκανὸς νὰ τὸ ἐννοήσῃ. Διότι τὸ κεφάλι του δὲν τοῦ χρησιμεύει εἰς τίποτε. Δὲν σκέπτεται, δὲν γεννᾷ τίποτε. Εἶνε σταματισμένον. Ἐπαναλαμβάνει μόνον. Ἀντιγράφει μόνον.
* * *

Κτυπήσατε τὴν ξενομανίαν, ἄνθρωποι τῆς ἰδέας. Κρατήσατε ὅ,τι ἔχετε ἑλληνικόν, ἄνθρωποι τῆς λαϊκῆς καὶ τῆς μεσαίας καὶ τῆς ἀνωτέρας τάξεως.

Κουβαληθῆτε ὅλοι εἰς τὴν ὁδὸν Πανεπιστημίου, ἀπέναντι τοῦ ζαχαροπλαστείου Γιανάκη, πλησίον τῆς πολυφήμου Lizie ἡ ὁποία σᾶς ἄδειασε τὴν τσέπην. Εἶνε τὸ μαγαζὶ τῆς λαίδης Ἔτζερτων τῆς ἀγγλίδος ἀριστοκράτιδος καὶ κυρίας τοῦ πρέσβεως τῆς Ἀγγλίας. Ἀνοίξατε τὰ μάτια σας καὶ κυττάξετε ἄνθρωποι θεόκουτοι καὶ ἀκαλαίσθητοι. Ἐκεῖ τὰ ὑφάσματα εἶνε τὰ κεντήματα τὰ ὁποῖα κάθε κόρη τοῦ λαοῦ γνωρίζει νὰ κεντᾷ ἄδουσα. Κυττάξετε τὰς τιμάς. Εἶνε ἀκριβώτερα ἀπὸ κάθε εὐρωπαϊκά. Διότι εἶνε ὡραιότερα ἀπο κάθε εὐρωπαϊκά. Αὐτὰ τὰ ὁποῖα σεῖς εἴχατε, ἡ κόρη δύναται νὰ τὰ κάμῃ, σεῖς ἔχετε αὐτὰ τὰ ὁποῖα κρύβετε πετᾶτε ἀπὸ τό φόρεμά σας ἀπὸ τήν σάλα σας διότι τὰ θεωρεῖτε πρόστυχα, αὐτὰ πωλοῦνται εἰς τὸ Λονδῖνον ὡς εὐγενέστατα καὶ ὡραιότατα. Ἐντροπή, ἄνθρωποι ἕλληνες νὰ ἐπιδεικνύετε τοιαύτην ἀκαλαισθησίαν. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἰταλογαλλλικά καὶ γερμανοεβραϊκὰ πράγματα μὲ τὰ ὁποῖα ἐγεμίσατε τὰ σπήτια σας καταξοδευόμενοι, κλέπτοντες, ἀτιμαζόμενοι διὰ νὰ εὔρετε τὰ χρήματα, νομίζοντες ὅτι κάτι κάνετε, ὅτι θὰ φανεῖτε πολιτισμένοι, ὅλα αὐτὰ ἀκριβῶς εἶνε προστυχότατα, βαναυσότατα καὶ σᾶς ἀποδεικνύουν φρικαλέαν ἀκαλαισθησίαν καὶ βαθὺ χωριατισμόν.

Ἀρχίσετε ἀπὸ τὸ σπῆτι. Πετάξετε τὰ ταπέτα τὰ ψεύτικα ποὺ πληρώνετε τόσον ἀκριβὰ καὶ ἔπειτα ἀπὸ ἕνα χρόνον δὲν ἔχετε τίποτε. Βάλετε τὰς Ἑλληνικὰς ἀνδρομίδας τὰς αἰωνίους. Ὅλη ἡ Θεσσαλία, ὅλη ἡ Πελοπόννησος καλλιτεχνεῖ θαυμάσια εἴδη. Μὲ ἐλάχιστα χρήματα, ἔχετε ὡραιότατα πράγματα καὶ στερεότατα καὶ ἀσυγκρίτως εὐγενεστέρων χρωματισμῶν. Μὲ τίποτε ὡραιότερα καὶ πλουσιότερα δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ στρώσῃ κανεὶς μίαν αἴθουσαν παρὰ μὲ τὰ ὁλόλευκα μαλλιαρὰ χαλιὰ ποὺ ἔχουν μόνον ἕνα μαῦρον περιθώριον. Εἰκοσιπέντε καὶ τριανταπέντε καὶ σαρανταπέντε δραχμὰς στοιχίζει μόνον ἡ μία εἰς τὰ μαγαζειὰ τοῦ Δημοπρατηρίου. Βάλετε τοὺς σοφάδες σας μὲ τὰ ὡραῖα ἐγχώρια ὑφάσματα εἰς τὴν θέσιν των. Καλλιτεχνήσατε μὲ τὰ χέρια σας τὰ ὡραῖα σκεπάσματα. Εἶνε πρόστυχοι καὶ γελοῖοι οἱ καναπέδες σας μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ παληόπανα τὰ ὁποῖα κάμνει ἡ Εὐρώπη διὰ τοὺς κουτοὺς καὶ βαρβάρους λαοὺς ποὺ φέρουν ὅλα τὰ μάρκα «διὰ τὴν Ἀνατολήν». Καὶ παρουσιάζετε κωμικώτατον θέαμα μὲ τοὺς καναπέδες σας ποὺ δὲν ξεύρετε νὰ καθήσετε ἐπάνω, καὶ εἶνε θεόκουτον καὶ ἀξιολύπητον πρᾶγμα νὰ μὴν ἔχετε ἕναν καναπὲ νὰ ἀναπαύσετε τὸ κόκκαλόν σας. Πετάξετε τὰ βάζα καὶ τὰ χρυσόχορτα καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ παληοπράγματα τὰ μαζευμένα ἀπὸ τὰ εὐρωπαϊκὰ χωριά. Ἕνα κανάτι ξύλινον τῆς Κορίνθου ἀπὸ τὸ ἀρωματῶδες κυππαρίσι μὲ τὰ ὡραῖα του στεφάνια καὶ μὲ ὁλίγα ἄνθη τοῦ ἀγροῦ μέσα, εἶνε κομψοτέχνημα ποὺ θὰ τὸ ἐζήλευεν ὁ κάθε Εὐρωπαῖος καλλιτέχνης. Κάνετε τὰ ἔπιπλά σας ἀπὸ ξύλα τοῦ τόπου σας, ἀπὸ τὴν ἐληά σας, ἁπλᾶ, ἥσυχα, ἥμερα, ἀναπαυτικά. Μὴν τὰ μαυρίζετε σὰν νὰ σᾶς ἀπέθαναν δώδεκα παιδιὰ εἰς τὸν τόπον ποὺ δὲν μαυρίζει οὔτε τὸ μάρμαρον εἰς χιλιάδες χρόνια. Μία εἰκὼν συγχρόνου ζωγράφου ἰδικοῦ σας καὶ ἡ ἀτελεστάτη ὅλων ὡς χιλιάκις προτιμοτέρα καὶ εὐγενεστέρα, στολίζει ἑκατομμυριάκις περισσότερον τὴν σάλα σας, καὶ σᾶς ἀποδεικνύει ἑκατομμυριάκις πλέον πολιτισμένους παρὰ οἱ πεντακοσιόδραχμοι χρυσοκαθρέπται οἱ βαναυσότατοι ποὺ σᾶς ἀποδεικνύουν ἀκαλαισθήτους καὶ χρησιμεύουν μόνον διὰ νὰ κατακλίνωνται ἡ μῦγες εἰς χρυσὰ κρεβάτια.

Ἕνας ἁπλοῦς σοφᾶς, μὲ ἕνα ὕφασμα χειροτεχνημένον, μὲ ἕνα ράφι ἀπὸ ἁπλοῦν ξῦλο, μὲ ὁλίγα ἁπλούστατα πράγματα ἑλληνικὰ καὶ γίνεσθε καὶ φαίνεσθε περισσότερον πολιτισμένος παρὰ ἐὰν ἐξοδεύσετε ὅλην σας τὴν περιουσίαν διὰ νὰ πάρετε πολυτελῆ Εὐρωπαϊκά πράγματα. Καὶ ἐπὶ τέλους διατί αὐτὴ ἡ κουταμάρα; Τί τοῦ χρεωστᾶτε τοῦ Ἰταλοῦ, τοῦ Γάλλου, τοῦ Γερμανοῦ διὰ νὰ δουλεύετε δι᾿ αὐτὸν καὶ νὰ τοῦ δίδετε ὅλον σας τὸ χρῆμα ποὺ κερδίζετε μὲ ἀγῶνας; Διατί νὰ σᾶς διευθύνῃ καὶ σᾶς ἐπιβάλλῃ τὸ γοῦστό του ὁ κάθε ἐργοστασιάρχης καὶ ἔμπορος τοῦ Μονάχου καὶ τῆς Μασσαλίας; Σεῖς δὲν εἶσθε ἄνθρωπος; δὲν ἔχετε γοῦστο; δὲν ἔχετε καὶ σεῖς δικαίωμα νὰ κάμετε μόδα οὔτε εἰς τὸν τόπον σας, οὔτε μέσα εἰς τὸ σπῆτι σας; Διατί νὰ εἶσθε Σκλάβοι;

Ἀρχίσατε ἀπὸ τὸ σπῆτι σας νὰ πετᾶτε τὰ παληοπράγματα ποὺ ἐμαζεύσατε, πετᾶτε ἕνα ἕνα ἀντικαθιστῶντες αὐτὰ μὲ ἑλληνικά, ἕως ὅτου σιγὰ σιγὰ κατορθώσωμεν νὰ πετάξωμεν τὰ πάντα καὶ δημιουργήσωμεν ὅλοι μας τὸν κόσμον ὡραῖον ὅπως εἶναι ἡ γῆ μας, τὰ βουνά μας, ὅλα τὰ καλλιτεχνήματα τοῦ λαοῦ μας καὶ ἐνδύσωμεν τὰ πάντα ἀπὸ τὸ λίκνον ἕως τοῦ τάφου μὲ τὸ ὡραῖον ὁλόχαρο φῶς καὶ χρῶμα καὶ γραμμὰς τῆς Ἑλλάδος.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἡ ξενομανία», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 5, 16-1-1903)

❀❀❀❀
Πρὸς τοὺς καλλιτέχνας μας, ζωγράφους, γλύπτας, ἀρχιτέκτονας καὶ μουσικούς
 
(περ. «Ἀνατολή», ἔτος Α', ἀρ. 12, Φεβ. 1903, σελ. 392-396)

Ἀρχίζω τὴν ἐργασίαν μου εἰς τὴν «Ἀνατολὴν» ἐξηγοῦμαι πρῶτον· κακῶς ὑπετέθη ὅτι ἡ ἐν τῇ «Ἀκροπόλει» ζήτησίς μου «Σύγχρονος ζωγραφική» ἦτο κριτική· ὑπετέθη ἀκόμη χειρότερον ὅτι αὐτὸ ἦτο τὸ ἅπαντον, περὶ ζωγραφικῆς. Διὰ νὰ ὑπάρξη συνεννόησις ἀπαιτεῖται πρῶτον νόησις. Ἠτο λοιπὸν μόνον μία ἐπιθεώρησις γενικωτάτη τῆς τωρινῆς καταστάσεως. Ταύτης ἕπονται μερικώτεραι ἀναλύσεις καὶ χαρακτηρισμοὶ τῶν ζωγράφων, τῶν ὁποίων φωτίζονται πρῶτον τὰ παρατηρηθέντα ἐλαττώματα καὶ προτερήματα, τὸ ὀρθὸν ἢ στραβὸν τῶν βάσεων, τὸ εἶδος καὶ ἡ ἐπιτυχία ἢ ἀποτυχία τῶν ἕως τώρα προσπαθειῶν· διακρίνονται οἱ ἑλληνισταὶ ἀπὸ τοὺς ξενιστάς, δηλαδὴ οἱ ὑπνοβάται ἀπὸ τοὺς πραγματικοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τῆς σειρᾶς αὐτῆς ἕπεται ἄλλη, ἐκ μελετῶν καθαρῶς αἰσθητικῶν, διὰ τῶν ὁποίων ζητοῦνται αἱ αἰσθητικαὶ βάσεις, αἱ θεμελιώδεις ἀνιχνεύσεις, διακρίσεις καὶ φωτίσεις τῆς ἑλληνικῆς γραμμῆς καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ χρώματος. Τὸ σύνολον δὲ τῶν μελετῶν τείνει νὰ καθορίσῃ τὸν αἰσθητικὸν καὶ ἰδεολογικὸν ζωγραφικὸν κόσμον -τὸν ἤδη ἀνύπαρκτον- ὅστις, σχηματιζόμενος ὑπὸ τῶν καλλιτεχνῶν καὶ τῶν ἰδεολόγων, θὰ ἀποτελέσῃ μίαν ἡμέραν τὸ κεφάλαιον τῆς Ζωγραφικῆς Σχολῆς τοῦ Πολυτεχνείου. Αἱ ζητήσεις αὐταὶ κατὰ τὴν αὐτὴν σειρὰν καὶ μέθοδον συνεχίζονται εἰς τὴν Ἀρχιτεκτονικὴν καὶ Γλυπτικὴν καὶ ἀποτελοῦν τὴν πρώτην ὕλην, τὸν πρῶτον πυρῆνα τοῦ ἑλληνικοῦ διανοητικοῦ καὶ αἰσθητικοῦ κόσμου, δι᾿ ἕνα ἑλληνικόν... Πολυτεχνεῖον. Ἀλλ᾿ αἱ ζητήσεις αὐταὶ καὶ αἱ μελέται αὐταὶ δὲν δύνανται ἀκόμη νὰ φανοῦν, διότι αἱ συνθῆκαι καὶ τοῦ ἡμερησίου καὶ τοῦ περιοδικοῦ τύπου -παρὰ τὴν καλὴν διάθεσιν καὶ τῶν δύο πρὸς δημοσίευσιν τοιαύτης ἐργασίας- εἶναι τοιαῦται, ὥστε δὲν δύνανται νὰ συνεχίζωνται ἀκόμη τακτικὰ καὶ ἀδιαλείπτως καὶ τὸ σπουδαιότερον νὰ παρουσιάζωνται κατὰ σειράν. Ὥστε οἱ ἐνδιαφερόμενοι νὰ ἀκολουθήσουν τὰς σκέψεις μου, ἂς προσπαθήσουν νὰ παρακολουθήσουν ὅταν καὶ ὅπου παρουσιάζωνται -διότι ἐπὶ τοῦ παρόντος περὶ τακτικῆς ἐκδόσεως εἰδικοῦ βιβλίου δὲν δύναται νὰ γίνῃ σκέψις, διότι ἀπαιτοῦνται χρήματα καὶ τὰ ὁποῖα κάθε λόγιος ἐν Ἑλλάδι στερεῖται. Ὥστε ἄπαξ διὰ παντὸς καὶ διὰ τελευταίαν φοράν, δὲν πρόκειται περὶ κριτικῆς -ἐργασίας φοβιζούσης καὶ ὀργιζούσης- ἀλλὰ περὶ ἑλληνικῆς αἰσθητικῆς. Καὶ ἡ ἀόριστος αὐτὴ ἔκφρασις, ἡ σημαίνουσα τὴν συνήθη ἀερολογίαν, καὶ ἀναπολοῦσα τὰ ὑψηλὰ ἀέρια, πρόκειται διὰ τοῦ συνόλου τῶν μελετῶν νὰ αἰσθητοποιηθῇ, νὰ καταστῇ νοητή, οὐσιαστική, πραγματική καὶ ἀρχίσῃ νὰ ὑπάρχῃ, νὰ κινῆται νὰ δεικνύῃ σημεῖα ζωῆς.

Ἡ ζήτησις δὲ αὐτὴ γίνεται ἀπὸ ὅλων τῶν σημείων Τεχνῶν καὶ Φιλολογιῶν καὶ ὅλων τῶν ἐκδηλώσεων τῶν ἀρχαίων, χθεσινῶν καὶ σημερινῶν τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου, ἐπειδὴ ὅλα συνδέονται τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο καὶ τὸ ἓν ζήτημα φωτίζει τὸ ἄλλο καὶ συμπληροῖ τὴν νόησιν τοῦ ἄλλου, διὸτι ὅλα συμπίπτουν εἰς τὸ ἕνα ζήτημα ποὺ ὑπάρχει κατὰ βάθος, τί εἶναι ὁ Ἕλλην, πῶς εἶναι, πόθεν ἔρχεται, τί ἔκαμε, τί εἶναι, τί κάμνει, πῶς τὸ κάμνει, τί ἔχει νὰ κάμῃ καὶ πῶς διὰ ποίων μέσων καὶ τρόπων, δρόμων -ποὺ εἶναι ἡ δουλειά μου- δι᾿ αὐτὸ θὰ ἔλεγον εἰς τὸν ἐνδιαφερόμενον ἀναγνώστην, νὰ παρακολουθήσῃ καὶ τὰ ἄλλα ἀλλαχοῦ δημοσιεύματά μου διὰ νὰ ἐννοήσῃ καλλίτερον καὶ τὰ ἐδῶ καὶ εὐκολώτερον τὰ ἔπειτα.

Μερικαὶ εἰσαγωγικαὶ ἰδέαι δὲν εἶναι διόλου κακαί. Διότι εἶναι καιρὸς νὰ παύσῃ ἡ ἀερολογία καὶ νὰ ἀρχισῃ ἡ θετικὴ ζήτησις. Ἡ πραγματικὴ συζήτησις. Ἡ δημιουργία πρῶτον πραγματικῶν ἰδεῶν, ἄνευ τῶν ὁποίων εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρξουν Πράγματα. Διότι εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρξουν ἑλληνικαὶ τέχναι -βγάλετέ το ἀπὸ τὸν νοῦν σας ἐντελῶς- θεμελιωμέναι, ὡρισμέναι, βαδίζουσαι στερεὰ εἰς ἕνα ὡρισμένον δρόμον, γνωρίζουσαι τὶ εἶναι καὶ τὶ θέλουσι, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ πρῶτον θεμελιωμένος, ὡρισμένος, προαγόμενος ὁ ἰδεολογικὸς κόσμος αὐτῶν. Καὶ δὲν θὰ παύσῃ ἐὰν δὲν ἐπέλθῃ ἡ συναίσθησις τῆς οἰκτρᾶς διανοητικῆς καὶ αἰσθητικῆς τωρινῆς καταστάσεως. Ἡ συναίσθησις τῆς γελοίας καταστάσεως, τῆς κομπορρήμονος ἀερολογίας καὶ τῆς μεταφυσικῆς κοκορολογίας περὶ τεχνῶν, ἡ ὁποία δὲν σκεπάζει διόλου τὴν ἀκατανοησίαν καὶ ἀκαλαισθησίαν, ἥτις ἐκσπᾷ μόλις θελήσωμεν νὰ ἰχνογραφησωμεν καὶ τὸ παραμικρότερον καλλιτέχνημα. Ἡ συναίσθησις τῆς ἀμαθείας καὶ ὁ πόθος τῆς μαθήσεως. Ἡ κούρασις, ἡ ἀηδία, ἡ ἀποστροφὴ τῆς ἀερολογίας καὶ ἡ στροφὴ πρὸς τὴν πραγματικὴν ζήτησιν. Ἡ φιλοτιμία ἡ ἀτομικὴ καὶ ἡ φιλοτιμία ἡ ἐθνική. Διότι δὲν εἶναι ἔντιμον ἐκ μέρους τῶν Ἑλλήνων Καλλιτεχνῶν, νὰ μὴ αἱματώνωνται ὅλοι μαζὶ διὰ νὰ εὕρουν, καθαρίσουν, μορφοποιήσουν τὰς Τέχνας ἑλληνικῶς· δηλαδὴ νὰ δημιουργήσουν Τέχνας Ἑλληνικάς. Ἀποφασιστική, ὁριστική, τελειωτικὴ καὶ βαθυτάτη, πρέπει τέλος πάντων νὰ ἀρχίσῃ ἡ ἐργασία αὐτή. Ἡ πραγματική.

Καὶ ἡ μεταβολὴ αὐτή, πρέπει νὰ γίνῃ, θὰ γίνῃ. Τὸ ἰδικόν μου ἔργον εἶναι νὰ καταστήσω τὴν ἀερολογίαν ἀδύνατον· νὰ κατεβάσω ὅλους, ἀπὸ τὰ ἀναπαυτικὰ σύννεφα, εἰς τὴν πετρώδη γῆν· νὰ σᾶς τρελλάνω τόσον φωνάζων καὶ νὰ σᾶς παρουσιάσω τόσα ἴχνη, ὥστε καὶ εἰς σᾶς, ἀγαπητοί μου καλλιτέχναι, νὰ καταστῇ ἀδύνατον νὰ ὁμιλῆτε νεφελωδῶς καὶ εἰς τοὺς πολλοὺς νὰ καταστῇ νοητόν, ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ζητήσωμεν πραγματικῶς ἑλληνικὰς μορφὰς τῶν Τεχνῶν.

Ὑπὸ τὸ Παρισινὸν φόρεμα τοῦ Συντάγματος καὶ τῆς Βασιλείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ ζῆ καὶ θριαμβεύει ὁ προγονικὸς Κλεφτισμός. Ὑπὸ τὸ Παρισινὸν φόρεμα τοῦ τωρινοῦ ἀρχοντοχωριάτου, τοῦ ξιπασμένου ποὺ εἶναι ὁ κάθε τωρινὸς Ἕλλην, λάμπει ὁλοφάνερος δι᾿ ὅλων τῶν σωματικῶν γραμμῶν, κινήσεων ψυχικῶν καὶ διανοητικῶν καὶ καλλιτεχνικῶν ἐκφράσεων: Ὁ Κλέφτης. Ὅπως ὅλοι οἱ κλάδοι, ὅλη ἡ Ἑλλάς, καὶ ὅλαι αἱ Τέχναι, εἶναι διωργανωμέναι σαφῶς κατὰ τὸ κλεφτικὸν σύστημα. Ὁ κλεφτισμός εἶναι ὅμοιος εἰς τὴν πολιτικήν, τὸν στρατόν, τὴν παιδείαν, εἰς τὸ κάθε τι καὶ εἰς τὰς Τέχνας. Δὲν ὑπάρχει Ζωγραφική, Γλυπτική, Ἀρχιτεκτονική, Μουσική· ὑπάρχει κλεφτισμὸς Ζωγραφικῆς, Γλυπτικῆς, Ἀρχιτεκτονικῆς, Μουσικῆς. Δὲν ὑπάρχουν Τέχναι συντεταγμέναι, ὡρισμέναι, ἀκολουθοῦσαι συστηματικῶς, πειθαρχικῶς κανένα δρόμον. Ὑπάρχουν λημέρια, οἰκόπεδα, θέσεις, τὰ ὁποῖα ἁρπάζονται δυνάμει τοῦ δικαιώματος τοῦ ἰσχυροτέρου. Δὲν ὑπάρχουν καλλιτέχναι συστηματικοί, ἐκ συστηματικῶν σχολείων, συστηματικῶς μορφωμένοι, συστηματικῶς προχωροῦντες πρὸς μίαν ἔκφρασιν Ἐθνικήν. Ὑπάρχουν μπουλούκια. Οἱ καλλιτέχναι κάθε Τέχνης ἀποτελοῦν ἐθελοντικά, πανελεύθερα, ἀσύντακτα μπουλούκια. Δύο, τρία, τέσσερα παλληκάρια ἀνακηρύσσουν ἕνα καπετάνιο, συσπειροῦνται εἰς μίαν ἀμυντικὴν καὶ ἐπιθετικὴν συμμορίαν, πρὸς κατάκτησιν οἰκοπέδων, ἁρπαγὴν καὶ ἐγκατάστασιν. Ὅπως ἡ πολιτική, ὁ στρατὸς καὶ τὸ κάθε τι οὕτω καὶ τὰ σωματεῖα τῶν καλλιτεχνῶν εἶναι ἄτακτα σώματα. Ἐντὸς αὐτῶν καὶ ἐκτὸς αὐτῶν, διακρίνονται καὶ ὑπάρχουν, τυχαίας γεννήσεως, τυχαίας ἀνατροφῆς, τυχαίας ἀναπτύξεως, τυχαίας αἰσθητικῆς, ἄτομα θαυμάσια. Καὶ τίποτε ἄλλο. Ἀλλὰ αὐτά, ὅπως ἐν τῷ συνόλῳ των δὲν ἀποτελοῦν Κράτος, ἐν μέρει δὲν ἀποτελοῦν Τέχνας.

Ἡ κατάστασις αὐτὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξακολουθήσῃ. Δὲν πρέπει νὰ παραταθῇ. Εἶναι ἀποτρόπαιον· εἶναι ἄδικον, εἶναι βλαβερώτατον. Βλαβερώτατον διὰ τοὺς καλλιτέχνας. Βλαβερώτατον διὰ τὸν τόπον. Εἶναι ἄδικον καὶ παράλογον καὶ διὰ τοὺς μὲν καὶ διὰ τὸν δέ. Κατὰ τὸν τρόπον αὐτόν, τίποτε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξῃ, φυσιολογικόν, ζωντανόν, σωστὸν καὶ προοδευτικόν. Καὶ εἶναι λυπηρότατον, νὰ μικραίνωνται, νὰ ἐξαντλοῦνται, εἰς ματαίους ἀγῶνας τόσοι ἄνθρωποι, νὰ χάνωνται τόσοι, οἱ ὁποῖοι, ἐὰν τὰ πράγματα ἦσαν εἰς τὴν θέσιν των, θὰ ἦσαν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἑκατονταπλασίως ἀνώτεροι ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι τώρα· καὶ θὰ ἦσαν καὶ αὐτοὶ εὐτυχεῖς καὶ ἐνθουσιασμένοι καὶ ὁ τόπος των ζωηρὸς καὶ ὑπερήφανος δι᾿ αὐτοὺς καὶ διὰ τὰ ἔργα των.

Οἱ καλλιτέχναι ὅλων τῶν κλάδων -ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἕλληνες- ἀναμένουν ἀπὸ τὰς Κυβερνήσεις τὴν διόρθωσιν τῶν πραγμάτων. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἐσχάτη βλακεία. Καὶ δυστυχῶς εἶναι βαθύτατα ριζωμένη εἰς ὅλα τὰ τωρινὰ κεφάλια. Καὶ εἶναι ἀκατανόητον, πῶς ἄνθρωποι μὲ κοινὸν νοῦν, κυττάζοντες ἕναν ἕναν τοὺς ἀνθρώπους τῆς πολιτικῆς, εἶναι δυνατὸν νὰ περιμένουν τὸ παραμικρότερον πρᾶγμα ἀπὸ αὐτούς. Καιρὸς νὰ κοπῇ πρόρριζα ἡ ἐλπὶς αὐτή. Τίποτα δὲν θὰ κάμουν ποτέ των οἱ πολιτικοί· καὶ οἱ πολιτικοὶ θὰ εἶναι οἱ τελευταῖοι ποὺ θὰ ἀνθρωπισθοῦν, θὰ μεταβληθοῦν αὐτοί, διὰ νὰ μεταβάλουν τὰ πράγματα.

Καὶ καιρὸς νὰ ξερριζωθῇ καὶ ἡ Συβαριτική, ἡ Βραχμανικὴ σταυροχερηδὸν καὶ σταυροποδηδόν, ἀναμονὴ τῶν Καλλιτεχνῶν ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀνθρώπων ἀναμορφωτῶν. Πρέπει νὰ γίνῃ νοητόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐβαρύνθη πλέον νὰ ἐπεμβαίνῃ καὶ νὰ στέλλῃ ἀγγέλους ἐξ οὐρανοῦ. Καὶ καιρὸς νὰ παύσουν τὰ μοιρολογήματα, τὰ χηρῶν καὶ ὀρφανῶν ἐκφωνήματα καὶ ὄχι ἀνδρῶν. Καιρὸς νὰ παύσουν τὰ ἀπελπίσματα καὶ τὰ ἀναστενάγματα, ἡ ἐποχή, ἡ κοινωνία, ἡ πολιτική, ἡ κατάστασις καὶ νὰ ἀρχίσῃ ἡ ἀγών. Οἱ ἄνδρες ποτὲ δὲν κλαίουν ἀλλ᾿ ἀγωνίζονται. Ἀγωνίζονται μὲ αἷμα καὶ μὲ πῦρ. Καὶ ἀγωνίζονται πρῶτοι πρῶτοι, καὶ πρῶτοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι τῶν Ἰδεῶν καὶ τῶν Τεχνῶν.

Σᾶς βαρύνει, σᾶς πιέζει, σᾶς μαραίνει, σᾶς μολύνει ἡ κατάστασις αὐτή, τὸ περιβάλλον αὐτό, ὁ ἀὴρ αὐτός. Βεβαίως. Βεβαίως, βεβαιότατα σᾶς καταθλίβει τὴν ψυχήν, σᾶς ἀτονεῖ, σᾶς ναρκώνει, σᾶς μικραίνει, σᾶς νεκρώνει. Ἀγωνισθῆτε λυσσωδῶς νὰ μεταβάλετε τὸ περιβάλλον. Τί περιμένετε; Ἀπὸ ποῖον περιμένετε; Ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἀπὸ τὰ πρόβατα; Αὐτοὶ ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ περιμένουν ἀπό σᾶς· σεῖς εἶσθε οἱ ἡγέται, οἱ λαμπαδοφόροι, οἱ σημαιοφόροι. Οἱ πολλοὶ δὲν ἔχουν νὰ σᾶς κάμουν τίποτε καὶ ἔχουν ἀκόμη τὸ δικαίωμα πὺξ λὰξ νὰ σᾶς ὠθήσουν νὰ λάβετε τὴν θέσιν σας, νὰ ἐκτελέσετε τὸ καθῆκον σας, νὰ ἡγηθῆτε, νὰ σημαιοφορήσετε, νὰ ἀγωνισθῆτε, νὰ πᾶτε ἐμπρός. Διότι ἡ θέσις σας εἶναι Ἐμπρός!

Ἐκτὸς τῆς πολιτικῆς. Μακρὰν τῆς πολιπκῆς. Σὰν ἄνθρωποι αὐτόβουλοι, ἐλεύθεροι, ζωντανοί. Διὰ τῆς ἰδιωτικῆς, διὰ τῆς ἀτομικῆς πρωτοβουλίας. Ὁ κάθε κλάδος μόνος του. Νὰ συναχθῇ, νὰ συναχθῇ· νὰ συνάξῃ τὰς ἰδέας καὶ νὰ συντάξῃ τὰ πράγματα.

Εἶναι ἡλίθιον νὰ περιμένετε ἀπὸ τὰ μαρμαρένια σπίτια, τοὺς νεκροὺς ἀνθρώπους, τὰ Πολυτεχνεῖα καὶ κάθε τοιαῦτα Ἄσυλα τῶν Πνευματικῶς Ἀνιάτων. Σὰν ἐλεύθεροι ἄνδρες δημιουργήσατε ἐλευθέρους, ἀνεξαρτήτους πυρῆνας. Δημιουργήσατε κέντρα, πρῶτον διὰ νὰ σχηματίσετε ἀέρα ἀναπνευστικόν, διὰ νὰ διανοῆσθε, διὰ νὰ ζητῆτε, διὰ νὰ ἐνθαρρύνεσθε, διὰ νὰ ὑπάρχετε, διὰ νὰ δημιουργῆτε τὰς ἰδέας, διὰ νὰ σχεδιάζετε τὰ πράγματα, διὰ νὰ συνεργάζεσθε καὶ συναναπτύσσεσθε, μεθ᾿ ὅλων τῶν ἄλλων Καλλιτεχνῶν καὶ Ἰδεολόγων, ὅλων τῶν κλάδων καί, ὅλων τῶν εἰδῶν.

Σύνταξις. Σύνταξις: Σύναξις Ἰδεῶν. Σύναξις Ἀνθρώπων. Σύνταξις Ἰδεῶν. Σύνταξις Ἀνθρώπων. Εἴτε Γλυπτική, εἴτε Ἀρχιτεκτονική, εἴτε Ζωγραφική, εἴτε Μουσικὴ τὸ ἴδιον εἶναι, τὸ αὐτὸ πρέπει νὰ γίνῃ. Μουσικοί, Ἀρχιτέκτονες, Γλύπται, Ζωγράφοι, εἶναι ἓν πρᾶγμα. Κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, δηλαδὴ κατὰ τὸν φυσικὸν τρόπον, τὸν λογικὸν τρόπον, τὸν ἀναγκαστικὸν τρόπον, πρέπει νὰ σκεφθοῦν, νὰ ἐνεργήσουν ὅλοι· ὁ κάθε κλάδος μόνος του καὶ ὅλοι μαζί. Ἡ κατάστασις εἶναι αὐτή, ποὺ καθεὶς γνωρίζει περίφημα. Αὐτὴ δὲν θὰ ἀλλάξῃ· ἂν ἀλλάξῃ, θὰ ἀλλάξῃ πρὸς τὸ χειρότερον, φυσιολογικῶς. Καὶ ἡ σαπίλα ἔχει τὴν φυσιολογικήν της πρόοδον. Μὲ αὐτὴν τὴν κατάστασιν -ὅλοι τὸ φωνάζουν- ἀδύνατον νὰ ζήσουν Καλλιτέχναι διὰ νὰ ὑπάρξουν Τέχναι. Ὥστε χρειάζεται πολλὴ σκέψις; Ἢ θὰ ἀποφασίσετε νὰ ψοφήσετε -καὶ τότε μᾶς εἶναι ἀδιάφορον, καὶ τότε μὴ μᾶς σκοτίζετε ἢ θὰ ἀποφασίσετε νὰ ζήσετε σὰν ἄνδρες. Καὶ δι᾿ αὐτὸ θὰ ἀγωνισθῆτε. Καὶ μόνον οὕτω θὰ ἀλλάξῃ ἡ κατάστασις, ἂν ἀρχίσετε νὰ τὴν ἀλλάζετε σεῖς. Καὶ διὰ νὰ ἀρχίσετε νὰ ἀλλάζετε αὐτήν, ἡ πρώτη άρχὴ εἶναι νὰ ἀρχίσετε ἀλλάζοντες τὸν ἑαυτόν σας. Εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον, νὰ ἀναμορφώσῃ τίποτε ὁ κάθε Δεληγιάννης, πρὶν ἀναμορφώσῃ τὸν ἑαυτόν του. Εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀναμορφωθοῦν αἱ Τέχναι, πρὶν ἀναμορφωθοῦν οἱ Καλλιτέχναι· καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀναμορφωθοῦν οἱ Καλλιτέχναι, ἐὰν οἱ κάθε ὑπάρχοντες εἰς κάθε ἐποχήν, οἱ κάθε ὑπάρχοντες τὴν ὥραν αὐτήν, δὲν ἀποφασίζουν νὰ κάμουν τίποτε, δὲν ἀποφασίζουν νὰ ἀλλάξουν, νὰ περιστείλουν τουλάχιστον τὸν ἑαυτόν τῶν, χάριν ὑψηλοτέρων Ἰδεῶν, χάριν τῶν Τεχνῶν. Ἀναμόρφωσις ἑνὸς κλάδου εἶναι ἀναμόρφωσις τῶν ἀνθρώπων αὐτοῦ. Καὶ ἀναμόρφωσις ἀνθρώπων, εἶναι πρῶτον ἡ ἀναμόρφωσις τοῦ χαρακτῆρος αὐτῶν. Ποῖος σᾶς ἐμποδίζει ἄνθρωποι ἄνδρες νὰ ἀναμορφώσετε τὸν ἑαυτόν σας; Νὰ ἀναμορφώσετε τὸν χαρακτῆρα σας, πρῶτον διὰ νὰ συνεννοηθῆτε καὶ συνεργασθῆτε; Διὰ νὰ ἀρχίσετε μορφώνοντες τὸν ἑαυτόν σας ἀπὸ τὴν ἀρχὴν καὶ γίνετε τέλειοι Καλλιτέχναι διανοητικῶς καὶ αἰσθητικῶς, καὶ δημιουργήσετε Τέχνας; Μήπως ἡ ἡλικία; Ἀλλὰ ὁ θέλων καὶ εἰς τὰ τριάντα καὶ τὰ σαράντα καὶ τὰ πενῆντα, ἀρκεῖ νὰ θέλῃ, ἀναπλάττει ἀπὸ τὸ ἄλφα τὸν ἑαυτόν του.

Κάτω λοιπὸν αἱ ὕπεκφυγαί, τὰ σοφίσματα, τὰ δικαιολογήματα. Κάτω λοιπὸν πρῶτον ἡ Διχόνοια καὶ κάτω ὁ Φθόνος. Βεβαίως, Ἕλλην μὴ διχονοῶν καὶ Ἕλλην μὴ φθονῶν δὲν ὑπάρχει. Διότι τότε δὲν εἶναι Ἕλλην. Βεβαίως διχόνοια καὶ φθόνος, εἶναι τὰ δύο ριζικὰ καὶ ἀθεράπευτα κακά, τὰ ὁποῖα καθιστοῦν ἀδύνατον πᾶσαν κοινὴν ἐνέργειαν, διαλύουν πᾶσαν ἕνωσιν, σταματοῦν καὶ καταστρέφουν προαιωνίως τὴν τεραστίαν ἑλληνικὴν ἱκανότητα καὶ δύναμιν πρὸς τὴν πρόοδον, πρὸς τὸ ὕψος. Ἀλλὰ -ὁλόκληρος ἱστορία τὸ ἀποδεικνύει- εἰς τὰς ἐσχάτας στιγμάς, ἡ διχόνοια καὶ ὁ φθόνος καταστέλλονται, ἡ ἕνωσις κατορθοῦται πρὸς στιγμήν, καὶ οὕτω τὰ πράγματα σώζονται.

Εἰς τὰς αὐτὰς ἐσχάτας στιγμὰς τοῦ ἐξευτελισμοῦ, εὑρίσκεσθε τὴν ἐποχὴν αὐτήν. Ὥστε γιὰ μίαν στιγμὴν ἑνωθῆτε, ὁμονοήσατε, θέσατε τὰς θεμελιώδεις ἰδέας τῶν Τεχνῶν, θέσατε τὰ πράγματα εἰς τὴν θέσιν των καὶ ἔπειτα χωρίζεσθε πάλιν.

Καὶ κάτω τὰ μίση. Καὶ κάτω οἱ ποταπότητες. Καὶ κάτω τὰ ψεύδη. Καὶ κάτω αἱ καταδολιεύσεις. Καὶ κάτω τὰ ἐκ τῶν ὄπισθεν μαχαιρώματα. Καὶ κάτω οἱ φρικώδεις ἐγωισμοί. Καὶ κάτω αἱ ἀγένειαι. Καὶ κάτω ὅλα τὰ μίση, τὰ πάθη, τὰ θυμώματα. Διὰ τὸ συμφέρον σας πρῶτον. Διότι ὅλα αὐτὰ τὰ ἀγενῆ στοιχεῖα τῆς ψυχῆς σας, γράφονται δυνατώτατα εἰς τὰ ἔργα σας. Κανὲν ἐξ αὐτῶν δὲν λείπει, κανὲν ἀπὸ τὰ τωρινὰ κοινὰ ἐλαττώματα. Ὅλα τὰ ποταπὰ συναισθήματα τῆς ψυχῆς τοῦ καλλιτέχνου, τοῦ δεσμεύουν τὸ χέρι. Ὅλαι αἱ ποταπαί, μικραί, κακορρίζικαι κινήσεις τῆς ψυχῆς τοῦ καλλιτέχνου, διευθύνουν τὸ χέρι του καὶ ζωγραφίζονται ὅλαι εἴτε εἰς τὸ πανί, εἴτε εἰς τὸ μάρμαρον, εἴτε εἰς τὸ σπίτι, εἴτε εἰς τὸ μουσούργημα. Ἡ ψυχὴ τοῦ καλλιτέχνου πρέπει νὰ εἶναι γυμνὴ κάθε κοινοῦ αἰσθήματος, φαεινοτάτη, ἐρωπκωτάτη, ἐνδυόμενη τὰ ὑψηλότερα καὶ εὐγενέστερα αἰσθήματα τῶν γηίνων. Ἄνωθεν τῆς ἐποχῆς του, ἄνωθεν τοῦ ἔργου του, ἄνωθεν τοῦ ἐγώ του, λατρεύει τὴν Τέχνην καὶ θυσιάζει τὸ πᾶν δι᾿ αὐτήν, ὅλους του τοὺς ἐγωϊσμοὺς καὶ τὰ συμφέροντα, αὐτοθυσιάζεται ὁλοψύχως, ἀληθῶς, πραγματικῶς.

Καὶ ἄλλη μία διασάφησις δὲν εἶναι διόλου περιττή. Νομίζετε εἰς τὸν μακάριον αὐτὸν τόπον, ὅτι αἱ Τέχναι εἶναι οἰκόπεδα ἀδέσποτα -ἐνῷ εἶναι πράγματι οἰκόπεδα ἐθνικὰ- τὰ ὁποῖα δύναται ὁ κάθε εἷς νὰ καταλάβῇ. Καὶ νομίζετε ὅτι αἱ Τέχναι ἀνήκουν εἰς τὸν κάθε τεμπέλην, ὁ ὁποῖος κρατεῖ ἕνα σφυρί, ἕνα βιολί, ἕνα πινέλο ἢ ἕνα γλύφανον. Κάθε ἄλλο, ἀγαπητοί μου κύριοι, οἱ καλλιτέχναι τρέφονται ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἀνήκουν ψυχῇ τε καὶ σώματι εἰς τὴν Ἑλλάδα. Αἱ Τέχναι ἀνήκουν εἰς τὴν Ἑλλάδα. Ὀφείλουν νὰ ὑπηρετοῦν τὴν Ἑλλάδα. Ὀφείλουν νὰ εἶναι ἑλληνικαί. Καὶ δὲν εἶναι οἰκόπεδα τῶν καλλιτεχνῶν, ἀλλὰ κοινὸν κτῆμα ὅλων μας, κοινὸς πόθος, κοινὴ προσπάθεια, κοινὴ ἀπόλαυσις. Δὲν ἐνδιαφέρει τὴν Ἑλλάδα καὶ δὲν πρέπει νὰ ἐνδιαφέρῃ κανένα μας, ὁ καλλιτέχνης, ὁ ἄνθρωπος, ὁ Α. ὁ Β. ὁ Γ. ὁ Δ., ἀλλὰ τὸ ἔργον του. Τὴν Ἑλλάδα καὶ ὅλους μας, ἐνδιαφέρει μόνον, τὸ ἔργον τοῦ καλλιτέχνου. Καὶ τὸ ἔργον τοῦ καλλιτέχνου εἶναι τὸ ζωγράφημα, τὸ ἄγαλμα, τὸ μουσούργημα, τὸ σπίτι. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν τὸν ἐξωτερικὸν κόσμον τῆς Ἑλλάδος. Καὶ ὁ ἐξωτερικὸς κόσμος τῆς Ἑλλάδος, δὲν ἀνήκει εἰς τὸ κέφι τοῦ κάθε ἑνὸς κυρίου Ἐτσιθέλω. Ἐτσιθέλω μόνον ἡ Ἑλλὰς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ εἰπῇ καὶ νὰ ἐπιβάλῃ. Μὴν βλέπετε ὅτι ἡ Ἑλλὰς δὲν θέλει τίποτε καὶ δὲν λέγει τίποτε καὶ δὲν ἐπιβάλλει τίποτε τώρα, διότι ἡ Ἑλλὰς ἐκφράζεται καὶ ἐνεργεῖ διὰ τῶν ἀντιπροσωπευόντων αὐτὴν ἀνθρώπων, καὶ οἱ κυβερνῶντες αὐτὴν μὲ τὴν κουνελικὴν διανοητικὴν ἀνάπτυξιν ποὺ ἔχουν, δὲν εἶναι δυνατὸν οὔτε νὰ διανοηθοῦν τίποτε. Καὶ μόνον διὰ τὴν κατάστασιν αὐτὴν αὐτῶν καὶ ἡ διανοητικὴ καὶ ἡ αἰσθητικὴ ἀνάπτυξις τῶν καλλιτεχνῶν εἶναι κουνελικωτάτη. Ἀλλὰ ἡ Γαλλία καὶ Ἀγγλία καὶ Ἰταλία καὶ Γερμανία δι᾿ αὐτὸ δημιουργοῦν σχολεῖα διὰ νὰ θέλουν καὶ νὰ ἐπιβάλλουν τὴν ἐθνικὴν θέλησιν, ἄνευ τῆς ὁποίας δὲν θὰ ἦταν τίποτε, θὰ ἦσαν ὅπως ἡμεῖς εἴμεθα σήμερον.

Καὶ δὲν ἀνήκουν αἱ Τέχναι εἰς τοὺς καλλιτέχνας μόνον. Ἀνήκουν ἐξ ἴσου καὶ εἰς τοὺς διακειμένους, τοὺς ἀγαπῶντας, τοὺς πονοῦντας διὰ τὰς Τέχνας. Ὁ καθεὶς ἔχει τὸ αὐτὸ δικαίωμα, νὰ ἐνδιαφέρεται καὶ νὰ ἐκφράζεται περὶ τῶν Τεχνῶν τῆς πατρίδος του, ἀρκεῖ νὰ ἀποδεικνύεται διὰ τῆς ἐκφράσεως τῶν ἰδεῶν ὅτι ἀγαπᾷ, μελετᾷ, καὶ ποθεῖ νὰ συνεισφέρῃ ὑλικὸν εἰς τὴν ἀνάπτυξιν αὐτῶν. Ὅπως οἱ τωρινοὶ καλλιτέχναι θεωροῦν τὰς τέχνας οἰκόπεδά των μανδρωμένα καὶ νομίζουν ἱεροσυλία τὸ νὰ βάλῃ ἕνας ἄλλος τὸ μάτι του μέσα, καὶ δὲν ἐπιζητοῦν τὴν συνεργασίαν καὶ τὴν βοήθειαν τόσων καὶ τόσων ἀνθρώπων δυναμένων νὰ τοὺς διαφωτίσουν καὶ μὲ τὴν διανοητικὴν καὶ αἰσθητικὴν κατάστασιν εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκονται, διότι αἱ κυβερνήσεις τοὺς ἐπέταξαν εἰς τὸν δρόμον καὶ τοὺς ἀφῆκαν εἰς τὴν τύχην των, εἶναι ἐντελῶς ματαιοπονία καὶ παγωνικὸν φούσκωμα, ἀνυπόφορον καὶ ἀχώνευτον, νὰ νομίζουν ὅτι δύνανται μόνοι των, νὰ δημιουργήσουν Τέχνας ἑλληνικάς. Καὶ μὴ δημιουργοῦντες Τέχνας ἑλληνικάς, τῶν ὁποίων ἡ πατρίς των ἔχει ἀπόλυτον ἀνάγκην, διὰ νὰ ἀποκτήσῃ μίαν φυσιογνωμίαν, πρέπει νὰ μάθουν ὅτι εἶναι ἐπιβλαβεῖς, ὅτι μᾶς σκοτίζουν ἀδίκως καὶ παραλόγως, ὅτι αἱ φωναί των διὰ τὰς Τέχνας των, εἶναι φωναὶ διὰ τὸ στομάχι των μόνον, διὰ τὸ κέφι των μόνον, διὰ τὸ ἄτομόν των μόνον, διὰ τὸ Ἐτσιθέλω των μόνον, καὶ ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ μᾶς εἶναι ἀδιάφορα, ἀδιάφορα, ἀδιάφορα, καὶ νὰ ἐνδιαφέρουν μόνον τὸν καθένα, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θέλουν καὶ ἀγωνίζονται νὰ δημιουργήσουν μόνον καὶ μόνον Τέχνας ἑλληνικάς.

Συγκεντρώσωμεν ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὅλας αὐτὰς τὰς ἐκτεθείσας ἰδέας. Δώσωμεν μίαν ὀργανικὴν ἔκφρασιν, στραφῶμεν εἰς τὸ ἄτακτον σῶμα τῆς Ζωγραφικῆς, πρὸς τοὺς Ζωγράφους. Τὸ ἴδιον εἶναι καὶ τὰ ἄλλα σώματα, τὰ ὅμοια καὶ διὰ τοὺς ἄλλους καλλιτέχνας. ἡ ἐποχή σας εἶναι ἐλεεινή, εἶσθε ὅπως ὅλοι μας καὶ σεῖς ἐλεεινοί. Αἱ κυβερνήσεις δὲν σᾶς ἔκαμαν τίποτε. Ζωγραφικὴν Σχολὴν δὲν ἔχετε. Ἑπομένως, εἶσθε ὑποχρεωμένοι νὰ ἀγωνισθῆτε μόνοι σας. Ἔχετε πόδια, χέρια, κεφάλια. Εἶσθε ἐλεύθεροι, ἐμπρὸς λοιπόν. Εἶναι ζήτημα τιμῆς, νὰ δημιουργήσετε Ζωγραφικὴν Ἑλληνικὴν· νὰ εὕρετε τὴν ἀρχὴν νὰ ὁρίσετε καὶ θέσετε τὰς θεμελιώδεις ἰδέας καὶ γράψετε τὰ θεμελιώδη στοιχεῖα τῆς Τέχνης σας. Ἑνωθῆτε λοιπὸν τώρα. Ἔχετε ἕνα Τεχνίτην τῆς Γραμμῆς τέλειον, τοῦ ὁποίου καλλίτερον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ποθήσετε. Συσπειρωθῆτε λοιπὸν ὅλοι περὶ τὸν Ἰακωβίδην, γέροι καὶ νέοι, νὰ σᾶς ὁδηγήσῃ τὸ χέρι εἰς τὸ σχέδιον -τὸ σχέδιον- τὸ ὁποῖον τώρα εἶναι τοῦ παραλύτου τοῦ Εὐαγγελίου. Γέροι καὶ νέοι συσπειρωθῆτε περὶ τὸν Ἰακωβίδην· καὶ οἱ φιλοξενοῦντες νὰ στήσουν εἰς τὰ πόδια των σώματα ἀνθρώπων, ἂς κρεμασθοῦν εἰς τὸν λαιμόν του. Συσπειρωθῆτε περὶ τὸν Λύτραν διὰ νὰ σᾶς μεταδώσῃ τὴν νόησιν τῆς λεπτῆς, εὐγενοῦς, καλλιτεχνικῆς γραμμῆς, τῆς ἁπλῆς, ἡμέρου, ἀληθοῦς ἑλληνικῆς γραμμῆς· διὰ νὰ σᾶς μεταδώσῃ τὴν νόησιν τοῦ ἁπλοῦ καὶ ἐλαφροτάτου, εὐγενεστάτου, ἑλληνικοῦ χρώματος -ὅσον τὸ κατέχει, ὅσον τὸ ἐπλησίασε- διὰ νὰ σᾶς μάθῃ νὰ ζητῆτε καὶ νὰ βλέπετε τὰ ποιητικὰ θέματα. Μὴ ζητῆτε ἀπὸ τὸν Ἰακωβίδην περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι δύναται νὰ δώσῃ. Μὴ ζητῆτε ἀπὸ τὸν καθένα τὰ πάντα. Τὸ ἕνα θὰ πάρετε ἀπὸ τὸν ἕνα, τὸ ἄλλο ἀπὸ τὸν ἄλλο.

Καὶ συσπειρωθῆτε, περὶ τὸν Ἄννινον νέοι καὶ γέροι. Μάλιστα. Πηγαίνετε, πηγαίνετε, πηγαίνετε δλοί σας, νὰ ἰδῆτε τὰ ἀνθύλλια τοῦ Ἀννίνου καὶ ἀνοίξατε, ἀνοίξατε, ἀνοίξατε τὰ μάτια σας μὲ ὅλην σᾶς τὴν δύναμιν καὶ μελετήσατε τὴν γραμμήν των καὶ τὸ χρῶμά των καὶ συζητήσατε μὲ τὸν καλλιτέχνην καὶ ἐμβαθύνατε εἰς τὴν αἰσθητικήν του. Ὁ Ἀννινος διὰ τοὺς τωρινοὺς ζωγράφους εἶναι la Haute Ecole καὶ διὰ τὴν τωρινὴν ζωγραφικὴν Hors concours.

Μὴν παραξενεύεσθε, διότι δὲν ἐκθέτει, δὲν διαφημίζεται καὶ δὲν ταμπουρλίζεται. Ὅταν ὁμιλοῦν τὰ ἔργα, κάθε φήμη καὶ κάθε ὄνομα, εἶναι περιττόν. Διὰ νὰ τὸ ἐννοήσετε, διὰ νὰ πεισθῆτε ἁπλῶς καὶ τελειωτικῶς, πάρετε τὰς γελοιογραφίας τοῦ Γελοιογραφικοῦ «Ἄστεως» καὶ τοῦ ἔκτοτε «Ἄστεως», θὰ πεισθῆτε ὅτι ὁ καλλιτέχνης αὐτός, κατέχει τὴν ζωὴν τῆς γραμμῆς. Ἔχει τὴν ἑλληνικὴν λεπτότητα καὶ χάριν τῆς γραμμῆς. Παραβάλετε ὅλοι οἱ ζωγράφοι τὴν γραμμήν του, ἑνὸς οἱουδήποτε γελοιογραφήματός του, πρὸς ὅλας τὰς γραμμὰς τῶν ἔργων σας, θὰ ἰδῆτε πόσον ἀπέχετε ἀπὸ τὴν ζωὴν τῆς γραμμῆς, καὶ τὴν εὐγένειαν τῆς γραμμῆς, πόσας λεύγας ἀπέχετε ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὶ πολύτιμα μαθήματα ἔχετε νὰ λάβετε. Ἀνοίξατε, ἀνοίξατε, ἀνοίξατε τὰ μάτια σας καὶ μελετήσατε τὸ ἄυλον χρῶμά του. Ἀπέχετε ὅλοι σας, ὅσον ἀπέχουν αἱ εἰκονογραφίαι τοῦ Ἰακωβίδου, διὰ τὸν τόμον τοῦ Σολωμοῦ, ἀπὸ ἕνα οἱονδήποτε γελοιογράφημά του κατὰ τὴν λεπτότητα, τὴν ἀκρίβειαν, τὴν χάριν, τὴν ζωήν, τῆς γραμμῆς καὶ συνθέσεως. Ἀνοίξατε, ἀνοίξατε, ἀνοίξατε τὰ μάτια σας καὶ μελετήσατε τὸ ἄυλον χρῶμα τῶν ἀνθυλλίων του. Οὔτε εἰς τὰς Εὐρώπας εἶναι δυνατὸν νὰ σᾶς συνδράμουν, διὰ τὴν αἴσθησιν, νόησιν, εὕρεσιν, ἐκτέλεσιν, τοῦ ἑλληνικοῦ χρώματος. Ἡ ἐργασία αὐτὴ θὰ γίνῃ ἐδῶ καὶ θὰ τὴν κάμετε σεῖς. Καὶ ἐκ τῶν ἔργων ὅλων σας, εἶναι φανερὸν ὅτι δὲν ἐννοήθη τὸ ἑλληνικὸν χρῶμα. Καὶ ἐὰν τινὲς ἐπλησίασαν διὰ τῆς αἰσθήσεως, οὐδεὶς διὰ τῆς νοήσεως.

Ζητήσατε ἀπὸ τὸν Ἄννινον, ὁ ὁποῖος ἠξεύρει ποῦ εἶναι, ποῦ ζῇ, πῶς εἶναι ὁ ἐξωτερικὸς κόσμος τοῦ τόπου του, καὶ τὸν ἀγαπᾷ διὰ νὰ τὸν γνωρίζῃ, νὰ σᾶς ὑποδείξῃ ἀνωτέραν θεματογραφίαν τῆς μέχρι τοῦδε γεμιζούσης τὰς ἐκθέσεις τῶν ἰδικῶν μας κοινοτοπιῶν, καὶ τῶν εὐρωπαϊκῶν γδύσου, ντύσου, ράβε, κοινοτάτων, σαχλοτάτων, ἀηδεστάτων, αἰωνίων καὶ τυμπανίων θεμάτων. Νὰ σᾶς μάθῃ νὰ βλέπετε τὰ ζωγραφικὰ θέματα τῶν ἑλληνικῶν τοπίων, εἰς κάθε βῆμά σας καὶ κάθε στρήψιμόν σας, ποὺ δὲν βλέπετε, δὲν βλέπετε, δὲν βλέπετε, καὶ δὲν θὰ ἰδῆτε ποτέ σας καὶ θὰ ἀρνῆσθε ὅτι ὑπάρχουν! ἐνόσω δὲν θέλετε νὰ σᾶς τὰ δείξουν, ἐκεῖνοι ποὺ τὰ βλέπουν, νομίζοντες ὅτι ἡ ὑψηλοτέρα Τέχνη τοῦ κόσμου εἶναι, νὰ μὴ χαμηλώσετε τὴν μύτην σας ἐνώπιον ἄλλου συναδέλφου σας. Νὰ σᾶς βοηθήσῃ εἰς τὴν νόησιν τῆς εὐγενείας τῶν σχημάτων καὶ εἰς τὴν νόησιν τῆς ἁρμονίας τῶν γραμμῶν ποὺ ὑπάρχουν εἰς ἕνα ζωγράφημα, εἴτε τοπίον εἴτε εἰκὼν δραματική, διὰ νὰ μὴ προξενοῦν αἴσθημα δυσάρεστον γρονθοκοπούμεναι.

Φροντίσατε, καταβάλετε κάθε προσπάθειαν νὰ δημιουργήσετε ἕνα εἰδικὸν ἀναλυτικώτατον Τεχνοκρίτην, διὰ τὸ συμφέρον τῆς Τέχνης, τὸ ὁποῖον εἶναι καὶ τὸ ἰδικόν σας συμφέρον. Ὅλοι μαζὶ δύνασθε νὰ ὁδηγήσετε ἕνα. Ἐκ τόσων γραφόντων, ζητήσατε τὸν ἀγαπῶντα περισσότερον τὴν Τέχνην σας -μὴ νομίσετε ὅτι ὁμιλῶ διὰ τὸν ἑαυτόν μου, ἐγὼ ἔχω ἄλλην ἐργασίαν- ἑλκύσατέ τον, ἐμπνεύσατέ τον. Μὲ τὴν ἱστορίαν ποὺ γίνεται τώρα καὶ σεῖς καὶ ἡμεῖς καὶ ὁ κόσμος παλαβώνομεν μόνον ὅλοι μαζί. Τότε ἡμεῖς οἱ ἄλλοι δυνάμεθα νὰ λέγωμεν, ἂν μᾶς ἔρχεται ἡ ὄρεξις, τὰς ἐντυπώσεις μας, χωρὶς εὐθύνας καὶ ὁ κόσμος καὶ σεῖς νὰ ξεύρετε τὶ σᾶς γίνετε.

Φροντίσατε ἀντὶ νὰ ἀνοίγετε ἐκθέσεις, νὰ τὰς κλείετε. Καὶ ἀντὶ ἐκθέσεων, κατορθώσατε νὰ ἔχετε μίαν Ἀγορὰν παντοτεινὴν καὶ ἐλευθέραν εἰς τὸν καθένα -διότι εἶναι ἀναγκαῖον νὰ παρουσιάζεται κάθε ἀπόπειρα καὶ μία ἀπόπειρα ὅ,τι δήποτε καὶ ἂν εἶναι δὲν πρέπει νὰ μείνῃ ἄγνωστος.

Φροντίσατε νὰ δημιουργήσετε ἕνα ἔμπορον εἰκόνων, ὁ ὁποῖος διὰ μικρῶν τοπικῶν ἐκθέσεων, νὰ ἀρχίσῃ εἰσάγων καὶ πωλῶν τὰ ἔργα σας εἰς τὰς ἐπαρχίας. Καὶ ἀντὶ 10 ἐκθέσεων καὶ διακοσάδων ἔργων ἐτησίως, καιρὸς νὰ γίνεται μία, ἀλλὰ ἔκθεσις. Καὶ ἀντὶ σωρείας ἔργων ἀναξίων καὶ βλέμματος, βλαβερῶν διὰ σᾶς, βλαβερῶν διὰ τὴν καλαισθηοίαν τοῦ κοινοῦ, βλαβερῶν διὰ τὴν Τέχνην καὶ ποδοκυλιτικῶν ὅλων, ἀνθρώπων καὶ πραγμάτων, φιλοτιμηθῆτε νὰ παρουσιάσετε τριακοντάδα τὸ πολύ, ὅσα δηλαδὴ ἔργα δυνατὸν νὰ παρουσιάσουν δι᾿ ἔκθεσιν, ὅλοι οἱ ζωγράφοι ἐσωτερικοῦ καὶ ἐξωτερικοῦ. Τότε θὰ ἀποδείξετε τὴν ἀγάπην σας, πρὸς τὴν τέχνην πρὸς τὸν τόπον σας καὶ τὸν ἑαυτόν σας θὰ ὠφελήσετε. Ὁ κάθε Ἕλλην μόνος του εἶναι Δεληγιάννης. Κάμνει κόμμα ἀμέσως. Καὶ ὁ κάθε Ἰακωβίδης Ἕλλην εἶναι. Ἀντὶ λοιπὸν ἑνὸς ἐπιμελητοῦ ἐκθέσεως, δύο, τρεῖς: Λύτρας, Ράλλης, Ἰακωβίδης, Ἄννινος.

Καὶ προσέχετε, προσέχετε τρομερά, εἰς τὰς δημοσίας σας ἐμφανίσεις, τὰ πάντα νὰ ἀποδεικνύουν ὅτι πράγματι καλλιτέχναι διευθετοῦν καὶ ἐπιμελοῦνται καὶ καλοῦν.

Ἔστω καὶ αἴθουσα πτωχὴ καὶ ἔκθεσις πτωχοτάτη ἔστω, ἀλλὰ μὴ ὑπενθυμίζουσα καθόλου τὴν αἰσθητικήν τῆς Παλαιᾶς Σκηνῆς καὶ ἀπὸ τῆς εἰσόδου καὶ τοῦ... καταλόγου αὐτοῦ, ὅλα νὰ ἀποδεικνύουν εἰς τὸν καλούμενον κόσμον, ὅτι καλεῖται ὑπὸ τῶν προηγουμένων αὐτοῦ εἰς τὴν αἴσθησιν τῶν γραμμῶν καὶ τῶν χρωμάτων, εἰς τὴν αἴσθησιν τοῦ ὡραίου. Καὶ ἐὰν ἀγαπᾶτε Ἑλλάδα καὶ τέχνην πραγματικῶς, χαλάσατε τὸν κόσμον, αἱματώσατε τὰ πόδια σας, τὰ χέρια σας, τὸ μυαλό σας, διὰ νὰ κατορθώσετε νὰ δημιουργηθῇ μία Σχολὴ Ζωγραφικῆς, ὅπου μαζὶ μὲ τὸν τεχνικὸν χειρισμὸν τῆς γραμμῆς καὶ τοῦ χρώματος νὰ διδάσκεσθε νέοι καὶ γέροι τὶ ἐστὶ Καλλιτέχνης καὶ τὶ ἐστὶ Τέχνη καὶ τὶ ἐστὶ Ζωγραφική. Διότι ἄνευ διανοητικῆς ἀναπτύξεως καὶ ὑψηλοτάτης μάλιστα, ὁ κάθε καλλιτέχνης μένει μπογιατζῆς, ὅσον τέλειος καὶ ἂν γίνῃ.

Αὐτὰ ἔχετε νὰ κάμετε, ἀγαπητοί μου ζωγράφοι, ἀληθῶς ἀξιολύπητοι, διότι οἱ κτηνώδεις διευθυνταὶ τοῦ τόπου σας σᾶς ἐπέταξαν εἰς τοὺς δρόμους καὶ σᾶς ἀφῆκαν ἐρήμους, πάσης ὁδηγίας, βοηθείας, ἀλλὰ καὶ περιστολῆς· καὶ ἀληθῶς εἶναι δύσκολον, καὶ ἀληθῶς ἂν κάμετε τίποτε θὰ τὸ κάμετε μόνοι σας καὶ δύνασθε νὰ κάμετε τὸ κάθε τι, ἐὰν ὅλοι μὲ ἕνα πόθον καὶ μίαν πνοὴν ἀφοσιωθῆτε εἰς τὴν δημιουργίαν τῆς Ἑλληνικῆς Ζωγραφικῆς· ἀλλ᾿ ἐπειδὴ αὐτὰ δὲν γίνονται βεβαίως εἰς μίαν μόνην ἡμέραν καὶ μίαν μόνην ὥραν, ἀπαιτοῦνται διανοητικὰ στοιχεῖα, ἐνέργειαι καὶ κόποι καὶ προσπάθειαι ἐπίμονοι καὶ ἐνθουσιώδεις· πρώτιστον καὶ σπουδαιότερον ὅλων εἶναι, νὰ ἑνωθῆτε, νὰ ἀποτελέσετε ἕνα ὅμιλον ὅλοι μαζί, χωρὶς ἐξαίρεσιν καμμίαν καὶ χωρὶς κανέναν ἄλλον σκοπόν, παρὰ τὴν συμμελέτην καὶ τὴν συνεργασίαν διὰ τὴν Τέχνην σας. Καὶ νὰ καλέσετε ἐκεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους -καὶ εἶναι πολλοὶ πάρα πολλοὶ- τοὺς δυναμένους νὰ σᾶς ὁμιλοῦν καὶ σᾶς διδάσκουν διὰ τὰς Τέχνας καὶ σᾶς πλησιάσουν εἰς τὴν ἀρχαίαν Τέχνην καὶ σᾶς καταστήσουν προσιτούς, αἰσθητούς, οἰκείους, φίλους, διδασκάλους, ἐμπνευστάς, τοὺς ἄσπρους αὐτοὺς σκελετούς, ποὺ εἶναι εἰς τὰ Μουσεῖα, τοὺς Θεούς σας, καὶ σᾶς ἐγκαταστήσουν εἰς τὰ παλάτια σας -διότι εἶναι ἰδικά σας, τῶν καλλιτεχνῶν- τὰ Μουσεῖα καὶ τὸν Κεραμεικὸν καὶ τὴν Ἀκρόπολιν καὶ σᾶς ζωντανεύουν ὅλα αὐτὰ μέσα εἰς τὴν οὐρανίαν φύσιν τῆς γῆς καὶ σᾶς ἐμπλήσουν τὴν ψυχὴν κάλλους, ρώμης, χαρᾶς, σᾶς δώσουν τὰ κλειδιὰ τοῦ Ὡραίου, καὶ φορέσετε τοὺς παγχρύσους θώρακας τοῦ κάλλους, διὰ νὰ εἶσθε ἁπλῶς ἀσυγκίνητοι καὶ ἄθικτοι καὶ ἀνερέθιστοι ἀπὸ τὴν τωρινὴν ἐποχήν, ἡ ὁποία δὲν εἶναι δὰ καὶ τίποτε ἄλλο ἀπὸ σκόνη! Καὶ καλέσατε ἀνθρώπους νὰ σᾶς ὁμιλοῦν διὰ τὸν τόπον σας, νὰ σᾶς ζωγραφίζουν τὴν ἱστορίαν τοῦ τόπου σας, τὰ παραμύθια, τοὺς θρύλους, τοὺς πεθαμένους πολιτισμούς.

Καὶ καλέσετε καὶ ἐκ τῶν ἄλλων Τεχνῶν καὶ οἱωνδήποτε κλάδων ὁμιλητάς, διὰ νὰ σᾶς ἀναπτύξουν τὸν νοῦν, σᾶς ἐνθαρρύνουν καὶ σᾶς τέρπουν ἀκόμη, καὶ συγκεντρωμένοι οὕτω -ἀντὶ ἄτακτου σώματος- ἡνωμένοι, ὠργανωμένοι, εἰς ἓν μικρὸν ζητητικὸν καὶ δημιουργικὸν Σχολεῖον, λάβετε συναίσθησιν ἑαυτῶν καὶ τοῦ προορισμοῦ σας, ἐνθαρρυνθῆτε νὰ κατορθωθῇ νὰ κινηθῇ ἡ ψυχή σας, ἡ καρδία σας, ὁ νοῦς σας, νὰ κινηθοῦν αἱ ζωϊκαὶ σας δυνάμεις αἱ ἀποχαυνωθεῖσαι καὶ ἀπονεκρωθεῖσαι εἰς τὴν διάλυσιν τῶν ὅλων καὶ τὸν ἀνωφελέστατον ἐγωϊσμον καὶ ἀσκοπωτάτην αὐτάρκειαν. Πρώτιστον κινητικὸν ὅλων, διὰ μίαν ἀρχὴν δημιουργίας ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸν τωρινὸν χάος, εἶναι ὁ Ἐρεθισμὸς τῶν ἐγκεφαλικῶν κυττάρων. Ἐκεῖθεν ἡ ἀρχὴ τῆς κινήσεως πρὸς πᾶν τι.

Αἱ γραμμαὶ αὐταὶ διὰ τοὺς ζωγράφους ἀφοροῦν καὶ πάντας τῶν ἄλλων κλάδων τοὺς καλλιτέχνας.

Εἰς τὰ αὐτὰ χάλια, ὑπὸ τὰς αὐτὰ συνθήκας ὄντες, κατὰ παρόμοιον τρόπον ἔχουν νὰ ἐργασθοῦν, ἀλλὰ δὲν ἀναφέρω τὰ περὶ αὐτῶν, διότι θέλω πρῶτον νὰ προηγηθῇ ἡ δημοσίευσις τῶν εἰδικῶν ζητήσεων, διὰ νὰ γίνεται λόγος συγκεκριμένος, καὶ προχωροῦμεν κάθε ἡμέραν πλησιέστερον καὶ ἀναλυτικώτερον καὶ συγκριτικώτερον ὁλονὲν εἰς τὰ καθ᾿ ἕκαστα πράγματα. 
 
 


                         Ἔγραψαν γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο


Ἴων Δραγούμης

Δὲν ξέρω ἂν λέει σωστὰ πράματα ἢ στραβὰ τὸ βιβλίο του, μὰ ὅταν τὸ διάβαζα ἦταν σὰν ἄνεμος νὰ φυσομανοῦσε μέσα μου τρομαχτικὰ καὶ νὰ συντάραζε τὸν ἑλληνισμό μου ὅλον καὶ νὰ μὲ λευθέρονε, κι ἀφοῦ τὸ διάβασα μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βορριᾶ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρόνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα καὶ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο. Τὸ βιβλίο του καθαρίζει τὸν Ἕλληνα ποὺ ξέρει νὰ τὸ διαβάσῃ, καὶ ὁ Ἕλληνας τώρα εἶναι τόσο ψόφιος, εἶναι τόσο γεμάτος βρώμα καὶ μικροπρέπεια ποὺ σκουληκιάζει. Μπορεῖ νὰ τὸν εἶπαν τρελλό, ἐκεῖνον ποὺ τὸ ἔγραψε· καὶ ὅμως εἶναι πιὸ σωστὸς καὶ πιὸ γνωστικὸς ἀπὸ κάθε Ἕλληνα σημερινό. Ἡ «φρονιμάδα» εἶναι τῶν πολλῶν· αὐτὴ ποὺ μᾶς ἔφαγε καὶ μᾶς τρώει. Τὴν «τρέλλα» θέλω, αὐτὴ μὲ καθαρίζει ἀπὸ τὰ τρὶς βαριὰ καὶ βρώμια κατακαθίσματα ποὺ ἀφίνει μέσα μου περνῶντας ἡ συγκαιρινή, ταπεινωμένη ἑλληνικὴ ζωὴ καὶ μὲ φαρμακόνει. Ἡ τρέλλα ἔχει μάτια καὶ βλέπει. Ἡ φρονιμάδα εἶναι τύφλα. Τρελλοὶ εἴταν οἱ προφῆτες καὶ γνωστικὰ τὰ ξεπεσμένα πλήθη.

Τὸν Ἀσυμβίβαστο ζητῶ καὶ τὸ Σκληρό, γυρεύω τὸν Τρελλό, τὸ Σιδερένιο, τὸν Ἀλύγιστο· αὐτοῦ τὰ μάτια καὶ τὰ λόγια καὶ τὴν κίνηση καὶ τὴ σιωπὴ ἀκολουθῶ· σ᾿ αὐτοῦ τὸ ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.

(Ἴων Δραγούμης, «Γιὰ τὸ βιβλίο τοῦ Γιαννόπουλου», ἐφημ. «Ὁ Νουμᾶς», ἀριθ. 217, 15-10-1906) 
 
 ❀❀❀❀

Δημήτριος Καμπούρογλου

Τὸν θεωρῶ ὡς τὸν τελευταῖον Ἀθηναῖον τῶν καλῶν χρόνων. Ὡς ἕνα πλόκαμον κισσοῦ ἑρπίζοντα ἐπάνω εἰς ἀρχαῖον μάρμαρον. Δὲν θὰ ἴδῃ πλέον ὁ ναὸς τῆς Ἀπτέρου Νίκης ρόδα κάθε πρωί προσφερόμενα ὡς θυσίαν, καὶ ἂν αὐτὸ τὸ κάμει ἄλλος τις θὰ εἶναι μίμησις, θὰ εἶναι προσποίησις.

Αἱ ἄκανθαι τῆς Ἀττικῆς, τὴν μυστηριώδη καλλιτεχνικὴν γοητεία τῶν ὁποίων τόσον εἶχεν ἐννοήσει, δὲν θὰ εὔρουν πλέον θαυμαστὴν καὶ συλλέκτην, εἰς τὸν τόπον ὅστις παρήγαγε τὸ γλυκύτερον μέλι καὶ τὸ πικρότερον κώνειον.

Ὅταν ἔβαζε λευκὰ γάντια καὶ φορτωμένος ἀπὸ ἄνθη ἀνήρχετο εἰς τὴν Ἀκρόπολιν διὰ νὰ προσευχηθῇ εἰς τὸν ναὸν τοῦ ὑπάτου Κάλλους, ὁ τόπος τῶν φρονίμου ἐξωτερικοῦ καὶ τῶν πρακτικοτέρων σκέψεων, τὸν ἐθεώρει ἀκαταλόγιστον. Διὰ νὰ εκδηλώνουν δὲ πρὸς αὐτὸν τὸν θαυμασμὸν των ὅσοι ξένοι καὶ ξένοι τὸν ἐγνώρισαν τοῦτο σημαίνει ὅτι εἰς ὅλους τοὺς τόπους αἱ ἐκκεντρικότητες δὲν θεωροῦνται παραφροσύναι. [Τελευτῶν ὁ εὐγενὴς ὁμιλητής, συνεχίζει ὁ συντάκτης τῆς ἐφημερίδος «Ἐμπρός», χαρακτήρισε τὸν Γιαννόπουλο] φύση καλλιεργημένη πολλῶν αἰώνων. Ἡ μητέρα του, διότι τῆς μητρὸς τὸ αἷμα κληρονομεῖ συνήθως ὁ υἱός, ἦτο Χαιρέτη, βυζαντινῆς ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας γόνος, ἥτις κατέφυγε εἰς Κρήτην καὶ κατόπιν εἰς Κέρκυραν μὲ τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος [...] Διὰ τὰ ὁλίγα ἔργα τὰ ὁποῖα ἀφῆκε θὰ γραφοῦν πολλά. [...] Ἡ φιλοπατρία του ἦτο ἀπαράμιλλος [...] ἦτο γενναιότερος καὶ ἀπὸ τὸν Βύρωνα, μὲ τὸν ὁποῖον εἶχε πολλὰ [κοινὰ] εἰς τὴν αἰσθητικὴν ἀντίληψιν τοῦ ἐνσαρκωμένου Κάλλους [...] διότι οὐδέποτε κατεδέχθη νὰ ἔχῃ ὅπλον ὅταν διέσχιζε βουνὰ καὶ διημέρευε εἰς τὰς ἐρήμους χαράδρας ἢ διενυκτέρευεν εἰς νυμφολήπτων σπήλαια.

(Δημήτριος Καμπούρογλου, συνέντευξις στὴν ἐφημερίδα «Ἐμπρός», μετὰ τὴν αὐτοκτονία τοῦ Γιαννόπουλου, 13-4-1910)


 ❀❀❀❀
Ἄγγελος Σικελιανός

Ἡ Ἑλλάδα, ὡς Ἀφροδίτη, τοῦ χάρισε ἕναν ἅγιο πυρετὸ κι ἕνα περιούσιο παραμίλημα.

Ἀπὸ τὴν κορφὴ ὣς τὰ νύχια ἤτανε «σκεῦος ἐκλογῆς».

Ἡ ἐμφάνισή του ἀνάμεσα στὴν ἀστικὴν Ἀθήνα ἐφάνταζε καθὼς ἡ εἰκόνα τῶν βουνῶν της ποὺ ξεβγαίνει ἀπ᾿ ὅποιο δρόμο της κοιτάξουμε.

Τὸ πορφυρό ὅραμά του στὴν αἰσθητική του φύση ἐγίνηκε μοχλὸς γιὰ νὰ σηκώσει τὸν ἀγῶνα, μὲ μιὰ ἀκράτητη ὁρμή, ὅταν πῆρε τὸ μαστίγιό του νὰ διώξει τοὺς ἐμπόρους μὲς ἀπ᾿ τὸ Ναό, καὶ ν᾿ ἀνεβάσει, ἂν ἦταν δυνατόν, τὸ χρῶμα τῆς ντροπῆς σὲ λίγα πρόσωπα.

[Ὁ Σικελιανὸς χαρακτηρίζει τὴν μορφὴ τοῦ Γιαννόπουλου] ἀπολλώνεια καὶ ἀποστολικὴ μαζί, [ἐνῷ λέει πὼς ὑπῆρξε] γέννημα καὶ θύμα τῆς ἀντίδρασης ὅπου ἔζησε, [καὶ καταλήγει μιλῶντας γιὰ τὸν τεχνίτη ποὺ σπρωγμένος ἀπὸ] τὸ μεστό του ἔνστιχτο θ᾿ ἀναστήσει τὴν παγκόσμια κιβωτὸ τοῦ ἑλληνισμοῦ.

* * *

Κλάψτε τὸν ὥριο Ἱππόλυτον! Ὦ νιάτα,
ποὺ κρατάτε καθάρια μιὰν Ἑλλάδα σκαλισμένη
στὰ μάρμαρα, ἢ τῆς Πάρου
ἢ τῆς Πεντέλης, στῆς γυμνῆς Ἀθήνας
τὸ φῶς, ἢ μὲς στῆς πλούσιας Ὀλυμπίας
τὰ νερὰ καὶ τὰ δέντρα, ἐδῶ ζυγῶστε.

Σιμῶστε στὸ παράμερο ἀκρογιάλι
π᾿ ἀνθοστεφανωμένος ἐκατέβη
στ᾿ ἀπριλιάτικο πέλαγο νὰ σμίξει,
σ᾿ ἕνα φιλί θανάτου, τῆς γῆς ὅλης
τὴν ἄνοιξη, ὅμοιος ὣς φαντάζουν
στῶν Ἐτρούσκων τοὺς τάφους τὰ πανώρια
τῶν ἐφήβων κορμιὰ ποὺ κατεβαίνουν.

[...]

Ὦ Ἀττική,
κανένας τὰ λεπτά σου
τὰ μύρα δὲν ἀνάσανε μὲ τόσον
ἀρχοντικὴ τὴν αἴστηση, κανένας
τ᾿ ἀνέλπιστά σου χρώματα δὲν πῆρε
νὰ κλείσει πιὸ σφιχτὰ στὰ βλέφαρά του.
[...]
Τριγύρα μας δὲν ξέραμε κανένα
νὰ μοιάζει πιὸ πολὺ μὲ τὴν ἐλιά σου,
μὲ τὸ ξανθὸ τ᾿ ἀστάχυ σου, κι ἀκόμη
μὲ τὰ κιτρινισμένα μάρμαρά σου.

Κ᾿ ἕνα κλωνάρι ἐλιᾶς, ἕνα συντρίμμι
μάρμαρου, ἕνα χρυσὸ μεστὸν ἀστάχυ
στολίζαν τὴν ὡραιόπαθη ζωή του.

Κι ἔφερε ἡ φήμη (ἂς ἦταν μὲ τοῦ στίχου
μονάχα τὴν εὐγένεια νὰ σηκώσῃ
τοῦ θανάτου τὸν πέπλο) πὼς κατέβη
σὲ ἄλογο ἀπάνω, στὸ καθάριο κῦμα
καὶ πὼς τὸ στόλισε μ᾿ ἀνθούς, κι ἐκεῖνος
πὼς μ᾿ ἀγριολούλουδα νεκροστολίστη.
Καὶ μπροστὰ στοῦ πελάγου τὰ ζαφείρια
καὶ μπροστὰ στὴν ἀρίθμητην ἀνάσα,
τοῦ ἀρμυροῦ καὶ ἡλιόλουστου ἀγέρα,
τὸ ἄλογο ἐκέντησε μπροστὰ στὸ κῦμα,
σὰ μπρὸς σ᾿ ἐμπόδιο, π᾿ ἄλλαζε τοῦ ἀνέμου
ἡ πλήθια πνοὴ καὶ ποὺ ὅσο ἂν ἁπλωνόταν
συντριμμένο στὸν ἄμμο, ὁλόρτο πάλι,
φουσκωμένον ἀνέβαινεν ὁρμῶντας.
Φωτιὰ δὲ θὲ ν᾿ ἀνάψωμε, στὸν ὄχτο
τὸν ἔρμο τοῦτο, τοῦ κορμιοῦ τοῦ ὡραίου
τὴ στάχτη γιὰ νὰ πάρωμε. Τὸ κῦμα
δὲν τὸν ἐξέβρασε, ὥς τὸν ἀδελφό του
τὸν Σέλεϋ, μὲς στῶν φίλων του τὰ χέρια.
Καὶ κανεὶς στὴ φωτιὰ δέ θὲ νὰ σκύψῃ,
μὲ τολμηρὸ τὸ χέρι, τὴν καρδιά του
νὰ ξεσηκώσῃ μέσα ἀπὸ τὴ στάχτη
καὶ μὲ σέβας Ἱερό, νὰ τηνε δείξῃ
στὸ μοναχό της τὸν κριτή, τὸν Ἥλιο!

(Ἄγγελος Σικελιανός, «Ἀπολλώνιος θρῆνος» (ποίημα), ἐφημ. «Ἀκρόπολις», 15-4-1910· «Περικλῆς Γιαννόπουλος» (μελέτη), 1919· ἀναδημοσιεύσεις στά: «Λυρικὸς Βίος», τόμος Α', Ἴκαρος, 1999· τόμος Β', Ἴκαρος, 2003· «Πεζός Λόγος» (1908-1928), τόμος Α', Ἴκαρος, 2001· «Γράμματα», ἐπιμ. Μπουρναζάκης, τόμος Α', Ἴκαρος, 2000)

 ❀❀❀❀
Γρηγόριος Ξενόπουλος

Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος ὑπῆρξεν ὁ μεγαλείτερος ὣς τώρα, ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικὴν ζῆν. Πεπεισμένος βαθύτατα, ὅτι ἡ ὡραιοτέρα χώρα καὶ ἡ ὡραιοτέρα φυλὴ εἶναι ἡ ἑλληνική, ἐμίσει θανασίμως κάθε βάρβαρον ξενισμόν καὶ ὠνειρεύετο τὴν Ἑλληνικὴν Ἀναγέννησιν διὰ τῆς ἐπιστροφῆς εἰς τὰ μεγάλα καὶ αἰώνια Πάτρια. Τὸ ξένον, τὸ εὐρωπαϊκόν, εἰς τὸ ὁποῖον δουλεύομεν ἀπ᾿ αἰώνων, τὸ ἐνόμιζε φύσει ἀταίριαστον πρὸς τὸν Ἕλληνα, καὶ ἠγωνίζετο νὰ καταδείξῃ ὄχι ἁπλῶς καὶ μόνον ὅτι τὸ ἑλληνικὸν εἶναι τὸ μόνον ἁρμόζον, ἀλλὰ καὶ ποῖον εἶναι αὐτὸ τὸ ἑλληνικόν.

Τὸ ἔργον του εἶναι ἀφ᾿ ἑνὸς ἡ ἐπίκρισις, ἡ σάτιρα, τὸ κουρέλιασμα, ἡ κατάλυσις τῆς συγχρόνου ἑλληνικῆς ζωῆς εἰς ὅλας της τὰς ἐκδηλώσεις -Τέχνη, Φιλολογία, Γλῶσσα, Θρησκεία, Πολίτευμα, Δίαιτα, Ἐνδυμασία κ.τ.λ.- καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου ἀναδρομὴ εἰς τὰς γνησιωτέρας, τὰς καθαρωτέρας πηγὰς τοῦ «ἑλληνισμοῦ», πρὸς ὑπόδειξιν τῶν στοιχείων καὶ τῶν κανόνων, διὰ τῶν ὁποίων θὰ ἠδυνάμεθα νὰ δημιουργήσωμεν μίαν νέαν ζωήν, ἀληθινὰ ἑλληνικήν, εἰς ὅλας της τὰς ἀκδηλώσεις.

Ὁ Γιαννόπουλος ἐπίστευε ἀκραδάντως εἰς τὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν ἀθανασίαν τῆς φυλῆς. Εἶχε τὴν ἰδέαν, ὅτι ἐξελληνιζόμενον ἀκόμη μίαν φορὰν δι᾿ ἀναβαπτισμοῦ εἰς τὰς πηγάς του, τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος θὰ ἐφώτιζε καὶ πάλιν τὸν κόσμον. Ἐφρόνει ἀκόμη, ὅτι ἡ ἀναβάπτισις αὕτη, οὕτως ἢ ἄλλως, θὰ ἐγίνετο μίαν ἡμέραν, ἐπίστευε δὲ ὅτι ἦτο ὁ μοιραῖος Ἀπόστολος τῆς μεγάλης, τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας, τοῦ ὁποίου τὸ κήρυγμα θὰ ἠκούετο ὅταν ἤρχετο τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὅταν οἱ Ἕλληνες θὰ ἦσαν πλέον εἰς θέσιν ν᾿ ἀποτινάξουν κάθε εἴδους ξένον ζυγόν...

(Γρηγόριος Ξενόπουλος, ἀνεξακρίβωτη πηγή)

 ❀❀❀❀
Κωστῆς Παλαμᾶς

Καλότυχος ποὺ διάλεξες τὸ κῦμα,
καὶ νά! σοῦ δίνει
τὸν ἀφρόχυτο κόρφο του γιὰ μνῆμα,
καὶ τὴ γαλήνη

Ἐφημ. «Ὁ Νουμᾶς», ἀριθ. 388, 18-4-1910

 ❀❀❀❀
Μιλτιάδης Μαλακάσης

Μνημόσυνο στὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο

Τώρα σ᾿ εὐλάβεια μνήμης, ὦ Ἀπολλώνιε ζῆσε,
Νέος μαζὶ κι Αρχαίος -μιὰ λύπη, μιὰ χαρά-
Σὰν ἀπ᾿ τὸν Πραξιτέλη μαρμαρωμένος νὰ εἶσαι
Καὶ σὰν ζωγραφισμένος ἀπ᾿ τὸν Ἁη-Γκανταρά.

(Μιλτιάδης Μαλακάσης, «Μνημόσυνο στὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο», περ. «Παναθήναια», 30-4-1910· συλλογὴ «Ἀσφόδελοι», 1918)

 ❀❀❀❀
Μυρτιώτισσα

Στὸν φίλο μας ποὺ ἔφυγε

Στὴ φύση ἐμὲ θὰ μὲ θυμάστε μόνο,
εἶπες, κι ἀπ᾿ τὸ πλευρό μας ξέφυγες γοργός,
καὶ τώρ᾿ ἀκολουθεῖ τὸν ὑστερνό σου δρόμο
θλιμένος καὶ βαρὺς ὁ λογισμός.

Εὐγενικέ μου φίλε, ἡ ὡραία μορφή σου
εἶταν γιὰ μᾶς γλυκειὰ παρηγοριά,
κ᾿ ἤξερε ν᾿ ἀνασταίν᾿ ἡ δυνατὴ ψυχή σου
ὅλα τὰ νευρωμένα μας ἰδανικά.

Καὶ τὸ κορμί σου ὑψώνονταν σὰ στήλη ἀρχαία
καὶ μ᾿ ἀπριλιάτικη ἡ φωνή σου ἔμοιαζε βροχή...
εἴσουν ἀδέρφι ἐσὺ μὲ ὅλα τ᾿ ἁπαλὰ καὶ ὡραῖα
καὶ εἴσουν τὸ τρανὸ στολίδι μας ἐσύ.

Ἦρθα νὰ ἰδῶ τὴν Ἄνοιξη -μᾶς ἔλεγες στερνά-
γι᾿ Αὐτὴν μονάχα ἦρθα στὴ ζωή.
Τὴν εἶδα, τὴν κατάλαβα, τῆς ρούφηξα τὰ μυστικά,
τώρα ξαναγυρίζω στὴ Σιγή.

(Μυρτιώτισσα, «Στὸν φίλο μας ποὺ ἔφυγε», συλλογὴ «Τραγούδια», 1920· συλλογὴ «Κίτρινες φλόγες»)

πηγή http://pheidias.antibaro.gr/

Διαβάστε επίσης :


















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου